Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Ι.Μ. ΜΑΝΗΣ: Είμεθα αμαρτωλοί. Ισχύει απόλυτα τό τροπάριο τής Ζ’ Ωδής τού Μεγάλου Κανόνος «ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν ενώπιόν σου ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν».
Είναι γεγονός ότι καθημερινώς αμαρτάνουμε μέ τίς σκέψεις καί τίς πράξεις μας. Αιχμαλωτιζόμεθα εύκολα στά δίκτυα τού χαιρεκάκου, τού πονηρού. Όλοι γινόμεθα παραβάτες τών εντολών τού Θεού. Ο ένας σέ τούτο τό αμάρτημα καί ο άλλος στό άλλο. Ο ένας σέ περισσότερα, ο άλλος σέ λιγότερα. Αυτός σέ ελαφρότερα αμαρτήματα καί εκείνος σέ βαρύτερα. Ο ένας εξ αγνοίας, ο άλλος εκ συναρπαγής, ο τρίτος από κακή συνήθεια.
*
Ο λόγος τού Θεού, εν προκειμένω, είναι σαφής. «Τίς καυχήσεται αγνήν έχειν τήν καρδίαν; Ή τίς παρρησιάσεται καθαρός είναι από αμαρτιών;» (Παροιμ. κ’, 9). Άμεμπτος καί δίκαιος ήταν ο πολύαθλος Ιώβ. Καί όμως, ο ίδιος θέτει τό ερώτημα: «Τίς καθαρός έσται από ρύπον; Αλλ’ ουδείς, εάν καί μία ημέρα ο βίος αυτού επί τής γής» (Ιωβ, ιδ’, 4). Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πολλάκις γινόμαστε μέ τήν αφροσύνη τών αμαρτιών μας καί πάλιν σταυρωτές τού Κυρίου. Καί ζούμε μέσα στή φοβερή πλάνη καί αυταπάτη γιά τήν έννοια τής αμαρτίας, γιά τήν ανοχή τών παρεκτροπών μας. Ισχύει, ωστόσο, ο λόγος τού ευαγγελιστού: «Εάν είπωμεν, ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν καί η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α’ Ιω. α’, 8).
Κλαύσαμε όμως γιά τό πλήθος τών αμαρτιών μας; Προβληματιστήκαμε μαζί μέ τόν υμνωδό όταν λέγει: «Εσταυρώθης δι εμέ, ίνα εμοί πηγάσης τήν άφεσιν εκεντήθης τήν πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσης μοι». Πώς παρουσιαζόμαστε ενώπιον τού Κυρίου; Πώς διακηρύττουμε ότι είμαστε χριστιανοί; Καί άν μάλιστα είμεθα κληρικοί, πώς τολμάμε καί ιστάμεθα ενώπιον τής Αγίας Τραπέζης καί τελούμε τά ιερά καί άχραντα θεία Μυστήρια καί δή τό κορυφαίο, τήν Θεία Λειτουργία;
*
Ωστόσο, η σοφία καί η αγάπη τού Θεού μάς προσφέρει στίς προσευχές μας πολλές φορές ένα σύνδεσμο τής γραμματικής. Τήν λέξη «αλλά». Είναι η λέξη πού μάς συνδέει μέ τό έλεος τού Θεού. Είναι τό «αλλά» αυτό, η δυναμική τής συγχώρησης μας από τό Θεό.
Νοιώθουμε ενίοτε ως απολωλότα πρόβατα, ως ο Δαυίδ έλεγε «επλανήθην ως πρόβατον απολωλός». Όμως αυτό τό «αλλά», μάς επαναφέρει στήν αγία μάνδρα. Είναι αρχή τής φωνής μετανοίας, εκζήτησης τού θείου ελέους, η αρχή χάριτος τού Θεού. Ποιός αμαρτωλός αλήθεια δέν θέλει αυτό τό «αλλά» καί μάλιστα όταν αναλογίζεται ότι ο Χριστός είναι ο καλός Ποιμήν; Ποιός κληρικός δέν θά προφέρει μέ ιερό δέος καί κατάνυξη αυτό τό «αλλά»;
*
Άς δώσουμε τρία παραδείγματα τού ευεργετικού καί σωτήριου αυτού συνδέσμου, τού «αλλά», μέσα από τήν λατρεία τής Εκκλησίας μας.
