ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ: Η Κρήτη θρηνεί ξανά και τελεί υπό συναγερμό.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Το τραγικό περιστατικό στα Βορίζια της Μεσαράς, όπου τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε μια νέα έκρηξη βίας, ξύπνησε μνήμες από ένα παρελθόν που πολλοί πίστεψαν πως είχε μείνει πίσω.
Στο νησί των Αγίων, της πίστης και της φιλοξενίας, οι βεντέτες επιστρέφουν με τη μορφή ανοιχτών πληγών που διχάζουν χωριά, συγγενείς και συνειδήσεις.
Και το μεγάλο ερώτημα που έφτασε, όπως επιβεβαιώνει το Βήμα Ορθοδοξίας, μέσα από δεκάδες μηνύματα πιστών από όλη την Ελλάδα, είναι ένα:
Πού είναι η Εκκλησία της Κρήτης;
Πού είναι η φωνή του πνευματικού πατέρα που θα σταθεί ανάμεσα στους ανθρώπους και θα πει «ως εδώ»;
Οι ρίζες του κακού και η σιωπή που πονά
Οι βεντέτες στην Κρήτη δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Είναι πληγές που κληροδοτήθηκαν, ένας φαύλος κύκλος τιμής και αίματος που πνίγει γενιές.
Μια παλιά παρεξήγηση, ένα βλέμμα, ένα καβγάς για τα χωράφια ή ένα τροχαίο — και το κακό αρχίζει ξανά.
Μόνο που το 2025, η Κρήτη δεν είναι πια απομονωμένη· είναι κομμάτι μιας σύγχρονης κοινωνίας που έχει ανάγκη από πνευματική καθοδήγηση και όχι από εκδίκηση.
Κι όμως, τα λόγια της Εκκλησίας ακούγονται ελάχιστα.
Η σιωπή, όπως παρατηρούν πολλοί κάτοικοι της Μεσσαράς, πονά περισσότερο από τις σφαίρες.
Στο χωριό, όπου τρεις νέοι άνδρες χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά, οι γονείς θρηνούν, τα παιδιά φοβούνται, και οι παπάδες — άνθρωποι του λαού, γνώριμοι σε κάθε σπίτι — στέκονται σιωπηλοί, ανήμποροι να γεφυρώσουν το χάσμα.
Ο ρόλος των Μητροπόλεων και των Ιερών Μονών
Η Εκκλησία της Κρήτης δεν είναι μόνο η Αρχιεπισκοπή της. Είναι οι Μητροπόλεις Κισάμου, Ρεθύμνης, Ιεραπύτνης, Γορτύνης και Αρκαλοχωρίου, αλλά και τα δεκάδες μοναστήρια που κρατούν ζωντανό το φως της πίστης.
Αυτοί οι πνευματικοί φάροι θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο καθοριστικό στην καταπολέμηση του μίσους.
Οι ιερείς είναι οι μόνοι που μπορούν να μιλήσουν στις ψυχές των ανθρώπων χωρίς να τους φοβούνται. Ο λόγος τους φτάνει στα σπίτια, στις πλατείες, στα καφενεία, εκεί όπου ξεκινούν οι παρεξηγήσεις και ανάβουν τα αίματα.
Η Αρχιεπισκοπή Κρήτης μπορεί να ηγηθεί μιας μεγάλης πνευματικής εκστρατείας:
να οργανώσει συναντήσεις συμφιλίωσης,
να καλέσει τις οικογένειες να ανάψουν μαζί κερί,
να καθιερώσει κοινές λειτουργίες στις Μητροπόλεις των «αιματοβαμμένων» χωριών.
Στο νησί όπου ο Άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος έζησαν και δίδαξαν την υπομονή και τη συγχώρεση, η Εκκλησία οφείλει να μιλήσει ξανά με τη γλώσσα της αγάπης.
Πνευματική ευθύνη και κοινωνική αποστολή
Η Εκκλησία δεν μπορεί να περιορίζεται σε πανηγυρικούς λόγους ή σε λειτουργίες μετά την τραγωδία.
