ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Η ορθόδοξη θεολογία είναι η ζωή καί η διδασκαλία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως Σώματος τού Χριστού.
Ο Άσαρκος Λόγος στήν Παλαιά Διαθήκη πού εσαρκώθη καί είναι ο Σεσαρκωμένος Λόγος στήν Καινή Διαθήκη καί τήν Εκκλησία, απεκάλυψε στούς Προφήτες, τούς Αποστόλους καί τούς Πατέρας διά μέσου τών αιώνων όλες τίς αλήθειες γιά τόν Θεό καί τόν άνθρωπο καί πώς μπορεί ο άνθρωπος νά ενωθή μέ Αυτόν καί νά ζή αιωνίως μαζί Του.
Αυτή η θεολογία, ως αποκάλυψη στούς αγίους διά μέσου τών αιώνων είναι η θεολογία τής Εκκλησίας καί η αναπνοή της.
1. Lex credendi καί lex orandi
Η αποκάλυψη αυτή πού δόθηκε στούς Προφήτες, τούς Αποστόλους καί τούς Πατέρας διά μέσου τών αιώνων κατά τήν ομολογία τού Αδελφοθέου Ιούδα «παρακαλών επαγωνίζεσθαι τή άπαξ παραδοθείση τοίς αγίοις πίστει» (Ιούδα γ΄, 3) καταγράφηκε στήν Αγία Γραφή καί τίς αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων καί στήν συνέχεια πέρασε μέσα στήν λατρεία τής Εκκλησίας.
Είναι αυτό πού γράφει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, τό lex credendi (νόμος πίστεως) καί τό lex orandi (νόμος προσευχής). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ενότητα καί σχέση μεταξύ τών αποφάσεων τών Οικουμενικών Συνόδων καί τής λατρείας τής Εκκλησίας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τόν 8ο αιώνα μ.Χ., κατέγραψε τίς αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων σέ κείμενά του, ιδιαιτέρως τό περίφημο κείμενο «Έκθεσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως», καί ακόμη τίς πέρασε μέσα στήν ιερά υμνογραφία τής Εκκλησίας, οπότε υπάρχει άριστος συνδυασμός καί μεγάλη ενότητα μεταξύ τού lex credendi καί lex orandi.
Έτσι, η θεολογία τών Πατέρων τής Εκκλησίας δέν είναι εγκεφαλική, αλλά είναι καρπός τής εμπειρίας τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, οι οποίοι πέρασαν μέσα από τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό τού νού στήν θεωρία-θεοπτία καί γνώρισαν τόν Θεό μέσα στήν δόξα Του, καί, επομένως, απέκτησαν κοινωνία μαζί Του.
Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων πρέπει νά συνδυασθούν μέ τήν όλη ησυχαστική παράδοση, πού εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καί οι Φιλοκαλικοί Πατέρες μέχρι τών ημερών μας. Η Εκκλησία δέν ομιλεί μόνον γιά τό τί είναι ο Θεός, αλλά καί τό πώς θά γνωρίση κανείς τόν Θεό, δέν ομιλεί απλώς γιά τό τι είναι άγιος, αλλά καί πώς θά γίνη κανείς άγιος. Αυτό τό «τί» είναι οι αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, αλλά τό «πώς» είναι ο ορθόδοξος ησυχασμός. Ο συνδυασμός μεταξύ τού «τί» καί τού «πώς» είναι η θεολογία τής Εκκλησίας μας.
2. Η παραθεολογία
Εκτός από τήν ορθόδοξη θεολογία, η οποία αναδεικνύει αγίους, μέσα στούς αιώνας παρατηρήθηκε καί μιά παραθεολογία, η οποία διέσπασε τήν σχέση μεταξύ τού lex credendi (νόμος τής πίστεως) καί τού lex orandi (νόμος τής προσευχής-λατρείας).
Έτσι, μέσα στήν πορεία τών αιώνων, άλλοτε αλλοιώθηκε τό lex credendi αποδεσμευόμενο από τό lex orandi καί άλλοτε αλλοιώθηκε τό lex orandi αποδεσμευόμενο από τό lex credendi.
Οπότε, άλλοτε παρατηρήθηκε μιά παραθεολογία πού εκφράζεται μέσα από τήν φιλοσοφία, όπως είναι η σχολαστική θεολογία, η οποία παρέκαμψε τήν θεολογία τών Πατέρων ως κατώτερη από τήν φιλοσοφούσα θεολογία, καί άλλοτε εμφανίσθηκε μιά άλλη παραθεολογία πού εκφράσθηκε ως ηθικισμός καί αποκοπή τής λατρείας τής Εκκλησίας από τήν θεολογία τών Οικουμενικών Συνόδων.
Επί πλέον η ορθόδοξη θεολογία τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, διά μέσου τών αιώνων, συνδέθηκε καί μέ μιά πολιτειοκρατία, η οποία εκφράζεται μέ εξωτερικά νομικά σχήματα.
Βεβαίως, κανείς δέν μπορεί νά παραθεωρήση τούς νόμους τής Πολιτείας καί τούς Κανονισμούς, μέ τούς οποίους είναι υποχρεωμένη νά κινήται εξωτερικά η Εκκλησία, αλλά δέν είναι δυνατόν μέ αυτά τά εξωτερικά νομικά σχήματα νά αλλοιώνεται ο πυρήνας τής ορθοδόξου θεολογίας, γιατί αυτό σαφώς λέγεται πολιτειοκρατία.
Μπορεί η Εκκλησία νά συμφωνή μέ τήν Πολιτεία γιά τόν τρόπο πού θά συνυπάρχουν καί οι δύο στήν κοινωνία, αλλά εσωτερικά η Εκκλησία έχει τήν δική της ζωή, τήν δική της αναπνοή. Συμβαίνει ό,τι μέ τόν ανθρώπινο οργανισμό, ο οποίος μπορεί νά προσαρμόζεται στίς συνθήκες τού περιβάλλοντος καί νά τηρή τούς εξωτερικούς νόμους, αλλά όμως έχει έναν εσωτερικό δικό του ρυθμό.
Ό,τι γίνεται μέ τόν ανθρώπινο οργανισμό, γίνεται καί μέ τήν Εκκλησία, όπως εκφράσθηκε από τήν πρός Διόγνητον επιστολή, πού είναι ένα κείμενο τού 2ου αιώνος μ.Χ. Σύμφωνα μέ αυτό, οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσι ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι μετέχουσι πάντων ως πολίται, καί πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών καί πάσα πατρίς ξένη». Καί συνεχίζει τό κείμενο ότι οι Χριστιανοί «επί γής διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. Πείθονται τοίς ορισμένοις νόμοις, καί τοίς ιδίοις βίοις νικώσι τούς νόμους».
Τό περιεχόμενο αυτού τού κειμένου είναι καταπληκτικό καί δείχνει πώς ζούν οι Χριστιανοί μέσα στήν κοινωνία, πώς συμμετέχουν σέ όλα τά κοινωνικά δρώμενα, αλλά ο νούς τους έχει άλλα ενδιαφέροντα. Είναι αυτό πού εκφράζει ο Απόστολος Παύλος: «Ημών γάρ τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ΄, 20) καί «ου γάρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά τήν μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ΄, 14). Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τών αγίων είναι ότι δέν περιορίζονται στήν «μένουσαν πόλιν», αλλά αναζητούν τήν «μέλλουσαν».
Εάν οι Χριστιανοί, καί μάλιστα οι Ορθόδοξοι, δέν ζούν κατ’ αυτόν τόν τρόπο, αλλά αναμειγνύουν τήν ορθόδοξη θεολογία μέ τήν φιλοσοφία, τήν κοινωνική ηθική καί τήν πολιτειοκρατία, τότε αυτό λέγεται εκκοσμίκευση καί αλλοίωση τής ορθοδόξου θεολογίας.
3. Κυκλοφορούν πολλοί «παραθεολογικοί ιοί»
Πρίν μερικά χρόνια σχεδόν απουσίαζαν οι απόψεις Ιεραρχών καί Κληρικών από τόν έντυπο τύπο, εννοώ τίς Εφημερίδες καί τά Περιοδικά. Κάποτε-κάποτε δημοσιεύονταν άρθρα μερικών Μητροπολιτών γιά επίκαιρα εκκλησιαστικά ζητήματα, όταν, βέβαια, εγκρίνονταν από τίς διευθύνσεις τών Εφημερίδων πανελλαδικής εμβέλειας. Η εκκλησιαστική ζωή εκινείτο μέσα στήν θεία Λειτουργία καί τίς ιερές Ακολουθίες, καί τά κηρύγματα πού ακούγονταν αφορούσαν κυρίως τούς εκκλησιαζομένους.
