Την Δευτέρα 2 Ιανουαρίου το απόγευμα πραγματοποιήθηκε σύναξη ιερομονάχων, μοναχών και μοναζουσών της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά στην Βέροια.
Στο καθολικό της Ιεράς Μονής έψαλλαν επίκαιρους ύμνους οι αδελφότητες από την Ιερά Μονή Αγίας Κυριακής Λουτρού, Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων Παλατιτσίων και Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας.
Στην σύναξη, που παρουσίασε ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως αρχιμ. Αθηναγόρας Μπίρδας, χαιρετισμό απηύθηνε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων, ενώ κύριος ομιλητής ήταν ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μ. Μονής Βατοπαιδίου αρχιμ. κ. Εφραίμ ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «η διακονία των ανθρώπων στο κόσμο και τα μοανχικά καθήκοντα».
Μετά το πέρας των ομιλιών ακολούθησε στο αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής η κοπή της Βασιλόπιτας.
Χαιρετισμός του σεβασμιωτάτου στη μοναχική σύναξη.
Η αρχή του νέου χρόνου μας δίνει και φέτος μία ευλογημένη ευκαιρία συνάξεως όλων των μοναχών και των μοναζουσών της Ιεράς Μητροπόλεώς μας υπό τη φιλόξενη και στοργική σκέπη της Μητέρας και προστάτιδος των μοναζόντων, της Παναγίας μας, εδώ στην Ιερά Μονή της Παναγίας Δοβρά.
Και είναι μία ιδιαίτερα ευλογημένη συγκυρία για δύο λόγους, αφενός γιατί η αρχή του χρόνου προσφέρει πάντοτε μία καλή ευκαιρία περισυλλογής, αυτοεξετάσεως και επαναπροσδιορισμού των στόχων μας και των πράξεών μας, και αφετέρου γιατί η Εκκλησία μας σηματοδοτεί την πορεία μας στον νέο χρόνο με δύο μεγάλες ασκητικές μορφές, των οποίων τη μνήμη εορτάσαμε χθες και σήμερα, του εν αγίοις πατρός ημών Βασιλείου του ουρανοφάντορος, και του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
Οι δύο αυτοί άγιοι και ο τρόπος με τον οποίο βίωσαν τη μοναχική ζωή και πολιτεία, καθώς και οι δύο έζησαν ασκητικά, σε ερημητήρια απόκοσμα, αλλά συγχρόνως διακόνησαν και τους ανθρώπους, ο μεν Μέγας Βασίλειος ως ιεράρχης και αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, ο δε άγιος Σεραφείμ ως πνευματικός και ως οδηγός στην εν Χριστώ ζωή πολλών ανθρώπων, τους οποίους θεράπευε και ψυχικά και σωματικά, μας δίνουν την αφορμή για το θέμα της σημερινής μοναχικής μας συνάξεως το οποίο αφορά τη στάση του μοναχού που διακονεί στον κόσμο ή εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων στη Μονή και πως αυτός μπορεί να συνδυάζει τη μοναχική ζωή με τη διακονία στον κόσμο και την επαφή με τους ανθρώπους.
Μοναχική ζωή και συνάφεια με τον κόσμο είναι στη βάση δύο αντίθετες έννοιες, εφόσον ο μοναχός αφοσιώνεται στον Θεό, εγκαταλείποντας τον κόσμο και ο,τι τον συνδέει με αυτόν.
Με τον απόλυτο αυτό και καθαρό τρόπο έζησαν τη ζωή τους πολλοί μοναχοί και άγιοι της Εκκλησίας μας. Όμως η φυγή από τον κόσμο και η ξενιτεία, στις οποίες αναφέρονται και τις οποίες συστήνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ως βάση και θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, δεν νοούνται μόνο τοπικά και γεωγραφικά, αλλά και πνευματικά. Φυγή από τον κόσμο δεν σημαίνει απομακρύνομαι από την πόλη ή το χωριό και ζω στην έρημο, αλλά ζω την έρημο μέσα στην ψυχή μου.
Εγκαταλείπω τον κόσμο και ζω για τον Χριστό, σημαίνει αδειάζω τον εαυτό μου από τον κόσμο και ενθρονίζω τον Χριστό, οπουδήποτε και εάν ζω. Γι᾽ αυτό και οι πατέρες λέγουν ότι δεν είναι ο τόπος που σε κάνει μοναχό αλλά ο τρόπος.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι θα εγκαταλείψουμε τον τόπο, θα εγκαταλείψουμε, δηλαδή, τα μοναστήρια και θα ζούμε στον κόσμο, πιστεύοντας ότι ζούμε τη μοναχική ζωή μέσα μας. Ο τόπος και η μόνωση που αυτός μας προσφέρει, μας προστατεύουν από τους περισπασμούς και τους πειρασμούς του κόσμου και μας βοηθούν να επικεντρωθούμε στο πρόσωπο του Χριστού, στον οποίο αφιερώσαμε τη ζωή μας και την ύπαρξή μας, και στην άσκηση και την πνευματική μας καλλιέργεια.
Γι᾽ αυτό και ο μοναχός δεν επιδιώκει και δεν πρέπει να επιδιώκει με δική του πρωτοβουλία την επαφή με τον κόσμο, χωρίς όμως να επαναπαύεται στην ιδέα ότι, εάν δεν έχει επαφή με τον κόσμο, εάν κλείνεται στους τοίχους της Μονής του, αγιάζεται και σώζεται αυτομάτως.
Αυτό αποδεικνύουν και οι λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Σεβαστείας Ευστάθιο, ο οποίος τον είχε ρωτήσει σχετικά με τη μοναχική ζωή στο ασκητήριο του Πόντου, όπου βρισκόταν. Γράφει, λοιπόν, ο Μέγας Βασίλειος: «Εγώ α μεν ποιώ αυτός επί της εσχατιάς ταύτης, νυκτός και ημέρας, γράφειν αισχύνομαι. Κατέλιπον μεν γαρ τας εν άστει διατριβάς, ως μυρίων κακών αφορμάς, εμαυτόν δε ούπω απολιπείν ηδυνήθην». Ντρέπομαι, γράφει ο ιερός πατήρ, να πω τι κάνω ημέρα και νύχτα στην ερημιά αυτή. Γιατί παρότι εγκατέλειψα τη ζωή της πόλεως και τις απασχολήσεις της, ως αφορμή χιλιάδων κακών, δεν μπόρεσα ακόμη να εγκαταλείψω τον εαυτό μου.
Η εγκατάλειψη του εαυτού μας και του κόσμου είναι, λοιπόν, το ζητούμενο, είτε ζούμε αποκλειστικά μέσα στο μοναστήρι, είτε ερχόμαστε σε επαφή με τους ανθρώπους είτε διακονούμε στον κόσμο ως άγαμοι κληρικοί, και αυτό θα πρέπει να προσπαθούμε να επιτύχουμε πάση θυσία, όπως και αν ζούμε.
Τη δυνατότητα αυτού του συνδυασμού αποδεικνύει και το αίτημα της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου, λίγο πριν από το πάθος του, για τους μαθητές τοy. «Ουχ ερωτώ σε ίνα άρης αυτούς από του κόσμου αλλ᾽ ίνα τηρήσης αυτούς εν τη αληθεία σου». Δεν σού ζητώ, λέει ο Χριστός, προς τον Θεό-Πατέρα του, να βγάλεις τους μαθητές μου έξω από τον κόσμο, αλλά να τους διατηρήσεις μέσα στην αλήθειά σου.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μπορούμε να ζήσουμε την εν Χριστώ ζωή, μπορούμε να ζήσουμε τη μοναχική πολιτεία, αφού ως μοναχοί ζούσαν και οι άγιοι απόστολοι και μαθητές του Κυρίου, έχοντας επαφή και με τον κόσμο, αλλά υπό μία προϋπόθεση, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρούμεθα μέσα στην αλήθεια, μέσα στον Χριστό και ότι δεν θα επηρεαζόμαστε και δεν θα συσχηματιζόμαστε με τον κόσμο, αλλά θα ζούμε με τη χάρη του Θεού την αλήθεια της μοναχικής μας αφιερώσεως οτιδήποτε και εάν κάνουμε.
[irp posts=”323985″ name=”Βασιλόπιτα στο Επισκοπείο της Ι. Μ. Βεροίας (ΦΩΤΟ)”]
Η διακονία στον κόσμο ή η διακονία των ανθρώπων μέσα στη Μονή μας μπορεί να απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια και μεγαλύτερο αγώνα από εμάς, αλλά είναι εφικτή, όταν γίνεται ως διακονία υπακοής και όχι ως προσωπική ή εγωιστική επιλογή, όταν γίνεται με τη χάρη του Θεού, ο οποίος μας διατηρεί, εφόσον αγωνιζόμασθε και εμείς, εν τη αληθεία του. Έτσι η διακονία μας αυτή γίνεται ωφέλιμη για τους ανθρώπους, γιατί τους μεταφέρει την εμπειρία της ασκήσεως και το βίωμα της μοναχικής ζωής και εκκεντρίζει και τη δική τους πνευματική ζωή και άσκηση με την παράδοση της μοναχικής ζωής.
