Εισήγηση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Σύνεδροι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και τα Μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος της 168ης περιόδου, για την ανάθεση στην «Συνοδική Επιτροπή επί του Μοναχικού βίου» της εισήγησης για τους «ρασοφόρους μοναχούς στην παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας».
Χρησιμοποίησα την έκφραση «την ανάθεση στην Συνοδική Επιτροπή επί του Μοναχικού βίου», αποδίδοντας την απόφαση. Θα αναφερθούν τα σχετικά με το θέμα αυτό γιατί έχουν ένα ενδιαφέρον. Κατά τη Συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του μηνός Μαΐου συζητούσαμε για την κατάρτιση των θεμάτων της τακτικής Συνεδριάσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Οκτωβρίου 2025, τέθηκε το θέμα ότι πρέπει να δείξουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις Συνεδριάσεις της Ιεραρχίας, ώστε να λαμβάνονται αποφάσεις στην Ιεραρχία, και έτσι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος να έχει αποφασιστικό λόγο στα μεγάλα θέματα και όχι να παραπέμπονται στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
Με τη συζήτηση που έγινε αποφασίσθηκε αφ’ ενός μεν τα θέματα που έρχονται στην Ιεραρχία να τα επεξεργάζονται οι Συνοδικές Επιτροπές (12 μόνιμες, 15 ειδικές), αφ’ ετέρου δε οι Εισηγήσεις που θα γίνονται στην Ιεραρχία να καταλήγουν σε συγκεκριμένη πρόταση, για την οποία θα γίνεται ψηφοφορία. Έτσι, η Ιεραρχία θα έχει αποφασιστικό ρόλο.
Μέσα στην προοπτική αυτή ετέθησαν τα δύο θέματα, ήτοι «οι ρασοφόροι μοναχοί στην παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας», που το είχε ετοιμάσει σε επανειλημμένες Συνεδριάσεις η καθ’ ύλην αρμόδια «Συνοδική Επιτροπή επί του Μοναχικού βίου» και εκκρεμεί για χρόνια η έγκριση πολλών Εσωτερικών Κανονισμών, και το θέμα για την «Τεχνητή ευφυΐα – Η Εκκλησία μπροστά στην αναδυόμενη νέα ανθρωπολογία», το οποίο θα ετοιμάσει η καθ’ ύλην αρμόδια Επιτροπή Βιοηθικής.
Έτσι, προέκυψαν τα δύο θέματα που θα συζητηθούν στην φετινή Ιεραρχία και μακάρι αυτό να συνεχισθεί και στις επόμενες Συνεδριάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε οι εισηγητές να μην αναλύουν δικές τους απόψεις, αλλά να προσκομίζουν στην Ιεραρχία θέματα επεξεργασμένα από τις Συνοδικές Επιτροπές στις οποίες συμμετέχουν Ιεράρχες, Καθηγητές Πανεπιστημίου και άλλοι γνώστες των επί μέρους θεμάτων.
Ύστερα από τα εισαγωγικά αυτά έρχομαι στην ανάπτυξη του θέματος, που είναι απόφαση της Συνοδικής Επιτροπής επί του Μοναχικού βίου, και ως συνέχεια των Πανελληνίων μοναχικών Ημερίδων που έγιναν τον περασμένο Ιούνιο, ύστερα από απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Έτσι, γνωρίζουμε και τις απόψεις του συνόλου των μοναχών της Εκκλησίας μας, όπως φαίνεται στην σχετική εισήγηση που έγινε, και τα πορίσματα των Ημερίδων. Και αυτά θεωρώ ότι είναι σημαντικά δεδομένα.
Σκοπός της εισήγησης είναι, όπως φαίνεται από τον τίτλο του θέματος, να παρουσιασθεί ποια είναι η θέση των ρασοφόρων μοναχών στην παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας, χωρίς ατομικούς στοχασμούς, και, φυσικά, αυτή η παράδοση και η ζωή της Εκκλησίας καθορίζεται από την θεολογία της. Άλλωστε, η θεολογία είναι η φωνή της Εκκλησίας. Επικουρικώς δε και συνεκδοχικώς θα παρατεθούν και οι νομικές απόψεις.
Πριν αρχίσω την εισήγηση θεωρώ ότι πρέπει να τεθεί ιδιαιτέρως το ερώτημα που είναι και δίλημμα: Τι είναι το πρωτεύον; Η παράδοση της Εκκλησίας για τον μοναχισμό ή οι έστω αποφάσεις των Δικαστηρίων για τα περιουσιακά στοιχεία των μοναχών; Και διαφορετικά: Τι είναι το πρωτεύον, η απόφαση ενός ανθρώπου να αφιερωθεί στον Θεό και να γίνει μοναχός ή η περιουσία του; Αν ισχύει το δεύτερο τότε αυτό είναι εκκοσμίκευση του ορθόδοξου μοναχισμού.
Όμως, το σπουδαίο είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας για τον μοναχισμό και η αφιέρωση κάποιου στον Θεό, και αυτήν την αφιέρωση ο Ηγούμενος και η Ηγουμένη πρέπει να αναπτύξουν, τα δε περιουσιακά του στοιχεία είναι το έλασσον ή το μηδαμινό. Η διαφορετική αντιμετώπιση είναι αλλοίωση του μοναχισμού. Και εν πάση περιπτώσει τα Δικαστήρια θα πρέπει να έχουν ως βάση τις αποφάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας για τα κανονικά και εκκλησιαστικά ζητήματα. Στην Εισήγηση θα αναφερθεί και η σχετική νομολογία των Δικαστηρίων, απλώς υποστηρικτικά στην υπερχιλιετή παράδοση της Εκκλησίας.
1. Διαβαθμίσεις και στάδια-βαθμοί προόδου των μοναχών
Σε όλα τα θέματα του ανθρώπινου βίου υπάρχουν διαβαθμίσεις και στάδια-βαθμοί, όπως το βλέπουμε και στην ανθρώπινη γνώση και σπουδή. Όλοι περνούν από το Νηπιαγωγείο, τη Στοιχειώδη, τη Μέση και την Ανώτατη Εκπαίδευση με τις επί μέρους διαβαθμίσεις, με εξετάσεις, βαθμούς, απολυτήρια. Και σε όλες τις διαβαθμίσεις οι διερχόμενοι από αυτές λέγονται μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, προπτυχιακοί, μεταπτυχιακοί, ερευνητές, διδακτορικοί κ.λπ.
Η διαβάθμιση αυτή παρατηρείται και στην χριστιανική ζωή, όπως προβλέπεται από τους ιερούς Κανόνες και την όλη παράδοση της Εκκλησίας, ήτοι είναι οι κατηχούμενοι, οι φωτιζόμενοι, οι πιστοί. Αυτό φαίνεται ευδιάκριτα στο έργο του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων με τίτλο «Κατηχήσεις», και φυσικά στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικός ο Ζ΄ Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο δεχόμαστε στην Εκκλησία τους ειδωλολάτρες: «Και την πρώτην ημέραν ποιούμεν αυτούς Χριστιανούς, την δε δευτέραν κατηχουμένους∙ έπειτα τῇ τρίτῃ εξομολογούμεν αυτούς, μετά τοῦ εμφυσᾶν τρίτον εις το πρόσωπον, και εις τα ὦτα και ούτω κατηχούμεν αυτούς χρονίζειν εις την Εκκλησίαν, και ακροάζεσθαι των γραφών, και τότε αυτούς βαπτίζειν». Το σημαντικό είναι ότι την πρώτη ημέρα που εγγράφονται, για να αρχίσει η κατήχηση, λέγονται Χριστιανοί, οι οποίοι θα ολοκληρωθούν διαδοχικά μέχρι το βάπτισμα.
Ακόμη, αυτό φαίνεται έκδηλα στους Κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου, που αναφέρονται στις πτώσεις των πιστών Χριστιανών, και ανάλογα με τη μετάνοια διακρίνονται σε στάδια μετανοούντων, ήτοι «προσκλαίοντες», «ακροούμενοι», «υποπίπτοντες», «συνιστάμενοι», «κοινωνούντες». Η ίδια διαβάθμιση παρατηρείται στην Ιερωσύνη, αφού πρώτα γίνεται η χειροτονία του Διακόνου, μετά η χειροτονία του Πρεσβυτέρου και ακολούθως η χειροτονία σε Επίσκοπο και Μητροπολίτη. Παρά το ότι ο Διάκονος δεν είναι Ιερεύς και δεν τελεί τα ιερά Μυστήρια, απλώς βοηθά τον Ιερέα και τον Επίσκοπο, εν τούτοις είναι και λέγεται Κληρικός, όχι κατώτερος Κληρικός, αλλά ανήκει στον λεγόμενο ανώτερο Κλήρο, ενώ κατώτεροι Κληρικοί είναι οι αναγνώστες, οι ψάλτες, οι θυρωροί κ.ά.
Αυτό ισχύει και για τους μοναχούς, που είναι οι δόκιμοι, για να επιλέξουν ή όχι την μοναχική ζωή, οι ρασοφόροι μοναχοί, οι μικρόσχημοι μοναχοί, έστω και αν η εισαγωγή τους έγινε μεταγενέστερα, και οι μεγαλόσχημοι μοναχοί. Δεν πρόκειται για τρεις τυπικές διαβαθμίσεις, αλλά για ουσιαστικές πνευματικές αναβάσεις. Οι βαθμοί στη μοναχική ζωή συνδέονται με την πνευματική πρόοδο των μοναχών, ως προς την αφιέρωση, την αγάπη στον Θεό και τους ανθρώπους, τη μεταμόρφωση των δυνάμεων της ψυχής, ώστε από το παρά φύσιν να πορευθούν στο κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Πρόκειται για μια πορεία για τη μετατροπή του γνωμικού θελήματος σε φυσικό θέλημα, όπως ήταν προ της πτώσεως των Πρωτοπλάστων.
Η διαχρονική πείρα των πεπειραμένων περί τα θεία Πατέρων, που ασχολούνται με την καθοδήγηση των μοναχών, γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν είναι δυνατόν κάποιος νέος στην ηλικία δόκιμος να γίνει κατ’ ευθείαν μεγαλόσχημος μοναχός, όταν δεν έχει ακόμη θεραπευθεί ο εσωτερικός του κόσμος και εξάπτονται όλα τα πάθη. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν ένας μαθητής του Δημοτικού Σχολείου να ενταχθεί κατ’ ευθείαν στους φοιτητές του Πανεπιστημίου, μάλιστα σε νέα ηλικία, παρακάμπτοντας τα ενδιάμεσα στάδια ηλικίας, γνώσης και παιδείας.
Αυτή η πρακτική διασώζεται σε όλα τα Μοναστήρια, όχι μόνον του Αγίου Όρους, αλλά και της Πατριαρχικής Μονής της Πάτμου, που όλοι είναι ρασοφόροι μοναχοί, σπάνια μεγαλόσχημοι, και των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στην πρόσφατη Πανελλήνια Ημερίδα που διοργανώθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Εισηγητής Ηγούμενος της Ιερᾶς Μονῆς Αγίου Σεραφείμ Δομβούς, Αρχιμ. Νεκτάριος Τσεκούρας, ιατρός και θεολόγος, και μάλιστα διδάκτωρ Θεολογίας με επιτυχημένη διατριβή με τίτλο «Ποιμαντική αντιμετώπιση των αμαρτανόντων στους ιερούς Κανόνες», αναφέρεται στην θεραπευτική πορεία που ακολουθεί κάποιος ή κάποια που θέλει να ενταχθεί στη μοναχική ζωή. Αφού η Εκκλησία είναι Θεραπευτήριο-Νοσοκομείο σημαίνει ότι υφίστανται διαβαθμίσεις θεραπείας και διακρίσεως μεταξύ ασθενών διαφόρων παθήσεων και βαθμών, νοσηλευτών, ιατρών, διοικητικού προσωπικού. Γράφει:
«Όπως κάθε τρόπος ζωής, κάθε μέθοδος θεραπείας, καθώς και η ειλικρινής μετάνοια έχουν στάδια, βαθμίδες και σταθμούς, έτσι και ο Μοναχισμός.
