Όπως έχει υποχρέωσι αναπόφευκτη κάθε χριστιανός, όταν χάση την ειρήνη της καρδιάς του να κάνη το ο,τι μπορεί για να την ξαναποκτήση, έτσι πάλι πρέπει να γνωρίζη, ότι κανένα γεγονός που συμβαίνει στον κόσμο, που θα του συνέβαινε, δεν είναι σωστό και φρόνιμο να του στερή η να του κλονίζη την παρόμοια ειρήνη.
Πρέπει ναί, να λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας, αλλά με έναν πόνο ειρηνικό, κατά τον τρόπο, που προηγουμένως έδειξα σε πολλά σημεία· και έτσι, χωρίς ενόχλησι της καρδιάς, να συμπονάμε με ευλαβή διάθεσι αγάπης κάθε άλλο αμαρτωλό και να κλαίμε εσωτερικά το λιγότερο· δηλαδή, ας πενθούμε για τα σφάλματά του.
Γιά τα άλλα που συμβαίνουν, τα βαρειά και βασανιστικά, που μας έρχονται, όπως ασθένειες, πληγές, θάνατοι των συγγενών μας, επιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιές και άλλα παρόμοια κακά, αν και οι κοσμικοί τα αποστρέφωνται τις περισσότερες φορές, ως ενοχλήσεις της φύσεως, παρόλα αυτά, μπορούμε με την χάρι του Θεού, όχι μόνο να τα υποφέρουμε, αλλά και να τα θέλουμε και να τα αγαπάμε, σαν δίκαιη τιμωρία στους παράνομους και σαν αφορμές των αρετών στους καλούς· επειδή σε αυτόν το σκοπό αποβλέπουμε, και αυτό αρέσει ακόμη και σε αυτόν τον Κύριό μας και Θεό, που ας τα στέλνει· του οποίου το θέλημα ακολουθώντας εμείς, θα περάσουμε με καρδιά ήσυχη και αναπαυμένη όλες τις θλίψεις και τα βάσανα της τωρινής ζωής. Καί να είσαι βέβαιος, ότι κάθε παρενόχλησις και ταραχή της καρδιάς μας, δεν αρέσει στα θεικά μάτια· γιατί όποια και νάναι αυτή, πάντα είναι συντροφιασμένη από ατέλεια και πάντα προέρχεται από κάποια κακιά ρίζα της φιλαυτίας.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ἄγρυπνη μία σκοπιὰ παρατηρήσεως, ἡ ὁποία ἀμέσως μόλις δεῖ κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ σὲ ταράξη, ἂς σοῦ κάνῃ νόημα, γιὰ νὰ καταλαβαίνῃς γιὰ τί πρόκειται καὶ νὰ πιάνεις τὰ ὅπλα στὸ νὰ διοικῆσαι σκεπτόμενος, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ καὶ ἄλλα παρόμοια πολλά, ἂν καὶ φαίνονται ἐξωτερικὰ κατὰ τὴν αἴσθησι κακά, δηλαδὴ βλαβερά, ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινὰ κακά, οὔτε μποροῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὰ πραγματικὰ καλὰ καὶ ὅτι ὅλα τὰ διατάζει καὶ τὰ παραχωρεῖ ὁ Θεός, γιὰ τοὺς σωστοὺς σκοποὺς ποὺ εἴπαμε πρὶν καὶ μᾶς συμφέρουν καὶ γιὰ ἄλλα, ποὺ δὲν εἶναι γνωστὰ σὲ μᾶς, ἀλλὰ πολὺ δίκαια καὶ πολὺ ἅγια χωρὶς ἀμφιβολία. Καί, ἂν σὲ κάθε θλιβερὸ καὶ ἀντίθετο γεγονὸς ποὺ συμβαίνει, παραμένῃ ἡ καρδιά σου ἔτσι ἀναπαυμένη καὶ εἰρηνική, μπορεῖ νὰ ἔχῃς πολὺ κέρδος· ἂν ὅμως ταράζεται, γνώριζε ὅτι κάθε ἄσκησι ποὺ κάνεις, σοῦ ἀποδίδει ἢ καμία ἢ πολὺ μικρὴ ὠφέλεια.
Ἐπιπλέον λέω καὶ αὐτό, ὅτι ὅταν ἡ καρδιὰ ἐνοχλῆται καὶ ταράσσεται, εἶναι πάντα κάτω ἀπὸ τὰ διάφορα χτυπήματα καὶ τοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅταν εἴμαστε ταραγμένοι δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε καλὰ καὶ νὰ διακρίνουμε τὸν ἴσιο δρόμο καὶ τὴν ἀσφαλῆ πορεία τῆς ἀρετῆς· ὁ ἐχθρός μας λοιπὸν διάβολος ποὺ μισεῖ πολὺ αὐτὴν τὴν εἰρήνη (ἐπειδὴ εἶναι μέρος, ποὺ κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐνεργήσῃ μεγάλα πράγματα), πολλὲς φορὲς ἔρχεται σὰν φίλος καὶ δοκιμάζει νὰ μᾶς τὴν πάρη, χρησιμοποιώντας διάφορες ἐπιθυμίες (1), οἱ ὁποῖες μας φαίνονται πὼς εἶναι καλές· ἀλλὰ πόσο αὐτὲς εἶναι ἀπατηλὲς καὶ ψεύτικες, μπορεῖς μεταξὺ τῶν ἄλλων στοιχείων νὰ τὸ γνωρίσῃς κι ἀπὸ αὐτό· δηλαδή, ἐπειδὴ μᾶς κλέβουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς.
Γι᾿ αὐτό, ἂν θέλῃς νὰ ἐμποδίσῃς τὴν τόση μεγάλη ζημιά, ὅταν ὁ παρατηρητής, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ, σὲ προειδοποιήσῃ ὅτι κάποια νέα ἐπιθυμία κάποιου καλοῦ ζητεῖ νὰ μπῆ μέσα σου, μὴν τῆς ἀνοίξης τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς, ἂν δὲν ἐλευθερωθῇς πρῶτα ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ τὴν παρουσιάσης στὸ Θεὸ καὶ ὀμολογώντας τὴν τυφλότητα καὶ ἀγνωσία σου, νὰ τὸν παρακαλέσῃς θερμὰ νὰ σὲ φωτίσῃ μὲ τὸ δικό του φῶς, γιὰ νὰ δῇς, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία προέρχεται ἀπὸ ἀντίδικο ἐχθρό· καὶ γι᾿ αὐτό, τρέξε στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἄφησέ το, ὅσο μπορεῖς, στὴν κρίσι ἐκείνου. Ὅμως, ἂν καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνη εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει ἐσύ, πρὶν νὰ τὴν ἐπιχειρήσῃς, νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ θανατώσῃς τὴν μεγάλη σου προθυμία καὶ θερμότητα, ποὺ ἔχεις γι᾿ αὐτή· διότι τὸ ἔργο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου προηγεῖται αὐτὴ ἡ δική σου ταπείνωσις, ἀρέσει πολὺ περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ νὰ γίνῃ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς φύσεως – μάλιστα καμιὰ φορὰ τοῦ ἀρέσει πολὺ περισσότερο ἐκείνη ἡ δική σου ταπείνωσις, παρὰ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔργο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀφοῦ ἀποβάλλεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ δὲν εἶναι καλὲς καὶ μὴ κάνονας τὶς καλές, ἂν δὲν καθησυχάσης πρῶτα τὶς φυσικές σου κινήσεις, θὰ κρατήσῃς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἀκρόπολι τῆς καρδιᾶς σου.
