*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Μητροπόλεως στις 28 Ιανουαρίου 2022
ΜΑΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Το ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος» φέρει πανάρχαιο και επίκαιρο χαρακτήρα. Πάντοτε και κάθε άνθρωπος ερωτά: Τι είμαι; Από που προέρχομαι; Που πηγαίνω; Ποίος ο σκοπός της ζωής μου;
Σ’ αυτά τα εύλογα ερωτήματα, τα τόσο θεμελιώδη και ουσιαστικά, οι Τρεις Ιεράρχες στοχάστηκαν, φιλοσόφησαν, θεολόγησαν, έγραψαν και κήρυξαν. Το θέμα «άνθρωπος» τους απασχόλησε τα μέγιστα.
Δεν ήσαν, βέβαια, οι Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Γρηγόριος ο Θεολόγος κάποιοι απλώς κληρικοί αλλά υπήρξαν και οι τρεις τους σπουδαίες προσωπικότητες, με λιπαρά παιδεία ελληνική και χριστιανική. Κυρίως όμως, ο κατά Χριστόν βίος τους λάμπει στο πνευματικό στερέωμα και ο λόγος τους έχει πλέον εκκλησιαστικό κύρος ανά τους αιώνες. Είναι και παραμένουν πατέρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι της Εκκλησίας.
Είναι γνωστόν, ότι κατά την βιβλική γραμματεία, ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» (Γεν. 1,16) και ακριβώς σ’ αυτή την αρχή στηρίχθηκαν οι θεοφόροι τρεις ιεράρχες για να μας δώσουν την σκέψη τους.
Ο ουρανοφάντωρ (= ο λάμπων μέχρις ουρανού και αποκαλύπτων τα θεία μυστήρια του ουρανού) Βασίλειος, «τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε» με το όλον του έργο και κυρίως με την πόλη της αγάπης την οποία δημιούργησε κοντά στην Καισάρεια και στην οποία «νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται», ως έλεγε στον «Επιτάφιον» ο επιστήθιος φίλος του Γρηγόριος. Προσέτι, ο Μεγ. Βασίλειος μίλησε για την εκρίζωση των παθών του ανθρώπου, για την μετάνοια, την νηστεία, την ταπεινοφροσύνη και έφθασε στα ύψη γράφοντας για την δυναμική της θεοπτίας του ανθρώπου με την δύναμη του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό το τελευταίο είναι το εξόχως σημαντικό της προσφοράς του ακριβώς διότι εξυψώνει τον άνθρωπο που έχει καθαρθεί, ώστε να μπορεί να εισέρχεται στα άδυτα και «απόρρητα» της πνευματικής κατά Θεόν ζωής. Θα πεί ο σοφός Ιεράρχης: Εφ’ όσον διά του «κατ’ εικόνα» έχει ενσφραγισθεί μέσα στον άνθρωπο το «θεοειδές», το «καθ’ ομοίωσιν» φανερώνει το δυναμικό της ψυχής, δηλαδή την δυνατότητα προς την θέωσι. Ωραιότατα γράφει ο Μέγας Βασίλειος: «Εάν δε (=ο άνθρωπος) προς την θειοτέραν απονεύση μερίδα και τας του Πνεύματος υποδέξηται χάριτας (=ενεργείας), τότε γίνεται των θειοτέρων καταπληκτικός, όσον αυτού τη φύσει σύμμετρον… Ο μέντοι τη θεότητι του Πνεύματος ανακραθείς νούς, ούτος ήδη των μεγάλων εστί θεωρημάτων εποπτικός και καθορά τα θεία κάλλη, τοσούτον μέντοι όσον η χάρις ενδίδωσι και η κατασκευή αυτού υποδέχεται» (Επιστολή 233, 1, P.G. 32, 865).
Ο άλλος φωστήρ της Εκκλησίας, ο Ιερός Χρυσόστομος, ο πρύτανις αυτός του θείου κηρύγματος για το θέμα «άνθρωπος» μελετά, ερευνά την Αγία Γραφή, θεολογεί και διδάσκει: «Άνθρωπος εστι, το μέγα ζώον και θαυμαστόν, και της κτίσεως απάσης τω Θεώ τιμιώτερον, δι’ ον ουρανός και γη και θάλαττα και το λοιπόν άπαν της κτίσεως σώμα» (PG 54, 587α). Και προχωρεί βαθύτερα: «Άνθρωπος γαρ εστιν, ουχ όστις απλώς, χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί» (PG 49, 232α).
