Του πατρός Ιουστίνου του Σιναΐτη, Βιβλιοθηκάριου της Ιεράς Μονής
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ: Το Σινά είναι μια τραχιά έρημος με απόκρημνα γρανιτένια βουνά και στενές, πέτρινες κοιλάδες. Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ώς «γη έρημος και άνυδρος» (Δευτερονόμιο 32:10).
Σ’ αυτή τη σκληρή και άγονη γη, που είναι δύσκολο να διατηρηθεί ζωή, έρχονται από τα τέλη του 3ου και τις αρχές του 4ου αιώνα ερημίτες και αναχωρητές ψάχνοντας για έρημους τόπους όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη ζωή τους με προσευχή και νηστεία.
Αλλά το Σινά δεν είναι μόνο μια τραχιά έρημος. Στον ευλογημένο αυτό τόπο αποκάλυψε ο Θεός τον Εαυτό του, μ’ ένα πολύ ξεχωριστό τρόπο, στον Προφήτη Μωυσή, πρώτα στην Καιομένη Βάτο και μετά στην κορυφή του Σινά, όπου και του παρέδωσε τις πλάκες με τις Δέκα Εντολές. Και πάλι, σε τούτο τον τόπο ο Θεός είπε στο Μωυσή, «ο γαρ τόπος, εν ω σύ έστηκας, γη αγία εστί» (Έξοδος 3:5)
Τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η έρημος αυτή αποτέλεσε σκοπό για τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα κι έτσι, αν είχαν το χρόνο, τον τρόπο και το κουράγιο συνέχιζαν για το Σινά. Όταν η Εγερία (ή Αιθερία) και οι συνοδοιπόροι της επισκεύτηκαν την περιοχή γύρω στα 383 μ.Χ., όπως διαβάζουμε στο οδοιπορικό της, βρήκαν μια ακμάζουσα μοναστική ζωή ακολουθώντας ακόμα και τότε μια ήδη διαμορφωμένη προσκυνηματική διαδρομή.
Αρχαία σκαλοπάτια οδηγούν μοναχούς και προσκυνητές στην κορυφή του Όρους Μωυσή και στο εκκλησάκι εκεί.
Στα μέσα του 6ου αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός διέταξε την κατασκευή μιας βασιλικής με υψηλό περίγυρο στον τόπο της φλεγομένης και μή καιομένης βάτου. Ο περίγυρος αυτός καθώς και ο ναός παραμένουν από τότε.
Τον 7ο αιώνα η περιοχή περιήλθε σε Αραβική κατοχή. Υπάρχουν, όμως, στοιχεία που επιβεβαιώνουν την παρουσία προσκυνητών στην περιοχή κατά τη διάρκεια του 7ου, 8ου και 9ου αιώνα. Μοναχοί, επίσης, δεν έπαψαν να έρχονται στο Σινά, ελκόμενοι από τη λιτότητα, τη συσχέτιση του τόπου με τα Αγιογραφικά δρώμενα και τη φήμη του ώς καθιερωμένου κέντρου μοναχισμού.
Σ’ όλη τη μακρά του ιστορία, το μοναστήρι του Σινά δεν καταστράφηκε και δεν εγκαταλήφθηκε ποτέ, πράγμα που φανερώνει μια εκπληκτική συνοχή. Σήμερα, μια μικρή κοινωνία μοναχών συνεχίζουν τον ημερήσιο κύκλο ακολουθιών, με χρόνο για μελέτη και προσευχή, ακολουθώντας πιστά τον παλαιό τρόπο ζωής. Και οι προσκυνητές συνεχίζουν να παίρνουν το δρόμο για το Σινά, να πάρουν την ευλογία του αγίου αυτού τόπου, ακολουθώντας τα βήματα όλων εκείνων που για δεκαεπτά ολόκληρους αιώνες συνεχίζουν να έρχονται.
Η βιβλιοθήκη
Τον 4ο αιώνα, η Εγερία (ή Αιθερία) παρακολούθησε ακολουθίες στην Αγία κορυφή, στο παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία, χτισμένο σε μικρή απόσταση από την κορυφή, καθώς και στο παρεκκλήσι της Καιομένης Βάτου που βρίσκεται παρακάτω στην κοιλάδα. Η Εγερία σχολίασε θετικά τα αποσπάσματα των γραφών που διαβάστηκαν σχετικά με το καθένα από αυτά τα ιερά μέρη. Από αυτό μπορούμε να υποθέσουμε πως τον 4ο αιώνα υπήρχαν στο Σινά χειρόγραφα της Αγίας Γραφής, των ακολουθιών και άλλων πνευματικών κειμένων.
