Για το καθεστώς στο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου που τον τελευταίο καιρό είναι στην επικαιρότητα κι έχει μείνει ακέφαλο εξαιτίας των κυβερνητικών χειρισμών, αναφέρεται σε άρθρο του ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος, με καταγωγή από την Ιερή Νήσο, και ζητά να βρεθεί άμεσα λύση.
Αναλυτικά όσα αναφέρει:
Θλίψη και απογοήτευση δημιουργεί στις ψυχές των ευλαβών προσκυνητών της Παναγίας της Τήνου και πάντων των Τηνίων η έκρυθμη κατάσταση, που έχει πάλι επικρατήσει με τη νέα τροπολογία της κυβερνήσεως, που ανέτρεψε προηγουμένη της Βουλής των Ελλήνων, με την οποία δόθηκε στον τοπικό Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου το δικαίωμα, που έχουν όλοι οι πρόεδροι των εκκλησιαστικών και κρατικών επιτροπών, να προεδρεύει, μετά ψήφου, της Διοικούσης Επιτροπής. Τούτο θεωρήθηκε ανατρεπτική επέμβαση της Εκκλησίας στην μέχρι τότε νομοθεσία διοικήσεως του Ιερού Ιδρύματος και προκάλεσε τις αντιδράσεις των τοπικών πολιτικών παραγόντων και μερίδος του λαού.
Γεγονός είναι, ότι εμείς οι Τήνιοι έχομε μία ιδιαίτερη ευαισθησία εις τα θέματα του Ιερού Ιδρύματος. Εμμένουμε με θρησκευτική ευλάβεια στη Διαθήκη των κτιτόρων και δεν επιτρέπουμε επ΄ουδενί την με οποιοδήποτε τρόπο αλλοίωσή της. Συγχρόνως, όμως, πέφτουμε σε ένα βασικό λάθος. Δεν εξετάζουμε καθόλου την εκκλησιαστικότητα του Ιερού αυτού οργανισμού, με αποτέλεσμα να αγνοούμε τη βάση της κανονικότητας επί της οποίας στηρίζεται κάθε εκκλησιαστικός οργανισμός.
Δεν αμφιβάλλει κανείς, ότι το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου είναι ίδρυμα της Εκκλησίας. Η αγία Εικόνα είναι ο μαγνήτης, που προσελκύει τους αμέτρητους προσκυνητές από όλον τον κόσμο. Η προσέλευση των προσκυνητών-επισκεπτών του Ιδρύματος έχει να κάνει με τα πνευματικά αιτήματα και την από Θεού Χάρη, ένεκα της οποίας επιτελούνται τα θαύματα.
Ο,τι υπάρχει στο Ιερό Ιδρυμα είναι δώρο πίστεως από τους ευεργετηθέντας από τη Θεοτόκο πιστούς. Η καθημερινή Θεία Λατρεία, οι εορτές, οι τελετές είναι αποκλειστικά δρώμενα της Εκκλησίας. Το περίεργο είναι, ότι αυτά τα θέματα της πίστεως διευθύνει και ρυθμίζει το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο μπορεί κάποτε να είναι άθρησκο ή και αδιάφορο ως προς τις ευαισθησίες της πίστεως. Η απάντηση στο ερώτημα «είναι δυνατόν θέματα, που εδραιώνονται στην πίστη και την εκκλησιαστική ζωή, να ορίζει η πολιτεία;», ότι «έτσι ορίζει η Διαθήκη των κτιτόρων», δεν είναι πειστική και επιδέχεται ευρύτατη ανάλυση και ερμηνεία.
Ο πρώτος, που πληροφορήθηκε από την αγία Πελαγία τα του οράματος και αποκαλύψεως της επιθυμίας και του σχεδίου της Παναγίας, ήταν ο Επίσκοπος Τήνου Γαβριήλ. Αυτός συνεκάλεσε τους προύχοντες για να οργανώσουν όλοι μαζί τις ομάδες ανασκαφής και αυτός εξέδωκε την ιστορική εγκύκλιο με την οποία κοινοποιούσε στον ευσεβή λαό το θαύμα.