Τό πρώτο «αλλά», βρίσκεται στό μοναδικό καί υπέροχο Ιδιόμελο τού βιβλίου τού Τριωδίου, όταν λέγει ο ιερός υμνογράφος: «Τής μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα ορθρίζει γάρ τό πνεύμα μου, πρός ναόν τόν άγιόν σου, ναόν φέρον τού σώματος, όλον εσπιλωμένον, αλλ’ ως οικτίρμων κάθαρον, ευσπλάχνω σου ελέει». Τό τροπάριο αυτό είναι μία δέηση. Εξομολογούμεθα δηλαδή στόν Ζωοδότη Κύριο, ότι ολάκερο τό σώμα μας είναι «εσπιλωμένον», είναι η ύπαρξή μας γεμάτη από αμαρτίες. Καί ενώ θρηνούμε γι’ αυτό, ικετεύουμε ως αμαρτωλοί, τόν οικτίρμονα καί πολυέλεο Κύριο νά μάς καθαρίσει καί συγχωρήσει από τίς αμαρτίες μας. Ναί, λέγουμε, είμεθα «εσπιλωμένοι», αλλά ο οικτίρμων Κύριος θέλουμε νά μάς λευκάνει καί πάλιν. Τό «αλλά» εδώ, είναι ο σύνδεσμος πού έρχεται καί μάς ενώνει μέ τήν αγάπη καί ευσπλαγχνία τού Θεού. Πολύ δυνατή καί χαρακτηριστική η όλη φράση: «Αλλ’ ως οικτίρμων κάθαρον, ευσπλάχνω σου ελέει».
*
Ένα άλλο ικετευτικό «αλλά» βρίσκεται στήν ωραιοτάτη Ευχή τού θεοφόρου πατρός τής Εκκλησίας, τού Μεγάλου Βασιλείου, η οποία αναγιγνώσκεται στήν Ενάτη Ώρα καί στό Απόδειπνο. Λέγει η Ευχή: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο μακροθυμήσας επί τοίς ημών πλημμελήμασι, καί άχρι τής παρούσης ώρας αγαγών ημάς, εν ή επί τού ζωοποιού ξύλου κρεμάμενος, τώ ευγνώμονι ληστή τήν εις τόν Παράδεισον ωδοποίησας είσοδον, καί θανάτω τόν θάνατον ώλεσας, ιλάσθητι ημίν τοίς ταπεινοίς, καί αμαρτωλοίς καί αναξίοις δούλοις σου. Ημάρτομεν γάρ καί ηνομήσαμεν, καί ουκ εσμέν άξιοι άραι τά όμματα ημών, καί βλέψαι εις τό ύψος τού ουρανού, διότι κατελίπομεν τήν οδόν τής δικαιοσύνης σου καί επορεύθημεν εν τοίς θελήμασι τών καρδιών ημών». Καί στό μέσον τής ευχής έχει τό σπουδαίο «αλλά». Ήτοι: «Αλλ’ ικετεύομεν τήν σήν ανείκαστον αγαθότητα. Φείσαι ημών, Κύριε, κατά τό πλήθος τού ελέους σου καί σώσον ημάς διά τό όνομά σου τό άγιον…». Αφού αναφέρει τήν αναξιότητα τού ανθρώπου στή συνέχεια παραθέτει τό «αλλά» μέ τήν ικεσία στό άπειρο θείο έλεος.
*
Καί γιά τόν λειτουργό, επίσης, τής θείας Μυσταγωγίας, τόν ιερουργούντα, έχει η κορυφαία ευχή τού Χερουβικού Ύμνου, αυτό τό «αλλά», πού πραγματικά τόν λυτρώνει καί τόν «ανακουφίζει». Τού δίνει τήν δύναμη, νά συνεχίσει τήν θεία Μυσταγωγία. Αρχίζει ο Ι. Χρυσόστομος τήν λειτουργική αυτή ευχή μέ τά συγκλονιστικά λόγια: «Ουδείς άξιος τών συνδεδεμένων ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις καί ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν σοι, Βασιλεύ τής δόξης. Τό γάρ διακονείν σοι μέγα καί φοβερόν καί αυταίς ταίς επουρανίαις δυνάμεσιν». Καί ακολουθεί τό «αλλά» μέ μία ανεπανάληπτη δύναμη εκφοράς καί αναζήτησης τής ανέκφραστης καί αμέτρητης φιλανθρωπίας τού Θεού. Συνεχίζει τό ιερό κείμενο: «Αλλ όμως, διά τήν άφατον καί αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ατρέπτως καί αναλλοιώτως γέγονας άνθρωπος καί αρχιερεύς ημών εχρημάτισας καί τής λειτουργικής ταύτης καί αναιμάκτου θυσίας τήν ιερουργίαν παρέδωκας ημίν, ως Δεσπότης τών απάντων».
Ο λειτουργός, εδώ, πραγματικά, παρά τήν ανθρώπινη αναξιότητά του, καταξιώνεται από τόν Κύριο νά διακονεί τό ιερό Μυστήριο τής Θ. Ευχαριστίας. Οποία δωρεά, χάρις καί ευλογία!
*
Έτσι τό «αλλά» είναι ένα προνόμιο. Είναι μία ωραία, ιερή στιγμή παρακλήσεως πρός τόν Κύριον νά μάς συγχωρήσει, νά μάς δεχθεί, νά μάς ευλογήσει. Μ’ αυτό τό «αλλά» απλώνεται μία ουράνια γαλήνη στή προσευχόμενη ψυχή, έρχεται μία πνευματική ανάσα καί ειλικρινά, μάς περιβάλλει ευλογία πού μάς ενδυναμώνει νά προχωρήσουμε στή προσευχή, στή τέλεση τού ιερού Μυστηρίου, στήν ευλάβεια, στήν πνευματική οικοδομή μας. Αυτό τό «αλλά» τό νοιώθουμε τότε, ως μία τιμητική καταξίωση παρά τήν αμαρτωλότητά μας. Έτσι, παραμερίζεται η υποτονικότητα, η δυσαρέσκεια, η ραθυμία καί η κακή διάθεση καί εγκαθιδρύεται μεγαλύτερη αγάπη πρός τόν Κύριον, ουσιαστικό πνεύμα θυσίας καί ήθος ευγνωμοσύνης καί πολλής ευχαριστίας. Μέ τό «αλλά» θερμαίνεται τό είναι μας μέ τήν θεία αγάπη, παραδίδεται ο εαυτός μας στό θείο έλεος, υψώνεται η καρδία μας πρός τόν Ουρανό, τό πικρό γίνεται γλυκύ, τό σκότος φεύγει καί τό Φώς τής θείας Παρουσίας έρχεται καί μάς γαληνεύει καί ηρεμεί καί αγιάζει. Αυτό τό «αλλά» είναι η θεία συγκατάβαση καί η άπειρη αγάπη τού Θεού γιά τό πλάσμα Του. Είναι, τελικά, η ελπίδα, η δύναμη καί η χαρά.
*
Υπάρχει, λοιπόν, ο σύνδεσμος αυτός, η λέξη αυτή, τό «αλλά». Έτσι, μήν απελπιζόμεθα. Μήν ανεβαίνει στή ψυχή μας η απελπισία καί η απογοήτευση. Ο Θεός δέν προσέχει ούτε τό πλήθος, ούτε τό βάρος τών αμαρτιών. Προσέχει τήν μετάνοια. Όταν υπάρχει μετάνοια, τότε όλα τά συγχωρεί ο Μακρόθυμος καί Πολυέλεος. Άν έστω ακόμη αμφιβάλλουμε, άς ακούσουμε τόν Ιερό Χρυσόστομο πού λέγει: «Ασεβής είσαι; Εννόησον τούς μάγους. Άρπαξ είσαι; Εννόησον τόν τελώνην. Ακάθαρτος είσαι; Εννόησον τήν πόρνην. Ανδροφόνος είσαι; Εννόησον τόν ληστήν. Παράνομος είσαι; Εννόησον τόν βλάσφημον Παύλον καί μετά ταύτα Απόστολον πρότερον διώκτην καί μετά ταύτα Ευαγγελιστήν… Ήμαρτες; Μετανόησον. Μυριάκις ήμαρτες; Μυριάκις μετανόησον».
Οφείλουμε, βέβαια, νά καταλάβουμε ότι είμεθα φταίχτες απέναντι τού Θεού, ότι έχουμε ανάγκη πνευματικής θεραπείας καί η συναίσθηση ότι είμεθα αμαρτωλοί πρέπει νά μάς διακατέχει στόν μάταιο τούτο κόσμο. Έτσι, χρειαζόμεθα μία ειλικρινή αυτοκριτική γιατί πολλές φορές υψώνουμε τόν εαυτό μας, νομίζοντας, ότι κάτι είμαστε. Δέν μάς μένει, συνεπώς, τίποτα άλλο, παρά η αυτογνωσία, η οδός τής ταπείνωσης, τής περισυλλογής, τής βαθύτερης γνωριμίας τού εαυτού μας.
*
Γι’ αυτό ζητάμε στίς ευχές καί προσευχές μας μέ τό «αλλά» τήν ευμένεια, τήν συγκατάβαση καί τήν συγχώρηση. Μόνον όταν έλθουν οι «οικτιρμοί Κυρίου» τότε ζούμε μέ αυθεντική πνευματική ζωή εν Κυρίω. Τό «αλλά», λοιπόν, είναι η παράκλησή μας, η δέησή μας νά έλθει η θεία χάρη καί η θεία ευλογία.