Το ασκητήριο των Αγιών Γαλακτίωνος και Επιστήμης στα βουνά πάνω από το Μοναστήρι. Το ασκητήριο περιλαμβάνει εκκλησάκι το οποίο χρονολογείται περίπου στον 5ο αιώνα.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης ήρθε στο Σινά τον 6ο αιώνα, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρονών. Πριν εκλεγεί ηγούμενος της Μονής, τον 7ο αιώνα, έζησε ως ερημίτης για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Στη ζωή του, όπως αναφέρεται «προσευχόταν πολύ και έγραφε». Αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη πολλών χειρογράφων στο Σινά τον 7ο αιώνα.
Τα παλαιότερα χειρόγραφα του Σινά ήταν πρακτικά κείμενα για χρήση στις Ακολουθίες ή για να εμπνεύσουν τους μοναχούς που ζούσαν στην περιοχή. Υπήρχαν όμως πολλές δυσκολίες στην εισαγωγή υλικών που ήταν απαραίτητα για την παραγωγή χειρογράφων. Όμως, λόγω του ξηρού και σταθερού κλίματος της περιοχής τα κείμενα δεν καταστρέφονταν εύκολα, παρόλη τη χρήση τους. Ούτε και η Μονή υπέστη σοβαρές καταστροφές, χάριν της απόλυτης γεωγραφικής απομόνωσής της. Κάπως έτσι έγινε η αρχή για τη συγκρότηση της σημερινής Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης.
Η βιβλιοθήκη σήμερα περιλαμβάνει κάπου 3300 χειρόγραφα της Παλαιάς Συλλογής, εκτός από τα χειρόγραφα που ήρθαν στο φως το 1975, γνωστά ως Νέα Ευρήματα καθώς και τα πολλά έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία. Το Μοναστήρι υπήρξε κυρίως Ελληνικό σ’ όλη του την ιστορία κι αυτό αντικατοπτρίζεται στην βιβλιοθήκη. Υπήρξε όμως και τόπος προορισμού μοναχών και προσκυνητών από πολλές άλλες χώρες, οι οποίοι άφησαν πίσω τους χειρόγραφα στις δικές τους γλώσσες, ως δώρο στη μονή ή για χρήση μελλοντικών προσκυνητών. Αυτό εξηγεί την ύπαρξη χειρογράφων σε έντεκα γλώσσες, με σημαντικές συλλογές στην Αραβική, Συριακή, Χριστιανική Παλαιστινιακή Αραμαϊκή, Γεωργιανή και Σλαβονική.
Τα χειρόγραφα του Σινά συνεχίζουν να είναι μεγίστης σημασίας όσον αφορά τη μελέτη των Γραφών, τα συγγράμματα των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας και την ιστορική εξέλιξη των Ακολουθιών. Συμπεριλαμβάνουν, επίσης, χειρόγραφα κλασσικών Ελληνικών κειμένων, κυρίως σημαντικά ιατρικά κείμενα. Τώρα γίνεται και η μελέτη της βιβλιοδεσίας των χειρογράφων του Σινά που φανερώνει ότι με το πέρασμα των αιώνων υπήρξε μια σταδιακή εξέλιξη στη χρήση διαφορετικών τεχνικών. Τα εργαλεία βιβλιοδεσίας και ο κολοφώνας συχνά μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τα εργαστήρια στα οποία βιβλιοδέθηκαν τα χειρόγραφα.
Κάποια χειρόγραφα του Σινά είναι υπέροχα έργα τέχνης, με επιχρυσωμένα γράμματα και καταπληκτικά σχέδια, φτιαγμένα στην Κωνσταντινούπολη το 10ο, 11ο και 12ο αιώνα, όταν η Πόλη ήταν στην ακμή της ως κέντρο πολιτισμού και ευσέβειας.
Όμως και τα απλά και απέριττα χειρόγραφα που γράφτηκαν στο Σινά δεν υστερούν, καθόλου σε αξία. Συχνά γραμμένα σε μεταχειρισμένες περγαμηνές, προχειροδεμένα, με σελίδες λερωμένες από την μακροχρόνια χρήση, παραμένουν βουβοί μάρτυρες της στέρησης και του ασκητισμού του Σινά και όλων εκείνων των μοναχών που διατήρησαν τη ζωή της ευλάβειας και τον κύκλο των καθημερινών ακολουθιών σ’ αυτόν τον ιερό χώρο.
Οι Σινά Παλίμψηστα
Η περγαμηνή φτιάχνεται από δέρμα ζώου το οποίο, αφού μουλιάσει σε ασβέστη, τεντώνεται πάνω σ’ ένα πλαίσιο και στη συνέχεια ξύνεται μέχρι να γίνει λείο και ομαλό. Η κατασκευή περγαμηνών είναι μια πολύ εξειδικευμένη τέχνη. Πάντα ήταν ακριβές οι περγαμηνές και πολλές φορές δυσκολοεύρητες. Αλλά τα κείμενα που γράφονται σ’ αυτές είναι και όμορφα αλλά και διατηρούνται για αιώνες.
