ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: Για τους ανά την οικουμένην χριστιανούς η 25η Μαρτίου είναι μια μέρα απερίγραπτης χαράς. Από τη μια ολόκληρη η φύση αναζωογονείται ένεκα της εαρινής ισημερίας, η οποία δηλώνει τον ερχομό της άνοιξης.
Το φως της ημέρας μεγαλώνει ενώ το σκοτάδι της νύχτας μικραίνει. Από την άλλη, αυτή την ημέρα εορτάζουμε την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η σπουδαιότερη από τις Θεομητορικές εορτές, λόγω της δογματικής της σημασίας. Στην αρχή κάποιοι εόρταζαν τον Ευαγγελισμό στις 5 Ιανουαρίου ενώ άλλοι στις 18 Δεκεμβρίου (Δύση)[1]. Αλλά με την καθιέρωση του θεομητορικού δόγματος στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 431, αποφασίστηκε για όλη την Εκκλησία όπως ο Ευαγγελισμός να εορτάζεται στις 25 Μαρτίου. Μέσα στις επόμενες γραμμές θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τη σημασία αυτής της εορτής στο σωτηριολογικό έργο του Τριαδικού Θεού. Αρχικά, πρέπει να αναφερθούμε στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή αυτής της εορτής, την νεαρή Μαριάμ.
Από την Αγία Γραφή δεν έχουμε πληροφορίες για τα παιδικά της χρόνια. Αλλά η Παράδοση μας διδάσκει ότι ήταν η κόρη του Ιωακείμ και της Άννας, δύο ηλικιωμένοι από τη Ναζαρέτ, απόγονοι του Δαυίδ, οι οποίοι όλη τους τη ζωή προσεύχονταν στον Θεό να τους δώσει ένα παιδί, αφού η Άννα ήταν στείρα. Είναι γνωστό ότι στην Παλαιά Διαθήκη η ατεκνία εθεωρείτο κατάρα. Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και ως ανταμοιβή της σταθερής πίστης τους στο θέλημά Του, τους πρόσφερε μια κόρη, την οποία ονόμασαν «Μίριαμ» ή «Μαριάμ», που στα εβραικά σημαίνει «αρεστή», «εκλεκτή», «Κυρία» ή «Δέσποινα». Όταν έγινε τριών χρονών οι γονείς της την πήραν στον Ναό του Σολομώντος και την πρόσφεραν στον Θεό. Εκεί έλαβε μια όμορφη θρησκευτική αγωγή, ζώντας εν προσευχή και σωφροσύνη, σύμφωνα με τη διδασκαλία και το νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Στην ηλικία των 15 ετών έπρεπε να εγκαταλείψει τον Ναό και επειδή οι γονείς της είχαν πεθάνει, τη φροντίδα της νεαρής Μαρίας ανέλαβε, ο πρεσβύτης Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, ένας μακρινός συγγενής της, απόγονος και αυτός του οίκου Δαυίδ[2].
Στο σπίτι του δικαίου Ιωσήφ η Μαρία δέχτηκε την καλή είδηση, δηλ. τον «Ευαγγελισμό» από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος πριν έξι μήνες είχε εμφανιστεί στον Ζαχαρία, ενώ λειτουργούσε στον Ναό στα Ιεροσόλυμα, προσφέροντάς του την είδηση ότι στα γεράματά του θα έχει έναν υιό, τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, στο πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, περιγράφει παράλληλα αυτά τα δύο γεγονότα, δηλαδή την καλή είδηση των δύο γεννήσεων, του Ιωάννη και του Σωτήρος Χριστού, για να μας φανερώσει το μυστήριο της σχέσης μεταξύ των δύο.
Η ευαγγελική αφήγηση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου έχει τη μορφή διαλόγου μεταξύ του Αρχαγγέλου Γαβριήλ και της Παρθένου Μαριάμ. Ο άγγελος Κυρίου την χαιρετά λέγοντας: «Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξίν» (Λουκ. α´ 28). Ενώπιον αυτού του χαιρετισμού η Παναγία ταράσσεται αλλά ο Αρχάγγελος την καθησυχάζει λέγοντάς της ότι «εύρε χάριν παρά τω Θεώ», ότι θα κυοφορήσει στα σπλάχνα της και θα γεννήσει Υιό, τον Οποίο θα ονομάσει «Ιησού», ο οποίος θα κληθεί «Υιός υψίστου». Αυτός θα «βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος» (Λουκ. α´ 30-33). Έτσι λοιπόν, ο Αρχάγγελος αποκαλύπτει στην Παναγία το Μυστήριο του Παιδίου που θα γεννηθεί εξ αυτής, την θεική του προέλευση και το ότι η Βασιλεία Του θα είναι αιώνια.