Οι βαθμίδες και τα στάδιά του, επιφέρουν στον άνθρωπο που θέλει να γίνει Μοναχός κάποιες ορατές εξωτερικές αλλαγές. Για να έχουν όμως ουσιαστικό νόημα θα πρέπει να συνοδεύονται από εσωτερική πρόοδο στην πνευματική πορεία του, στην πορεία της κάθαρσης, του φωτισμού και της κατά Χάριν θεώσεως.
Διακρίνονται συνήθως σε ένα προστάδιο προετοιμασίας, στο στάδιο του Δοκίμου, στο στάδιο του Ρασοφόρου Μοναχού και στο στάδιο του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος».
2. Οι ρασοφόροι μοναχοί στην παράδοση της Εκκλησίας
Η μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση για τους ρασοφόρους μοναχούς είναι γνωστή και όσοι ισχυρίζονται ότι οι ρασοφόροι είναι δόκιμοι και όχι μοναχοί, απλώς την ερμηνεύουν διαφορετικά. Και αυτοί οι ίδιοι δεν παραθεωρούν ότι ήδη από τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη (8ος – 9ος αιώνας) γίνεται μνεία του μικρού και μεγάλου σχήματος, αλλά και από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, τον 12ο αιώνα, γίνεται διάκριση σε εισαγωγικούς ή αρχάριους Μοναχούς, σε Μικρόσχημους, σε Μανδυώτες και σε Μεγαλόσχημους. Δηλαδή, αυτή η διάκριση σε βαθμούς της μοναχικής ζωής δεν είναι νεωτέρα, αλλά και παλαιότερη του 8ου αιώνα, απλώς τον 8ο αιώνα επισημαίνεται και καταγράφεται από διάφορες αφορμές. Πρόκειται, δηλαδή, για μια μακροχρόνια παράδοση τουλάχιστον πάνω από χίλια χρόνια, η οποία ούτε μπορεί να παραθεωρηθεί ούτε να διαγραφεί.
Βεβαίως, να σημειωθεί ότι, επειδή γίνεται σύγχυση στο θέμα του όρου «ρασοφόροι», πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υφίσταται μεγάλη διαφορά. Άλλο είναι να φορά κανείς το ράσο με ευλογία του Αρχιερέως (ψάλτες, αναγνώστες, νεωκόροι, μαθητές των Εκκλησιαστικών Σχολών), άλλο είναι να φορά το ράσο ένας δόκιμος μοναχός πριν τη ρασοφορία, με ευλογία, άλλο είναι να γίνεται ρασοφορία σε κάποιον απλώς εγγεγραμμένο σε Ιερά Μονή, για να υπηρετήσει ως Ιερομόναχος στις ποιμαντικές ανάγκες των Ιερών Μητροπόλεων και άλλο είναι οι ρασοφόροι μοναχοί στις Ιερές Μονές, που γίνονται ύστερα από άρνηση των κοσμικών πραγμάτων, ένταξη στην Ιερά Μονή, τριετή, συνήθως, δοκιμασία, κουρά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και παραμονή στην Ιερά Μονή αναμένοντας, μετά από κατάλληλη προετοιμασία, το σχήμα του Μεγαλοσχήμου μοναχού. Δηλαδή, άλλο είναι να λέγεται κανείς ρασοφόρος και άλλο να λέγεται ρασοφόρος μοναχός, αφού η λέξη ρασοφόρος προσδιορίζεται από το μοναχός, όπως ευφυώς διευκρινίζει η κ. Ειρήνη Χριστινάκη, Καθηγήτρια του Κονονικού Δικαίου του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή σε ρασοφόρους μοναχούς στις Ιερές Μονές γίνεται σταυροειδής κουρά ύστερα από απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου, έγκριση του Μητροπολίτη και τέλεση της κουράς από τον Μητροπολίτη με επίσημο τρόπο, ενώπιον όλης της Αδελφότητος, που θεωρείται ως εισαγωγή στον μοναχικό βίο και ως αρχάριος μοναχός, χωρίς να δίδεται τις υποσχέσεις του μεγαλόσχήμου μοναχού που προϋποθέτει μεγαλύτερη πνευματική πρόοδο στη μοναστική ζωή.
Για να υποστηριχθεί αυτή η πολυχρόνια εκκλησιαστική παράδοση, θα παρατεθούν μερικά παραδείγματα.
Πρώτον. Η εκκλησιαστική παράδοση ότι οι ρασοφόροι μοναχοί είναι και θεωρούνται εισαγωγικοί και αρχάριοι μοναχοί, φαίνεται από τα διά μέσου των αιώνων Ευχολόγια, τα οποία συμπεριλαμβάνονται από τους Aleksej Dmitrievskij και Goar, στα οποία γίνεται λόγος για «ακολουθία του θείου και αγγελικού σχήματος εις αρχάριον μοναχόν ρασοφόρον» σε «απαρχή του αγίου σχήματος».
Στον δεύτερο τόμο του τρίτομου έργου του Dmitrievskij με τίτλο «Περιγραφή λειτουργικών χειρογράφων – Ευχολόγια», δημοσιεύονται χειρόγραφοι κώδικες του 15ου και 16ου αιώνα από τα Ιεροσόλυμα, την Ιερά Μονή του Σινά, τη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Όρους και άλλων Μονών του Αγίου Όρους, στα οποία σαφέστατα γίνεται λόγος για τον ρασοφόρον, για τον οποίον έγινε ακολουθία εις αρχάριον μοναχόν. Μερικές φράσεις είναι εκφραστικές: «δεξάμενον την απαρχήν του αγίου σχήματος», «ενάρξαμενος έργου αγαθού», «Σχηματολόγιον σύν Θεώ αγίῳ, έχων ακολουθίαν ρασοφόρου, μικροσχήμου και μεγαλοσχήμου», «Αρχή σύν Θεώ ακολουθίας εις το κουρεύσαι λαϊκόν, του ποιήσαι ρασοφόρον μοναχόν», «ακολουθία του θείου και αγγελικού σχήματος εις αρχάριον μοναχόν ρασοφόρον».
Στο δε Ευχολόγιον του Goar, στην ενότητα «εις αρχάριον», δημοσιεύεται και η «Ακολουθία των προσχημάτων αρχαρίου», στην οποία σαφώς οι ευχές κάνουν λόγο για «παρθενία και σωφροσύνη έως εσχάτης αναπνοής», για «συνθήκη» με τον Χριστό και «ομολογία».
Να θυμηθούμε τις δύο ευχές που διαβάζονται σε ρασοφορούντα μοναχόν, ύστερα από απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου και έγκριση του Μητροπολίτου.
Ευχή Α΄: «Ευχαριστούμεν σοι, Κύριε ο Θεός ημών, ο κατά το πολύ έλεός σου ῥυσάμενος τον δούλον σου (τον δε) εκ της ματαίας του κόσμου ζωής, και καλέσας αυτόν εις το σεμνόν τούτο επάγγελμα. Αξίωσον ούν αυτόν ζῆσαι άξιος εν τη Αγγελική ταύτη πολιτεία· και φύλαξον αυτόν εκ των παγίδων του Διαβόλου, και καθαράν αυτού την ψυχήν και το σώμα διατήρησον έως θανάτου, και ναόν άγιόν σου γενέσθαι καταξίωσον· συνέτισον αυτόν μνημονεύειν σου διαπαντός, και την των σών προσταγμάτων ταπείνωσιν, και αγάπην, και πραότητα δώρησαι αυτώ· πρεσβείαις της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, και αειπαρθένου Μαρίας, και πάντων σου των Αγίων. Αμήν».
Ευχή Β΄: «Εις τον ζυγόν σου, Δέσποτα, τον σωτήριον, πρόσδεξαι τον δούλον σου (τον δέινα), και καταξίωσον αυτόν εν τη ποιμνή συνταγήν των εκλεκτών σου· ένδυσον αυτόν αγιασμού στολήν· σωφροσύνη περίζωσον την οσφύν αυτού· πάσης αυτόν εγκρατείας ανάδειξον αγωνιστήν· εν αυτώ και εν ημίν την των πνευματικών σου χαρισμάτων τελείαν δωρεάν εναπομένειν αξίωσον· πρεσβείαις της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, και αειπαρθένου Μαρίας, και πάντων σου των Αγίων. Αμήν».
Ποιος λογικός άνθρωπος, μάλιστα Κληρικός, μπορεί να υποστηρίζει ότι, όταν διαβάζουμε μια ευχή σε χειροτονία Διακόνου, εννοούμε ότι γίνεται Πρεσβύτερος ή όταν διαβάζουμε την ευχή σε χειροτονία Πρεσβυτέρου, εννοούμε ότι γίνεται Επίσκοπος; Η θεολογική ανάλυση των ευχών, που διαβάζονται σε κάθε μυστηριακή τελετή, δείχνει ότι οι ευχές που διαβάζονται σε κάθε ιερά ακολουθία και ιερό Μυστήριο προσδιορίζουν απόλυτα τον σκοπό του Μυστηρίου και το έργο το οποίο πρόκειται να αναλάβει ο δεχόμενος τη συγκεκριμένη ευχή.
Η άποψη δε ότι οι ευχές σε ρασοφορούντα μοναχό αναφέρονται στο μέλλον που θα γίνει μεγαλόσχημος, στερείται σοβαρότητος, αλλά και φιλολογικής γνώσης.
Δεύτερον. Η μακροχρόνια παράδοση του ρασοφόρου μοναχού ως αρχαρίου ή εισοδικού μοναχού καταγράφηκε σε διάφορα πατερικά κείμενα.
Να θυμίσουμε τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, Αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας, τον 12ο αιώνα, που αναφέρεται στο θέμα της ρασοφορίας, ερμηνεύοντας τον Ε΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου καταγράφει τις απόψεις που επικρατούσαν στην εποχή του για τους ρασοφορούντες μοναχούς, αφού υπήρχαν «οι ρασοφορήσαντες μετά τρισαγίου» και οι «χωρίς τούτου», εννοείται τρισαγίου, και λαμβάνει θέση, με το να παραθέτει την άποψη των «πλειόνων και ευλαβεστέρων» (κρατούσα άποψη) ότι «ου δοκεί το έχειν επ’ αδείας τον εισελθόντα εις μοναστήριον, και ως αν έχει το πράγμα, μελανειμονήσαντα, και κατά μοναχούς διατρίβοντα, μετασχηματισθήναι εις λαϊκούς εξήν γάρ φασιν, αυτώ μετά λαϊκών εσθήτων δοκιμασθῆναι κατά τον της τριετίας καιρόν. Επεί δε μοναχικά ενδύσατο, αναγκασθήσεται περατώσαι την οικείαν πρόθεσιν∙ ει δε προς τούτο αποδυσπετήσει, τιμωρηθήσεται».
Ανάλυση αυτής της σαφούς θέσεώς του κάνει σε απάντησή του στον «οσιώτατον καθηγητήν των κατά τον Παπίκιον μοναστηρίων, μοναχόν κύρον Θεοδόσιον χάριν των ρασοφόρων». Παραθέτω σε μετάφραση το τελικό συμπέρασμα:
«Τελικά γι’ αυτούς τους λόγους νομίζω ότι θεσπίσθηκε η κουρά των αδοκίμαστων και αγνώστων, και για να μην εμπαίξουν το μοναχικό άγιο σχήμα σαν τους θεατρίνους και για να μην επιστρέψουν στον ίδιο εμετό, όπως κάνουν οι σκύλοι. Ο ρασοφόρος λοιπόν που παρακαλείται από τον δικό του καθηγητή να τελειωθεί με την κουρά και παίρνοντας τη χάρη της δωρεάς, μάλλον δικαιολογούμενος και έχοντας το δικαίωμα, κακώς αλλάζει γνώμη και επιστρέφει στην προηγούμενη κοσμική ζωή, διότι μοιάζει με αυτόν που έχει πέσει στη θάλασσα και καθώς προσπαθεί να βρει τη σωτηρία του περιφρονεί το δεξί χέρι που τον τραβά για να τον σώσει, μοιάζει με εκείνον που ζητάει να απαλειφθούν τα χρέη και καταστρέφει την αθώωση του δανειστή του. Μοιάζει με αυτόν που έχει σπείρει στη γη και δεν δέχεται το στάχυ ή αλλιώς μοιάζει με άνδρα ο οποίος θέλει να περάσει από τη φωτιά με μαστίγιο, επειδή το ξύλο της τιμωρίας δεν υφίσταται κάκωση, μοιάζει με τον άνδρα ο οποίος ενώ έχει δυνατά όπλα, δειλιάζει να πολεμήσει και τολμά την μάχη χωρίς οπλοφορία, με άνδρα ο οποίος παραβλέπει τα φώτα του γίγαντα και αντιμετωπίζει την τύφλωση με μικρό σπινθήρα, με άνδρα ο οποίος θεωρεί ναυάγιο τη σωτηρία μέσα στο λιμάνι.