Ασφαλώς χρειάζεται μεγάλη προσοχή από την πλευρά μας, ώστε να μην είμαστε εμείς αυτοί που θα επηρεασθούμε από τη ζωή του κόσμου αντί να επηρεάσουμε εμείς τη ζωή του. Διότι αρκετές φορές ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρασυρθούμε, να εκκοσμικευθούμε εμείς, να συνηθίσουμε τις συναναστροφές με τους ανθρώπους, και ενώ ξεκινούμε από αγαθά κίνητρα και από την καλή διάθεση να τους βοηθήσουμε πνευματικά, στη συνέχεια οικειοποιούμεθα τις συνήθειες και τις πρακτικές της ζωής τους, αναπαυόμαστε σ᾽ αυτές, ικανοποιούμεθα βλέποντας την αποδοχή που απολαμβάνουμε από τους ανθρώπους και παρεκκλίνουμε από τις αρχές της μοναχικής ζωής και από τις υποσχέσεις που δώσαμε ενώπιον του Θεού, και έτσι αποτυγχάνουμε διπλά.
Γιατί πέφτουμε στην παγίδα και νομίζουμε ότι οι άνθρωποι μας αποδέχονται και μας αγαπούν για την πνευματικότητά μας ή για το σχήμα που φέρουμε, αλλά αυτό συμβαίνει συχνά γιατί στα πρόσωπά μας δεν βλέπουν πλέον τον μοναχό ή τον κληρικό αλλά ένα άνθρωπο όμοιο με αυτούς, ένα απλό φίλο τους. Και έτσι δεν ωφελούνται, επειδή δεν βλέπουν σε μας το πρότυπο της πνευματικής ζωής που περιμένουν, ίσως μάλιστα μερικοί και σκανδαλίζονται, βλέποντάς μας να ζούμε όπως και οι κοσμικοί, αλλά και ούτε εμείς ωφελούμεθα πνευματικά, καθώς ούτε τη διακονία μας επιτελούμε όπως πρέπει ούτε στα μοναχικά μας καθήκοντα είμαστε συνεπείς.
Ανάλογοι κίνδυνοι ελλοχεύουν και για τους μοναχούς και τις μοναχές που έχουν αναλάβει στα μοναστήρια τη διακονία των ανθρώπων. Η επιθυμία μας να τους βοηθήσουμε, να τους συμπαρασταθούμε, να ανταποδώσουμε ίσως μερικές φορές την αγάπη των ανθρώπων, δεν θα πρέπει να μας οδηγεί στην οικειοποίηση τρόπων και συνηθειών της κοσμικής ζωής. Αν οι άνθρωποι περιμένουν κάτι από τους μοναχούς και τις μοναχές, αυτό δεν είναι κάτι που μπορούν να βρούν και στον κόσμο, αλλά κάτι διαφορετικό, κάτι πνευματικό που θα τους στηρίξει, και αυτό μπορεί να είναι ο λόγος, αλλά πολύ περισσότερο είναι αυτό που αποπνέει και μεταδίδει η στάση μας και η αναστροφή μας ως μοναχών. Και γι᾽ αυτό χρειάζεται πολλή προσοχή.
Βέβαια, όπως είπα και στην αρχή η αποστασιοποίησή μας από τον κόσμο και τους ανθρώπους, η παντελής έλλειψη επαφής με τους ανθρώπους, δεν είναι η λύση, διότι τον κόσμο τον φέρουμε μέσα μας ή μας τον φέρνουν και τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας και της επικοινωνίας, που πολλοί και από τους μοναχούς και τις μοναχές σήμερα χρησιμοποιούν. Και έτσι μπορεί να μην έχουμε σωματική ή αισθητή επαφή με τον κόσμο και τους ανθρώπους, και να παραμένουμε κλεισμένοι στο μοναστήρι μας ή στο κελί μας, αλλά να έχουμε επαφή μέσω του διαδικτύου ή των μέσω κοινωνικής δικτυώσεως, και να είμαστε πιο πολύ μέσα στον κόσμο από τους αδελφούς που διακονούν σ᾽ αυτό, έχοντας συγχρόνως την ψευδαίσθηση ότι ζούμε τη γνήσια μοναχική ζωή.
Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά τα θέματα, ώστε να συνδυάσουμε και τη διακονία στον κόσμο και τη διακονία των ανθρώπων αλλά και τη μοναχική μας ζωή και τα μοναχικά μας καθήκοντα, θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε απόψε από τον καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη π. Εφραίμ, που διαθέτει μεγάλη πνευματική εμπειρία από τη μακροχρόνια πορεία του ως υποτακτικός αγίων Γερόντων και ηγούμενος μιάς μεγάλης Αδελφότητος.
Τον ευχαριστώ για την αγάπη και την καλωσύνη του να είναι και πάλι σήμερα κοντά μας και να μιλήσει στους μοναχούς και τις μοναχές της Ιεράς μας Μητροπόλεως και τον παρακαλώ να έλθει στο βήμα και να λάβει τον λόγο.