Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Επί πέντε συνεχή χρόνια κάθε φορά που ήταν το μνημόσυνο του, πήγαινε στο μοναστήρι της Σουρωτής και στέκονταν υπηρεσία μπροστά στο μνήμα επτά με οχτώ ώρες ορθοστασία για να βάζει σε τάξη τους χιλιάδες προσκυνητές που έρχονταν από παντού για να προσκυνήσουν το μνήμα του Αγίου.
Εκείνη την χρονιά από την αρχή δεν αισθάνονταν καθόλου καλά. Μάλλον ζούσε… «παράτυπα» καθώς η καρδιά υπολειτουργούσε ενώ η αορτική βαλβίδα ήταν τελείως κατεστραμμένη. Αυτός δεν έδινε σημασία γιατί τον είχε απορροφήσει το έργο να βοηθά και να πηγαίνει τρεις φορές την εβδομάδα τον πεθερό του που υπέφερε, για αιμοκάθαρση.
Στα μέσα Μαρτίου αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος παρά του ότι δεν αισθανόταν καθόλου καλά και να επισκεφτεί τον φημισμένο πάτερ …? στην Καψ… Τελικά μπόρεσε παρά την κατάσταση του και πήγε, αλλά ενώ πίστευε ότι θα έμενε εκεί το βράδυ του είπαν ότι δεν μπορεί να μείνει.
Έτσι αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στις Καρυές και να πάει για να μείνει το βράδυ στο Σαράι. Εκεί αφού τον έγραψαν στον κατάλογο για κοινωνία, τον έστειλαν σε ένα δωμάτιο μαζί με κάποιον άλλο που δεν τον είχε δει γιατί μάλλον έλειπε.
Αφού βολεύτηκε μετά τον εσπερινό πεινασμένος πήγε στην τραπεζαρία για να φάει μια νηστίσιμη πατατόσουπα μαζί με άφθονο ψωμί. Στην τραπεζαρία κάθονταν και ο γνωστός Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός λίγους μήνες πριν κοιμηθεί.
Μετά το γεύμα κατευθύνθηκε στην έξοδο. Εκεί έπεσε πάνω σε ένα ηλικιωμένο γέροντα που στέκονταν σκεπτικός ενώ δίπλα του ήταν μια μεγάλη σκάφη με πολλά άπλυτα πιάτα ποτήρια και άλλα. Ο Γέροντας τον κοίταξε και του είπε, -Πρέπει να τα πάω απέναντι στην κουζίνα για να πλυθούν. Ήξερε πως οι γιατροί του είχαν απαγορέψει αυστηρά να σηκώνει βάρη. Παρ’ όλα αυτά δεν δίστασε και σήκωσε τη σκάφη που ήταν πολύ βαριά. Ούτε κατάλαβε ποτέ την πήγε στην κουζίνα για πλύσιμο. Ένοιωσε αμέσως μετά ένα μεγάλο σφίξιμο στην καρδιά. Η καρδιά του κλωτσούσε άγρια.
Κάθισε λίγη ώρα στο χολ διπλά στον διάδρομο με τα δωμάτια ακούγοντας κάποιες συζητήσεις μεταξύ προσκυνητών, χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί γιατί πονούσε η καρδιά του.
Τελικά εξουθενωμένος πήγε στο δωμάτιο και ξάπλωσε νομίζοντας πως θα είναι μόνος και θα είχε ένα ήρεμο ύπνο. Μετά από ώρα και ενώ είχε λαγοκοιμηθεί, χτύπησε έντονα η πόρτα και μπήκε μέσα ο συγκάτοικος του, ένας θορυβώδης προσκυνητής που ήθελε συνέχεια να μιλάει.
Όλη την νύχτα ροχάλιζε σαν… «τραίνο» και αυτός δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Όλη την νύχτα η καρδιά κλωτσούσε συνέχεια και όλο νόμιζε πως θα σταματήσει. Θεέ μου, σκέφτηκε, μήπως ήρθε η ώρα ?
Σηκώθηκε μεσονύχτιο και πήγε στη τουαλέτα γιατί η πίεση του ανεβοκατέβαινε. Εκεί έξω ήταν κάποιος «περίεργος» προσκυνητής που διάβαζε το ψαλτήριο. Τον κοίταξε με χαμόγελο και τότε ένοιωσε κάπως καλύτερα.
Ξαναπήγε στο κρεβάτι αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Από την μια οι καρδιά του κλωτσούσε και από την άλλη τα θορυβώδη ροχαλητά.
Νωρίς το πρωί ξαγρυπνος σηκώθηκε να πάει στην εκκλησία. Το κρύο έξω ήταν τσουχτερό και ένοιωσε πως θα πέσει κάτω. Από το πέλαγος ανέτειλε ένας κατακόκκινος παγωμένος ήλιος και αυτό του έδωσε κάποιο κουράγιο. Μόλις έφτασε στο ναό κάθισε πίσω σε κάποιο στασίδι και λαγοκοίμονταν. Όταν ήρθε η θεια κοινωνία βρήκε το κουράγιο και πήγε μπροστά και κοινώνησε.
Όταν έφτασε στην Ουρανούπολη αισθάνονταν καλύτερα. Το ίδιο βράδυ πήγε μαζί με τους δικούς του στη καθιερωμένη αγρύπνια της Παρασκευής στην Αγία Τριάδα Θεσσαλονίκης και ξανακοινώνησε.
Παραμονές του μνημόσυνου η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει αλλά συνέχιζε να μην δίνει σημασία. Τα βράδια τον έπιανε ασφυξία. Στις 10 Ιουλίου ο πεθερός του πέθανε. Η κηδεία έγινε το πρωί στις 11 Ιουλίου ενώ το βράδυ ήταν το μνημόσυνο του Αγίου. Παρά την συγκίνηση πήγε ξανά στο πόστο του αλλά αυτή την φορά δεν μπόρεσε να κάτσει μέχρι το τέλος.
Την επομένη αισθάνθηκε κάπως καλυτέρα αλλά το βράδυ τον έπιανε ασφυξία. Στις 14 η κατάσταση χειροτέρεψε και άλλο και το βράδυ με την πίεση της συζύγου του πήγαν στο Νοσοκομείο όπου ήταν ένας γνωστός καρδιοχειρουργός. Εκείνη την ώρα δεν ήταν εκεί αλλά οι εφημερεύοντες γιατροί τον επέβαλαν να κάνει εισαγωγή.
Το πρωί αισθάνθηκε πολύ καλύτερα και ετοιμάζονταν να φύγει όταν έφτασε ο καρδιοχειρουργός μαζί με ένα άλλο γιατρό που τον ήξερε από τις δημόσιες εμφανίσεις του και πολύ σοβαρά του είπαν ότι δεν θα φύγει αλλά θα κάνει επείγοντος στεφανογράφημα.
Τον ετοίμασαν και τον πήγαν κάτω στο εργαστήρια. Μόλις τέλειωσαν, ο γιατρός του είπε με πολύ σοβαρό ύφος : – Θα μπεις επείγοντος στην εντατική και αύριο θα γίνει η επέμβαση. Αισθάνθηκε να του φεύγει ο κόσμος και για μια στιγμή λύγισε, αλλά εκείνη την στιγμή ο ακτινολόγος, ένας θρησκευόμενος, τον παρηγόρησε και του εξήγησε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση.
Την άλλη μέρα φάνηκε πως τον είχαν ξεγραμμένο και η προϊσταμένη που τον ήξερε και αυτή προσπαθούσε να τον παρηγορήσει ότι όλα θα πάνε καλά. Εκ των υστέρων έμαθε πως είχε και σοβαρό πνευμονικό οίδημα. Ήρθε ο πνευματικός του με οστά του Αγίου Λουκά της Κριμαίας και τον σταύρωσε. Από εκείνη στην στιγμή και μόλις έμαθε ότι και στο μοναστήρι της Σουρωτής οι αδελφές προσεύχονταν για την ζωή του, ένοιωσε μια παράξενη σιγουριά.
Μετά από δυο μέρες άρχισε να συνέρχεται και μετά από μέρες κατάλαβε πόσο μεγάλο ήταν το θαύμα του. Ουσιαστικά είχε ξεφύγει από βέβαιο θάνατο. Τον είχε αφήσει να ζήσει γιατί παρά τις πολλές αμαρτίες του, είχει αφήσει κάτι στη μέση…
Όταν μπόρεσε και πήγε ξανά μετά από δυο μήνες να προσκυνήσει το μνήμα του Αγίου, οι καλογριές ήρθαν χαρούμενες που τον έβλεπαν ξανά υγιή και του εύχονταν, σιδεροκέφαλος!
Μια φωνή ανήμερα πρωτοχρονιάς μετά από χρόνια, του είπε ότι πρέπει όλα αυτά να τα γράψει και να τα δημοσιεύσει.
Ας είναι ευλογημένο το όνομα του!
Καλή χρονιά σε όλους και πιο πολύ στην πατρίδα μας!