ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ – Στην Βουλή πρόσφατα όταν συζητούσαν το Νομοσχέδιο για τον «πολιτικό γάμο των ομοφυλοφίλων» και την «τεκνοθεσία», ακούστηκε η φράση «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ως απάντηση προς την Εκκλησία και τους εκφραστές της, μερικοί δε δημοσιογράφοι το θεώρησαν ως περιφρονητική απάντηση στον Αρχιεπίσκοπο, ύστερα από τις θέσεις που διατυπώθηκαν από την Εκκλησία για το θέμα αυτό.
Η προέλευση της φράσης
Ο Τάκης Νατσούλης στο βιβλίο του «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» γράφει για την προέλευση της παροιμίας αυτής.
«”Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς”. Είναι και αυτή μια έκφραση που την ακούμε τακτικά και ο πρώτος που την είπε κι έφθασε στην εποχή μας, ήταν ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
» Μία μέρα που’ χαν ορίσει σύναξη, για να πάνε να κρατήσουν καρτέρι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν ότι θα περνούσαν από ένα χωριό Αρβανίτες, ένα από τα παλικάρια του αργούσε να’ ρθει. Κι αυτός ήταν ένας παπάς, που είχε παρατήσει τα τελετουργικά του καθήκοντα και είχε αφιερωθεί στον άγιο αγώνα της απελευθέρωσης της πατρίδας του από τους απίστους εχθρούς. Εκεί που ήταν έτοιμος να δώσει εντολή στ’ ασκέρι να ξεκινήσει, νάσου και φάνηκε από μακριά να’ ρχεται τρέχοντας ο παπα-Λευτέρης.
» Σ’ ερώτηση του Γέρου γιατί άργησε, αυτός απάντησε πως, καθώς περνούσε από το χωριό, είδε τη χήρα του κακομοίρη του Θανάση που σκοτώθηκε, να προσπαθεί να ζευγαρώσει το χωραφάκι της, αλλά της ήταν αδύνατο. “Τότε τη λυπήθηκα και κάθησα να τη βοηθήσω”.
» – Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς θα είσαι, του είπε τότε ο Κολοκοτρώνης κι έδωσε εντολή να ξεκινήσουν».
Επομένως, αυτή η φράση έχει ειδικό περιεχόμενο που δεν είναι περιφρονητικό για τους «παπάδες», που στην συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόταν σε έναν «παπά-παλικάρι», έχει την έννοια της ολοκληρωτικής αφιέρωσης των «παπάδων» στον αγώνα για την ελευθέρωση της Πατρίδος και στην βοήθεια του λαού.
Έτσι οι «παπάδες», κατά την διάρκεια του αγώνα ήταν και «παπάδες» και «αγωνιστές-παλικάρια» και μερικές φορές και «ζευγάδες», βοηθώντας τον λαό!!
Οι «παπάδες» ως «ζευγάδες» στην ελευθερία του Έθνους
Είναι γνωστόν σε όσους διαβάζουν ιστορία ότι οι Κληρικοί όλων των βαθμών βοήθησαν θυσιαστικά στον αγώνα της απελευθέρωσης αυτού του τόπου, από τον οθωμανικό ζυγό, για να μπορούν σήμερα μερικοί να κυβερνούν και να βρίσκονται στο Κοινοβούλιο για να ψηφίζουν!
Και βεβαίως 400, και σε μερικά μέρη και 500 χρόνια οι Κληρικοί κράτησαν αναμμένο τον πόθο της ελευθερίας στον λαό, καθώς επίσης διαφύλαξαν την πνευματική ιδιοπροσωπεία του Γένους μας. Και μόνον η περίπτωση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού να αναφερθή δείχνει το μέγεθος της θυσίας και της προσφοράς.