Αυτή τη γνώμη σχηματίσαμε και την διατυπώσαμε, έτσι εξομαλύνθηκε η αντίθετη ερμηνεία των θείων κανόνων, έτσι η σκληρή και αδιόδευτη οδός έγινε ευκολοπέραστη και ευθεία, όπως νομίζουμε. Εάν, λοιπόν, φανεί αρεστή και στη δική σου οσιότητα, δόξα τω Θεώ, ει δεμή ας γίνει όπως σου το δηλώσαμε στο προοίμιο».
Ο άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης τον 12ο αιώνα (1115-1195/6) στο έργο του «Επίσκεψις Βίου Μοναχικού» σαφώς διαιρεί τη μοναχική ζωή στη των «εισαγωγικών», των «μελαγχλαίνων» – μανδυωτών και των «μεγαλοσχημόνων». Και ο εισαγωγικός μοναχός με την ακολουθία της ρασοφορίας με κουρά («τέθνηκας γάρ εν τῷ κείρεσθαι»), είναι «αποστολικός αυτίκα δε και ευαγγελικός μοναχός». Και ο «εισαγωγικός μοναχός» και με την «απεριλάλητον κουράν», «αυτίκα τῷ Θεῷ καθωσιώθη». Γράφει χαρακτηριστικά:
«Επίκειται ούν και σοί χρέος, ώ εισαγωγικέ μοναχέ (από σου τό γε νῦν άρχομαι), γεγυμνῶσθαι· τούτο γάρ έστι τό χρῆναι τόν μοναχόν εαυτόν και μόνον έχειν. Γεγυμνῶσθαι δε φημι ου τό περιεστάλθαι μηδέν τι ες αναβολήν διατεθειμένον Βραχμᾶνος δίκην γυμνοσοφιστοῦ κατά τόν πεσόντα εκ κοιλίας άρτι πρώτως μητρικής (ό δή ποτε αγαθόν και ημετέρους αγίους πατράσι θαυμασίως ενέλαμψεν), αλλά τό τοις αναγκαιοτάτοις αρκείσθαι και μηδέν τι περικείσθαι, λόγῳ δηλαδή περιττότητος· τό δε ούτω περιβεβληθῆναι γυμνώσεώς τινα λόγον έχον εκβάλλει πάσαν άλλην περίθεσιν διά τό αυτάρκες και φυλάττει εν σοί τήν ειρημένην μόνωσιν τήν μοναχοίς πρέπουσαν.
Αναγκαιότατον ο ψωμός· εις ίσον έρχεται και ο μέτριος οίνος, όμοιον και τό σώφρον όψον. Ταύτα έχων, τρόπον μέν τινα ουκ αναστρέφῃ μοναχός εν κόσμῳ (έχεις γάρ τι οπωσούν συζυγούν), τρόπον δε άλλον αληθής πέφηνας μοναχός. Απέζευξας γάρ σεαυτού τά περιττά και όσα μή αναγκαίον συνεζεύχθαι τῷ εγκρατευτῶς ζῆν πραγματευομένῳ – ουχ’ υπερπαθῶς ως υπερβαίνειν και τήν φυσικήν απαίτησιν. Ει μέν ούν δύνασαι ζῆν ούτω (πάντως δε δύνασαι), καθά και προείλου, ζῆθι εν τῇ μονῇ του λοιπού μετά τήν εισδρομήν· ει δε καταγινώσκεις μή αν δυνήσεσθαι, απόδραμε· εις τούτο γάρ και χρόνος κεκανόνισταί σοι σκέψεως, ίνα ή θαρρῶν παραμείνῃς ή μή πεποιθώς απέλθῃς. Αλλά μήν και εσκέψω και κατέθου επί τού ιερού και συ βήματος και ευλογήθης ιερώς και τήν αποστολικήν ενεδύσω στολήν. Παράμενε τοίνυν ως αποστολικός, αυτίκα δε και ευαγγελικός, μοναχός· παραμείνης δε διχώς μήτε τῇ ψυχῇ έξω ρεμβόμενος τῷ κρείττονι πάντως μέρει τῆς κατά σέ διαρτίας μηδέ μήν τῷ σώματι καταχρώμενος εις αυτεξούσιον. Αλλως γάρ διακονεῖν επιτεταγμένος εξελεύσῃ και αύθις εισελεύσῃ μοναχός, όποιος και εξῆλθες, καθαρός και σώμα και ψυχήν.
Ή ουκ οίδας, ώ εισαγωγικέ μοναχέ, ότι και συ μετά τήν επίσημον μέν, λεπτήν δε και απεριλάλητον κουράν αυτίκα τῷ θεῷ καθωσιώθης; Διό και προσφυώς ψάλλοις αν τό· “Μηδέ δώσεις τόν όσιόν σου ιδεῖν διαφθοράν”. Εδουλώθης ήδη, ου πρός βίαν, αλλά εκών· προτέτακται ο πάντιμος σταυρός, όν προσκυνητῶς επ’ αυτού προσώπου εχάραξας· ουκ απελιμπάνοντο ουδέ από σου οι εν τῇ δουλώσει μάρτυρες, ών ουκ έστι καθικέσθαι παραγραφήν· άγγελοι πρό χειρών, και τό σόν φέρουσι δουλόσυνον έγγραφον· μή γάρ νόμιζε μήδε τά κατά δε εισαγωγικά θεῖα μυστήρια είναι θεῷ και τοῖς αυτου αγγέλοις ανεπισκόπητα. Τί γουν ου προστέτηκας τῇ ευηρεστημένῃ σοι δουλείᾳ και προσμένεις τῷ δεσπότῃ μονάζων, αλλά αφηνιάζεις και ως οίον εκλαθόμενος δούλος είσαι τολμάς ρέμβεσθαι και πλάζεσθαι; εκ πλούτου ήκεις επί τήν μονήν; και χαῖρε, ότι δεσπότην εύρες υπέρπλουτον, ός εν τοῖς αυτου αποκαταστήσας και σε ουκ εις τόν πρῴην καταδέξεται πλούτον επαναγαγεῖν σε τόν περιπέζιον, αλλ’ εις βασιλέα προχειρίσεταί σε, και ου τόν άπλως, αλλά τόν κατ’ αυτόν; αλλ’ εκ πενήτων προσῆλθες; και χαῖρε και ούτως· ου γάρ αφήσει πτωχόν σε είναι ο παμβασιλεύς, αλλά και προσβιάσεται βασιλικώς πλουτῆσαι, ει ποιείς μονήν παρ’ αυτώ. Προσῆλθες άδοξος; και δοξάσει σε. Άλλ’ ένδοξος; και υπερδοξάσει σε. Μέγα και τό σόν αξίωμα, ώ εισαγωγικέ· ήδη γάρ εις βασιλικήν εγγράφησ θύη υποταγήν. Και τοίνυν ουαί τῷ εκείθεν αποσπασομένῳ και απάξοντί σε· τίς δε τοιοῦτος έσται, ότι μή μόνος ο τοῦ σκότους άρχων, ο σατανᾶς, ει μή εγκρατώς τῷ θεῷ προστέτηκας;
Ίνα δε γνῷς, ως ουκέτι έστι τοῦ κόσμου άνθρωπον είναι ουδέ τόν κατά σέ, πειράθητι απεκδύσασθαι τό ιερόν εν σοί άμφιον.»
Επομένως, γίνεται λόγος για τόν ρασοφόρο ως «εισαγωγικό μοναχό», «ότι και σύ μετά τήν επίσημόν μου, λεπτήν δε και απεριλάλητον κουράν αυτίκα τῷ Θεῷ καθωσιώθης». Αυτό σημαίνει ότι ήδη από τον 12ο αιώνα θεωρείται ότι ο ρασοφόρος είναι εισαγωγικός μοναχός και «αποστολικός και ευαγγελικός μοναχός» που «καθωσιώθη» στον Θεό.
Υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες, αλλά θα παρατεθεί τό σχόλιο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου στο «Πηδάλιον», το οποίο Πηδάλιο εγκρίθηκε από τήν Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τόν Πατριάρχη Νεόφυτον Ζ΄, ύστερα από εισήγηση «του σοφολογιωτάτου διδασκάλου και Ιεροκήρυκος κυρού Δωροθέου» Βουλυσμά.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τόν μγ΄ (43) ιερό Κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου καταγράφει τήν όλη παράδοση της Εκκλησίας:
«Απόκαρσιν εδώ ο κανών (ΜΓ΄, της ΣΤ΄ Οικουμενικής) λέγει τό μέγα και αγγελικόν σχῆμα, επειδή κατά τόν Βαλσαμώνα (Ερμ. τοῦ β΄ τῆς εν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ) κυρίως απόκαρσις είναι η τοῦ μεγάλου και αγγελικού σχήματος περιβολή. Πρέπει δε να ήξεύρωμεν, ότι απ’ αρχής τό σχῆμα τῶν Μοναχῶν ήτο ένα και μόνον, τό μέγα δηλ. καθώς ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης τό γράφει εις τήν διαθήκην του. Δεν θέλεις δώσει τινός εκείνο, όπου λέγουσι μικρόν σχῆμα, έπειτα τό μέγα, διά τί τό σχῆμα ένα είναι, ώσπερ και τό βάπτισμα, καθώς οί άγιοι Πατέρες τό εμεταχειρίσθηκαν. Και ο θεῖος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς εις μίαν επιστολήν προς Παύλον ιερομόναχον λέγει, τοῦτο είναι τό μέγα και μοναχικόν σχῆμα. Μικρόν δε σχῆμα τῶν μοναχῶν οι Πατέρες δεν ήξεύρουσιν, αλλά μερικοί από τούς μεταγενεστέρους εφάνηκαν μέν, ότι τά εμοίρασαν εις δύω, με τό να κάμνουσιν όμως τάς αυτάς ερωταποκρίσεις και υποσχέσεις τόσο εις τό μικρόν, όσον και εις τό μέγα, πάλιν ένα σχῆμα τό αποκαθιστῶσι. Και ο Θεσσαλονίκης Συμεών (Κεφ. κ΄.) λέγει, ότι καθώς τό βάπτισμα είναι ένα και μόνον, έτσι και τό σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Τό γάρ μικρόν σχῆμα αρραβών και προοίμιον είναι τοῦ μεγάλου σχήματος, και επεννοήθη από τινας υστερινούς Πατέρας διά τήν ασθένειαν (ή και αμέλειαν) τῶν ανθρώπων. Και τό Ευχολόγιον δε και ο Βαλσαμών (Ερμην. τοῦ β΄ τῆς εν ἁγίᾳ Σοφίᾳ) τό μικρόν σχῆμα αρραβώνα ονομάζουσι τοῦ μεγάλου σχήματος. Ο δε Ιώβ, ο καλούμενος αμαρτωλός, εν τῷ περί Μυστηρίων (παρά τῷ Συνταγματίῳ τοῦ Χρυσάνθου Ἱεροσολύμων) και τρίτον σχῆμα προσθέτει λέγων ούτω. Τό μοναχικόν σχῆμα από τοῦ ελάττονος επί τό τελειότερον προχωρεῖ, από μικροσχήμου και ρασοφόρου καλουμένου, εις τό της Κουρᾶς άγιον σχῆμα, και από τούτου πάλιν εις τό αγγελικόν μέγα καλούμενον· παρομοίως δε και τό Ευχολόγιον εις τρία διαιρεί τάς ακολουθίες τοῦ σχήματος, εις ακολουθίαν ρασοφόρου, μικροσχήμου και μεγαλοσχήμου. Και μικρόσχημον μέν δεν ονομάζει τόν ρασοφόρον, ως τόν ονομάζει ο Ιώβ, αλλά τόν κοινώς παρ’ ημών λεγόμενον σταυροφόρον, τό οποίον Κουρᾶς σχῆμα ωνόμασεν ο Ιώβ ανωτέρω. Τούτων ούτως ειρημένων, όσοι μέν φθάσουν να γένουν ρασοφόροι, δεν δύνανται πλέον να ρίψουν τά ράσα και να υπανδρευθοῦν, άπαγε. Πώς γάρ τούτο θέλουν τολμήσουν, εις καιρόν όπου και τάς τρίχας τῆς κεφαλής των εκούρευσαν, τό οποίον δηλοῖ πώς απέρριψαν από τήν κεφαλήν των κάθε φρόνημα κοσμικόν, και αφιέρωσαν τήν ζωήν τους εις τόν Θεόν; Πώς, όπου και ράσον μοναχικόν δι’ ευλογίας εφόρεσαν, και καλυμαύχιον, και τό όνομά τους άλλαξαν, και δύω ευχαί παρά τοῦ ιερέως ανεγνώσθησαν εις αυτούς, εις τάς οποίες ο ιερεύς ευχαριστεῖ τόν Θεόν, διά τί τούς ελύτρωσεν από τήν ματαίαν και κοσμικήν ζωήν, και τούς εκάλεσεν εις τό σεμνόν επάγγελμα τῶν Μοναχῶν, και παρακαλεῖ αυτόν να τούς δεχθῇ εις τόν σωτήριόν του ζυγόν; Και άν εκείνος όπου μοναχά υποσχεθῇ να γένῃ καλόγηρος, χωρίς να ρασοφορέσῃ, πρέπει να μή παραβαίνῃ, αλλά να τελειόνῃ τήν υπόσχεσίν του (και όρα τήν υποσημείωσιν τοῦ κη΄. τοῦ Βασιλ.) κατά τό, τάς ευχάς μου αποδώσω τῷ Κυρίῳ, πόσῳ μάλλον ο καί τά ράσα φορέσας; Διά τούτο και ο Βαλσαμών (Ερμ. τοῦ ε΄ τῆς α΄. και β΄.) λέγει, ότι ο ρασοφόρος δεν έχει πλέον άδειαν να γένῃ λαϊκός, αλλά θέλει αναγκασθῇ να τελειώσῃ τόν α΄. σκοπόν του, ήτοι να λάβῃ τό σχῆμα τέλειον, όχι και δεν θέλει, να έχῃ να τιμωρῆται καθώς ο νόμος προστάζει εις τόν α΄. τίτλ. τοῦ δ΄ βιβλ. όρα και τήν υποσημείωσιν τοῦ ιη΄. τοῦ Βασιλ. όπου λέγει τά αυτά και Βαλσαμών ο αυτός».