Στίς ημέρες μας τά πράγματα άλλαξαν πρός τήν αντίθετη κατεύθυνση. Η πληθώρα τών ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ιστοσελίδες, προσωπικές ιστοσελίδες, διαδικτυακή τηλεόραση, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ) φέρνουν τόν λόγο κάθε Κληρικού παντός βαθμού, κάθε μοναχού καί λαϊκού στήν επικαιρότητα καί ο κάθε Χριστιανός έχει τήν δυνατότητα νά βλέπη εικόνες από κάθε Ενορία καί κάθε χωριό καί νά ακούη συγκροτημένο ή πρόχειρο λόγο μέ ποικίλες συνθηματικές φράσεις ότι «ο Χριστός είναι Θεός», «η Εκκλησία σώζει» κλπ.
Έτσι, φθάσαμε στό άλλο άκρο. Ενώ προηγουμένως παρετηρείτο βραχυλογία ή καί αφωνία, τώρα παρατηρείται πολυλογία καί αλογία! Όλοι μιλούν γιά όλα, μερικοί μπορούν νά παραπλανούν όλους ή τούς ευπίστους, πολλοί συμμετέχουν σέ ένα παιχνίδι εντυπώσεων, κρίσεως καί κατακρίσεως, αλλά καί παρερμηνείας βιβλικών καί πατερικών κειμένων. Η μυστική ζωή τής Εκκλησίας έγινε είδηση, ο ειδικός λόγος σέ συγκεκριμένο εκκλησίασμα, έγινε λόγος παγκόσμιος, καί ο κάθε Κληρικός ξεπερνά τά όρια τής Επισκοπής του καί τής Ενορίας του. Μάς κατέκλυσε μία κυριολεκτικώς πανδημία λόγου!
Τό σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο εκκλησιαστικός λόγος έχει εκκοσμικευθή σέ μεγάλο βαθμό, οι εκκλησιαστικές συνειδήσεις έχουν αμβλυνθή, επικρατεί μιά σύγχυση στόν εκκλησιαστικό καί θεολογικό λόγο, μεταφέρονται διάφοροι «παρα-θεολογικοί ιοί», αφού μερικοί χρησιμοποιούν ακόμη καί πατερικά κείμενα μέ στοχαστικές ερμηνείες πού τά αλλοιώνουν. Κυριολεκτικά επικρατεί μιά παραθεολογική καί παρεκκλησιαστική πανδημία μέ επικίνδυνους «παρα-θεολογικούς ιούς».
Όπως οι ιοί, καί ο κορωνοϊός, εισέρχονται μέσα στόν οργανισμό τού ανθρώπου καί ιδιαιτέρως μέσα στά κύτταρά του καί χρησιμοποιούν τήν δομή τών κυττάρων γιά νά αναπτυχθούν, νά σκοτώσουν τά κύτταρα καί νά προσβάλουν τά όργανα τού ανθρωπίνου σώματος, έτσι λειτουργούν καί οι «παρεκκλησιαστικοί καί παραθεολογικοί ιοί» μέσα στήν Εκκλησία.
Αυτό σημαίνει ότι οι «ιοί» αυτοί χρησιμοποιούν τήν δομή τής εκκλησιαστικής ζωής γιά νά μεταφέρουν τήν πνευματική ασθένεια στά μέλη τής Εκκλησίας, καί έτσι δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα. Πρόκειται γιά σκέψεις, ιδέες, λόγια, πράξεις πού είναι αντίθετες μέ τό φρόνημα τών Αποστόλων καί τών Πατέρων καί, φυσικά, τήν διδασκαλία τού Χριστού.
Μού λένε πολλοί άνθρωποι: «Τί είναι αυτά πού ακούγονται από Κληρικούς καί θεολόγους; Γιατί υπάρχει τέτοια εκκλησιαστική καί θεολογική αντιφατικότητα καί σύγχυση; Ποιόν τελικά νά πιστεύσουμε;».
Νομίζω ότι τό πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Η ελεύθερη καί ασύδοτη διακίνηση τού λόγου έφερε στήν επικαιρότητα τήν έκπτωση τού ορθοδόξου εκκλησιαστικού καί θεολογικού λόγου, τήν «θεολογική φτώχεια» καί κυρίως τήν θεολογική σύγχυση, αλλά καί τήν φοβερή παρερμηνεία του.
