Άγιο Όρος: Nέος χρόνος άρχισε ήδη να μετράει για την ανθρωπότητα, και οι προσδοκίες όλων μας για το καλύτερο είναι μεγάλες.
Η Εκκλησία μέσα στη διαχρονική πορεία της διαμορφώνει την εικόνα της μνήμης και την συνολική αντίληψη της ιστορίας του κόσμου. Τα μοναστήρια κυρίως διασώζουν τα μνημεία της μνήμης και τα αναπαράγουν. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνουμε τους χειρόγραφους κώδικες, που στην συνέχεια αντιγράφονται και πάλι αντιγράφονται…
Στο Άγιον Όρος ο χρόνος και τα αποτυπώματά του, η ιστορική μνήμη, έχει καταγραφεί μέσα από τις πολυάριθμες επιγραφές, χαράγματα, χρονογραφίες, ενθυμήσεις σε χειρόγραφα και παλαιά έντυπα, σε κειμήλια, σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες.
Η γνώση του εορτολογίου, η μέτρηση του χρόνου στη διάρκεια του ημερονυκτίου, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη θεία λατρεία, μέσα στον αγιορείτικο ναό. Η ακρίβεια στις «ώρες» της λατρείας αλλά και τις ώρες της εργασίας, του φαγητού, και της ανάπαυσης, είναι απαραίτητη.
Τη βυζαντινή περίοδο, οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν ηλιακά ρολόγια και κλεψύδρες για να δώσουν ρυθμό στα σήμαντρα και τις καμπάνες που, με τη σειρά τους,. Η καθιέρωση του μηχανικού ρολογιού ανάγεται στον 14ο αιώνα και συνοδευόταν με την ακρίβεια και την αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, Στον Άθωνα τα μεγάλα μηχανικά ρολόγια εμφανίζονται μόλις τον 18ο αιώνα για να σηματοδοτήσουν τη ζωή του μοναστηριού. Στον πύργο του ρολογιού της μονής Βατοπαιδίου βλέπουμε έναν ξύλινο Αράπη, με ένα σφυρί στο δεξιό χέρι και «κόνδιον» στο αριστερό να κτυπά κι αυτός στην αλλαγή της ώρας. Το 1745 η μονή στέλνει στη Βενετία τον ιερομόναχο Αθανάσιο ελέους χάριν και βοηθείας, με την εντολή όπως από τα συναχθέντα χρήματα να προβλέψη ένα ωρολόγιον σιδηρένιον μεγάλον ωσάν εκείνα οπού συνηθίζουν εδώ (εις την Βενετίαν) να βάνουσι εις τα καμπανέλλια, πολλά χρειαζόμενον δια την μονήν.
Έξω όμως από τον περίβολο μιας μονής αλλά κοντά σ αὐτήν η, αναφερόμενοι σε σκήτες, κοντά στο Κυριακό, βρίσκεται το Κοιμητήριο, χώρος και χρόνος ενδιάμεσος, σε αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας. Είναι ο χώρος των «πλειόνων», της αόρατης, της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Εξόδιος ακολουθία, μνημόσυνα, σαρανταλείτουργα, ελεημοσύνες, αφιερώματα, ολ αὐτά υπηρετούν τη συλλογική μνήμη των πατέρων, την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, που είναι όριο του προσωπικού χώρου και χρόνου. Σε αναμονή της Ανάστασης…
Κάθε τόπος άσκησης στο Άγιον Όρος είναι ένας κόσμος έξω από τον κόσμο. Οι Αγιορείτες πατέρες ζουν κυρίως μέσα στο χρόνο της θείας λατρείας και της ιστορίας του μοναστικού σκηνώματος στο οποίο ζουν· έχουν ιδιαίτερα έντονη τη συνείδηση της συνέχειάς της. Οι νυχθήμερες ακολουθίες, οι ολονύκτιες αγρυπνίες, οι πανηγύρεις, αλλάζουν την ποιότητα του χρόνου. Ανατρέπεται ο χρόνος και αντί να μας οδηγήσει προς τον θάνατο, πηγαίνει αντίστροφα προς την ζωή, προς Αυτόν που είναι «το φως του κόσμου». Γι αὐτό δεν μετρούμε πλέον τις ημέρες από το πρωΐ ως το βράδυ, αλλά αρχίζει η λειτουργική ημέρα από τον εσπερινό˙ από το σκότος μας οδηγεί προς το φως, μέσα στο φως του Χριστού.
Ο χρόνος είναι πολύτιμος, αλλά όχι λιγοστός, λένε οι Αγιορείτες μοναχοί. Και είναι λιγότερο σημαντικός από τον καιρό, τον κατάλληλο δηλαδή χρόνο˙ την ιερή στιγμή. Ζουν το εδώ και το τώρα, σε ένα παρόν που να έχει τη γεύση των μελλόντων: θάνατος, ανάσταση, θέωση. Ο,τι κάνουν τη στιγμή αυτή πρέπει να αντέχει να δοκιμαστεί μπροστά σε αυτή τη μεγάλη και πλατειά προοπτική της αιωνιότητας.
Οι μοναχοί έχουν τη δική τους αντίληψη του χρόνου. Κάθε ώρα έχει τη δική της ποιότητα, τη δική της γεύση μέσα στην αένναη εναλλαγή προσευχής και εργασίας. Η ανατολή και η δύση του ήλιου, το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα, το φως και το σκοτάδι αποτελούν ιερές ώρες, ξεχωριστές, αλλά και συνδεδεμένες μεταξύ τους στον καθημερινό κύκλο της θείας λατρείας. Είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς πόσο πολύ χρόνο περιέχει μία ημέρα στο Άγιον Όρος, αν δεν έχει εξοικειωθεί με τον αγιορείτικο ρυθμό ζωής. Και όπως έχει γραφεί: «Στο Άγιον Όρος κινείται κανείς προς τα όρια του χρόνου. Εδώ η φλόγα που καίει το φιτίλι του χρόνου είναι πολύ μικρή. Λίγο ακόμα να το τραβήξει κανείς και θα αποδεσμευθεί από αυτόν».