Ο άγιος Νικόδημος στο σχόλιο αυτό καταγράφει όλη τήν πάνω από χίλια έτη εκκλησιαστική παράδοση τοῦ μοναχισμού για τό θέμα αυτό, είναι ξεκάθαρος και δεν μπορεί κανείς να έχῃ επιφυλάξεις, ούτε και να παρερμηνεύη αυτά τά σοβαρά και ευαίσθητα μοναχικά θέματα. Η άποψη ότι ο άγιος Νικόδημος εκφράζει τήν αγιορειτική παράδοση, ενώ εμείς ανήκουμε σε άλλη Εκκλησία, δεν ευσταθεῖ, διότι τό Πηδάλιον έχει εγκριθεί από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, στηρίζεται σε όλη τήν παράδοση τῆς Εκκλησίας και τήν ακολουθοῦν, όπως θά δούμε, και οι Μονές τῆς Εκκλησίας μας.
Αυτήν τήν παράδοση τοῦ Αγίου Όρους τήν εκφράζει και ο λαοφιλής άγιος Παΐσιος, ο οποίος σε ερώτηση μοναχῶν αν η ρασοφορία και η ρασοευχή είναι τό ίδιο, εκφράζοντας τήν παράδοση τοῦ Αγίου Όρους και τῆς Εκκλησίας, κάνει διάκριση μεταξύ απλής ρασοφορίας και ρασοευχής που είναι κουρά, πρό τοῦ μεγάλου σχήματος. Είπε:
«Δεν είναι τό ίδιο πράγμα. Με τήν ρασοφορία δεν γίνεται κάποιος μοναχός· απλώς λαμβάνει τήν ευλογία να φοράη ράσο, γιά να διακονῆ λ.χ. στόν Ναό, όπως ο νεωκόρος. Η ρασοευχή όμως είναι κανονική κουρά. Αυτός που παίρνει ρασοευχή δεν έχει δικαίωμα να παντρευτῆ, γιατί δίνει σιωπηρά υποσχέσεις, εγκαταλείπει οριστικά τόν κόσμο και αφιερώνεται στόν Θεό. “Εις τόν ζυγόν σου, Δέσποτα, τόν σωτήριον, πρόσδεξαι τόν δούλον σου…”, λέει η ευχή και τότε τού δίνεται και τό νέο όνομα.
»Σε μερικά μοναστήρια, όταν κάποιος βάλῃ μετάνοια και γίνη δόκιμος, τού φορούν ζωστικό, ράσο και καλυμμαύχι. Ο λογισμός μου λέει ότι καλύτερα ο δόκιμος να μή φοράη μοναχικά ένδυματα, αφού δεν έχει ρασοευχή, ώστε, άν τυχόν δεν αναπαυθῆ και επιστρέψη στόν κόσμο, να μή γίνη αφορμή σκανδάλου στους κοσμικούς, οι οποίοι δεν θά ξέρουν ότι δεν έγινε μοναχός».
Σε επόμενη ερώτηση ότι κάποιος Ηγούμενος κατέληξε «να κάνει τους δόκιμους απευθείας μεγαλόσχημους μοναχούς», ο άγιος Παΐσιος απάντησε:
«Αυτό είναι λίγο επικίνδυνο. Όπως στην κοσμική ζωή πρώτα δίνουν την υπόσχεση γάμου, ύστερα κάνουν τον αρραβώνα και στη συνέχεια τον γάμο, έτσι και στην μοναχική ζωή καλό είναι να γίνονται τα πράγματα με μία σειρά. Κατ’ αρχάς, αυτός που θέλει να γίνει μοναχός βάζει μετάνοια ως δόκιμος και παραμένει δόκιμος από ένα έως τρία χρόνια ή και περισσότερα, αν ταλαντεύεται. Ύστερα παίρνει την ρασοευχή, οπότε γίνεται πλέον μοναχός, και αργότερα λαμβάνει το Μεγάλο Σχῆμα. Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, μπορεί κάποιο από τα δύο στάδια να παραλειφθεί. Καλύτερα όμως είναι να προχωράει κανείς με την κανονική σειρά που όρισαν οι Άγιοι Πατέρες. Παλαιότερα μάλιστα σε μερικά Ιδιόρρυθμα Μοναστήρια του Αγίου Όρους πριν από το Μεγάλο Σχῆμα έδιναν και το μικρό. Το Σχῆμα, βέβαια, ένα είναι, αλλά το έκαναν αυτό οικονομικώς, για να φθάνουν οι μοναχοί στο Μεγάλο Σχῆμα πιο προετοιμασμένοι».
Τρίτον. Ο διακεκριμένος Καθηγητής Παναγιώτης Παναγιωτάκος στο περισπούδαστο έργο του «Σύστημα Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, τόμος τέταρτος, τό δίκαιον των μοναχών», χρησιμοποιώντας ισχυρή βιβλιογραφία και την κανονική εκκλησιαστική παράδοση, αποφαίνεται για το «μοναχικό σχῆμα» και για τους τύπους των Μοναχών, ήτοι τον Μεγαλόσχημο, τον μικρόσχημο, ήτοι σταυροφόρο και τον ρασοφόρο ή αρχάριο μοναχό. Γράφει:
«Ο Ρασοφόρος ή αρχάριος Μοναχός διανύει τον βίον εν άσκησει υπό τα Μοναχικά καθεστώτα, υπείκων εις ελαφρότερον τύπον ασκήσεως του τε τέλειου Μοναχού και του Μικροσχήμου ή Σταυροφόρου τοιούτου, επιτρεπτώς προαγόμενος μέχρι του Μεγαλοσχήμου, επί σκοπώ προσκτήσεως του μεγάλου και αγγελικού σχήματος.
»Αι εκ της Μοναχικής Ομολογίας ανατέλλουσαι νομοκανονικαί συνέπειαι επιφέρουσι τά αυτά αποτελέσματα, άτινα συνεπάγεται η εις τέλειον Μοναχόν κατάστασις.
»Τοῦτο, διότι και ώδε πρόκειται περί προσκτήσεως της Μοναχικής Ιδιότητος κανονικώς και τελείως, δοθέντος ότι ο Ρασοφόρος ή αρχάριος Μοναχός κατά την λαμβάνουσαν χώραν, κατά τον χρόνο της χειροθεσίας αυτού, εκκλησιαστικήν τελετήν, εις ην προσέρχεται μετά πλήρη και κανονικήν δοκιμασίαν υπό τα Μοναχικά καθεστώτα, σιωπηρώς παρέχει την συγκατάθεσιν αυτού εις το περιεχόμενον της Μοναχικής Ομολογίας, περί της οποίας, ει και συνοπτικώς, διαλαμβάνει η αναγινωσκομένη χάριν αυτού ευχή (τρισάγιον, ευλογία, ρασοευχή), και υφίσταται, ως και οι των ετέρων δύο τύπων Μοναχοί, ήτοι ο Μεγαλόσχημος και ο Μικρόσχημος, κανονικήν Μοναχικήν Κουράν.
»Η κατά καιρούς διατυπωθείσα αντίθετος γνώμη, άγουσα μέχρι του απαραδέκτου συμπεράσματος, ότι ο ρασοφόρος δικαιούται οποτεδήποτε να εγκαταλείψει την άσκησιν και να επανέλθει εις τον κόσμον, ακωλύτως συνάπτων και γάμον, ως μή παρέχων την υπόσχεσιν περί τηρήσεως της ιερᾶς επαγγελίας της παρθενίας, είναι ου μόνον έωλος και εσφαλμένη, αλλά αυτόχρημα νομικώς και κανονικώς αστήρικτος καιρίως τραυματίζουσα την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας και θίγουσα εκ θεμελίων την επί του θέματος ισχύουσα ακρίβειαν, την οποίαν άλλωστε η μακραίων επί τούτου εφαρμοσθείσα παράδοσις, εν τω Μοναχικώ Πολιτεύματι σταθερώς ηδραίωσε και εφήρμοσε, ως και εφαρμόζει αμεταβλήτως μέχρι σήμερον.
»Ο Ρασοφόρος ή αρχάριος Μοναχός, κανονικώς κειρόμενος αμφιέννυται διά των απαρχιζόντων την Μοναχικήν στολήν ενδυμάτων και συμβόλων, άτινα είναι:
αα. Τό ράσον, ράκος ή χιτών.
ββ. Τό καλυμμαύχιον ή καμηλαύχιον.
»Ακολούθως δε, μετά την πρόσκτησιν της Μοναχικής Ιδιότητος, υποχρεούται εις την τήρησιν των θεσμών της υπό τα Μοναχικά καθεστώτα ασκήσεως, τελών υπό την εξουσίαν και επιταγήν του προεστώτος της Ι. Μονής καθάπερ οι έτεροι Μοναχοί, διανύων τον βίον εν προσευχή και εργασία εν τω Ιερᾷ Μονῇ».
Η άποψη ότι ο Παναγιώτης Παναγιωτάκος επηρεάσθηκε από το Άγιον Όρος, στο οποίο υπήρξε Πολιτικός Διοικητής του, είναι επιχείρημα υπέρ του ρασοφόρου μοναχού, γιατί εκτός από την ισχυρή βιβλιογραφική ενημέρωση, έχει ως βάση και την χιλιόχρονη παράδοση που επικρατεί στο Άγιον Όρος και αυτό είναι ισχυρό τεκμήριο υπέρ του ρασοφόρου μοναχού.