Ειδικότερα, ο ιερός πατήρ, αναφέρεται στον αληθινό, τον αναγεννημένο άνθρωπο, «τον της αρετής άνθρωπον» και αφού ερωτήσει ο ίδιος ότι: «Όταν γαρ ίδω σε αλόγως βιούντα, πως σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί βούν; Όταν ίδω σε αρπάζοντα, πως σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί λύκον; Όταν ίδω σε πορνεύοντα, πως σε καλέσω άνθρωπον; αλλ’ ουχί χοίρον; Όταν ίδω σε δολερόν, πως σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί όφιν… Όταν ίδω σε απειθή και ασύνετον, πως σε καλέσω άνθρωπον, αλλ’ ουχί λίθον; Έλαβες ευγένειαν παρά Θεού, τι προδίδως την αρετήν της φύσεως; Τι ποιείς;» (PG 55, 500-501α), στη συνέχεια απαντά και καταθέτει: «Ο μεν γαρ άνθρωπος έργον Θεού, η δε πλάνη έργον του διαβόλου» (PG 61, 282δ και PG 63, 578). Γι’ αυτό και δίνει ιδιαίτερη σημασία στην όλη αγωγή του ανθρώπου από την νεαρή ηλικία. Η ομιλία του «περί κενοδοξίας και όπως δεί τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα» είναι λίαν χαρακτηριστική. Το μήνυμά του είναι διαχρονικό: «Διά πάντων ένεστι παιδεύειν» (PG 57, 364β) και σε δυναμικό λόγο του λέγει: «παιδεία μετάληψις αγιότητος εστι» (PG 63, 205γ).
Επί πλέον, στα γραπτά και στους λόγους, του τρίτου μεγάλου αγίου ανδρός, του Γρηγορίου του Θεολόγου ευρίσκουμε υψηλά νοήματα για τον άνθρωπο. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Ο τεχνίτης Λόγος (του Θεού) από τα δύο, δηλαδή την αόρατο και την ορατή φύση, δημιουργεί ένα ζωντανό πλάσμα, δηλαδή τον άνθρωπο˙ και αφού έλαβε το σώμα από την ύλη, που είχε ήδη δημιουργηθεί και αφού έβαλε μέσα σ’ αυτό πνοή από τον εαυτό του…, τον τοποθετεί επάνω στη γη τρόπον τινά, ως ένα δεύτερο κόσμο, μεγάλο μέσα στο μικρό, ως ένα άλλο άγγελο, μικτόν προσκυνητήν (λάτρην), επιτηρητή της ορατής κτίσεως, μυημένο στα μυστικά της αοράτου (μόνον διά του νού αντιληπτής), βασιλέα των επιγείων, αλλ’ υπήκοο στην άνω βασιλεία, επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και αόρατο, ευρισκόμενον στο μέσον μεταξύ μεγαλείου και ταπεινής θέσεως˙ τον ίδιον πνεύμα και σάρκα˙ ένα ζωντανό ον, το οποίον εδώ (στον κόσμο αυτό) διακυβερνάται, αλλ’ αλλού κατευθύνεται (αποδημεί), και, πράγμα που αποτελεί το άκρον άωτον του μυστηρίου, φθάνει στην θέωση με την ροπή (τάση) προς τον Θεόν» (PG 36, 321 επ.).
Τω όντι, ο άγιος Γρηγόριος φιλοσόφησε και θεολόγησε για την ανθρώπινη ύπαρξη. Μάλιστα έθεσε ως βασικό μέλημα του αληθούς ανθρώπου την απόκτηση της αρετής. Βέβαια, η ιδέα της αρετής ήταν γνωστή στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά στον εξαιρετικά πεπαιδευμένο και καλλιεργημένο Πατέρα της Εκκλησίας ευρήκε σε ύψιστο βαθμό την θέση της και την δύναμη της πραγμάτωσής της. Ο Χριστιανισμός, αυτό το σπουδαίο επιτυγχάνει. Δεν αφήνει μετέωρο τον άνθρωπο στην πνευματική του ανάβαση. Δεν φιλοσοφεί μόνον για να φιλοσοφεί. Ο άνθρωπος, θα πεί, ο άγιος Γρηγόριος καθίσταται όντως άνθρωπος μόνον όταν θέτει τα πάθη του υπό την ηγεμονία του λόγου αλλά ενός λόγου «που θα φωτίζεται από τον ενανθρωπήσαντα Λόγον». Έτσι εξηγείται ο «φιλόσοφος βίος», δηλαδή η κατά Χριστόν ζωή και φωτίζεται η ανθρωπολογία του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη και σήμερα, μέσα στην τόση ηθική παρακμή και κατάπτωση να γίνει μία παλινόρθωση της εννοίας του ανθρώπου. Πρέπει να καταδειχθεί η «δόξα του Θεού, ο ζων άνθρωπος, ο επίγειος και ουράνιος, ο πρόσκαιρος και αθάνατος». Έτσι, το τελειότερον δημιούργημα του Θεού έχει αξία, θέση και προορισμό. Γι’ αυτό απαιτείται σεβασμός και τιμή. Οι Τρεις Ιεράρχες, εν προκειμένω, μας έδειξαν «τι έστιν άνθρωπος».