Πρέπει να προηγείται του κακού, να προλαβαίνει, να προειδοποιεί.
Και αυτό απαιτεί τόλμη.
Όπως ανέφερε στο vimaorthodoxias.gr ένας ιερέας από τα Αστερούσια,
«Το να συγχωρέσεις είναι πράξη πίστης, όχι αδυναμίας. Μα όταν οι νέοι μεγαλώνουν χωρίς να ακούνε αυτό το μήνυμα, πώς να το πιστέψουν;»
Αυτή η παραδοχή συνοψίζει τη βαθιά ανάγκη για πνευματική αναγέννηση στην Κρήτη.
Η Εκκλησία μπορεί — και πρέπει — να αναλάβει δράση στα σχολεία, στις ενορίες, στις οικογένειες.
Να διδάξει ότι η ανδρεία δεν βρίσκεται στην εκδίκηση, αλλά στη συγχώρεση.
Η ανάγκη για παρεμβάσεις σε κάθε χωριό
Στο νησί υπάρχουν δεκάδες κοινότητες που έχουν πληγωθεί από παλιές έχθρες.
Μερικά χωριά ζουν ακόμη με το φόβο της εκδίκησης. Οι παπάδες, οι δάσκαλοι και οι τοπικοί άρχοντες είναι οι μόνοι που μπορούν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο.
Η Πολιτική Προστασία έχει επισημάνει επανειλημμένα ότι η κοινωνική βία απαιτεί συνεργασία όλων των φορέων. Όμως σε μια κοινωνία όπως της Κρήτης, ο λόγος του ιερέα μετρά περισσότερο από κάθε εγκύκλιο.
Η Εκκλησία δεν πρέπει να είναι θεατής· πρέπει να είναι παρούσα.
Με επισκέψεις, με κοινωνικές δράσεις, με δημόσιες παρεμβάσεις συμφιλίωσης.
Η Κρήτη έχει ανάγκη από πνευματικούς ηγέτες που θα σταθούν δίπλα στους πληγωμένους και θα πουν:
«Φτάνει πια με το αίμα. Ο Χριστός ήρθε για να ενώσει, όχι για να χωρίσει».
Από το πένθος στη δράση
Οι τρεις νεκροί στα Βορίζια δεν είναι απλώς αριθμοί. Είναι τρεις ψυχές, τρεις οικογένειες, τρεις ακόμη λόγοι για να ξυπνήσει η Εκκλησία της Κρήτης από τον θεσμικό της λήθαργο.
Δεν φτάνει η θλίψη ούτε η οργή. Χρειάζεται μετάνοια συλλογική — από όλους.
Ας γίνουν οι εκκλησίες των ορεινών χωριών τόποι συνάντησης και όχι σύγκρουσης.
Ας ανοίξουν οι πόρτες των μοναστηριών για να υποδεχθούν όσους κουβαλούν θυμό, πένθος, ενοχή.
Ας ακουστεί ο λόγος του Ευαγγελίου όχι μόνο στις λειτουργίες, αλλά στα σοκάκια, στα χωράφια, στα σπίτια.
Η Εκκλησία της Κρήτης μπορεί να γίνει το φως μέσα στο σκοτάδι των βεντετών — αν το θελήσει.
Γιατί ο αληθινός παπάς δεν κηρύττει μόνο από τον άμβωνα·
κηρύττει με την πράξη, με τη συγχώρεση, με την παρουσία του δίπλα σε εκείνον που πονά και θυμώνει.
Μετά τα Βορίζια, η Κρήτη δεν πρέπει να σωπάσει.
Κάθε ναός, κάθε Μητρόπολη, κάθε μοναστήρι οφείλει να γίνει φωνή ειρήνης.
Να πει στα παιδιά του νησιού:
«Η τιμή δεν γράφεται με αίμα.
Η τιμή γράφεται με συγχώρεση».
Αυτό είναι το αληθινό μήνυμα του Χριστού, αυτό είναι και το καθήκον της Εκκλησίας σήμερα — να ενώσει εκεί όπου η ανθρώπινη καρδιά χώρισε.
	    	




