Τέταρτον. Το ότι οι ρασοφόροι μοναχοί είναι «εισαγωγικοί μοναχοί» αποδεικνύεται από την ισχυρή παράδοση που ισχύει στις Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η ακολουθία εις «αρχάριον ρασοφορούντα», που είναι εντεταγμένη στο «Ευχολόγιο» της Εκκλησίας, ακολουθεί συγκεκριμένη διαδικασία, δηλαδή ο υποψήφιος ή υποψήφια, αφού κατέληξε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο, επιλέγει μία συγκεκριμένη Ιερά Μονή και επιθυμεί να ενταχθεί στην Αδελφότητα που ασκείται σε αυτήν την Ιερά Μονή.
Μετά τις επανειλημμένες επισκέψεις του (της) αποφασίζει να μονάσει. Ασκείται στην υπακοή συνήθως επί διετία ή τριετία, στη συνέχεια υποβάλλει αίτηση στο Ηγουμενοσυμβούλιο της συγκεκριμένης Ιερᾶς Μονῆς, αυτό αποφασίζει σχετικώς και αποστέλλει την απόφασή του στον Μητροπολίτη, ο οποίος και την εγκρίνει, οπότε σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, συνήθως τελεί ο ίδιος ο Μητροπολίτης την ακολουθία, ενώπιον του Θυσιαστηρίου και όλης της Αδελφότητος, κάνει την σταυροειδή κουρά, αλλάζει το όνομά του (της), ενδύει με την αμφίεση του μοναχού (-ής) και εντάσσεται στην Αδελφότητα της Ιερᾶς Μονῆς, εγγραφόμενος (-η) ως ρασοφόρος μοναχός (-ή).
Με όλη αυτή την διαδικασία εκφράζεται, ασφαλώς, η βούληση του μοναχού (-ής), και αυτή η δημόσια εκφρασθείσα βούληση είναι δεσμευτική. Αυτό ισχύει και για την χειροτονία του Διακόνου και του Πρεσβυτέρου. Με την όλη προηγηθείσα διαδικασία, την αίτηση και την εκούσια αποδοχή της ακολουθίας της Χειροτονίας είναι Κληρικός, έστω και αν δεν έδωσε δημόσια ομολογία, κατά την χειροτονία του.
Στις πρόσφατες Μοναστικές Ημερίδες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, την 3/6/2025 και 5/6/2025 αντιστοίχως, για τους μοναχούς (-ές) αυτό εκφράσθηκε σαφέστατα από την προμνησθείσα Εισήγηση του Παν. Καθηγουμένου της Ιερᾶς Μονῆς Αγίου Σεραφείμ Δομβούς, Αρχιμ. Νεκταρίου Τσεκούρα, πνευματικού τέκνου του μακαριστού Μητροπολίτου Βερατίου Αυλώνος και Κανίνης Ιγνατίου, αλλά και Κληρικού του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρίου Ιερωνύμου ως Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας, ο οποίος είπε:
«Μετά το αναγκαίο χρονικό διάστημα και την περίοδο της επιτυχούς δοκιμασίας έρχεται η στιγμή της κουράς με ρασοευχή. Η ένταξη του υποψηφίου στους ρασοφόρους Μοναχούς της Ιερᾶς Μονῆς του γίνεται με ειδική ακολουθία που περιλαμβάνεται στο Μέγα Ευχολόγιο, αλλαγή του ονόματός του και απόκαρση σταυροειδώς. Στην παράδοση της Εκκλησίας ο ρασοφόρος Μοναχός χαρακτηρίζεται και με τον όρο “εισαγωγικός ή αρχάριος μοναχός”.
»Συνήθως, με την ευλογία του Ηγουμένου ο δόκιμος ή η δόκιμη, “υποβάλλει νέα αίτηση που αποτελεί έγγραφη ρητή δήλωση της βουλήσεώς του για την εισαγωγή του στην μοναχική πολιτεία. Ακολουθεί απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου η οποία εγκρίνεται από τον οικείο Μητροπολίτη. Εκείνος συνήθως τελεί και την Κουρά εις ρασοφορούντα Μοναχό. Αυτό σημαίνει ότι ο ρασοφόρος Μοναχός έχει όλα τα γνωρίσματα της μοναχικής ιδιότητος”.
»Είναι, επομένως, λάθος να υποστηρίζεται ότι ο ρασοφόρος Μοναχός εξισώνεται με τους λαϊκούς ψάλτες και αναγνώστες ή ότι δεν λογίζεται μέλος της μοναστικής Αδελφότητος ή ότι μπορεί αζημίως να αποβάλλη το μοναχικό ένδυμα και μετά την αποχώρησή του από τη Μονή μπορεί ακωλύτως να συνάψει γάμο. Οι απόψεις αυτές, όπως τονίζει και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιερόθεος στην εμπεριστατωμένη Εισήγησή του στην κοινή συνεδρίαση δύο Συνοδικών επιτροπών της Ιερᾶς Συνόδου, της επιτροπής Μοναχικού βίου και Δογματικών και Νομοκανονικών θεμάτων απειλούν με διάλυση τον θεσμό του μοναχισμού.
»Σύμφωνα με τη διαχρονική και ζώσα παράδοση της Εκκλησίας η ρασοευχή είναι κανονική κουρά. Δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ρασοφορία με την οποία δεν γίνεται κάποιος μοναχός, αλλά απλώς λαμβάνει την ευλογία να φοράει ράσο για μία συγκεκριμένη διακονία στον Ναό. Αυτός που παίρνει ρασοευχή δεν έχει δικαίωμα πλέον να παντρευτεί, γιατί δίνει σιωπηρά υποσχέσεις, εγκαταλείπει οριστικά τον κόσμο, λαμβάνει νέο όνομα και με την απόκαρσή του αφιερώνεται στον Θεό».
Στις Μοναστικές αυτές Ημερίδες δεν υπήρξε καμία αμφισβήτηση πάνω στην Εισήγηση αυτή, αντίθετα επικροτήθηκε από όλους, αλλά επί πλέον στα πορίσματα τα οποία ανεγνώσθησαν και εγκρίθηκαν, μεταξύ των άλλων γράφονται:
«5. Ο Μοναχισμός έχει πνευματικές βαθμίδες και στάδια που επιφέρουν στον άνθρωπο ορατές εξωτερικές αλλαγές. Για να έχουν όμως ουσιαστικό νόημα, θα πρέπει να συνοδεύονται από εσωτερική πρόοδο στην πνευματική πορεία της “καθάρσεως”, του “φωτισμού” και της “κατά Χάριν θεώσεως”. Διακρίνονται συνήθως σε ένα προστάδιο προετοιμασίας, στο στάδιο του Δοκίμου, στο στάδιο του Ρασοφόρου Μοναχού και στο στάδιο του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος.
»Μετά την κλήση και την αποδοχή της κλήσεως αρχίζει η προετοιμασία του υποψηφίου μέσα στον κόσμο για την είσοδό του στο Μοναστήρι. Ακολουθεί το στάδιο του Δοκίμου, κατά το οποίο ο υποψήφιος δοκιμάζει και δοκιμάζεται. Μετά το αναγκαίο χρονικό διάστημα και την περίοδο της επιτυχούς δοκιμασίας έρχεται η στιγμή της κουράς με ρασοευχή. Στην παράδοση της Εκκλησίας ο Ρασοφόρος Μοναχός χαρακτηρίζεται και με τον όρο “εισαγωγικός Μοναχός”. Στο στάδιο αυτό καλείται να συνεχίσει την πνευματική του πορεία προς τα άνω. Η επόμενη βαθμίδα, μετά την απαραίτητη πνευματική πρόοδο, είναι το Μεγάλο και Αγγελικό Σχῆμα. Το πνευματικό πλαίσιο αυτής της βαθμίδας μπορούμε να το ψηλαφήσουμε μέσα από την ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος.
»Ένα επόμενο πνευματικό βήμα, ένα “ανώτερο βραβείο” είναι ο ηρωϊκός Ερημιτισμός. Ικανοί για τον αναχωρητικό βίο είναι μόνον αυτοί που απέκτησαν την θεία δωρεά να αισθάνονται την παρουσία του Θεού δίπλα τους».
Επομένως, δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση από τους μοναχούς (-ές) για το ότι οι ρασοφόροι μοναχοί που δέχθηκαν την ακολουθία «εις ρασοφορούντα» είναι μοναχοί, εισαγωγικοί, που εισέρχονται στον πνευματικό στίβο για να ασκηθούν και να λάβουν εν καιρώ το μέγα και αγγελικό σχῆμα. Να θυμίσουμε την βασική θεολογική αρχή ότι μία είναι η Χάρη του Θεού, αλλά μετέχεται αναλόγως σε κάθε βαθμό, όπως μία είναι η Χάρη της Ιερωσύνης και μετέχεται αναλόγως από τους Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Επισκόπους.
Να προστεθεί στο σημείο αυτό ότι αυτό ισχύει στην πράξη των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έκανα μία έρευνα στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος και στα στοιχεία που δίνουν οι Ιερές Μητροπόλεις. Διεπίστωσα ότι αναγράφονται στις Ιερές Μονές 87 δόκιμοι και 4.382 μοναχοί. Συγχρόνως, παρεκάλεσα τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θηβών, Λεβαδείας και Αυλίδος κ. Γεώργιο, να μου αποστείλει τον αριθμό των ρασοφόρων και των μικροσχήμων και μεγαλοσχήμων μοναχών από τις Ιερές Μονές της Ιερᾶς Μητροπόλεώς του και από τους αριθμούς φαίνεται ότι από τους 111 μοναχούς (-ές) οι 62 είναι ρασοφόροι, ποσοστό πάνω από 50%, ενώ σε άλλες Ιερές Μητροπόλεις το ποσοστό των ρασοφόρων ανέρχεται σε 60% – 70%, δηλαδή είναι περίπου 2.500 ρασοφόροι μοναχοί, πιθανόν και περισσότεροι.
Μπορείτε να φανταστείτε την πικρία αυτών των μοναχών (-ουσών), οι οποίοι έγιναν ενσυνειδήτως μοναχοί (-ές), εγκαταλείψαντες τις οικογένειές τους, τις σπουδές τους, το επάγγελμά τους και παραμένουν ικανό χρονικό διάστημα στις Ιερές Μονές, με το να εκτελούν το Πρόγραμμα των Ιερών Μονών και την κοινή διακονία, ότι δήθεν δεν είναι μοναχοί, έστω και εισαγωγικοί, με απόφαση, μάλιστα, της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά είναι δόκιμοι και μπορούν οποιαδήποτε ώρα θελήσουν να επιστρέψουν στον κόσμο και να εισέλθουν στον γάμο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
3. Οι ρασοφόροι μοναχοί στις αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου
Το θέμα των ρασοφόρων μοναχών, ενώ στην εκκλησιαστική παράδοση είναι λελυμένο, ότι είναι εισαγωγικοί ή αρχάριοι μοναχοί, απασχόλησε κατά καιρούς τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ποτέ την Ιεραρχία, ως το ανώτατο Όργανο της Εκκλησίας, και εξέδωσε μερικές αποφάσεις. Πρώτη φορά εισάγεται τώρα στην Ιεραρχία.
Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθούν δύο παράμετροι που είναι σοβαροί για την ερμηνεία των αποφάσεων αυτών.
Πρώτον, η Εκκλησία μας, όπως και άλλες Εκκλησίες, δέχθηκε επιρροές από τη Δύση, μάλιστα κατά τη βαυαρική περίοδο, και σε θεολογικά και εκκλησιαστικά θέματα, και στον ευαίσθητο χώρο του ορθοδόξου μοναχισμού. Κατά την περίοδο της Βαυαροκρατίας οι Ιερές Μονές υπέστησαν πιέσεις, διωγμούς, διαλύσεις για την υφαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά και για την όλη προτεσταντική νοοτροπία που εισέρρευσε στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι εξυπηρετούσε την τότε πολιτική κατάσταση, να θεωρείται ότι οι ρασοφόροι δεν είναι μοναχοί, για να διαλύεται ευχερέστερα η Ιερά Μονή που δεν έχει πάνω από πέντε μοναχούς.
Δεύτερον, η τάξη γενικά των μοναχών εθεωρείτο τότε υποδεέστερη τάξη, αφού συνήθως αμόρφωτοι ακολουθούσαν τον μοναχικό βίο, οπότε απαξιωνόταν ο ορθόδοξος μοναχισμός. Έτσι, και οι δύο αυτοί λόγοι συνετέλεσαν στην εκκοσμίκευση του ορθοδόξου μοναχισμού και στη θεώρηση ότι οι ρασοφόροι δεν είναι μοναχοί.
