Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Τον 3ο και 4ο αιώνα η Εκκλησία αντιμετώπισε ένα μεγάλο πρόβλημα με την συνάντηση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό, δηλαδή της αποκαλυπτικής θεολογίας με τις θεωρίες των Φιλοσόφων, των Προσωκρατικών, της Κλασσικής μεταφυσικής (Πλάτωνας, Αριστοτέλης) και του Νεοπλατωνισμού.
Οι θεολόγοι που ζούσαν στα μέρη της Ανατολής συζητούσαν με τους φιλοσόφους για θεολογικά-οντολογικά και κοσμολογικά προβλήματα και προσπαθούσαν να απαντήσουν σε αυτά μέσα από την αποκαλυπτική θεολογία. Επειδή δεν είχαν εμπειρική γνώση του Θεού, γι’ αυτό κατέληξαν σε διάφορες αιρέσεις, όπως είναι οι Αρειανοί και οι μετέπειτα αιρετικοί.
Οι φιλοσοφούντες θεολόγοι προσπαθούσαν να απαντήσουν στους Αριστοτελικούς φιλοσόφους για το είναι του Θεού σε σχέση με τον κόσμο, εισήγαγαν τα περί της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό, για να απαντήσουν στο ότι ο κόσμος δεν είναι αίδιος και από εκεί κατέληξαν σε αιρετικές απόψεις στην Τριαδολογία και την Χριστολογία. Έτσι, δημιούργησαν καινούργιες απόψεις που σαφέστατα απόκλιναν από την θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, οι οποίοι παρέλαβαν την αλήθεια από τον Άσαρκο Λόγο στην Παλαιά Διαθήκη και τον Σεσαρκωμένο Λόγο στην Καινή Διαθήκη.
Η Εκκλησία αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα από τους φιλοσοφούντες θεολόγους, οι οποίοι θεολογούσαν με τον στοχασμό και την λογική, και γι’ αυτό συγκλήθηκαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι για να αντιμετωπίσουν τις αιρετικές κακοδοξίες. Όσοι υποστήριξαν τέτοιες απόψεις ειλημμένες από την φιλοσοφία καταδικάστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους.
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692 μ.Χ.) στον πρώτο κανόνα της με τίτλο «περί τηρήσεως των ιερών κανόνων των προτέρων συνόδων» ορίζει «ακαινοτόμητόν τε και απαράτρωτον φυλάττειν την παραδοθείσαν ημίν πίστιν υπό τε των αυτοπτών και υπηρετών του Λόγου, των θεοκρίτων Αποστόλων» και στην συνέχεια μνημονεύει και των Πατέρων των έως τότε Συνόδων.
Αναφερόμενος ο κανόνας αυτός στους Πατέρας των Οικουμενικών Συνόδων, συγχρόνως καταγράφει και τις κακοδοξίες των αιρετικών. Δηλαδή, δεν καταδικάζονται απλώς και γενικώς οι αιρέσεις ως προς τον Χριστό και το Άγιον Πνεύμα, αλλά οι εκφραστές αυτών των κακοδοξιών. Έτσι, μνημονεύει τον «Άρειον τον δυσσεβή», «τον βέβηλον Μεκεδόνιον», τον «Απολλινάριον, τον της κακίας μύστην», «την ληρώδη του Νεστορίου διαίρεσιν», τον «Ευτυχέα τον ματαιόφρονα», και άλλους αιρετικούς και κακοδόξους. Κάνουν εντύπωση τα επίθετα που χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν τον φιλοσοφικό και κακόδοξο τρόπο θεολογήσεώς τους.
Τα ίδια διαβάζουμε στο περίφημο έργο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού με τίτλο: «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως». Αναφερόμενος ο κορυφαίος αυτός Δογματικός Πατέρας του 8ου αιώνος στα θέματα της Χριστολογίας, ότι η ένωση στον Χριστό έγινε από δύο τέλειες φύσεις, την θεία και την ανθρωπίνη, μνημονεύει τον Διόσκορο και τον Σεβήρο που υποστήριζαν ότι έγινε φυρμός ή σύγχυση ή ανάκραση των δύο φύσεων στον Χριστό.
Γράφει ότι δεν ενώθηκαν οι δύο φύσεις στον Χριστό «κατά φυρμόν ή σύγχυσιν ή ανάκρασιν, ως ο θεήλατος (κυνηγημένος από τον Θεό) έφη Διόσκορος, Σεβήρος τε και η τούτων εναγής (μιασμένη) συμμορία». Επίσης, γράφει ότι η ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό δεν είναι προσωπική ή σχετική ή κατ’ αξία ή κατά την ταυτότητα της βουλήσεως ή την ομοτιμία ή την ανωνυμία ή την ευδοκία, «ως ο θεοστυγής (βλάσφημος) έφη Νεστόριος, Διόδωρός τε και ο Μομψουεστίας Θεόδωρος και η τούτων δαιμονιώδης (δαιμονισμένη) ομήγυρις».
Παρατηρούμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν δυνατά επίθετα για να χαρακτηρίσουν τους αιρετικούς, οι οποίοι μετέδιδαν κακοδοξίες και αιρέσεις που στρέφονταν εναντίον της αληθινής πίστεως, ενώ ήταν άγιοι και μετείχαν της Θεοποιού ενεργείας του Θεού. Στα θέματα της πίστεως δεν επιτρέπονται ευγενείς λόγοι, διπλωματικές ενέργειες και συμβιβασμοί.
Παρατηρώντας την εξέλιξη των πραγμάτων διαπιστώνουμε ότι αυτός ο στοχαστικός και φιλοσοφικός τρόπος θεολογήσεως, που καταδικάστηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους, πέρασε με διαφόρους τρόπους στην Δύση και εκφράσθηκε από την λεγομένη Σχολαστική θεολογία, η οποία θεωρήθηκε ότι είναι ανώτερη από την πατερική θεολογία. Μετά την Σχολαστική θεολογία, κυρίως τον 13ο αιώνα, αναπτύχθηκαν άλλα φιλοσοφικά και θεολογικά ρεύματα που απομακρύνθηκαν τόσο από την Σχολαστική θεολογία όσο και από την Πατερική θεολογία, και ως κέντρο της θεολογήσεως τέθηκαν οι φιλόσοφοι και οι φιλοσοφούντες. Είναι φανερό, όταν μελετά κανείς τα θεολογικά ρεύματα στον δυτικό χώρο, παρατηρεί ότι, ενώ η Σχολαστική θεολογία επηρεάσθηκε κυρίως από τον Πλάτωνα, αλλά και τον Αριστοτέλη, η μετέπειτα εξέλιξη στην Ευρώπη επηρεάσθηκε από την προσωκρατική φιλοσοφία.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική οι δυτικοί θεολόγοι με διαφόρους τρόπους μελετούν τα έργα και την διδασκαλία των αρχαίων αιρετικών και κατά κάποιον τρόπο τους συμπαθούν. Έτσι καλλιεργούνται θεολογικές απόψεις που προσεγγίζουν περισσότερο στην διδασκαλία των αρχαίων αιρετικών. Για παράδειγμα, όλη η σύγχρονη φιλοσοφία και θεολογία είναι βολονταριστική, κάνει λόγο για υποστατική θέληση, η οποία καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Έτσι, σύγχρονοι θεολόγοι μελετούν τα έργα τους, εκτιμούν τον τρόπο θεολογήσεώς τους, τους συμπαθούν και φθάνουν μέχρι το σημείο να γράφουν ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας που συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνόδους δεν κατάλαβαν τους αιρετικούς, αλλά τους παρερμήνευσαν και τους αδίκησαν με το να τους καταδικάσουν. Έτσι, έγιναν διατριβές για τον αιρετικό Διόσκορο, Ευτυχή, Απολλινάριο κλπ., με τις οποίες οι συντάκτες τους κατέλαβαν Πανεπιστημιακές θέσεις και με αυτόν τον τρόπο διδάσκουν αυτές τις απόψεις στους φοιτητές τους, αντίθετα από ο,τι διδάσκει, εορτάζει και ψάλλει η Εκκλησία.
Αυτό σημαίνει ότι η αίρεση και οι αιρετικοί περνούν στις Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές μέσα από την λεγόμενη επιστήμη. Οπότε σήμερα, μερικές φορές η αίρεση κυκλοφορεί με τον μανδύα της επιστήμης και οι αιρετικοί με το ένδυμα των επιστημόνων. Φυσικά, άλλο είναι να μελετώνται οι απόψεις και των αιρετικών σε αντιπαραβολή με την διδασκαλία των Πατέρων, που είναι επιστήμη, και άλλο να παρουσιάζωνται μέσα από την διαδικασία της επιστήμης οι αιρετικοί «θεήλατοι», «θεοστυγείς», «δαιμονιώδης ομήγυρις», ως αδικηθέντες από τους Πατέρες και τις Οικουμενικές Συνόδους.
Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία στην λατρεία της ψάλλει θριαμβευτικά για την νίκη της Ορθοδόξου Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων και των αιρετικών, και ομολογεί την αλήθεια και τιμά τους Πατέρας έναντι των αιρετικών, και μερικοί Ορθόδοξοι θεολόγοι στις Θεολογικές Σχολές κάνουν επιστήμη πάνω στην αίρεση και τους αιρετικούς, με το να τους παρουσιάζουν ως αδικηθέντας από την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι πράγματι τραγελαφικό αυτό.
Όσο εξετάζει κανείς τα σύγχρονα θεολογικά πράγματα μέσα από την διδασκαλία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τόσο και απογοητεύεται.
Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπήρχε μεγάλη άγνοια και αμάθεια, αλλά υπήρχε η λατρεία που βασίζεται στην θεολογία της Εκκλησίας. Σήμερα, σε μερικά σημεία, μεταφέρθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία η αίρεση ως επιστήμη, την οποία καλλιεργούν όσοι θέλουν να καταλάβουν πανεπιστημιακές θέσεις, και συγχρόνως παραθεωρείται ο πλούτος της λατρείας.
Αλλά υπάρχει Θεός. «Μεγάλη η αλήθεια και υπερισχύει» (Α΄ Εσδρ. δ΄, 41).