Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκης Αδαμόπουλος
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ: Στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου Δράμας, εψάλη η Εξόδιος Ακολουθία του μακαριστού Μητροπολίτη Δράμας Παύλου προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.
Παρέστησαν Αρχιερείς, βουλευτές, τοπικές αρχές, κλήρος και λαός. Ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου μίλησε ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων, όπου αναφέρθηκε στην πνευματική σχέση που είχε ο μακαριστός με τον Πατριάρχη, ενώ σημείωσε ότι αγαπούσε πολύ το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Επίσκοπος Ωρεών κ. Φιλόθεος, Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τόνισε:
«Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η !
Ο αναστάσιμος αυτός χαιρετισμός, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί καί τήν ομολογία τής πίστεως τών ορθοδόξων χριστιανών κατά τήν διάρκεια τής τεσσαρακονθήμερης αυτής Πασχάλιας περιόδου, μάς συγκλονίζει περισσότερο κάθε φορά πού καλούμαστε νά τόν εκφέρουμε τήν ώρα τής θλίψεως καί τής απορίας, οι οποίες προκαλούνται μετά τήν αιφνίδια έξοδο ενός ανθρώπου από τήν παρούσα ζωή.
Τέτοιες ώρες είναι πού αντιλαμβανόμαστε ότι ο χαιρετισμός αυτός δέν είναι ένα απλό έθιμο. Ότι η Ανάσταση δέν αφορά κάποιους ονειροπόλους, ρομαντικούς, ίσως καί αφελείς ανθρώπους, αλλά αφορά τήν διακινδύνευση τού νά αποδεχθούμε τό αδύνατο γιά τήν λογική, τό πέρασμα, δηλαδή, από τήν θνητότητα στήν «όντως ζωή», στήν απαρχή μιάς «άλλης βιοτής», τής αιωνίου, εκεί πού η ζωή «περισσεύει»».
Αναφέρθηκε, επίσης, στις σπουδές, στη ζωή και στο έργο του μακαριστού μητροπολίτη τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «Ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος υπήρξε τιμιώτατο μέλος τής σεπτής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος καί πάντοτε μέ παρρησία καί θάρρος εξέφραζε τήν γνώμη του γιά τά ζητήματα πού απασχολούν τήν Αυτοκέφαλο Εκκλησία τής Ελλάδος, αλλά καί ευρύτερα τήν Ορθόδοξη Εκκλησία σέ όλο τόν κόσμο. Σεβόταν υπερβαλλόντως τό Οικουμενικό Πατριαρχείο καί δέν παρέλειπε νά εκφράζει τήν ευγνωμοσύνη του πρός τήν Μεγάλη Εκκλησία, γιά όσα προσέφερε καί προσφέρει πρός τό ευσεβές Γένος μας».
Επεσήμανε, ακόμη, ότι «Αγαπούσε καί τήν Πατρίδα μέ γνήσιο πατριωτισμό, δίχως νά εκπίπτει στήν φοβερή αίρεση τού εθνοφυλετισμού, η οποία τόσα δεινά προξενεί στήν Εκκλησία καί τό Γένος. Σταθερός στήν ελληνική συνείδηση γιά τήν γή τής Μακεδονίας, τήν οποία εξύμνησε μέ δύναμη καί μαχητικότητα. Άρρηκτα συνδεδεμένος μέ τόν Πόντο, αληθινός εραστής τών Αγίων του, τών ιερών προσκυνημάτων καί σεβασμάτων του, μά καί αυτών τών ανθρώπων του. Έλληνας πραγματικός, διαρκώς εμπνεόμενος από τήν Ελληνική Παιδεία μέ τά οικουμενικά καί πανανθρώπινα μηνύματα.
Πρώτιστα, όμως, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δράμας Παύλος αγάπησε τήν Εκκλησία τού Χριστού, στήν Οποία παρέμεινε αφοσιωμένος όσο τίποτε άλλο. Καί τούτο γιατί γνώριζε ότι στήν Εκκλησία φανερώνεται ο Αναστάς Χριστός, τόν Οποίον έχει τόση ανάγκη ο κόσμος».
Κατόπιν, μίλησαν ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, του Πατριαρχείου Ρουμανίας, του Πρωθυπουργού, της Τοπικής Κοινωνίας και του Κλήρου.
Ακολουθεί ολόκληρος ο επικήδειος λόγος του Επισκόπου Ωρεών:
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η !
Ο αναστάσιμος αυτός χαιρετισμός, ο οποίος ταυτόχρονα αποτελεί καί τήν ομολογία τής πίστεως τών ορθοδόξων χριστιανών κατά τήν διάρκεια τής τεσσαρακονθήμερης αυτής Πασχάλιας περιόδου, μάς συγκλονίζει περισσότερο κάθε φορά πού καλούμαστε νά τόν εκφέρουμε τήν ώρα τής θλίψεως καί τής απορίας, οι οποίες προκαλούνται μετά τήν αιφνίδια έξοδο ενός ανθρώπου από τήν παρούσα ζωή.
Τέτοιες ώρες είναι πού αντιλαμβανόμαστε ότι ο χαιρετισμός αυτός δέν είναι ένα απλό έθιμο. Ότι η Ανάσταση δέν αφορά κάποιους ονειροπόλους, ρομαντικούς, ίσως καί αφελείς ανθρώπους, αλλά αφορά τήν διακινδύνευση τού νά αποδεχθούμε τό αδύνατο γιά τήν λογική, τό πέρασμα, δηλαδή, από τήν θνητότητα στήν «όντως ζωή», στήν απαρχή μιάς «άλλης βιοτής», τής αιωνίου, εκεί πού η ζωή «περισσεύει».
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμε, Σεπτέ Πρωθιεράρχα τής Αγιωτάτης Εκκλησίας τής Ελλάδος,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ξάνθης καί Περιθεωρίου κ. Παντελεήμον, Εκπρόσωπε τής Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος τού Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καί Τοποτηρητά τής απορφανισθείσης Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας,
Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Ευλαβέστατοι Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι,
Οσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές,
Εντιμότατοι Άρχοντες,
Λαέ τού Κυρίου πενθηφόρε,
Δέκα μόλις ημέρες πέρασαν από τότε πού μέσα από τό κενό Μνημείο ακούσαμε τό «καινόν» Μήνυμα τής Αναστάσεως τού Χριστού καί, ιδού, ατενίζοντας εν τώ μέσω τού πανσέπτου αυτού Μητροπολιτικού Ιερού Ναού τόν μακαριστό πλέον Μητροπολίτη Δράμας κυρό Παύλο άπνουν, καλούμαστε όλοι, κατά τούς λόγους τού χρυσορρήμονος πατρός καί διδασκάλου τής Εκκλησίας αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: «Νά κηρύξουμε τό νόημα αυτής τής σωτηρίου ημέρας. Νά διακηρύξουμε τήν νέκρωση τού διαβόλου, τήν αιχμαλωσία τών ακαθάρτων δαιμόνων, τήν σωτηρία τών χριστιανών, τήν εκ νεκρών ανάσταση».
Πρώτος ιεροκήρυξ αυτού τού «φαιδρού» τής Αναστάσεως κηρύγματος γίνεται ο ίδιος ο μακαριστός Μητροπολίτης Παύλος διότι πορευόμενος στόν παρόντα βίο πίστεψε στόν Αναστάντα, προσοικειώθηκε τό κήρυγμα τής Βασιλείας τού Θεού, πέθανε γιά τόν κόσμο μέ τήν μοναχική αφιέρωσή του στήν Εκκλησία τού Αναστάντος καί, ως λειτουργός τών Μυστηρίων τού Θεού, κήρυξε «τρανώς» καί «πεπαρρησιασμένως» τά μεγαλεία τού Θεού, ο Οποίος μπορεί καί εγείρει τούς νεκρούς. Καί εγκατέλειψε τήν παρούσα ζωή μετά τήν Θεία Λειτουργία καί τήν κοινωνία τού Αναστημένου Σώματος καί Αίματος τού Χριστού, λουσμένος μέσα στό αναστάσιμο φώς, μέ τό «Χριστός Ανέστη» στά χείλη καί τήν καρδιά, «ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοίς ίχνεσιν αυτού» (Α΄ Πετρ. 2, 21).
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Δράμας κυρός Παύλος (κατά κόσμον Αλέξανδρος) Αποστολίδης, εγεννήθη στήν Βέροια τής Μακεδονίας κατά τό έτος 1963, έλκοντας τήν καταγωγή από τήν αλησμόνητη γή τού Πόντου.
Ανατράφηκε «εν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου» από τούς ευσεβείς γονείς του, ιδίως τήν καλή του μητέρα, από τούς οποίους διδάχθηκε τήν ορθόδοξη ευσέβεια τής Ρωμηοσύνης στά όρια τής ενορίας τού Αγίου Δημητρίου Ναούσης, όπου ήταν καί η πατρική του οικία.
Μετά τίς εγκύκλιες σπουδές του βρέθηκε ως ιεροσπουδαστής στήν Εκκλησιαστική Σχολή Λαμίας, όπου συνδέθηκε πνευματικά μέ δύο ξεχωριστές μορφές κληρικών τής Ιεράς Μονής Αγάθωνος: τόν Ηγούμενό της Αρχιμανδρίτη Γερμανό Δημάκο καί τόν αγιασμένο Γέροντα Βησσαρίωνα Κορκολιάκο, τού οποίου τό σκήνωμα παραμένει αδιαλώβητο καί μαρτυρεί τήν κοινή καί καθολική Ανάσταση.
Σημαντικό ρόλο στήν πνευματική του κατάρτιση διαδραμάτισε η από τά μαθητικά του χρόνια επαφή μέ τά ιερά σκηνώματα τού Αγίου Όρους, τίς Ιερές Μονές Διονυσίου καί Αγίου Παύλου, τήν Ιερά Σκήτη τής Αγίας Άννης καί τόν μακαριστό Καθηγούμενο τής Ιεράς Μονής τής Μεγίστης Λαύρας, Γέροντα Αθανάσιο, μέ τόν οποίον διατηρούσε τακτική αλληλογραφία.
Διάκονος χειροτονήθηκε τό έτος 1983 υπό τού μακαριστού Μητροπολίτου Βεροίας κυρού Παύλου, ο οποίος εκτιμώντας τό ήθος καί τόν χαρακτήρα του, τού προσέφερε τιμητικά τό όνομά του Παύλος διαβλέποντας ίσως καί τόν ιεραποστολικό ζήλο, τόν οποίο είχε ο νέος τότε διάκονος.
Μόλις κατέστη πτυχιούχος τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τό έτος 1988, χειροτονήθηκε από τόν μακαριστό Γέροντά του Πρεσβύτερος καί Αρχιμανδρίτης καί υπηρέτησε αρχικά επί τριετία ως Εφημέριος τού Ι. Ναού Αγίου Αντωνίου, Πολιούχου Βεροίας.
Τό έτος 1991 διορίσθηκε Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά Βερμίου Όρους, όπου, μέ τήν ευλογία τού Γέροντός του, αρχικά, καί από τό 1994 σέ άριστη συνεργασία μέ τόν νέο Ποιμενάρχη του, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα, καθώς καί μέ τά κατά καιρούς μέλη τών Διοικητικών Συμβουλίων τού Ιερού Ιδρύματος, επιδόθηκε στήν διακονία τών πολυπληθών προσκυνητών μέ φόβο Θεού, αίσθημα ευθύνης, αγάπη καί διάκριση. Μεταξύ πολλών, επιμελήθηκε τό κειμηλιοφυλάκιο τής Ιεράς Μονής, όπου έχουν εναποτεθεί ιερά αντικείμενα προερχόμενα από τόν Πόντο, μεγάλης συναισθηματικής καί ιστορικής αξίας, ενώ φρόντισε ιδιαιτέρως καί τά τής αναδείξεως τού αγιολογικού πλούτου τού Πόντου, μέ τήν μετακομιδή στό Βέρμιο ιερών αποτμημάτων εκ τών λειψάνων τών κτητόρων τής Παναγίας Σουμελά τού Πόντου, Οσίων Βαρνάβα καί Σωφρονίου, αλλά καί τού πολιούχου τής Τραπεζούντος, Αγίου Ευγενίου.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Παύλος υπήρξε ένας εκ τών πλέον πεπαιδευμένων Ιεραρχών τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, αφού ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από τό έτος 1995, μελετήσας ιδιαιτέρως τήν προσωπικότητα καί τό έργο τού Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδου, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αλλά καί Διδάκτωρ τής Θεολογίας τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τό έτος 2002, μέ θέμα τής διατριβής του: «Η Μητρόπολη Ροδοπόλεως Τό Ζήτημα τών Εξαρχειών τού Πόντου».
Η παρουσία του στήν Σουμελά καί η εκεί εργασία του, όπως καί η ευρύτερη δράση του ως κληρικού καί επιστήμονος, οδήγησε τήν Σεπτή Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, υπό τήν προεδρία τού μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου, νά τόν προκρίνει εις διαδοχήν τού αοιδίμου Μητροπολίτου Δράμας κυρού Διονυσίου τήν 6η Οκτωβρίου 2005, τής χειροτονίας του τελεσθείσης στόν Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αθηνών τήν 9η Οκτωβρίου.
Η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε τήν 19η Νοεμβρίου τού ιδίου έτους στόν ιερό Τόπο, στόν οποίο όλοι μας καί σήμερα ευρισκόμεθα. Τήν ημέρα εκείνη, μεταξύ πολλών καί σημαντικών λόγων, τούς οποίους ο τότε νέος Μητροπολίτης Παύλος απηύθυνε πρός τό πλήρωμα τής κατά τήν Δράμα Εκκλησίας, είπε καί τά εξής: «…Ερχόμενος πρός υμάς, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά καί περιπόθητα ή μάλλον σταλείς υπό τής πνοής τού Παναγίου Πνεύματος τού συγκροτούντος τόν θεσμόν τής Εκκλησίας, ίσταμαι εν τώ μέσω ημών, ουχί διά νά κηρύξω εμαυτόν, αλλά τό Ευαγγέλιον καί τήν Βασιλείαν τού Θεού…».
Οι ανωτέρω λόγοι είναι ενδεικτικοί τού εκκλησιαστικού φρονήματος τού Μητροπολίτου Παύλου, ο οποίος είχε επίγνωση τής παρουσίας καί τής διακονίας του στήν Εκκλησία. Γνώριζε ότι είναι, όπως ο κάθε Επίσκοπος καί γενικώς ο κάθε εργάτης στό πνευματικό γεώργιον τού Θεού, «απεσταλμένος». Ο Θεός τόν έστειλε διά τής Εκκλησίας καί μάλιστα μέ συγκεκριμένο στόχο καί σκοπό: νά κηρύσσει Χριστόν, Εσταυρωμένον καί Αναστάντα, καί νά δρά πάντοτε παραπεμπτικά πρός Εκείνον, τόν αποστέλλοντα τούς εκλεκτούς Αυτού, μέ τούς λόγους, τούς τρόπους, τήν συναναστροφή του, καταθέτοντας συγκεκριμένη μαρτυρία, αυτήν τής αεί ερχομένης, αλλά καί διαρκώς παρούσης εν τή Εκκλησία, Βασιλείας τού Θεού.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Παύλος εποίμανε επί δεκαεπτά σχεδόν έτη τήν εν Δράμα παροικούσα Εκκλησία τού Χριστού, προσφέροντας χάριν Αυτής, αλλά καί τής καθόλου Εκκλησίας κάθε χάρισμα τό οποίο τού δόθηκε από τόν Δωρεοδότη Κύριο καί γι αυτό αξιώθηκε νά ζήσει μεγάλες χαρές καί νά λάβει ουράνιες ευλογίες κατά τό διάστημα αυτό, όπως τό κορυφαίο γιά τήν σύγχρονη ιστορία τής τοπικής Εκκλησίας γεγονός, τής Αγιοκατατάξεως, εν έτει 2008ω, τού Οσίου καί Θεοφόρου πατρός ημών Γεωργίου τού Καρσλίδου, καθώς καί τήν ανέγερση καί τόν εγκαινιασμό Ιερού Ναού πρός τιμήν τού προκατόχου του, Ιερομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, τού από Δράμας, κατά τό έτος 2016.
Έτεροι ομιλητές, αρμοδιότεροι τού ομιλούντος, θά αναφερθούν στό έργο τού αοιδίμου Μητροπολίτου στήν ευλογημένη αυτή Επαρχία, διότι έζησαν από κοντά τήν ευεργετική παρουσία τού μακαρίου Επισκόπου στόν τόπο αυτό. Τό βέβαιο είναι ότι ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος Αποστολίδης δέν υπήρξε μόνο «θρόνων διάδοχος» τών όντως σπουδαίων Προκατόχων του Μητροπολιτών, αλλά καί «τρόπων μέτοχος» στόν βίο καί τά καλά τους έργα, εμπνεόμενος από τόν εν Αγίοις ένδοξο Ιερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη, συγκρινόμενος μέ τόν λογιώτατο Βασίλειο Κομβόπουλο καί συνεχίζοντας καθοριστικά τό έργο τού ανεξικάκου, εναρέτου καί ταπεινού Διονυσίου Κυράτσου, τού καί αμέσου Προκατόχου του.
Ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος υπήρξε τιμιώτατο μέλος τής σεπτής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος καί πάντοτε μέ παρρησία καί θάρρος εξέφραζε τήν γνώμη του γιά τά ζητήματα πού απασχολούν τήν Αυτοκέφαλο Εκκλησία τής Ελλάδος, αλλά καί ευρύτερα τήν Ορθόδοξη Εκκλησία σέ όλο τόν κόσμο. Σεβόταν υπερβαλλόντως τό Οικουμενικό Πατριαρχείο καί δέν παρέλειπε νά εκφράζει τήν ευγνωμοσύνη του πρός τήν Μεγάλη Εκκλησία, γιά όσα προσέφερε καί προσφέρει πρός τό ευσεβές Γένος μας, τονίζοντας εν ταυτώ ότι «η εν Ελλάδι Αυτοκέφαλος Εκκλησία τιμητικώς καί οφειλετικώς λειτουργεί ως προμαχών καί θώραξ καί προφυλακή τού πανσέπτου Οικουμενικού θρόνου. Ισχυρά δέ Αυτοκέφαλος εν Ελλάδι Εκκλησία δύναται ν’ αποτελέση ανατρεπτικόν παράγοντα καί τείχος οχυρώτατον κατά τών επιβουλευομένων αυτήν».
Αγαπούσε καί τήν Πατρίδα μέ γνήσιο πατριωτισμό, δίχως νά εκπίπτει στήν φοβερή αίρεση τού εθνοφυλετισμού, η οποία τόσα δεινά προξενεί στήν Εκκλησία καί τό Γένος. Σταθερός στήν ελληνική συνείδηση γιά τήν γή τής Μακεδονίας, τήν οποία εξύμνησε μέ δύναμη καί μαχητικότητα. Άρρηκτα συνδεδεμένος μέ τόν Πόντο, αληθινός εραστής τών Αγίων του, τών ιερών προσκυνημάτων καί σεβασμάτων του, μά καί αυτών τών ανθρώπων του. Έλληνας πραγματικός, διαρκώς εμπνεόμενος από τήν Ελληνική Παιδεία μέ τά οικουμενικά καί πανανθρώπινα μηνύματα.
Πρώτιστα, όμως, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δράμας Παύλος αγάπησε τήν Εκκλησία τού Χριστού, στήν Οποία παρέμεινε αφοσιωμένος όσο τίποτε άλλο. Καί τούτο γιατί γνώριζε ότι στήν Εκκλησία φανερώνεται ο Αναστάς Χριστός, τόν Οποίον έχει τόση ανάγκη ο κόσμος. Καί η τελευταία ομιλία του, τό τελευταίο του κήρυγμα, πού έγινε μόλις πρό τριών ημερών, τό περασμένο Σάββατο, επί τή ιερά Μνήμη τών Αγίων εν Ναούση Νεομαρτύρων, ενώπιον Υμών, Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, υπήρξε ένας ύμνος πρός τόν Αναστάντα Κύριο καί τούς αυτόπτες μάρτυρες τής παρουσίας Του, μία αληθινή Ομολογία Πίστεως:
«Ο Κύριός μου καί ο Θεός μου, δόξα σοι!», αναφώνησε ο μακάριος Μητροπολίτης καί συνέχισε: «…Η ανάσταση τού Χριστού είναι τό θεμέλιο τής πίστεώς μας… Η ζωή τού χριστιανού είναι υπέροχη. Τό βλέπουμε στά ολόφωτα πρόσωπα τών αγίων τής πίστεώς μας. Ο χριστιανός, σύμφωνα μέ τούς λόγους τού Χριστού, από εδώ έχει γεύση τής αιωνίου ζωής «ο τόν λόγον μου ακούων καί πιστεύων τώ πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον». Δέν είπε ότι θά έχει στό μέλλον, αλλά ότι ήδη έχει ζωή αιώνια. Οι απόστολοι καί οι άγιοι αισθάνονταν έντονα μέσα τους τήν πνευματική ανάσταση καί τήν αιώνια ζωή, ώστε περιφρονούσαν τόν σωματικό θάνατο. Αυτή είναι η αποστολή τής Εκκλησίας, νά ενώσει όλους τούς πιστούς μέ τό πρόσωπο τού Θεανθρώπου Χριστού. Όλα τά άλλα είναι δευτερεύοντα».
Αυτά τά τελευταία λόγια τού μακαριστού Ιεράρχου, ο «επίλογος» τής πορείας του τό έτος 2022, ευρίσκονται σέ άμεση σχέση μέ τόν «πρόλογο» τού Ενθρονιστηρίου πρός υμάς λόγου του, πατέρες καί αδελφοί Δραμινοί, τό έτος 2005: «…Πάσχα Κυρίου ευαγγελίζομαι υμίν, αγαπητά τέκνα, μέ τήν ποιμαντορικήν ράβδον, δάδα τής Ορθοδοξίας. Αμήν.». Καί ο λόγος του όντως εγένετο βέβαιος!
Μακαριώτατε,
Επιτρέψατέ μου νά κατακλείσω τόν λόγο, παραφράζοντας τόν στίχο ενός από τά πολλά ποιήματα στήν ποντιακή διάλεκτο, τά οποία αγάπησε καί τραγούδησε ο προκείμενος μακαριστός Αρχιερεύς. Είναι τό ποίημα «Πόντος! Εν άστρον φωτεινόν» τού Γεωργίου Σαρακενίδη, τό οποίο αναφέρεται στόν Πόντο καί ταπεινά θεωρώ ότι αρμόζει θαυμαστά μέ τήν συνείδηση τής Εκκλησίας γιά τόν μακαριστό Ιεράρχη:
«Παύλος ο Μητροπολίτης Δράμας!
Εν άστρον φωτεινόν οψέ, οσήμερον καί πάντα.»
Καλή Ανάσταση, αοίδιμε Μητροπολίτα Δράμας κυρέ Παύλε! Νά έχουμε τήν αγία ευχή Σου! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!