Ο,τι έγινε μετά, έγινε με την ευλογία του Επισκόπου Γαβριήλ, όπως ρητά αναφέρει το ιερό κείμενο των κτιτόρων: Οι αποφάσεις ελήφθησαν κατέμπροσθεν του ημετέρου αρχιερέως …» και «πορευθείς τότε και ο αρχιερεύς μας κύριος Γαβριήλ, εφιλήσαμεν την χείρα του και ούτω ηρχίσαμεν το κτίριον, θέλομεν δε επιστατήσει εν όσω είναι το θέλημα της Κυρίας Θεοτόκου». (Διαθήκη των Κτητόρων, Τήνος 2 Ιανουαρίου 1825). Η πρώτη Επιτροπή συγκροτήθηκε από τον Επίσκοπο Τήνου Γαβριήλ (27.11.1822). Η Επιτροπή αυτή αργότερα αυτονομήθηκε από τον επιχώριο Επίσκοπο στις 2.1.1825 και συνέταξε την λεγομένη «Διαθήκη των Κτητόρων».
Ως προς την νομική δομή της πρώτης Επιτροπής πρέπει να λάβωμε υπ΄όψιν την νομοθεσία των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Καταστατικός Χάρτης δεν υπήρχε, που να ερύθμιζε τα της διοικήσεως της Εκκλησίας.
Οι προεστώτες τους οποίους εξέλεγε ο λαός, ήταν οι εκπρόσωποι της διοικήσεως. Αυτοί ώρισαν τους πρώτους επιτρόπους, οι οποίοι εξέφραζαν την πρώτη νόμιμη αρχή. «Εξέλεγε ο λαός τους προύχοντες ή τους προεστούς, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διοίκηση του νησιού. Κάτω από αυτούς ήταν οι υποδεέστεροι διοικηταί, τους οποίους ονόμαζαν επιτρόπους ή δημογέροντες». (Μάρκου-Φιλίππου Ζαλώνη, Ιστορία της Τήνου, μεταφρασθείσα εκ του γαλλικού μετά τινων παρατηρήσεων υπό του διδασκάλου Δημητρίου Μ. Μαυρομαρά, εκδόσεις Ερίννη, Γ΄έκδοσις, Αθήναι 1997, σ. 18. Βλ. επίσης, Κώστα Καιροφύλα, Ιστορικαί σελίδες Τήνου, Έκδοση Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου και Αδελφότητος Τηνίων εν Αθήναις, Αθήναι 1997, σ. 188).
Εν τω μεταξύ ο Επίσκοπος Τήνου Γαβριήλ μετετέθη στην Επισκοπή Νάξου και η Επισκοπή Τήνου προσαρτίσθηκε στην Μητρόπολη Σύρου. Η μετάθεση του Γαβριήλ δεν είναι άσχετη με την προσπάθεια των προυχόντων της Τήνου να παραμερίσουν τον Επίσκοπο από τη διοίκηση του Ιερού Ιδρύματος. Οι εν Κωνσταντινουπόλει Τήνιοι ισχυροί παράγοντες έπεισαν το Πατριαρχείο να μεταθέσει τον Τήνου Γαβριήλ στη Νάξο το 1833, ο οποίος το 1839 απεβίωσε.
Η απόσταση και οι δυσκολίες της επικοινωνίας δεν διευκόλυναν τον Μητροπολίτη Σύρου να είναι παρών και επί κεφαλής των έργων και της όλης διαχείρισης του συνεχώς επεκτεινομένου Ιερού Προσκυνήματος, το οποίο στην αρχή με Νόμο ονομάσθηκε «Δημοτικό Κατάστημα» και αργότερα «Δημόσιο», υπαγόμενο απ΄ευθείας στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εάν λάβει κανείς υπ΄όψιν την τότε κατάσταση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, βάσει των οποίων η Εκκλησία ήταν δέσμια στην Πολιτεία, θα καταλάβει και ο πιο ανίδεος, γιατί και πως το Εκκλησιαστικό Ίδρυμα της πίστεως κατελήφθη από το κράτος και εξώσθηκε ο τοπικός Επίσκοπος. (Κώστα Δανούση, Διοίκηση του Πανελληνίου Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας Τήνου, Τήνος Ιστορία και Πολιτισμός, τόμος Α΄, Ιστορία, Δήμος Εξωμβούργου Τήνου – Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση, Τήνος 2005, σ. 461-467).