Επίσης, οι Κληρικοί και μοναχοί έδωσαν τα πάντα για την συγκρότηση του νέου Ελληνικού Κράτους, όπως το βλέπουμε στα απομνημονεύματα των αγωνιστών, κατά την Επανάσταση του 1821, και ιδιαίτερα στον Στρατηγό Μακρυγιάννη. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος έδειξε με πολλά βιβλία του, το ότι η Εκκλησία προσέφερε σχεδόν όλη την περιουσία της για τον λαό, στην πραγματικότητα της αφήρεσαν οι κατά καιρούς πολιτικοί σχεδόν το 96% της περιουσίας της, σε μερικές δε περιπτώσεις χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία προηγήθηκε του νέου Ελληνικού Κράτους και κάτι περισσότερο, ο Ελληνισμός «βαπτίσθηκε» στην ορθόδοξη θεολογία και ζωή και δεν μπορεί να «ξεβαπτισθή», αφού η ορθόδοξη διδασκαλία εκφράσθηκε μέσα από τους όρους του ελληνισμού. Η ελληνική κοινωνία διαφέρει από τις άλλες δυτικές κοινωνίες στις οποίες υπάρχουν άλλες θρησκευτικές και χριστιανικές παραδόσεις.
Οι δικοί μας ορθόδοξοι «παπάδες», όπως έλεγε ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, δεν είναι «οι καπουτσίνοι» της δύσεως, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι του λαού.
Οι «παπάδες» ως «ζευγάδες» στην επιστήμη, στον πολιτισμό και την κοινωνία
Όταν κανείς ρίξη μια ματιά μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και στο έργο το οποίο επιτελείται, θα διαπιστώση ότι οι Κληρικοί όλων των βαθμών, οι αποκαλούμενοι περιφρονητικώς «παπάδες» βρίσκονται σε όλες τις διαστρωματώσεις της κοινωνίας με ουσιαστικό και αποτελεσματικό έργο.
Έχουν σπουδάσει εκτός από την θεολογία και άλλες επιστήμες, ήτοι φιλοσοφία, θετικές επιστήμες, ψυχολογία, κοινωνιολογία, σε Πανεπιστήμια του εσωτερικού και του εξωτερικού, διδάσκουν σε ανώτατες Σχολές και γενικά κάνουν διάλογο της ορθοδόξου θεολογίας με τις σύγχρονες επιστήμες και καλλιεργούν τον πολιτισμό.
Ειδικότερα, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, προς τον οποίον περιφρονητικώς κατά την ερμηνεία μερικών δημοσιογράφων απευθύνθηκε αυτή η φράση, εκτός από την θεολογική επιστήμη έχει σπουδάσει φιλολογία και αρχαιολογία και έχει ασχοληθή ιδιαίτερα με τον πολιτισμό και τις τέχνες. Φυσικά, το κοινωνικό του έργο ως Ιεράρχου, είναι μεγάλων διαστάσεων, και η επί 16 χρόνια αρχιεπισκοποκή του διακονία χαρακτηρίζεται από νηφαλιότητα, κοινωνική προσφορά και ευαισθησία.
Τελικά το έργο της Εκκλησίας είναι θεολογικό, σωτηριολογικό, πολιτιστικό, αλλά και εξασκεί και κοινωνικό έργο, καλύπτοντας τα κενά του Κράτους! Ασχολείται με την ζωή της πόλης, αφού κατά τον Πλάτωνα η πολιτική είναι επίθετο, ως ζωή της πόλης και όχι απλώς ουσιαστικό, όπως εκλαμβάνεται σήμερα.
Επομένως, η Εκκλησία ασκεί και μεγάλο πολιτιστικό και κοινωνικό έργο και δεν μπορεί να υποβαθμισθή σε μια κοινωνική οργάνωση, σε ένα απλό πολιτιστικό Σωματείο, αν και πολλές φορές την θεωρούν και κατώτερη από μια συνδικαλιστική Οργάνωση, αφού δεν ακούγεται, ούτε υπολογίζεται όπως οι «συνδικαλιστικές ενώσεις!!
