ΑΓΙΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ: Ήταν απόγευμα και ο ηγούμενος της Ι. Μονής Παναγίας Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, Διονύσιος Σιγούρος κλάδευε τα δέντρα του περιβολιού του μοναστηριού, όταν ένα νέος άντρας, τρομαγμένος κι ανήσυχος, πλησίασε και πέφτοντας στα πόδια του Διονυσίου ψιθύρισε:
“Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν”, ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές στην αυλόπορτα.
Ο ηγούμενος, που σαν Ζακυνθινός γνώριζε όλους τους συντοπίτες του, κατάλαβε πως ο επισκέπτης ήταν ξένος.
“Ποιος, παιδί μου, καταδιώκει έναν ξένο άνθρωπο στο φιλόξενο νησί μας;” ρώτησε παραξενεμένος.
“Οι Σιγούροι, γέροντα.”
Ξαφνιάστηκε ξανά ο γέροντας, καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν συγγενείς του.
“Γιατί σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;”, τον ρώτησε ο ηγούμενος.
“Έκαμα φονικό, δέσποτα”.
Ο Διονύσιος έμεινε εμβρόντητος. “Ποιον σκότωσες;”, τον ρωτά.
“Τον άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο”, του απαντά εκείνος κατεβάζοντας τα μάτια.
Πληγώθηκε κατάκαρδα ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του!
Τα μάτια του υγράνθηκαν.
Συναισθήματα θλίψης κι οργής τον τύλιξαν και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον για άμεση και δίκαιη τιμωρία.
Όμως, ευθύς αμέσως μετάνιωσε για τη σκέψη του. Χαλιναγώγησε το πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε στην ψυχή του.
Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση. Θυμήθηκε πως ο Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό. «Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.
Στράφηκε στο φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ρώτησε ήρεμα:
“Γιατί, παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άρχοντα του νησιού;”
Κι εκείνος όλο αγωνία και τρόμο είπε βιαστικά:
“Η κακιά η ώρα, γέροντα. Μα μην το ψάχνεις. Κρύψε με μονάχα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους. Κρύψε με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν.”
Τότε ο Διονύσιος, πράττοντας κατά μίμηση Χριστού,του είπε:
“Θα σε κρύψω. Ακολούθα με.”
Τον έκρυψε σε απόκρυφο μέρος, που μήτε οι καλόγεροι δεν γνώριζαν.
Μόλις που πρόλαβε ν’ ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι, ξαδέρφια και συγγενείς του, κατέφτασαν αρματωμένοι, κατάκοποι και αγριεμένοι:
“Πού είναι ο φονιάς, γέροντα;”, τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές.
Ο πατέρας Διονύσιος έκανε πως δεν γνώριζε τίποτε:
“Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου.”
“Δε λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από λίγο.”, του απάντησαν.
Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του.
Έπρεπε να τους πείσει όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί. Αν υποψιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα κάναν το παν να τον ανακαλύψουν.
“Γιατί πρόκειται;” ρώτησε ο Διονύσιος.
Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο Άγιος άφησε τα δάκρυά του, που ως τότε συγκρατούσε με κόπο, να τρέξουν στο πρόσωπό του. Θρήνησε βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού.
Μετά από λίγες στιγμές ο Διονύσιος τους ρώτησε, σκουπίζοντας τα μάτια του:
“Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι;”
Ένας από τους διώκτες του απάντησε:
“Είδαμε πως ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και νομίσαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο. Όμως, πάμε, φεύγουμε, κάπου εδώ γύρω θα κρύβεται, αλλά θα τον βρούμε. Δε θα γλιτώσει.”
Οι Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί.
Όταν οι συγγενείς του ξεμάκρυναν, ο πατέρας Διονύσιος, πήγε στην κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Μόλις εκείνος βγήκε, του καταφίλησε τα χέρια: “Σ’ ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Μου έσωσες τη ζωή.”
Κι ο Άγιος τον ρώτησε:
“Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;”
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
“Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου”, του είπε με φωνή γεμάτη πόνο.
“Ο αδελφός μου, που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει. Γιατί το έκανες;”
Σάστισε ο φονιάς. Χλώμιασε ενώ το πάνω χείλι του τρεμόπαιξε:
“Κακιά ώρα, δέσποτα”, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας.
“Πρέπει, αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι’ αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Αν χάσεις την ψυχή σου, τα ‘χεις όλα χαμένα.”, του ‘πε ο Ηγούμενος.
Ο άλλος έβαλε τα κλάματα λέγοντας με συντριβή:
“Μετανιώνω, γέροντα, μετανιώνω.”.
Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και κάποια χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε στο γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σε περαστικό καράβι για την Πελοπόννησο.