Κομοτηνή: Η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία αποτελεί την εφέστια εικόνα της ομώνυμης μονής έξω από την Κομοτηνή, κοντά στην Αίγειρο, αποτελεί ένα από τα κύρια σεβάσματα της λαϊκής λατρείας των…
χριστιανών της περιοχής, που συνδέεται με τις ετήσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις της ενσωμάτωσης της Θράκης στο ελληνικό κράτος, που διοργανώνονται με επίκεντρο την 14η Μαΐου κάθε χρονιάς στην Κομοτηνή. Τις λαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της λαϊκής λατρείας των Θρακών που σχετίζονται με την εικόνα αυτή, θα εξετάσουμε στη συνέχεια, ως μικρή συμβολή στην μελέτη των εκδηλώσεων της θρησκευτικής λαογραφίας των χριστιανών κατοίκων της Ροδόπης.
Ας δούμε πρώτα την λαϊκή παράδοση που σχετίζεται με την εύρεση της εικόνας: «η ιερά εικόνα της Παναγίας φανερώθηκε (εξ ου και Φανερωμένη) πριν τριακόσια χρόνια στον Οθωμανό κύριο της γης της περιοχής, τον Αχμέτ εφέντηΜποσνάκογλου ο οποίος για τρεις μέρες έβλεπε φωτεινό όραμα ένα Σταυρό στην κορυφή ενός δέντρου. Ενημέρωσε κατ’ εντολήν της Παναγίας το Μητροπολίτη και έσκαψαν στη ρίζα του δέντρου όπου βρήκαν την εικόνα. Μάλιστα ο ίδιος αφιέρωσε τμήμα του τσιφλικιού, από το οποίο όλη η περιοχή είχε πάρει το όνομα «ΚιρΤσιφλίκ», εις την τοπική εκκλησία.Η εικόνα διεκδικήθηκε από αρκετούς οικισμούς και ενορίες. Η εικόνα, έπειτα από δέηση του Μητροπολίτη, τοποθετήθηκε σε ζωήλατη άμαξα, στην οποία είχαν ζέψει νέα βόδια, και οδηγήθηκε μόνη της στο Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου όπου εγκατέστησαν την εικόνα, και όπου συνέχισε να κάνει θαύματα».
Στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα, χτίστηκε αργότερα ναΐσκος. Το σημείο της εύρεσης βρίσκεται σήμερα μέσα στην περιοχή του αμπελουργικού σταθμού Αιγείρου, αφού είναι γνωστό ότι η αμπελοκαλλιέργεια αποτελεί κατά παράδοση μια από τις κύριες επαγγελματικές ασχολίες των προσφυγικής καταγωγής κατοίκων, την οποία έφεραν από τις θρακικές «πατρίδες» της προέλευσής τους.
Σύμφωνα με στοιχεία που ανακάλυψε στο αρχείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δημοσίευσε ο θεολόγος, νομικός και εκκλησιαστικός ιστορικός Ιω. Σιδηράς, σε επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ (1901-1914), γραμμένη το 1904, αναφέρεται ότι μετά από αίτημα του Μητροπολίτη Μαρωνείας Νικολάου είχε εκδοθεί σχετική άδεια των οθωμανικών αρχών (τεσκερές) για την ανέγερση του ναού αυτού, με δαπάνες των νέων ιδιοκτητών του τσιφλικιού Ελευθερίου Τελωνίδη και Κωνσταντίνου Σκουτέρη, οι οποίοι είχαν αγοράσει το τσιφλίκι την περίοδο 1903 – 1904.
Ο Σιδηράς, η έρευνα του οποίου διαφώτισε πολλά σημεία της ιστορικής υπόστασης του προσκυνήματος, αναφέρει επίσης την μαρτυρία του επιθεωρητή σχολείων Δ. Σάρρου, ο οποίος σε έκθεσή του, το 1906, γράφει: «το τελευταίον δε Βαθυρρύαξ, όπερ είναι κατά τα δύο τρίτα κτήμα ομογενών Ηπειρωτών, έχει αγίασμά τι, περί ο γίνεται κατ’ έτος πανήγυρις των περιοίκων μεγάλη, καθ’ ήν συλλέγονται περί τας 40 λίρας προς ίδρυσιν εκκλησίας εκεί. Έχουσι μέχρι τούδε 200 λίρας οι ιδιοκτήται του χωριού. Δέον να επιταχυνθή η ίδρυσις της Εκκλησίας, εν η θα εκκλησιάζωνται και πάντα τα παρ’ αυτό λοιπά ημέτερα σλαβόφωνα χωρία, άτινα περιτρέχει ο Βούλγαρος ιερεύς προς προσηλυτισμόν».
Επίσης ο Σιδηράς έχει δημοσιεύσει απόσπασμα έκθεσης του καθηγητή του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως Χ. Σκαλισιάνου, του 1907, όπου χαρακτηριστικά αναγράφεται: «εν ταύτη υπάρχουσι τσιφλίκια ανήκοντα εις ημετέρους κατά το πλείστον και αγίασμα απολαύον μεγάλου σεβασμού παρά των κατοίκων των πέριξ χωρίων, έχει δε εισπραχθή εξ αφιερωμάτων εις το αγίασμα τούτο ποσόν υπέρ τας 200 λίρας. Διά των χρημάτων τούτων, άτινα ευρίσκονται εις χείρας του εν Γκιμουλτζίνη ομογενούς Σκουτέρη, εις ου το τσιφλίκιον ευρίσκεται το αγίασμα, ηδύνατο να οικοδομηθή εκκλησία, εις ην θα ηκκλησιάζοντο οι κάτοικοι των χωρίων Ορτατζή (Αμβροσία) και Κιρσάρτζας (Μεσούνη), και συν τω χρόνωαγοραζομένων των τσιφλικίων τούτων και ιδρυομένου μικρού ελληνικού συνοικισμού εν Βαθυρρύακι, θα κατωρθούτο διά της συνεχούς επικοινωνίας των χωρίων τούτων προς την εκκλησίαν και τον ελληνικόνσυνοικισμόν του Βαθυρρύακος, ο εξελληνισμός αυτών».
Συνεχίζοντας ο Ιω. Σιδηράς γράφει ότι το παρεκκλήσιο, που τιμά την Παναγία ως «Ρόδον το Αμάραντον», στο σημείο της ευρέσεως δεν είχε χτιστεί μέχρι το 1907, και πιθανολογεί ότι η οικοδόμησή του έγινε στο διάστημα 1908 – 1912, πριν τη βουλγαρική κατοχή. Και βέβαια, η αφιέρωση του κτήματος στο οποίο βρίσκεται το παρεκκλήσιο αυτό – το οποίο ουσιαστικά τιμά την εύρεση της θαυματουργής εικόνας – στον μητροπολιτικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής σχετίζεται άμεσα με την τοποθέτηση της εικόνας στο ναό αυτό, αφού ουσιαστικά η εικόνα της Παναγίας «Ρόδον το Αμάραντον» λειτούργησε ως τελετουργικό υποκατάστατο της αρχικής θαυματουργής εικόνας, που είχε μεταφερθεί στην Κομοτηνή. Στο θέμα ωστόσο αυτό θα επανέλθουμε και στο επόμενο άρθρο μας.
Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης