Ι.Μ. ΒΕΡΟΙΑΣ: Την Τρίτη 15 Φεβρουαρίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε και κήρυξε τον θείο λόγο, όπως κάθε Τρίτη απόγευμα, στον Εσπερινό και στην Παράκληση του Αγίου Λουκά του Ιατρού στον Ιερό Ναό του στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας.
Η Ιερά Ακολουθία μεταδόθηκε απευθείας στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως, στην αντίστοιχη σελίδα στο Facebook και στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παύλειος Λόγος 90,2 FM».
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Τήν περασμένη Κυριακή η Εκκλησία μας μάς εισήγαγε μέ τήν παραβολή τού Τελώνου καί τού Φαρισαίου, στό Τριώδιο, τήν περίοδο δηλαδή τής προετοιμασίας γιά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί γιά τό στάδιο τών αρετών πού εκείνη ανοίγει γιά όλους μας.
Βασική προϋπόθεση τής πνευματικής προετοιμασίας, στήν οποία θά μάς καλέσει η Εκκλησία μας, είναι η μετάνοια, καί προϋπόθεση τής μετανοίας είναι η συνειδητοποίηση τής αμαρτωλότητός μας.
Γι’ αυτό καί ο Χριστός πολύ συχνά προβάλλει πρότυπα μετανοίας, προβάλλει ανθρώπους πού ήταν όντως αμαρτωλοί, καί όμως συνειδητοποίησαν τήν αμαρτωλότητά τους, μετανόησαν καί σώθηκαν.
Γιά τόν ίδιο ακριβώς λόγο καί ο άγιός μας, ο άγιος Λουκάς, ο αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως, ο ιατρός καί θαυματουργός, αρχίζει τόν λόγο του γιά τήν Κυριακή τού Τελώνου καί Φαρισαίου μέ τήν υπενθύμιση τού λόγου τού Κυρίου: «Νά θυμάστε, σάς παρακαλώ, πάντοτε», λέγει ο άγιος, «τά λόγια τού Χριστού: οι τελώναι καί αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις τήν βασιλείαν τού Θεού.
Ο Κύριός μας», συνεχίζει, «ήταν καλεσμένος στό σπίτι ενός Φαρισαίου, τού Σίμωνα, σέ γεύμα. Τό έμαθε μία πόρνη καί αφού αγόρασε πολύτιμο μύρο πήγε στό σπίτι τού Σίμωνα. Γονάτισε κοντά στά πόδια τού Ιησού, τά έβρεχε μέ τά δάκρυά της, τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά της καί τά άλειφε μέ μύρο. Ο Φαρισαίος Σίμων τό έβλεπε καί μέσα του κατηγορούσε τόν Ιησού αγανακτώντας γιατί ο Κύριος δέν απομάκρυνε αυτήν τήν ακάθαρτη καί αμαρτωλή γυναίκα. Ο Χριστός όμως κοίταξε μέ ευσπλαγχνία τή γυναίκα αυτή καί τής συγχώρησε τίς πολλές της αμαρτίες, διότι μετανόησε ειλικρινά καί τόν αγάπησε μέ όλη της τήν ψυχή».
Κάτι ανάλογο περιγράφει καί η παραβολή τού Τελώνου καί Φαρισαίου. «Στό ναό τών Ιεροσολύμων», λέγει ο άγιος Λουκάς, «τήν ώρα πού προσφέρονταν θυσίες βρίσκονταν μεταξύ τών άλλων ανθρώπων ένας Φαρισαίος, υπερήφανος γιά τήν ευσέβειά του, καί ένας αμαρτωλός τελώνης περιφρονημένος από όλους. Αυτός δέν τολμούσε νά σηκώσει τά μάτια του καί επαναλάμβανε μόνο τή σύντομη ευχή: ο Θεός ιλασθητί μοι τώ αμαρτωλώ». Αντίθετα, «ο υπερήφανος Φαρισαίος ευχαριστούσε τόν Θεό ότι δέν είναι όπως τό πλήθος τών αμαρτωλών ανθρώπων ή όπως ο τελώνης. Όμως», συνεχίζει ο άγιος Λουκάς, «αυτόν τόν ταπεινό τελώνη έβλεπε από τά ύψη τού ουρανού ο Θεός, αυτός πού μέ τό στόμα τού προφήτη Ησαΐα είπε: επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τόν ταπεινόν καί ησύχιον καί τρέμοντα τούς λόγους μου.
Η παραβολή αυτή τού Χριστού είναι άξια μεγάλης προσοχής, διότι σέ αυτήν ο Κύριος μάς έδειξε πόση σημασία έχει η πνευματική φτώχεια, δηλαδή η ταπείνωση, γιά τήν προσευχή καί γιά τά καλά έργα. Δέν έχουμε κανένα δικαίωμα», τονίζει ο άγιος, «νά υπερηφανευόμαστε γιά τά καλά καί ευάρεστα στόν Θεό έργα μας καί γιά τήν ευλάβειά μας. Όλα αυτά πρέπει νά τά θεωρούμε φυσικά καί αναγκαία. Ούτε πρέπει νά δίνουμε προσοχή σέ αυτά καί νά τά θυμόμαστε. Τό αριστερό μας χέρι νά μήν γνωρίζει τί κάνει τό δεξιό.
Δέν πρέπει νά ξέρουμε τί είναι η υπερηφάνεια καί τί είναι ο αυτοέπαινος, όπως δέν τό ξέρουν τά μικρά παιδιά γιά τά οποία ο Κύριός μας είπε: εάν μή στραφήτε καί γένησθε ως τά παιδία, ου μή εισέλθητε εις τήν βασιλείαν τών ουρανών.
Η ταπείνωσή μας μέρα μέ τή μέρα θά μεγαλώνει, άν ως κανόνα τής ζωής μας θά πάρουμε καί έναν άλλο λόγο τού Κυρίου: όταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν.
Νά ο οδηγός τής ζωής μας», καταλήγει ο άγιος Λουκάς, «η πρώτη καί η σπουδαιότερη στούς μακαρισμούς εντολή: μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία τών ουρανών.
Διότι, όπως λέγει καί πάλι ο Χριστός, τό εν ανθρώποις υψηλόν, βδέλυγμα ενώπιον τού Θεού.
Πρέπει νά θυμούνται αυτόν τόν λόγο τού Χριστού οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι επιδιώκουν τήν εύνοια τών προϊσταμένων τους καί γενικά αυτών πού έχουν τίς υψηλές θέσεις καί έχουν τήν εξουσία στά χέρια τους, τούς ζηλεύουν, τούς κολακεύουν καί δέν τολμούν νά τούς ελέγξουν γιά τίς άδικες πράξεις τους.
Ο δίκαιος Θεός βλέπει αυτούς πού βάζουν τόν εαυτό τους πάνω από όλους, τούς ελέγχει καί τούς κρίνει μέ τό στόμα τού προφήτη Ησαΐα: καί πεσείται ύψος ανθρώπων καί υψωθήσεται Κύριος μόνος εν τή ημέρα εκείνη.
Νά θυμόμαστε τόν φοβερό αυτό λόγο τού Κυρίου καί νά επαινούμε μόνο αυτούς», λέγει ο άγιος Λουκάς, πού σάν τόν τελώνη αγάπησαν τήν ταπείνωση καί νά ακολουθούμε καί εμείς τό παράδειγμά του.
Η ταπείνωση ήταν άλλωστε μία από τίς αρετές, η οποία ύψωσε καί τόν άγιο Λουκά, καί τού έδωσε πλούσια τή χάρη τού Θεού. Διότι, άν καί ήταν διάσημος καθηγητής τής Ιατρικής, αυτός χαιρόταν νά θεραπεύει δωρεάν τούς φτωχούς καί ταπεινούς χωρικούς στίς απομακρυσμένες επαρχίες τής Ρωσίας καί τής Σιβηρίας. Καί μέ αυτή τή χάρη θεραπεύει καί εμάς μέχρι σήμερα, όταν ζητούμε τή βοήθειά του, καί μάλιστα πολλές φορές άμεσα, όπως στό θαύμα τό οποίο διηγείται μία κυρία από τό Μεσολόγγι.
«Ο άνδρας μου», γράφει, «εδώ καί δύο χρόνια περίπου παρουσίασε λέμφωμα στό στομάχι. Παράλληλα μέ τούς γιατρούς πού τόν είχαν αναλάβει, σπεύσαμε νά ζητήσουμε καί τή βοήθεια τών ουρανίων ιατρών, τών θαυματουργών αγίων τής Εκκλησίας μας.
Τούς παρακαλούσαμε όλους καθημερινά καί μέ δάκρυα στά μάτια νά επέμβουν καί νά τόν θεραπεύσουν, ιδιαιτέρως όμως προσευχόμασταν στόν άγιο Παρθένιο, επίσκοπο Λαμψάκου, πού είναι προστάτης τών καρκινοπαθών, καί στόν άγιο Λουκά, αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως, τόν ιατρό.
Μέ τή βοήθειά τους ο σύζυγός μου, παρά τίς δυσμενείς προβλέψεις τών ιατρών, είδε κάποια βελτίωση στήν υγεία του, συνέχιζε όμως νά νοσηλεύεται.
Ένα πρωινό, καθώς προσευχόμουν καί πάλι στόν άγιο Λουκά, έκλεισα τά μάτια μου καί είδα στήν πόρτα τού δωματίου ένα γέροντα μέ άσπρα γένια καί μέ άσπρη στολή από τή μέση καί επάνω. Ζαλισμένη όπως ήμουν, δέν κατάλαβα τί ακριβώς συνέβαινε. Εκείνος προχώρησε πρός τό κρεβάτι τού συζύγου μου, τόν σταύρωσε καί εξαφανίσθηκε.
Σέ λίγες ημέρες ο σύζυγός μου έκανε τίς προγραμματισμένες εξετάσεις καί, ώ τού θαύματος, ήταν απολύτως καθαρές. Τό λέμφωμα είχε εξαφανισθεί, κάτι πού, όπως μάς διαβεβαίωσαν οι θεράποντες γιατροί, δέν συμβαίνει ποτέ.
Τότε έφερα στόν νού μου τήν επίσκεψη εκείνου τού γέροντα μέ τήν άσπρη ποδιά στό δωμάτιο τού συζύγου μου τήν ώρα πού προσευχόμουν καί κατάλαβα ποιός ήταν. Ήταν ο άγιος Λουκάς, ο ιατρός, τού οποίου τή βοήθεια ζητούσα καί ο οποίος ήρθε καί θεράπευσε ολοκληρωτικά τόν σύζυγό μου.
Από εκείνη τήν ημέρα δέν έπαυσα ποτέ νά ευχαριστώ τόν άγιο Λουκά πού έσωσε τόν σύζυγό μου καί νά δοξάζω τόν Θεό γιά τή μεγάλη του δωρεά».
Οι άγιοι σπεύδουν προκειμένου νά μάς θεραπεύσουν μέ τή χάρη τού Θεού, αλλά ένα πράγμα πρέπει νά ξέρουμε, ότι πάλι θά πεθάνουμε. Θά πεθάνουμε, όταν θά έρθει η ώρα. Τό θέμα είναι όμως νά μήν πεθάνουμε καί νά μήν νεκρωθούμε γιά πάντα, αλλά νά προσπαθούμε νά ζούμε εν Χριστώ, ούτως ώστε καί όταν πεθάνουμε, νά ζήσουμε μέ τόν Χριστό αιώνια. Αυτό είναι τό ζητούμενο, αυτή πρέπει νά είναι η προσευχή μας. Εκείνο πού θά πρέπει νά μάς ενδιαφέρει είναι νά μήν νεκρώσουμε τήν ψυχή μας, τό σώμα μας κάποια στιγμή θά νεκρωθεί. Άς ζητούμε, λοιπόν τή χάρη τών αγίων μας καί γιά τό σώμα μας καί γιά τήν ψυχή μας.