Όταν ένας γραφέας, όμως, έπρεπε να γράψει ένα κείμενο αλλά δεν υπήρχε περγαμηνή, έπαιρνε ένα χειρόγραφο που θεωρούσε λιγότερο σημαντικό, το έσβηνε κι έγραφε το καινούργιο κείμενο πάνω από το παλιό. Αυτό είναι το γνωστό παλίμψηστο. Το Σινά ήταν πολύ απομονωμένο από τον 7ο ως τον ενδέκατο αιώνα και η επαναχρησιμοποίηση της περγαμηνής ήταν συχνά ο μοναδικός τρόπος δημιουργίας ενός νέου χειρογράφου.Μας είναι γνωστά πάνω από εκατόν εξήντα Σιναϊτικά χειρόγραφα με παλίμψηστα κείμενα. Ξεθωριασμένα ίχνη του αρχικού κειμένου συχνά διασώζονται κάτω από το μεταγενέστερο κείμενο. Σε πολλές περιπτώσεις το αρχικό κείμενο παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους σημερινούς ερευνητές.
Κατά τον 19ο αιώνα συνηθιζόταν η χρήση χημικών αντιδραστηρίων για τη βελτίωση του αρχικού κειμένου. Αυτό συχνά ήταν καταστρεπτικό για την περγαμηνή. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, όμως, ήταν ήδη γνωστό πως οι υπεριώδεις ακτίνες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάκτηση προηγούμενων κειμένων, χρησιμοποιώντας τη διαφορά στη λάμψη του φθορισμού μεταξύ των διαφόρων μελανιών και της περγαμηνής.
Μόλις τα τελευταία χρόνια έχουμε σημαντικές εξελίξεις σ’ αυτό που ονομάζεται πολυφασματική απεικόνιση κατά την οποία φωτογραφίζεται το κείμενο με παροχή φωτός σε πολλά διαφορετικά μήκη κύματος. Στη συνέχεια ειδικοί επιστήμονες επεξεργάζονται τις φωτογραφίες χρησιμοποιώντας πολύπλοκους αλγόριθμους. Τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα εγγυημένα αλλά πολύ συχνά η υποκείμενη γραφή γίνεται καθαρή και αναγνώσιμη, πράγμα που δεν ήταν εφικτό πριν. Μιλώντας, όμως, για την εργασία των επιστημόνων ψηφοποίησης δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την πολύ σημαντική παλαιογραφική έρευνα που απαιτείται για την ανάκτηση αυτών των κειμένων.
πατήρ Ιουστίνος ο Σιναΐτης, Βιβλιοθηκάριος της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης
Τα παλίμψηστα του Σινά είναι πολύ σημαντικά για τους ερευνητές. Το υπο-κείμενο του Σιναϊτικού Συριακού Κώδικα (Συριακό 30) περιέχει τα τέσσερα Ευαγγέλια στα Παλαιά Συριακά, μια μετάφραση που έγινε το δεύτερο αιώνα και που έχει διασωθεί σε άλλο ένα μόνο χειρόγραφο στον κόσμο. Τα Σιναϊτικά χειρόγραφα διατηρούν τα μοναδικά γραπτά παραδείγματα μιας γλώσσας που ονομάζεται Καυκάσια Αλβανικά που ομιλούνταν στα Καυκάσια όρη, ανατολικά της Γεωργίας. Ανακτήθηκαν επίσης σημαντικά κείμενα στα Ελληνικά, Χριστιανικά Παλαιστινιακά Αραμαϊκά, Συριακά, Γεωργιανά, Αραβικά και Λατινικά. Συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτά λειτουργικά και πατερικά κείμενα, καθώς επίσης και κλασσικά, ιστορικά και ιατρικά κείμενα.
Το καθένα από αυτά τα κείμενα έχει τη δική του αξία. Αλλά σαν σύνολο, μπορούν να μας πουν πολλά για την ιστορία του Σινά, από μια εποχή που υπήρχαν πολύ λίγα γραπτά ιστορικά κείμενα. Μαρτυρούν μια πολύ σημαντική αντιγραφική (scribal) δραστηριότητα σ’ αυτή την απομονωμένη τοποθεσία και επιβεβαιώνουν πως το Σινά παρέμεινε τόπος προσκυνήματος σ’ όλη τη διάρκεια της Χριστιανοσύνης. Η παράδοση της μάθησης συνεχίστηκε σ’ ένα κόσμο που ήταν περισσότερο διασυνδεδεμένη απ’ ό,τι οι ερευνητές πολλές φορές θα ήθελαν να παραδεχτούν. Μ’ όλους αυτούς τους τρόπους, τα Σιναϊτικά παλίμψηστα έχουν ακόμα πολλά να μας διδάξουν.