Παρά ταύτα η Εκκλησία με την προσφορά της, και οι «παπάδες» ως «ζευγάδες» της κοινωνίας καλύπτουν τα κενά και τα ελλείμματα του Κράτους στον Φιλανθρωπικό τομέα. Αν οι Κληρικοί σταματούσαν να είναι και «ζευγάδες», τότε θα κατέρρεε το λεγόμενο «Κοινωνικό Κράτος».
Οι πολιτικοί άρχοντες και η εκκλησιαστική ζωή
Μέσα σε μια ευνομούμενη πολιτεία ο λαός ψηφίζει τους άρχοντες προκειμένου να ασχολούνται με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Η αρμοδιότητά τους είναι να φροντίζουν για την ευνομούμενη πολιτεία και την συγκρότηση της κοινωνίας.
Στην Ελλάδα οι Βουλευτές που ψηφίζουν στο Κοινοβούλιο είναι μέλη της Εκκλησίας, εκφράζουν και πρέπει να εκφράζουν τους ψηφοφόρους τους που είναι κατά βάση Ορθόδοξοι Χριστιανοί, χωρίς να παραθεωρούν τα δίκαια αιτήματα των μειονοτήτων.
Επίσης, οι Βουλευτές, προκειμένου να εκλεγούν συνήθως λαμβάνουν την «ευχή» των κατά τόπους Επισκόπων, και των Ιερέων, εκκλησιάζονται «επιδεικτικώς» στους Ιερούς Ναούς, συνήθως απαγγέλλουν το «Πιστεύω» ή το «Πάτερ ημών», κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, συμμετέχουν σε περίοπτη θέση στις λιτανείες στις οποίες παρευρίσκονται χιλιάδες Χριστιανοί, και γενικά θέλουν να έχουν σχέση με την Εκκλησία, κατά βάση για ιδιοτελείς σκοπούς.
Το ίδιο κάνουν και οι και κατά καιρούς Πρωθυπουργοί, υπουργοί και αρχηγοί των Κομμάτων κατά τις περιοδείες τους στις Επαρχίες, οι οποίοι θέλουν να φωτογραφίζονται όταν ανάβουν κερί στις εικόνες, όταν επισκέπτονται τους Ναούς ή τους Μητροπολίτες ή τον Αρχιεπίσκοπο στα Γραφεία τους, διότι καταλαβαίνουν την επιρροή της Εκκλησίας στον λαό.
Επίσης, στην αρχή της Κοινοβουλευτικής περιόδου και στην αρχή κάθε έτους των εργασιών της Βουλής γίνεται αγιασμός στην Βουλή από τον Αρχιεπίσκοπο και τα Μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τους οποίους υποδέχονται με σεβασμό! Βεβαίως στο Κοινοβούλιο ψηφίζονται νόμοι για διάφορα κοινωνικά ζητήματα αφού κανένα Κράτος δεν μπορεί να είναι απολύτως «Χριστιανικό», αλλά οι βουλευτές είναι κατά βάση Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και θέλουν αυτό να το εκδηλώνουν ποικιλοτρόπως.
Επομένως, οι διάφοροι προσβλητικοί λόγοι για την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της, σαν και αυτόν που ακούστηκε επισήμως στην Βουλή, η οποία Εκκλησία αγαπά τους πάντες και έχει μια δυνατή παράδοση και ζωή, δεν περιποιεί τιμή σε αυτούς που τους χρησιμοποιούν, όταν αναφέρονται προς την Εκκλησία, τους Κληρικούς, αλλά και προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ο οποίος συμπεριφέρεται ευγενικά σε όλους και τους αποδέχεται χωρίς διακρίσεις.
Τα θέματα που αναφέρονται στην Εκκλησία και στους Κληρικούς της, ιδιαίτερα στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και όχι με διαζευτικούς συνδέσμους σαν και αυτόν που αναφέρεται στην επικεφαλίδα του άρθρου αυτού.
Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι ενδεχομένως αυτή η φράση λέχτηκε σε μια ατυχή στιγμή υπερέντασης που νομίζω σε μια άλλη στιγμή αυτοσυνειδησίας και αυτοκριτικής θα αναθεωρηθή στην πράξη.