Υπάρχουν αμέτρητα κανονικά και πατερικά κείμενα, τα οποία ορίζουν κεφαλή και προιστάμενο του ιερού Σώματος της Εκκλησίας τον Επίσκοπο. Χωρίς τον Επίσκοπο η Εκκλησία είναι ακέφαλη. Τούτο είναι βασική αρχή της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας και υπογραμμίζεται από τον Καταστατικό Χάρτη, που είναι νόμος του Κράτους.
Το ιδιότυπο νομικό καθεστώς του Ιερού Ιδρύματος στη διαδρομή του χρόνου είχε μεγάλες περιπέτειες. Υπήρχαν εποχές, που το Ιερό Ίδρυμα ήταν στίβος πολιτικών συμφερόντων. Την έκρυθμη κατάσταση αναδεικνύει η πληθώρα Νόμων και διατάξεων περί του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας (βλ. Πολιτεία και Πράξεις και Διατάξεις, Απολογισμός της Δ.Ε. για το 2012, έκδοση Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου).
Αυτό το σύστημα αποδεικνύει και την προσπάθεια του εκάστοτε κυβερνώντος πολιτικού Κόμματος να ελέγχει τον τρόπο εκλογής των Επιτρόπων και να εξασφαλίζει την κυριαρχία του επί του προσοδοφόρου Ιερού Ιδρύματος.
Αυτή η τακτική εδημιούργησε λανθασμένη άποψη στον ευσεβή λαό της Τήνου, ο οποίος επέμενε μεν στην ακριβή τήρηση της Διαθήκης των Κτιτόρων, αλλά και εβδελύσσετο την κομματικοποίηση και πολιτικοποίηση του Ιερού της πίστεως Καθιδρύματος.
Από την αρχή μέχρι πρόσφατα νέοι Νόμοι ψηφίζονται κατά τα συμφέροντα των κρατούντων και το Ιερό Ίδρυμα ευρίσκεται στη δίνη των πολιτικών παθών.
Αποκορύφωση της πολιτειοκρατικής νοοτροπίας και αντιλήψεως είναι μία απόφαση του Αρείου Πάγου (62/1914), στην οποία το Ιερό Προσκύνημα χαρακτηρίζεται ανεξάρτητη εκκλησιαστική περιοχή, όπου τη θέση της Ιεράς Συνόδου επέχει η Κυβέρνηση, την δε του τοπικού Μητροπολίτου η εκ των λαικών συγκροτουμένη Επιτροπή.
Στην περίοδο της δικτατορίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Κοτσώνης, Τήνιος και λάτρης της Παναγίας, αποβλέπων στον απεγκλωβισμό του Ιερού Προσκυνήματος από τα δεσμά του Κράτους, υπήγαγε το Ιερό Ίδρυμα στο φυσικό του φορέα, δηλαδή στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η Ιερά Σύνοδος διόρισε Επιτρόπους ευυπολήπτους Τηνίους πολίτες, με πρόεδρο τον αείμνηστο Πάμφιλο Αλαβάνο.
Κατά κοινή ομολογία η περίοδος εκείνη έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ποιμαντική των προσκυνητών, στελέχωσε το Ίδρυμα με εξομολόγους εξ Αθηνών και επεξετάθη σε άλλες εκκλησιαστικες δραστηριότητες, οι οποίες προέβαλλαν το Ιερό Ίδρυμα και προσέδωσαν ιδιαίτερη πνευματικότητα σ΄αυτό.
Δεν ήταν πρόεδρος ο τότε Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Α΄, ουσιαστικά όμως είχε λόγο και γνώμη εφ΄όσον η Ιερά Σύνοδος διόριζε τους επιτρόπους με δική του πρόταση και έγκριση.