Αυτό εκφράσθηκε σε μερικές αποφάσεις των κατά καιρούς Ιερών Συνόδων με ιδιαίτερη θεματολογία. Από τις πρώτες αποφάσεις επηρεάσθηκαν οι μεταγενέστερες. Πρόκειται για τις αποφάσεις 461/1927, 405/1945, 2362/1983 και την Εγκύκλιο 2679/11 Μαΐου 1999. Θεωρούμε ότι οι Εγκύκλιοι αυτές για πολλούς λόγους χρήζουν αναθεωρήσεως, πράγμα που μπορεί και πρέπει να κάνει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την απόφασή της, γι’ αυτό και εισάγεται το θέμα.
Μελετώντας τις Εγκυκλίους αυτές της Διαρκούς Ιερᾶς Συνόδου παρατηρούμε μερικές αντινομίες και παρερμηνείες, που θα σημειωθούν.
Οι συγκεκριμένες Εγκύκλιοι τους ρασοφόρους τους χαρακτηρίζουν «ρασοφορούντας μοναχούς και μοναχάς» (1927). Το ερώτημα είναι: Πώς δεν είναι μοναχοί, αλλά είναι δόκιμοι και αποκαλούνται «ρασοφόροι μοναχοί»; Επίσης, γίνεται λόγος για «τάξη των ρασοφόρων», προφανώς μοναχών.
Ακόμη, ενώ οι Συνοδικές αποφάσεις τους χαρακτηρίζουν «ρασοφόρους μοναχούς», γράφουν λανθασμένα ότι «η κατά την ακολουθία της ρασοευχής απόθεσις των τριχών είναι απλώς κουρά-σφράγισις όπως γίνεται και εις την Ακολουθία της χειροθεσίας Αναγνώστου και Ψάλτου». Δυοῖν θάττερον: ή είναι «ρασοφόροι μοναχοί», ή είναι Αναγνώστες και Ψάλτες. Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν και με τα δύο μαζί, και φυσικά δεν εξετάζεται η διαφορά μεταξύ των ευχών που αναγιγνώσκονται σε κάθε ακολουθία.
Επιπλέον, ενώ τους ρασοφόρους τους χαρακτηρίζει απλώς Αναγνώστες και Ψάλτες, εν τούτοις δεν τους αποκαλεί ούτε δόκιμους, ούτε τους δίνει την δυνατότητα να αποχωρήσουν και να νυμφευθούν, αλλά τους προτρέπει να καταταγούν «εις τους Μοναχούς του μικρού σχήματος».
Με τις Εγκυκλίους γίνεται διάκριση μεταξύ του μικρού και μεγάλου σχήματος, το οποίο, κατά τους Πατέρες (άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, άγιο Γρηγόριο Παλαμά, άγιο Νικόδημο Αγιορείτη) δεν υφίσταται, αφού ένα είναι το σχῆμα, το λεγόμενο Μέγα και αγγελικό Σχῆμα.
Είναι, επίσης, σημαντικό ότι την τέλεση της ακολουθίας του «Μικρού σχήματος» οι Εγκύκλιοι την αποκαλούν «χειροτονία». Προτρέπονται τα Ηγουμενο-συμβούλια να «μη εγγράφωσιν εις τα Μοναχολόγια αυτών πρόσωπα μή χειροτονηθέντα εις μοναχούς διά του Μικρού αγγελικού σχήματος». Επίσης, προτρέπονται τα Ηγουμενοσυμβούλια, εάν υπάρχουν μοναχοί που έχουν «μόνον την ευχή της ρασοφορίας και μή καταταγέντα εν τω μεταξύ εις τάς τάξεις του Κλήρου, δέον να χειροτονηθῶσιν διά του Μικρού σχήματος».
Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι όσοι ήταν μέχρι τότε ρασοφόροι, χωρίς να γίνουν μικρόσχημοι, αλλά έχουν καταταγεί στις τάξεις του Κλήρου, δεν είχαν υποχρέωση να γίνουν μικρόσχημοι μοναχοί. Άρα δεν είναι μοναχοί, αλλά μπορούν οι άγαμοι να φορούν επιριπτάριο, που είναι μοναχικό ένδυμα, μπορούν να χειροθετούνται Αρχιμανδρίτες και να αποκαλούνται Αρχιμανδρίτες, όπως οι Ηγούμενοι των Μονών, οι οποίοι είναι μεγαλόσχημοι μοναχοί. Πρόκειται για προκλητικές απομιμήσεις.
Πώς νοείται ένας ρασοφόρος που δεν είναι μοναχός κατά τις αποφάσεις να χειροτονείται ιερεύς και να αποκαλείται ιερομόναχος και να προχειρίζεται σε Αρχιμανδρίτη, και να έχει πρεσβεία ιερωσύνης, από Πρεσβυτέρους έγγαμους κληρικούς;
Σε μία από τις Εγκυκλίους της Διαρκούς Ιερᾶς Συνόδου γράφεται: «Η τάξις των Ρασοφόρων διαφέρει των τελείων Μοναχών». Όμως, για να υπάρχη ένας τέλειος μοναχός, προϋποτίθεται ότι υπάρχει ένας αρχάριος ή εισαγωγικός μοναχός. Ποιός είναι αυτός; Ο μικρόσχημος; Φυσικά όχι, αφού ένα είναι το σχῆμα και δεν διαιρείται σε δύο. Ασφαλώς, αρχάριος και εισαγωγικός μοναχός δεν είναι ο δόκιμος, αλλά ο ρασοφόρος.
Το ακόμη παράδοξο ότι οι κατά καιρούς Σύνοδοι, σε μεγαλύτερο αριθμό αποφάσεων από τις Συνόδους που εξέδωσαν τις ως άνω τέσσερεις αποφάσεις, που οφθαλμοφανώς είναι αντιφατικές και χρήζουν διορθώσεως, ενέκριναν Εσωτερικούς Κανονισμούς των Ιερών Μονών, στους οποίους σαφώς φαίνεται ότι οι ρασοφόροι είναι μοναχοί και, μάλιστα, κατά βάσιν συμμετέχουν στα Όργανα των Ιερών Μονών και τέτοια Όργανα με τη συμμετοχή των ρασοφόρων μοναχών εξέδωσαν σοβαρές αποφάσεις με νομικά αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, ο Νόμος 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» στο άρθρο 39 παρ. 4 διαγορεύει:
«Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους ιερούς Κανόνας, τάς μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του Κράτους, δι’ εσωτερικού κανονισμού, δημοσιευμένου διά του Δελτίου “Εκκλησία”».
Βάσει αυτής της διατάξεως εκδόθηκαν πολλοί Εσωτερικοί Κανονισμοί των Ιερών Μονών, ύστερα από έγκριση των κατά τόπους Μητροπολιτών, της Συνοδικής Επιτροπής επί του Μοναχικού βίου και αποφάσεις των κατά καιρούς Διαρκών Ιερών Συνόδων και αποτελούν «το ζωντανό δίκαιο».
Όλοι οι Εσωτερικοί Κανονισμοί προβλέπουν ότι οι ρασοφόροι είναι μοναχοί που διακρίνονται από τους μεγαλόσχημους μοναχούς, εγγράφονται στα Μοναχολόγια των Ιερών Μονών και συμμετέχουν στα Όργανα Διοικήσεως των Ιερών Μονών, με διαφοροποιήσεις ως προς τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Ανεζήτησα στο Περιοδικό «Εκκλησία» τους Εσωτερικούς Κανονισμούς και εντόπισα 20 Κανονισμούς Ιερών Μονών, οι οποίοι εγκρίθηκαν από την Ιερά Σύνοδο τα τελευταία χρόνια μόνο κατά την περίοδο 2016-2021, δηλαδή μόλις πέντε έτη.
Στους Εσωτερικούς αυτούς Κανονισμούς μνημονεύονται οι ρασοφόροι μοναχοί για τους οποίους γίνεται ειδική ακολουθία και συγκαταλέγονται στην Αδελφότητα της Ιερᾶς Μονῆς, και μάλιστα κατά βάσιν έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Παραθέτω κατάλογο δειγματοληπτικών Εσωτερικών Κανονισμών Ιερών Μονών που εγκρίθηκαν από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο μέσα σε αυτήν την προοπτική:
Ι. Μονή Γεργοεπηκόου, Μάνδρας Αττικής (2016)
Ι. Μονή Προφήτου Ηλίου, Θήρας (2016)
Ι. Μονή Αγίας Τριάδος, Μάτι Αττικής (2016)
Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Κερνίτσης (2016)
Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πανόραμα Θεσσαλονίκης (2016)
Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Καλαμίου Αρκαδίας (2016)
Ι. Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Μαζαρακίου Θηβών (2017)
Ι. Μονή Ζωοδόχου Πηγής, Πάρου (2017)
Ι. Μονή Ζωοδόχου Πηγής, Κλειβωκάς Αρκαδίας (2017)
Ι. Μονή Φανερωμένης, Λευκάδος (2018)
Ι. Μονή Αγίας Τριάδος, Αγίου Νεκταρίου, Τερψιθέας (2018)
Ι. Μονή Αγίας Βαρβάρας, Ρουσάνου (2018)
Ι. Μονή Αγίου Θεοδώρου του Γαβρᾶ, Πέντε Βρύσεων Λαγκαδά (2019)
Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Λιγοβιτσίου Φυτειών Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας (2019)
Ι. Μονή Αγίου Αθανασίου, Ζηκοβίτσης (2020)
Ι. Μονή Αγίας Παρασκευής, Κορωνείας (2020)
Ι. Μονή Αγίου Νεκταρίου, Σπανού Κιλκισίου (2020)
Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Σταγιάδων (2020)
Ι. Μονή Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, Βογατσικού (2021)
Ι. Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Αιγιαλείας (2021)
Είναι βέβαιο ότι όλοι οι Εσωτερικοί Κανονισμοί Ιερών Μονών που εγκρίθηκαν από την Ιερά Σύνοδο, και οι προηγούμενοι από τους ως άνω αναφερθέντες Κανονισμούς, έχουν κατά βάσιν το ίδιο περιεχόμενο, οπότε αποτελεί εκκλησιαστική πρακτική. Η διαφορετική θεώρηση, ότι δήθεν οι ρασοφόροι μοναχοί είναι δόκιμοι, όχι μόνον είναι αντορθόδοξη και αντιπαραδοσιακή, αλλά θα δημιουργήσει μεγάλη αναταραχή στις τάξεις των μοναχών ακρίτως και επιπολαίως.
Μάλιστα, σε Εσωτερικό Κανονισμό Ιερᾶς Μονῆς που εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο, ύστερα από απόφαση του επιχώριου Μητροπολίτου και πρόταση της Συνοδικής Επιτροπής επί του Μοναχικού βίου και δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο 2015 στο Περιοδικό «Εκκλησία», διαλαμβάνονται τα εξής:
«Η μοναχή από της προσελεύσεώς της ως δοκίμου εις την Ιερά Μονή αποξενοείται των ιδίων χρημάτων και πραγμάτων, από δε της κατατάξεώς της εις την Αδελφότητα (εννοείται διά της ρασοφορίας) η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας και των εισοδημάτων, τα οποία ενδέχεται να έχει, περιέρχονται εις την Μονήν.
Μετά την μεγαλοσχημίαν η ακίνητος περιουσία της αδελφής περιέρχεται εις την Ιερά Μονήν κατά τον Νόμον…».
Οι Εσωτερικοί Κανονισμοί που ισχύουν στις Ιερές Μονές ισχύουν εν παντί, προκαλούν εκκλησιαστικές και νομικές συνέπειες, που σημαίνει ότι αποτελούν το λεγόμενο «ζωντανόν δίκαιον». Ακριβώς για τον λόγο αυτό ήταν απαραίτητο το θέμα να έλθη στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
4. Οι ρασοφόροι μοναχοί κατά την νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων
Εισερχόμαστε σε ένα λεπτότατο θέμα που δημιουργεί ή επιτείνει τη σύγχυση και στο θέμα αυτό των ρασοφόρων μοναχών, όπως και σε πολλά άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα.
Είναι γνωστό σε όσους ασχολούνται με τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ότι ανέκυψαν πολλές θεωρίες ως προς αυτήν τη σχέση, άλλοτε επεκράτησαν συστήματα καισαροπαπισμού, άλλοτε παποκαισαρισμού, άλλοτε σχέσεις νόμω κρατούσης Πολιτείας, άλλοτε συναλληλίας κ.ά. Η Εκκλησία κυρίως εδώ στην Ελλάδα, μετά τη συγκρότηση του νέου Ελληνικού Κράτους, υπέστη πολλά από την Πολιτειοκρατία που επεκράτησε λόγω των παρεμβάσεων όχι μόνον του Εθνικού Κοινοβουλίου, αλλά και των Δικαστηρίων στα θεολογικά και εκκλησιαστικά θέματα. Άλλωστε, διαρκής είναι «η διαπάλη μεταξύ νομιμότητας και κανονικότητας». Έχουμε υποστεί πολλά από αυτήν τη διαπάλη και κυρίως την προσπάθεια του Κράτους να εισέλθει στα εσωτερικά της Εκκλησίας και να τα ερμηνεύσει σύμφωνα με το δίκαιο της Πολιτείας.
Η Εκκλησία εργάζεται στη συγκεκριμένη Πολιτεία με βάση τη θεολογία της, τις εκκλησιαστικές της παραδόσεις και το κανονικό της Δίκαιο. Φυσικά, εμείς οι Κληρικοί, εξαιρέτως οι Επίσκοποι, ζώντας σε μια ευνομούμενη Πολιτεία ποτέ δεν πρέπει να υποτιμούμε και να παρακάμπτουμε το εκκλησιαστικό πολίτευμά μας και το κανονικό μας Δίκαιο, υποστηρίζοντας τις αποφάσεις των κοσμικών Δικαστηρίων, όταν, μάλιστα, υπονομεύουν τη θεολογία και την παράδοση της Εκκλησίας. Αυτό συνιστά έκπτωση από το ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα και είναι εκκοσμίκευση. Δεχόμαστε τους νόμους του Κράτους, όταν αυτοί δεν εισέρχωνται στα εσωτερικά της Εκκλησίας και προσβάλλουν το Κανονικό της Δίκαιο.
Επομένως, όταν διαβάζουμε κείμενα στα οποία υποστηρίζεται ότι ναι μεν οι ρασοφόροι μοναχοί είναι εἰσαγωγικοί μοναχοί κατά την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά τα Πολιτικά Δικαστήρια δεν τους θεωρούν μοναχούς, τότε αισθανόμαστε έκπληξη, γιατί αυτό συνιστά άρνηση και παραθεώρηση της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, την οποία υποσχεθήκαμε, κατά τη χειροτονία μας σε Επίσκοπο.
Όμως, στο προκείμενο θέμα των ρασοφόρων μοναχών υπάρχουν δεκάδες αποφάσεις των Δικαστηρίων και διαπιστώνεται ότι δεν κάνουν λόγο για το ότι οι ρασοφόροι δεν είναι μοναχοί, αλλά τους απασχολούν κυρίως τα θέματα που απορρέουν από τη σχέση των μοναχών με την Ιερά Μονή, ως προς τα περιουσιακά ζητήματα. Κυρίως περιορίζονται να τονίσουν τη σταυροειδή κουρά που γίνεται μετά από έγκριση του Μητροπολίτου ενώπιον του ιερού Θυσιαστηρίου και της Αδελφότητας της Ιερᾶς Μονῆς, ύστερα από αιτήσεις των ενδιαφερομένων και των συγγενών τους, τα περιουσιακά τους στοιχεία, όταν αυτά αμφισβητούνται.
Πριν προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις, θα πρέπει να γίνει ένα σχόλιο πάνω στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας για τους ρασοφόρους μοναχούς.
Η παράγραφος 6, του άρθρου 39 του Νόμου 590/1977 περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος ορίζει σαφώς τις κανονικές αρμοδιότητες του Μητροπολίτου επί των Ιερών Μονών της Περιφέρειας του. Διαλαμβάνει:
«6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ἱερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν διά την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταῖς ἱεραῖς ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν διά την κατά τους ἱερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχο της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής».
Από την διάταξη αυτή του Νόμου φαίνεται ότι η κανονική και νόμιμη αρμοδιότητα του Μητροπολίτου είναι «η έγκρισις της κουράς των μοναχών».
Αυτό σημαίνει ότι, εφ’ όσον ο Μητροπολίτης εγκρίνει την τέλεση της ρασοφορίας σε μοναχό, διά της κουράς, ο ρασοφόρος μοναχός είναι μοναχός, και κατά την διάταξη του νόμου, αναμένοντας την τέλεση της κουράς σε μεγαλόσχημο στον κατάλληλο καιρό. Έτσι, ο ρασοφόρος που δέχθηκε κουρά, ύστερα από έγκριση του Μητροπολίτου, είναι εἰσαγωγικός μοναχός και όχι λαϊκός.
Όμως, θα σημειωθούν μερικές σημαντικές αποφάσεις Δικαστηρίων που επικυρώνουν τα ανωτέρω.
Επειδή δεν προβλέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος η έκδοση Γενικού Κανονισμού για την Ίδρυση και λειτουργία των Ιερών Μονών, από όλα τα Δικαστήρια εκλαμβάνεται το ήδη υφιστάμενο Β.Δ. της 28 Ιουλίου/15 Σεπτεμβρίου 1858 «Κανονισμός περί των Μοναστηρίων» (ΦΕΚ 42). Στο εν λόγω Β.Δ. (αρ. Ζ΄, παρ. β) περί του μοναχολογίου διαλαμβάνεται ότι τα «μοναστικά συμβούλια» μεταξύ των άλλων οφείλουν να κρατούν το μοναχολόγιο, «εν ᾧ εγγράφεται κατ’ όνομα και επώνυμον, πατρίδα, ηλικία, εποχή της εις την μονήν προσελεύσεως, εποχή της κουράς, και βαθμόν έκαστος των εν τη μονή μοναχών».
Παρατηρεί κανείς ότι εδώ γίνεται λόγος για βαθμούς μοναχών με τον χρόνο της κουράς τους.
Οι Σπύρος Τρωιάνος και Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου σημειώνουν ότι «το Β.Δ. της 28.7./15.9.1858 εξακολουθεί και μετά το Ν. 590/1977 να ισχύει συμπληρωματικά, εφόσον δεν καταργήθηκε από τον 39/1977 Καν. της Δ.Ι.Σ., και να ρυθμίζει ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από τον ΚΧΕΕ».
Τα Πολιτικά Δικαστήρια όσες φορές κρίνουν υποθέσεις Ιερών Μονών και μοναχών, έχουν υπ’ όψη τους τις διατάξεις του ως άνω Βασιλικού Διατάγματος. Γενικά, αναφέρονται σε «μοναχική κουρά» που γίνεται με «θρησκευτική τελετή» και «περατώνεται με σταυροειδή απόκαρση της κόμης του υποψηφίου», βεβαιώνεται από τον Μητροπολίτη και στηρίζεται «σε υπεύθυνη δήλωση του ηγουμενοσυμβουλίου» και αναγνωρίζουν τον ρασοφόρο μοναχό ως βαθμό της μοναχικής ζωής. Θα αναφερθούν μερικές αποφάσεις:
Πρώτον. Η υπ’ αριθ. 732/1969 απόφαση του Αρείου Πάγου διαλαμβάνει σχετικά:
«…περί της ιδιότητος του μοναχού αποτελεί πλήρη απόδειξη η βεβαίωση του οικείου Μητροπολίτου, στηριζομένη εις υπεύθυνον δήλωσιν του ηγουμενοσυμβουλίου, ότι ούτος φέρεται εγγεγραμμένος εν τω μοναχολογίω της Μονής, ουδεμίας άλλης αποδείξεως απαιτουμένης, σαφώς συνάγεται ότι η βεβαίωση του οικείου Μητροπολίτου, αποτελεί πλήρη απόδειξη περί της ιδιότητος του μοναχού μόνον εάν εκ τούτης προκύπτει ότι στηρίζεται αυτή επί υπευθύνου δηλώσεως του ηγουμενοσυμβουλίου και φέρεται ούτος εγγεγραμμένος εν τω μοναχολογίω…».
Δεύτερον. Η υπ’ αριθ. 826/1984 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς αναφέρει σχετικά:
«…περί της ιδιότητος του μοναχού αποτελεί πλήρη απόδειξη η βεβαίωση του οικείου Μητροπολίτου, στηριζομένη εις υπεύθυνον δήλωσιν του ηγουμενοσυμβουλίου, ότι ούτος φέρεται εγγεγραμμένος εν τω μοναχολογίω της Μονής, ουδεμίας άλλης αποδείξεως απαιτουμένης… Η απόκτηση εξάλλου της ιδιότητας του Μοναχού γίνεται κατά την διαδικασία και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι Αποστολικοί και Συνοδικοί Κανόνες σε Ιερά Μονή που λειτουργεί κανονικά, κατόπιν δοκιμασίας και μοναχικής κουράς που πραγματοποιείται σε θρησκευτική τελετή και περατώνεται με σταυροειδή απόκαρση της κόμης του υποψηφίου…».
Τρίτον. Η απόφαση 102/2008 του Πολιτικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου διαλαμβάνει:
«Η απόκτηση εξάλλου της ιδιότητας του Μοναχού γίνεται κατά τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι Αποστολικοί και Συνοδικοί κανόνες σε Ιερή Μονή που λειτουργεί κανονικά, κατόπιν δοκιμασίας και μοναχικής κουράς που πραγματοποιείται σε θρησκευτική τελετή και περατώνεται με σταυροειδή απόκαρση της κόμης του υποψηφίου, και συνεπώς η παραπάνω βεβαίωση του Μητροπολίτη, που στηρίζεται σε υπεύθυνη δήλωση του ηγουμενοσυμβουλίου περί εγγραφής του Μητροπολίτη, την οποία πάλι (εγγραφή) ενεργεί οποιοσδήποτε μοναχός, άσχετα με το αν ενήργησε ή παρακολούθησε την κουρά και αν η τελευταία έγινε σε προγενέστερο χρόνο σε άλλη Μονή (Μονή Μετανοίας) από την οποία απήλθε ο μοναχός για να ενταχθεί στη Μονή που αναφέρεται στο Μοναχολόγιο (Μονή Εγκαταβιώσεως) δεν παρέχει, καιτοι είναι δημόσιο έγγραφο ως προς την τέλεση της Κουράς και τη τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων αυτής, πλήρη απόδειξη σε βαθμό που να μην επιτρέπεται ανταπόδειξη παρά μόνο προσβολή αυτής ως πλαστής (ΑΠ 732/1969, ΝοΒ 18.659, ΕΕΝ 37.331, Εφ.Πειρ 826/1984, ΝοΒ 33.842 επ.)».
Τέταρτον. Η απόφαση 173/2001 του Αρείου Πάγου αναφέρεται στην εγγραφή του ρασοφόρου και του μεγαλοσχήμου στο μοναχολόγιο της Ιερᾶς Μονῆς, και αυτή η διάκριση καθορίζεται όπως διαλαμβάνεται στο Β.Δ. 28/7-1/9-1858, ως βαθμός μοναχού. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση:
«Με την ευθύνη του Ηγουμενοσυμβουλίου, κάθε Μονή διατηρεί ειδικό υποχρεωτικό βιβλίο, το Μοναχολόγιο στο οποίο εγγράφονται οι ανήκοντες στη δύναμη της Μονής μοναχοί και σημειώνεται το όνομα, επώνυμο, πατρίδα, ηλικία, εποχή προσελεύσεως στη Μονή, εποχή της κουράς και ο βαθμός του μοναχού (παρ. Ζ΄ τοῦ ΒΔ 28/7-15/9-1858).