Στίς ημέρες πού ζούμε έχουν γραφεί πάμπολλα κείμενα γιά τήν αντιμετώπιση τής πανδημίας τού covid-19, από εκκλησιαστικής καί θεολογικής πλευράς. Όμως, εκπλήττομαι από τά κηρύγματα καί από τά κείμενα τών Κληρικών όλων τών βαθμών, πού δείχνουν όχι απλώς μιά θεολογική φτώχεια, αλλά καί μιά αφέλεια μεγίστου βαθμού, μιά θεολογική απαιδευσία, καί θά έλεγα μιά θεολογική γύμνια, γιά νά εφαρμόζεται ο λόγος τού Μεγάλου Βασιλείου ότι οι άνθρωποι «τεχνολογούσι καί ου θεολογούσι».
Αλιεύω συχνά φράσεις από κείμενα πού δημοσιεύονται, οι οποίες δείχνουν τήν θεολογική σύγχυση πού επικρατεί στήν εκκλησιαστική μας ζωή. Ακόμη καί θεολόγοι ενός «υψηλού επιπέδου» στοχάζονται προκλητικά πάνω στά πατερικά κείμενα καί αυθαιρετούν στά συμπεράσματά τους. Δέν κάνουν κειμενική ανάλυση τών Πατέρων, αλλά στοχαστικές εισπηδήσεις μέσα στό νόημα τών πατερικών κειμένων.
Θά μπορούσα νά παρουσιάσω τά «μαργαριτάρια» αυτά, αλλά δέν θά τό κάνω, γιατί, δυστυχώς, οι περισσότεροι αφήνουν τήν ουσία τού θέματος καί ασχολούνται «επί προσωπικού», καί μάλιστα προσβάλλονται αυτοί πού προσβάλλουν τήν Ορθόδοξη θεολογία μας.
Πολλές τέτοιες φράσεις προέρχονται από τήν σχολαστική θεολογία, τίς ποικίλες προτεσταντικές απόψεις, τήν ρωσική θεολογία, τόν Διαφωτισμό, τόν άθεο υπαρξισμό, τόν γερμανικό ιδεαλισμό, τίς αρχαίες καί νεώτερες φιλοσοφίες, τήν μεταπατερική θεολογία, τήν σύγχρονη υπαρξιακή ψυχολογία κλπ. καί παρουσιάζονται ως ορθόδοξη θεολογία.
Καί αναστενάζω μέ πικρία: «Τόση άγνοια καί φτώχεια! Τόση σύγχυση καί αφέλεια! Πώς είναι δυνατόν φράσεις πού εκφράζουν άλλες θεολογικές παραδόσεις νά χρησιμοποιούνται από λεγόμενους συντηρητικούς καί παραδοσιακούς Κληρικούς καί θεολόγους ως ορθόδοξες διδασκαλίες; Δέν έχουν συνείδηση τί λέγουν καί πράττουν; Δέν έχουν ανοίξει κάποια σοβαρά βιβλία γιά νά δούν τήν έννοια τού λόγου πού χρησιμοποιούν;».
Η Ορθόδοξη θεολογία, όπως προαναφέρθηκε, είναι σαφέστατη, εκφράζεται μέ καθαρό λόγο πού έχει καταγραφή στά Πρακτικά τών Οικουμενικών Συνόδων καί είναι διατυπωμένη στούς ύμνους τής λατρείας τής Εκκλησίας. Καί είναι λυπηρό αυτό πού γίνεται σήμερα, νά συμμετέχουμε στήν λατρεία τής Εκκλησίας η οποία μοσχομυρίζει από ορθόδοξη δογματική θεολογία, καί τό κήρυγμα στόν ίδιο χώρο νά αποτελή παραφωνία, αφού είναι σχολαστικό, προτεσταντικό, ψυχολογικό, κοινωνιολογικό, μεταπατερικό καί τελικά μεταορθόδοξο.
Καί επειδή δέν διδάσκεται ο καθαρός θεολογικός ορθόδοξος λόγος, γι αυτό καί επικρατεί σύγχυση καί ως πρός τά κριτήρια τής θεολογίας. Οι Χριστιανοί δέν μπορούν νά διακρίνουν τό ορθόδοξο από τό αιρετικό, τό εκκλησιαστικό από τό παρεκκλησιαστικό, τό θεολογικό από τό ψυχολογικό.
Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι ακούει κανείς έναν λόγο από ορθόδοξο Κληρικό καί θεολόγο καί σκέπτεσαι: Από πού κόλλησε αυτόν τόν «παραθεολογικό ιό»; Έπειτα ιχνηλατεί τούς ανθρώπους μέ τούς οποίους συναναστρέφεται καί καταλαβαίνει από πού κόλλησε αυτόν τόν «παραθεολογικό ιό». Τόν κόλλησε από κάποιον Καθηγητή θεολογίας, εκείνος από κάποιον Καθηγητή τού εξωτερικού ή τού εσωτερικού. Καί μεταφέρεται αυτή η παρεκκλησιαστική καί παραθεολογική πανδημία στούς κόλπους τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
4. Τί δέον γενέσθαι
Τό ερώτημα είναι τί πρέπει νά γίνη σέ τέτοιες περιπτώσεις σάν αυτές πού συμβαίνουν στίς ημέρες μας, πού ο καθένας αυτοσχεδιάζει, πού Κληρικοί είτε φανατίζονται είτε ελευθεριάζουν, πού μοντέρνοι Κληρικοί λειτουργούν σάν Προτεστάντες ψυχολόγοι, αλλά συγχρόνως αναμειγνύουν τό Γεροντικό μέ τά πάθη τους, τόν άγιο Πορφύριο μέ τόν εμπαθή εαυτό τους. Καί όχι μόνον αυτοσχεδιάζουν θεολογικά, αλλά καί αυτοαποσχηματίζονται καί καυχώνται γι αυτό, σάν νά είναι μιά θαρραλέα πράξη, σάν νά είναι ένας άλλος δρόμος πρός τό Φώς, χωρίς νά ξέρουν τί είναι ρασοφορία, τί είναι μοναχός, τί είναι ιερωσύνη, τί είναι θεολογία, όχι από πολιτειοκρατικής απόψεως, αλλά από καθαρά ορθοδόξου προοπτικής.
Όμως, τί πρέπει νά γίνη, όταν παρερμηνεύονται κείμενα τών αγίων Πατέρων καί μεταφέρονται στήν σημερινή εποχή μέ άλλο νόημα καί άλλη προοπτική;
Νομίζω, αυτήν τήν εποχή, τήν δύσκολη καί επικίνδυνη, πού ψευτοδιδάσκαλοι παραπλανούν τά πρόβατα τού Χριστού, χρειάζεται νά μελετάμε τήν καθαρή θεολογία τών Οικουμενικών Συνόδων καί τών Φιλοκαλικών Πατέρων μας. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι δείχνουν τά όρια τού «ορθοδόξως θεολογείν», καί οι Φιλοκαλικοί Πατέρες καθορίζουν τίς καθαρές προϋποθέσεις τής ορθοδόξου θεολογίας.
Καί, βεβαίως, πρέπει νά υπακούουμε στήν φωνή τής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τήν Ιερά Σύνοδο τής Εκκλησίας. Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Μή τοίνυν, τών τελειοτέρων επανατρέχωμεν, μηδέ ημέρας καί καιρούς καί ενιαυτούς παρατηρώμεν, αλλά πανταχού τή Εκκλησία μετ ακριβείας επώμεθα, τήν αγάπην καί τήν ειρήνην προτιμώντες απάντων. Ει γάρ καί εσφάλλετο η Εκκλησία, ου τοσούτον κατόρθωμα από τής τών χρόνων ακριβείας ήν, όσον έγκλημα από τής διαιρέσεως καί τού σχίσματος τούτου».
Γενικά, πρέπει νά ακολουθούμε τίς αποφάσεις τής Εκκλησίας, προτιμώντας από όλα τήν αγάπη καί τήν ειρήνη, ώστε νά αποφεύγονται οι διακρίσεις καί τά σχίσματα.
Έχουμε, λοιπόν, τήν Εκκλησία στήν οποία θά κάνουμε υπακοή, καί δέν θά ακούμε κάθε Κληρικό, θεολόγο, διδάσκαλο πού εισάγει στήν αγία μας Ορθόδοξη Εκκλησία ξένες παραδόσεις, ξένα ήθη, ξένες διδασκαλίες, ατομικές ερμηνείες, ξένους καί επικίνδυνους «παρεκκλησιαστικούς καί παραθεολογικούς ιούς».
Τελικά, η σωτηρία μας είναι τόσο μεγάλη πού δέν μπορούμε νά τήν εμπιστευθούμε στόν καθένα μέ τίς οποιεσδήποτε αυταπάτες του καί μέ τήν θεολογική του ανεπάρκεια πού παρουσιάζεται ως αυθεντία.