ΠΑΝΑΓΙΑ: Διαβάζουμε στην Παράκληση της Παναγίας μας:
«Πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον, εκτενώς βοώμέν σοι· Θεοτόκε Δέσποινα, πρόφθασον, και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, η μόνη ταχέως προστατεύουσα.
Επίβλεψον, εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος».
Στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο οι Πατέρες εδογμάτισαν:
«…ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πρό αιώνων μέν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την Θεότητα και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα…». Ένας είναι ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός. Θεός και Άνθρωπος. Θεός, αφού γεννήθηκε από τον Πατέρα πρό πάντων των αιώνων. Άνθρωπος αφού γεννήθηκε από την Παναγία μας. Θεάνθρωπος!
Ό,τι και να αναφέρουμε για τον Παναγία μας είναι παράτολμο. Είναι τόση μεγάλη η δόξα της, που δεν μπορεί να παρουσιασθή ανθρωπίνως.
Από ευγνωμοσύνη προς την Παναγία Μητέρα μας, που τόσο πολύ μας συμπαραστέκεται παραθέτουμε δύο από τα άπειρα θαύματά της.
«Άς αναφερθούμε σε μία θαυμαστή διήγηση του κ. Περικλή Σούρα, συνταξιούχου λιμενικού, που ήταν αγαπητό πνευματικό τέκνο του Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη. Σε μία κατ’ ιδίαν συζήτησή του, όπως ο ίδιος διηγείται, αναφερόμενος στα σοβαρά προβλήματα της υγείας του, ο Άγιος θέλοντας να επιβραβεύση την υπομονή του και να δυναμώση την πίστη του, του φανέρωσε μία θαυμαστή του εμπειρία: «Ένα βράδυ, Περικλή μου, είχα, ως συνήθως, αφόρητους πόνους στα πόδια μου, από τον φλεβίτη. Άνοιξε ξαφνικά μόνη της η πόρτα του κελλιού μου και μπήκε μέσα μία σεβάσμια και μεγαλοπρεπής γυναίκα. Η Παναγία ήταν. Την συνόδευαν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ. Πάτερ Ιάκωβε, είπε η Θεοτόκος, ήλθαμε να σε βοηθήσουμε, γιατί υποφέρεις. Γύρισε και είπε στους Αγίους που την συνόδευαν: Ο πατήρ Ιάκωβος είναι γνήσιος Φίλος του Υιού μου και Δικός μου. Τότε η Παναγία είπε στους Αγίους να περιποιηθούν τα πονεμένα πόδια μου. Αμέσως οι Άγιοι με ουράνια φάρμακα με θεράπευσαν. Η ανακούφιση ήταν άμεση. Πρίν προλάβω να τους φιλήσω το χέρι έφυγαν για τον ουρανό. Στο κελλί μου άφησαν μία ουράνια ευωδία.
Ο Άγιος όταν μιλούσε για την Παναγία μας, την προσφωνούσε: “Η Καλή μου η Παναγία”.
Ο Άγιος Ιάκωβος ζούσε πολλά και φανέρωσε λίγα, γιατί δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε περισσότερα».
Και το δεύτερο Θαύμα:
«Ένα ανδρόγυνο έτρεφε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία μας. Αποτέλεσμα αυτής της αγάπης και των δύο, του άνδρα και της γυναίκας, ήταν να αγιογραφήσουν σ’ ένα από τους τοίχους του σπιτιού τους μία μεγαλόπρεπη και επιβλητική εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, ξοδεύοντας μάλιστα πολλά χρήματα. Κάθε φορά που περνούσαν μπροστά από αυτή την εικόνα την προσκυνούσαν και της έλεγαν τον αγγελικό ύμνο «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία». Μ’ αυτό τον τρόπο ζούσαν ήρεμα και ειρηνικά και χαίρονταν, γιατί είχαν καθημερινά την προστασία και την μεσιτεία της. Το τρίχρονο παιδί βλέποντας αυτή την καθημερινή ευλάβεια των γονιών του απέκτησε και αυτό την ίδια συνήθεια. Όταν μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, έλεγε και αυτό με χαρά τον αγγελικό ύμνο: «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία», ενώ κάθε φορά, που περνούσε από την εικόνα, την ασπαζόταν με ιδιαίτερη ευλάβεια, πιστεύοντας ότι είναι η Κυρία του σπιτιού τους και τους φυλάει όλους.
Μία μέρα όμως καθώς έπαιζε με τα άλλα παιδιά στην άκρη ενός δύσβατου ποταμιού, έπεσε από απροσεξία μέσα στο νερό. Τα άλλα παιδιά σάστισαν, πανικοβλήθηκαν και έτρεξαν στην μητέρα, για να της πούν ότι το παιδί της από απροσεξία, πνίγηκε. Εκείνη έτρεξε αμέσως και φθάνοντας στο ποτάμι είδε δύο ανθρώπους να βουτούν μέσα στο νερό –τό ποτάμι ήταν πολύ βαθύ- για να ψάξουν για το μικρό παιδί. Η ίδια έψαχνε σε άλλο μέρος πιό πέρα, όταν ξαφνικά προς έκπληξή της, βλέπει το παιδί της να κάθεται πάνω στα νερά στη μέση του ποταμού, ατάραχο και αμέριμνο. Παιδί μου, πως είσαι εκεί και μας ανησύχησες όλους; Οι φίλοι σου νόμιζαν ότι πνίγηκες! Τι έγινε; Καλά είμαι μητέρα μου, είπε εκείνο με ηρεμία. Με κρατά καλά η Κυρία του σπιτιού μας και δεν φοβάμαι. Η γυναίκα από την χαρά, που το παιδί της ήταν ζωντανό, δεν έδωσε και πολύ σημασία σ’ αυτά που έλεγε ο μικρός. Όταν όμως πήγαν στο σπίτι και εξιστόρησαν στον πατέρα όλα τα συμβάντα, τότε έμειναν εμβρόντητοι από την περιγραφή.
Όταν έπεσα στο ποτάμι έλεγε παραστατικά το παιδί, ήλθε αυτή η Κυρία του σπιτιού μας (δείχνοντας με το δάκτυλό του την μεγαλόπρεπη Εικόνα της Παναγίας μας) και με άρπαξε μέσα από το νερό και με κρατούσε στην αγκαλιά της μέχρι να έλθετε να με βρήτε.
Όλοι θαύμασαν την παρρησία του μικρού παιδιού και προσκύνησαν την θαυματουργική Εικόνα της Παναγίας μας».
Η Παναγία μας πάντα αγρυπνεί για όλους μας.
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Πηγή: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