Μετά τη δικτατορία, με την ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτη του 1977, πάλι επέστρεψε το Ίδρυμα στα χέρια του Υπουργείου Παιδείας, χωρίς τη συναίνεση της Ιεράς Συνόδου, το οποίο ως εκδούλευση, λόγω της φιλίας του αειμνήστου Μητροπολίτου Σύρου, Τήνου Δωροθέου με τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, ώρισε πρόεδρο τον Μητροπολίτη, άνευ ψήφου.
Με την τροπολογία, που εισηγήθηκε ο σημερινός Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου κ. Δωρόθεος Β΄, δεν καταργήθηκε η Διαθήκη, αλλά αποκαταστάθηκε μία παρατυπία και εισήλθε η διοίκηση του Ιδρύματος στην «κανονική εκκλησιαστική οδό». Ο Νόμος 4301/2014 δεν κατήργησε τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα του Ιερού Ιδρύματος, ούτε έπαυσε την εποπτεία της Πολιτείας προς αυτό. Απλώς έδωσε ψήφο στον Πρόεδρο-Μητροπολίτη. (Επιστολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Υπουργό Παιδείας για την τροπολογία, που αφορά στο Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (26.2.2018), περιοδικό «Εκκλησία», τεύχος 2, Φεβρουάριος 2018, Αθήναι, σ. 71-73).
Η ανατροπή της τροπολογίας του Μητροπολίτου Σύρου, Τήνου εδημιούργησε κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά, ότι το Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας συνεχίζει δυστυχώς την περιπετειώδη πορεία του προσδεδεμένο στο άρμα της Πολιτείας. Η διαχείριση βεβαίως είναι αρίστη. Η αξιοποίηση των προσφορών των προσκυνητών γίνεται με τον καλύτερο τρόπο. Από πλευράς όμως Εκκλησιαστικότητος και Κανονικότητος πορεύεται ως προς την διοίκηση κατά παρέκκλιση των της Εκκλησίας προαιωνίων αρχών.
Είναι καιρός να μιλήσουμε στους αδελφούς μας Τηνίους με την γλώσσα της αληθείας. Μάλιστα, ιδιαίτερα πρέπει να προβληματισθούμε, τι θα γίνει, εάν επέλθει ο προγραμματιζόμενος χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας. Θα συνεχίσει το Ίδρυμα να υπάγεται στην Πολιτεία; Η Ευρωπαική νομοθεσία δεν δικαιολογεί τους ελιγμούς και τα τεχνάσματα της Ελληνικής νοοτροπίας. Τότε το παγκοσμίου ακτινοβολίας Εκκλησιαστικό Ίδρυμα της πίστεως και των θαυμάτων θα εισέλθει στην κανονική οδό.
Οι καιροί επιβάλλουν ομογνωμία και συνεργασία για το πιο ιερό σύμβολο της Τηνιακής ιστορίας και της Εκκλησιαστικής ζωής.
Οι εμμονές και οι αγκυλώσεις του παρελθόντος πρέπει να εγκαταλειφθούν. Σε πολιτισμένο και πνευματικό κλίμα πρέπει να κατατεθούν οι απόψεις και να ληφθεί υπ΄όψιν η γνώμη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι η ανώτατη αρχή παντός Εκκλησιαστικού οργανισμού και ιδρύματος.
Η Παναγία μας ας κάνει ένα ακόμα θαύμα σε όλους όσοι αγαπούν το Ίδρυμά Της και θέλουν να συνεχίσει να εκπέμπει το φως της ελπίδας και του μεγαλείου της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Πέρα από συμπάθειες και αντιπάθειες προσώπων, πέρα από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς και σκοπιμότητες, να πρυτανεύσει το πνευματικό συμφέρον του Ιερού Ιδρύματος και να αναζητήσουμε όλοι το γνήσιο πνεύμα του Θεομητορικού Μυστηρίου, όπως αυτό εκπέμπεται από τον Φάρο της πίστεως, που λέγεται Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου.