Κάποτε, στην σπηλιά του Αγίου Αθανασίου ήταν ένας Γέροντας με δύο υποτακτικούς. Ο ένας ήταν Ιερομόναχος και ο άλλος Ιεροδιάκονος. Μια μέρα, λοιπόν, πήγαν οι υποτακτικοί του σ΄ ένα εξωκκλήσι, για να λειτουργήσουν.
Ο Ιερεύς όμως φθονούσε πολύ τον Διάκονο, γιατί τον ζήλευε, επειδή ο Διάκονος ήταν πιο έξυπνος και επιτήδειος φυσικά σε όλα. αλλά και ο Διάκονος δεν βοηθούσε με τον εγωιστικό του τρόπο.
Ο Ιερεύς είχε προετοιμασθεί μεν εξωτερικά, διαβάζοντας την Θεία Μετάληψη και κάνοντας όλα τα σχετικά τυπικά, δυστυχώς όμως, το κυριότερο, την εσωτερική προετοιμασία, δεν το έκανε : το να εξομολογηθεί ταπεινά, για να διώξει τον φθόνο και την ζήλεια απ΄ την καρδιά του, τα οποία δεν φεύγουν με το να αλλάξουμε τα ρούχα μας και να λούσουμε το κεφάλι.
Έτσι, λοιπόν, με τη εξωτερική αυτή προετοιμασία προχώρησε στο φοβερό Θυσιαστήριο, για να λειτουργήσει. Μόλις άρχισε να προσκομίζει, τι συνέβη όμως ; Ακούστηκε ξαφνικά ένας μεγάλος κρότος, είδε να φεύγει το Άγιο Δισκάριο από την Προσκομιδή και να εξαφανίζεται!
Επόμενο ήταν να μη μπορέσουν πια να λειτουργήσουν. Εάν δεν τους εμπόδιζε ο Καλός Θεός με αυτόν τον τρόπο, και λειτουργούσε ο Ιερεύς με την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, μου λέει ο λογισμός μου ότι θα πάθαινε μεγάλο κακό.
Αυτή τη γνώμη είχε και ο Παπα – Βαρλαάμ της Βίγλας, ο οποίος και μου διηγήθηκε το περιστατικό αυτό.
* ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ, ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΣΟΥΡΩΤΗ 1995, σελ. 98.