Η Μαρία στο άκουσμα αυτής της είδησης ρωτάει με θάρρος: «πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λουκ. α´ 34). Ακολουθεί το δεύτερο μέρος του θεικού μηνύματος, που είναι και το πιο σημαντικό, όπου ο Αρχάγγελος της αποκαλύπτει τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο θα γίνει η κύηση του Βρέφους, τονίζοντας και πάλι την θεικότητά Του: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού» (Λουκ. α´ 35). Για να ενισχύσει το αληθές του λόγου του ο Γαβριήλ την ενημερώνει ότι και η συγγενής της, η Ελισάβετ, θα γεννήσει υιό «εν γήρει αυτής». Ο ευαγγελισμός του Αρχαγγέλου προς την Θεοτόκο τελειώνει με το αισιόδοξο μήνυμα: «ότι ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα» (Λουκ. α´ 37). Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εξηγούν ότι στο έργο της θαυμαστής σύλληψης του Χριστού έχουμε τη συμμετοχή και τη συνεργεία της Αγίας Τριάδος: Η έλευση του Αγίου Πνεύματος, η «Δύναμις» του υψίστου, δηλ. ο Υιός και ο «Ύψιστος», δηλ. ο Πατέρας. «Όρα δε πως την αγίαν Τριάδα εξέφηνε, Πνεύμα άγιον, δύναμιν τον Υιόν, Ύψιστον, τον Πατέρα ονομάσας»[3]. Η διατύπωση αυτής της αλήθειας είναι ότι ο Πατήρ ευδόκησε την σάρκωση Υιού Του, ο Υιός και Λόγος του Θεού αυτούργησε την σάρκωσή Του και το Άγιον Πνεύμα την ετελεσιούργησε[4].
Το θαυμαστό γεγονός του Ευαγγελισμού είναι στην ουσία η εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού προς τους πρωτόπλαστους, δηλαδή του πρωτευαγγελίου: «έχθραν θήσω ανά μέσον σου (δηλ. του διαβόλου) και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ΄ 15). Ο Ευαγγελισμός είναι διόρθωση της πτώσης των πρωτόπλαστων λόγω της ανυπακοής τους στο θέλημα του Θεού. Αν στην αρχή της δημιουργίας διά της ανυπακοής της Εύας ήρθε η πτώση, τώρα διά της υπακοής της Παναγίας, της νέας Εύας, όλα αναζωογονούνται, όλα γίνονται καινούργια.
Ο Ευαγγελισμός αποτελεί την εκπλήρωση της Προφητείας του Ησαία, οκτώ αιώνες πριν το γεγονός: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού ‘Εμμανουήλ» (Ησ. ζ΄ 14). Οι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες πίστευαν -και ακόμα στις μέρες μας υπάρχουν μερικοί που ισχυρίζονται- ότι πρόκειται για λάθος μετάφραση του εβραικού «alma» από τους Εβδομήκοντα και ότι ο όρος «παρθένος» θα έπρεπε να αντικατασταθεί με «νεαρή». Ένα από τα πρώτα παραδείγματα συζήτησης περί αυτού του θέματος παρατηρούμε στον «Διάλογο προς τον Ιουδαίο Τρύφωνα» του Αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου: «Και ο Τρύφων απεκρίνατο﮲ Η Γραφή ουκ έχει﮲ Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται υιόν﮲ αλλ’, Ιδού η νεάνις εν γαστρί λήψεται, και τέξεται υιόν, και τα εξής λοιπά…»[5].
Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων με διαυγή λόγο διασαφηνίζει ότι όταν η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί τον όρο «alma» εννοεί όντως την νεαρή κοπέλα που είναι παρθένος και βρίσκεται στην ηλικία που μπορεί να κυοφορήσει: «ίνα δε σαφέστερον μάθης, ότι και η παρθένος εν τη θεία γραφή νεάνις καλείται, άκουε του βιβλίου των βασιλειών περί της Αβισάκ της Σουναμίτιδος λέγοντος· και ην η νεάνις καλή σφόδρα[6]· το γαρ παρθένον αυτήν εκλεχθείσαν ενηνέχθαι προς ∆αβίδ ωμολόγηται»[7]. Ακολούθως, διερωτάται ο ιεράρχης πως και μερικοί μπορούν να δεχτούν τη σύλληψη της ηλικιωμένης στείρας και όχι μιάς νεαρής παρθένας. Ο Θεός έχει εξουσία πάνω στον φυσικό νόμο και στις δύο περιπτώσεις: «Ποίόν εστι δύσκολον; στείρα πρεσβύτιν των εθίμων εκλιπόντων τεκείν, η παρθένον νεάζουσαν γεννήσαι; Στείρα ην Σάρρα, και εκλιπόντων των γυναικείων τέτοκε παρά φύσιν … Ή τα δύο τοίνυν αθέτησον, η τα δύο κατάδεξαι. Ο γαρ Θεός αυτός εστιν ο κακείνο ποιήσας και τούτο κατασκευάσας. Ου γαρ τολμήσεις ειπείν ότι εκεί δυνατόν εστι Θεώ, και ώδε αδύνατον … Ποίον δε εστι μάλλον δυσκολώτερον; παρθένον γεννήσαι, ή ράβδον εις ζώον ψυχωθήναι;»[8].
Ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει το αειπάρθενον της Θεοτόκου και εξηγεί αυτή την αλήθεια βασιζόμενος στο λόγο του Ευαγγελίου. Γράφει ότι «αν η Μαρία θα είχε άλλα παιδιά, ο Σωτήρας δεν θα τους αγνοούσε και δεν θα παρέδιδε την μητέρα Του σε κάποιον άλλο. Δεν θα εγκατέλειπε τους δικούς της για να ζήσει με κάποιον άλλο. Αλλά επειδή ήταν παρθένα και ήταν η μητέρα Του, την προσέφερε ως μητέρα του μαθητή Του -αν και δεν ήταν στην πραγματικότητα η μητέρα του Ιωάννη- ένεκα της αγνότητάς του και ένεκα της αειπαρθενίας της»[9].
Με την ταπεινή απάντηση της Παναγίας στον Αρχάγγελο Γαβριήλ «ιδού η δούλη Κυρίου﮲ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» πραγματοποιείται η άμεση σύλληψη του Χριστού και ταυτόχρονα η απελευθέρωσή της από το προπατορικό αμάρτημα. Η Παναγία δεν γεννήθηκε απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα αφού η γέννησή της ήταν αποτέλεσμα της βούλησης των γηραλέων γονέων της, Ιωακείμ και Άννα. Η ορθόδοξη θεολογία δεν δέχεται το δόγμα της «αμώμου συλλήψεως» (immacolata concezione) της Παναγίας, το οποίο εξήγγειλε ο πάπας Πίος Θ΄ την 8η Δεκεμβρίου 1854 με τη Βούλλα «Ineffabilis Deus». Το προπατορικό αμάρτημα σημαίνει στέρηση της δόξης του Θεού: «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ΄ 23). Οι σωματικές συνέπειες είναι η φθορά και ο θάνατος. Γι΄αυτό και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, αν και ήταν φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, πήγαιναν στον Άδη επειδή δεν είχε καταργηθεί ο θάνατος διά της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, της Ανάστασης και της Ανάληψης με το θεώμενο σώμα Του. Η Παναγία την ημέρα του Ευαγγελισμού έλαβε το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο την καθάρισε και της έδωσε δύναμη δεκτική της θεότητος του Λόγου, συγχρόνως δε και γεννητική. Δηλαδή, η Παναγία έλαβε από το Άγιο Πνεύμα καθαρτική χάρη, αλλά και δεκτική και γεννητική του Λόγου του Θεού, ως άνθρωπος[10].
Από την πρώτη στιγμή που ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υπάρχει θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «άμα σαρξ, άμα Θεού Λόγου σαρξ»[11]. Με άλλα λόγια δεν χρειάστηκε να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα από τη σύλληψη για να θεωθεί το ανθρώπινο πρόσλημμα, αλλά αυτό έγινε αμέσως κατά την ώρα της συλλήψεως. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, αφού γέννησε πραγματικά τον Θεό, και όχι Χριστοτόκος, όπως εσφαλμένα δίδασκε ο Νεστόριος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γράφει ότι «Ει τις ου Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της θεότητος»[12]. Η άμεση θέωση της ανθρώπινης φύσεως από την θεία φύση του Λόγου δεν σημαίνει ότι καταργούνται τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεως. Η σύλληψη, η κυοφορία, καθώς και η γέννηση έγιναν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν[13]. Υπέρ φύσιν, γιατί έγινε δημιουργικώς από το Πανάγιο Πνεύμα και όχι σπερματικώς. Κατά φύσιν, γιατί η κυοφορία έγινε κατά τον τρόπο που κυοφορείται το βρέφος[14].
Στον Ευαγγελισμό η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με τη θεία φύση ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως. Η Παναγία πρώτη γεύθηκε τα αγαθά της θείας ενανθρωπήσεως, δηλαδή την θέωση. «Αυτό που οι μαθητές του Κυρίου γεύθηκαν κατά την Πεντηκοστή και αυτό που εμείς γευόμαστε μετά το Βάπτισμα, κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και αυτό που θα ζούν οι άγιοι στην Βασιλεία των Ουρανών, το ζούσε η Παναγία από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως και κυοφορίας»[15].
Δίκαια ο Αρχάγγελος Γαβριήλ αποκαλεί την Παναγία «κεχαριτωμένη» επειδή δι΄ αυτής ήρθε η χαρά στον κόσμο και η θλίψη σκορπίστηκε. Η Παναγία είναι ο θησαυρός και το θησαυροφυλάκιο όλων των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος γι΄αυτό και είναι «τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Ήταν στολισμένη με ο,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η ανθρωπότητα στον Θεό. Η Παναγία «διατήρησε πάντοτε τη σκέψη Της τόσο άθικτη και ιερή, σαν να μην είχε αποτολμηθή ποτέ στη γη καμμιά αμαρτία, σαν να ήταν όλοι συνεπείς σ’ αυτά που έπρεπε, σαν να έμεναν όλοι ακόμα στην εστία του Παραδείσου. Ούτε καν αισθάνθηκε, πράγματι, την κακία που ξεχύθηκε σ’ όλη την γη. Και ο κατακλυσμός της αμαρτίας που ξαπλώθηκε παντού κι έκλεισε τον ουρανό κι άνοιξε τον Άδη κι έβαλε σε πόλεμο τους ανθρώπους με τον Θεό κι έδιωξε από τη γη τον Αγαθό, φέρνοντας στη θέση του τον Πονηρό, δεν κατάφερε ούτε στο παραμικρό να θίξη τη μακαρία Παρθένο»[16].
Όμως το μεγαλύτερο χάρισμα που είχε η Παναγία, το οποίο την κατέστησε έτοιμη να δεχθεί στα σπλάχνα της τον Υιό του Θεού, ήταν η αληθινή ταπείνωση[17]. Γι΄αυτό ο Θεός «επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού» (Λκ. α΄ 48) και την ανέβασε σε τέτοια δόξα και τιμή, ώστε οι άγιοι και οι άγγελοι την τιμούν στον ουρανό, και κάτω στην γη την μακαρίζουν «πάσαι αι γενεαί». Τόσο σπουδαία είναι η αρετή της ταπεινοφροσύνης που ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει ότι «η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητος»[18]. Εάν λόγω της υπερηφάνειας έπεσε από τον ουρανό ο Εωσφόρος, και οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα βγήκαν εκτός παραδείσου επειδή νόμιζαν ότι αν ακούσουν τον διάβολο θα γίνουν θεοί[19], τώρα διά της ταπείνωσης και της υπακοής της Παναγίας ο Θεός δέχθηκε να λάβει μορφή δούλου και να ενσαρκωθεί για τη σωτηρία ολόκληρης της κτίσης.
Το απολυτίκιο της εορτής συνοψίζει το σωτηριολογικό νόημα του Ευαγγελισμού: Σήμερον της σωτηρίας ημών το Κεφάλαιον, και του απ᾽ αιώνος Μυστηρίου η φανέρωσις· ο Υιός του Θεού, Υιός της Παρθένου γίνεται, και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται. Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν· Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου.
Διακόνου Ανδρέα Ματέι, Η Θεολογία της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην «Ορθόδοξη Μαρτυρία» αρ. 127 (Άνοιξη – Καλοκαίρι 2022), σσ. 59-64