Γιὰ νὰ διαφυλάξης ἀκόμη τὴν καρδιά σου εἰρηνική σε κάθε πρᾶγμα, πρέπει νὰ τὴν ἐλέγχῃς καὶ νὰ τὴν φυλᾷς ἀπὸ κάποιες ἐπιπλήξεις καὶ ἐσωτερικοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς σου, οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς εἶναι τοῦ διαβόλου, μολονότι φαίνονται ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ σὲ κατηγοροῦν γιὰ κάποιο λάθος· τοὺς παρόμοιους ἐλέγχους, ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσῃς ἀπὸ ποῦ προέρχονται. Γιατὶ, ἂν σὲ ταπεινώνουν καὶ σὲ κάνουν ἐπιμελῆ στὸ νὰ ἐργάζεσαι καὶ δὲν σοῦ ἀφαιροῦν τὴν ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὸν Θεό, πρέπει νὰ τοὺς δέχεσαι σὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστῆς· ἂν ὅμως σὲ συγχύζουν καὶ σὲ κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, ἀμελῆ καὶ ὀκνηρὸ στὸ καλό, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό· καὶ μὴ τοὺς δίνης σημασία, ἀλλὰ ἀκολούθησε τὸν δρόμο σου καὶ τὴν ἐξάσκησί σου. Γιατὶ, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα, πλέον ἀπὸ κοινοῦ, γεννιώνται στὴ καρδιά μας οἱ παρενοχλήσεις καὶ οἱ συγχύσεις, ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τῶν ἀντιθέτων πραγμάτων, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ἐσύ, γιὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ τὰ χτυπήματα τῆς συγχύσεως, μπορεῖς νὰ κάνῃς δυὸ πράγματα· τὸ ἕνα εἶναι νὰ σκεφθῇς σὲ ποιὸ εἶναι ἀντίθετα ἐκεῖνα τὰ περιστατικά· στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή; ἢ στὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας; Γιατὶ, ἂν εἶναι ἀντίθετα στὶς ἐπιθυμίες σου καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου (ὁ ὁποῖος εἶναι γενικὰ ὁ πρῶτος ἐχθρός σου), δὲν πρέπει νὰ τὰ ὀνομάζῃς ἀντίθετα, ἀλλὰ νὰ τὰ ἔχῃς γιὰ εὐεργεσίες καὶ βοήθεια τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁπότε καὶ μὲ χαρούμενη καρδιὰ καὶ εὐχαριστία νὰ τὰ ἀποδέχεσαι· ἐὰν ὅμως καὶ εἶναι ἀντίθετα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, δὲν πρέπει οὔτε γι᾿ αὐτὸ νὰ χάνῃς τὴν εἰρήνη τῆς καρδίας σου, ὅπως θὰ μάθης στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο· τὸ ἄλλο εἶναι νὰ ὑψώσῃς τὸν νοῦ σου στὸ Θεό, καὶ μὲ μάτια κλειστὰ (χωρὶς νὰ θέλῃς νὰ γνωρίζῃς κάτι ἄλλο), νὰ δέχεσαι κάθε περιστατικὸ ἀπὸ τὸ σπλαγχνικὸ χέρι τῆς θείας πρόνοιάς του, σὰν πρᾶγμα γεμάτο ἀπὸ διάφορα ἀγαθά (2).
1. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὄχημα καὶ ἁμάξι τοῦ διαβόλου ὀνομάζει τὴν σύγχυσι, πάνω στὸ ὁποῖο καθήμενος εἰσέρχεται στὴ ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν καταποντίζει (Λόγος λγ´ ). καὶ ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς λέγει· «Καμμία κακία δὲν εἶναι τόσο εὔκολη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο ἡ σύγχυσις (Φιλοκαλία).
2. Γι᾿ αὐτό, ἄξιο μνήμης εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγῃ πάντα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σὲ κάθε περίστασι ποὺ τοῦ συνέβαινε, καλὴ καὶ κακή, δυστυχῆ καὶ εὐτυχῆ· εἶναι δὲ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτό: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεὶ ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (ἐκ τῶν πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα ἐπιστολῶν ια´)· τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος μιμούμενος, αὐτὸ τὸ ἴδιο συνήθιζε καὶ ἔλεγε, ὅπως βλέπουμε στὸ βίο του.
Από το βιβλίο «Αόρατος Πόλεμος»
Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη, Κεφάλαιο ΙΣΤ, Μέρος 1ο