Η εγγραφή στο Μοναχολόγιο χρησιμεύει για την απόδειξη της μοναχικής ιδιότητας και όχι για την απόκτησή της, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ολοκληρώνεται με τη θρησκευτική τελετή της κουράς. Έτσι, κατά το άρθρο 1 εδάφ. β´ του ΝΔ 1918/1942, που κυρώθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 184/1946 σε συνδυασμό με την 58/1945 Συντακτική Πράξη, περί της ιδιότητας του μοναχού, αποτελεί πλήρη απόδειξη η βεβαίωση του οικείου Μητροπολίτου, στηριζομένη σε υπεύθυνη δήλωση του Ηγουμενοσυμβουλίου, ότι ούτος φέρεται εγγεγραμμένος εν τω Μοναχολογίω της Μονής, ουδεμίας άλλης αποδείξεως απαιτουμένης. … Η επέλευση των περιουσιακών συνεπειών, λόγω της κουράς, προϋποθέτει πραγματική είσοδο και παραμονή στη Μονή, η οποία και χαρακτηρίζεται ως Μονή της μετανοίας του μοναχού. Για το λόγο αυτό η πρώτη εγγραφή γίνεται αμέσως μόλις εισέλθει στη Μονή ο δόκιμος μοναχός, ενώ μετά την κουρά αναγράφεται η ημερομηνία τελέσεώς της και ο βαθμός του μοναχού (ρασοφόρος ή μεγαλόσχημος)…».
Συνεπώς, τα όσα διαλαμβάνονται περί σταυροειδούς αποκάρσεως της κόμης και θρησκευτικής τελετής ισχύουν και για την ακολουθία σε ρασοφόρο μοναχό. Γίνεται λόγος για βαθμούς της μοναχικής ζωής, όπως μνημονεύει το Β.Δ. 1858 και αποσαφηνίζοντας (ρασοφόροι-μεγαλόσχημοι).
Πέμπτον. Υφίσταται ad hoc απόφαση Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (αριθμ. 133/1970 Μονομ.) η οποία αναφέρεται με καθαρότατο τρόπο στον ρασοφόρο μοναχό.
Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω απόφαση, σχετικά με το κρίσιμο θέμα γίνεται αναφορά πέραν της νομολογίας της εποχής εκείνης και σε πληθώρα συγγραφέων. Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στον καθηγητή Παναγιώτη Παναγιωτάκο, Σύστημα Εκκλησιαστικού Δικαίου Τόμος Δ΄, το δίκαιο των Μοναχών, στον καθηγητή Γεώργιο Ράμμο, Στοιχεία Εκκλησιαστικού Δικαίου, στον καθηγητή Χριστοφιλόπουλο, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, στους Μίλα – Σακελλαρόπουλο, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, στον Αντώνιο Μομφεράτο, Κληρονομικόν Δίκαιον των Μοναχών, στους Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα θείων και Ιερών Κανόνων, στον Μελέτιο Σακελλαρόπουλο, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, στον Ιερώνυμο Κοτσώνη, Προβλήματα της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, στον Αμίλκα Αλιβιζάτο, η Οικονομία και το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στον Π. Χριστοφόρον Νο Β…, στον Φραγκίστα, Ερμηνεία Α.Κ., στον Γιαννακόπουλο Νο Β…, στον Β. Παπαθέον Νο Β…, στον Μπαλή …, στον Βαρυμποπιώτη.
Στην εν λόγω απόφαση του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας μεταξύ των άλλων διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:
«Η ιδιότητα του μοναχού υφίσταται ακέραια από της κουράς είναι δε ενιαία. Η μοναστηριακή όμως πράξη, χωρήσασα διά μέσου των αιώνων διαφόρως προς την εν τῇ Εκκλησία κρατούσα τάξη και ακρίβεια περί του θεσμού οργανώσεως του μοναχικού βίου διά λόγους πολλούς αναγομένους τόσο εις τον σεβασμόν προς τον θεσμόν της ασκήσεως όσον και εις τον τομέα της ευρύτερης αναπτύξεως του μοναχικού βίου εντός του πολιτειακού και εκκλησιαστικού καθεστώτος, διαχωρίζει εις διαφόρους τύπους τους μοναχούς. Ούτως από της απόψεως αυστηρότητος του κανόνος ασκητικής διαβιώσεως των μοναχών της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι μετ’ άσκησιν κειρόμενοι μοναχοί διακρίνονται εις τρεις τύπους: α) Μεγαλόσχημοι ή αλλως τέλειοι μοναχοί, β) Μικρόσχημοι μοναχοί ή αλλως σταυροφόροι καλούμενοι, και γ) Ρασοφόροι ή αρχάριοι μοναχοί εκάστης κατηγορίας διακρινομένης εκ του είδους των ενδυμάτων και συμβόλων των απαρτιζόντων την ήν αμφιέννυνται αυτοί μοναχικήν στολήν… Αρχικώς κατά τον ε΄ μέν αιώνα υπήρχαν οι δύο πρώτοι ως άνω τύποι μοναχών (μεγαλόσχημοι και μικρόσχημοι), βραδύτερον δε εδημιουργήθη και τρίτος τοιούτος (οι ρασοφόροι ή αρχάριοι μοναχοί), οι τελευταίοι αυτοί οφείλουν την ονομασία αυτή εις την μοναχική στολήν την φέρουσιν, την απαρτιζομένην α) από το ράσον ή χιτώνα και β) από το καλυμαύχιον ή καμηλαύχιον, εν αντίθεσει προς τους άλλους δύο τύπους ή κατ’ άλλην έκφρασιν τους δύο έτερους βαθμούς μοναχών…. των οποίων η μοναχική στολή απαρτίζεται εκ πλειόνων ενδυμάτων και συμβόλων. Ο ρασοφόρος ή αρχάριος μοναχός προσκτάται την μοναχικήν ιδιότητα μετά πλήρη και κανονικήν υπό τα μοναχικά καθεστώτα δοκιμασίαν εν ειδική θρησκευτική τελετή κατά την εν τῷ Μεγάλῳ Ευχολογίῳ οριζομένην ακολουθίαν εντός του ιερού Ναού ενώπιον του Ηγουμένου και όλων των μελών της μοναχικής αδελφότητας».
Στη συνέχεια η εν λόγω σπουδαιότατη απόφαση καταγράφει όλην την ακολουθία της ρασοφορίας-ρασοευχής για την τεκμηρίωση των θέσεων αυτών, μνημονεύοντας την ευχή του Ιερέως στον Χριστό για να ζήσει ο ρασοφόρος επάξια στην Αγγελική αυτή πολιτεία και να διατηρή “καθαράν αυτού την ψυχήν και το σώμα” “έως θανάτου” και δέεται καταλλήλως. Συνεχίζει το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως:
«Ακολούθως δε ο ιερεύς, ως συμβαίνει και επί της τελετής της κουράς μικροσχήμων και μεγαλοσχήμων μοναχών, κουρεύει τον ρασοφόρον σταυροειδώς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και ενδύει αυτόν τον χιτώνα και το καλυμαύχιον. Η ως άνω ευχή περιέχει συνοπτικώς τας διά της καταθέσεως ιεράς επαγγελίας της υπακοής, εγκράτειας και της ακτημοσύνης, προς το περιεχόμενον των οποίων συγκατατίθεται σιωπηρώς ο υποψήφιος ρασοφόρος μοναχός, οστις κείρεται μετά ταύτα διά της σταυροειδούς αποκάρσεως της κόμης του… Ο κατά την προεκτεθείσαν διαδικασίαν κειρόμενος ρασοφόρος μοναχός, τον τύπον του οποίου επέβαλλεν κατά τα προεκτεθέντα η διά μέσου των νεωτέρων αιώνων μοναστηριακή πράξις, γίνεται τακτικόν και μόνιμον μέλος της μοναχικής αδελφότητος ορισμένης Ιερᾶς Μονής και δεσμεύεται εκ των ιερών επαγγελιών της μοναχικής ομολογίας. Διαφέρει ούτος του υποψηφίου, δηλαδή του δοκιμου μοναχού του δοκιμαζομένου απλώς έστω και εν χρήσει του μοναχικού ενδύματος… Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων οι μετά ταύτην δοκιμασίαν έχοντες άμα τα νόμιμα προς κατάταξίν των εις την μοναχικήν αδελφότητα προσόντα κειρόμενοι ρασοφόροι μοναχοί ως ομολογούντες την διά βίου εν τῷ μοναστηρίῳ διαμονήν (κατά την προεκτεθείσαν άποψιν, ην και το δικαστήριον τούτο αποδέχεται), είναι μοναχοί υποκείμενοι εις τας περί της μοναχικής πολιτείας διατάξεις, και ως εκ τούτου ούτοι διέπονται από το ειδικόν νομοθετικόν καθεστώς περί της κληρονομίας μοναχών… Την ορθότητα της γνώμης ότι οι υπό την ως άνω διαδικασίαν κειρόμενοι είναι μοναχοί από και διά της κατά τον προαναφερόμενον τρόπον κουράς των υπό του τύπου του ρασοφόρου και θεωρούνται ως καταταγέντες εις την Μονήν ενισχύουν οι κάτωθι λόγοι:
Α) Ο ρασοφόρος μοναχός δεν παύει να υπέχει λόγω της μοναχικής του ιδιότητας υποχρέωσιν ασκήσεως εντός της Μονής, ως και οι μεγαλόσχημοι ή μικρόσχημοι μοναχοί, έστω και αν η άσκησις αυτή είναι ηπιωτέρα… Β) Μεταξύ της ιεράς ακολουθίας της τελουμένης κατά την πανηγυρική κουρά του κειρομένου ως μικροσχήμου μοναχού και της αντιστοίχου εκείνης ακολουθίας κατά την κουρά του μεγαλοσχήμου μοναχού… υφίσταται μία ουσιωδέστατη διαφορά αφορoύσα κυρίως την ακτημοσύνην, δοθέντος ότι ο υποψήφιος μικρόσχημος μοναχός δεν ερωτάται, ως ο μεγαλόσχημος, “άν αποτάσσεται τω κόσμω και τοις εν τω κόσμω”, κατά την εντολή του Κυρίου… Γ) Ως ρασοφόρος μοναχός υπό την προεκτεθεισάν έννοια θεωρείται εκείνος όστις, έχων τα νόμιμα προσόντα προς απόκτηση της μοναχικής ιδιότητος μετά την παρέλευση του χρόνου δοκιμασίας των μοναχών με άδεια του οικείου Επισκόπου, κείρεται υπό Κληρικού εντός της εκκλησίας μοναχός και ενδύεται παρά τού τελευταίου τον τύπον της στολής του ρασοφόρου μοναχού κατόπιν τελέσεως της εν τω Μεγάλω Ευχολογίω οριζομένης θρησκευτικής τελετής, καθ’ ήν αναγινώσκεται προς τον κειρόμενον η προδιαληφθείσα περιληπτική της μοναχικής επαγγελίας ευχή και κείρεται σταυροειδώς η κόμη του, εγκλείεται δε ο μοναχός ούτος εις το μοναστήριον προς ισόβιον άσκησιν, έστω και αν αύτη είναι ηπιωτέρα της του μεγαλοσχήμου ή μικροσχήμου μοναχού. Πολλάκις δε, ως εν τω προκειμένω, ο ρασοφόρος μοναχός αποτελεί και μέλος του Ηγουμενοσυμβουλίου (της διαγραφ. η λέξις) Μονής, η οποία υπέχει έναντι αυτού (ρασοφόρου) υποχρέωση προς παροχήν τροφής κατά τον χρόνο της εν αυτη εγκαταβιώσεώς του, διότι αυτός είναι μοναχός υπό πάσαν έποψιν. Όθεν δεν είναι συνεπές και λογικόν να θεωρηθή ότι ο ρασοφόρος δεν είναι μοναχός και δεν κατετάγη εις την μοναχικήν αδελφότητα. Τούτο δε διότι κατά την ως άνω διαδικασίαν ετηρήθησαν αμφότερα τα στάδια διά την πρόσκτηση της μοναχικής κουράς, ήτοι: α) το τε συμβουλευτικόν στάδιον της τελέσεως της μοναχικής κουράς επί του κατ’ αυτόν τον τρόπον κατά την τέλεσιν της οικείας θρησκευτικής τελετής ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου, υποσχεθέντος την μοναχικήν επαγγελίαν, β) το στάδιον της διαβεβαιώσεως της μοναχικής επαγγελίας, τόσο κατά την εσωτερικήν του πλευράν, την αφορoύσαν την ουσίαν του περιεχομένου της μοναχικής ομολογίας, όσον και την εξωτερικήν πλευράν του σταδίου τούτου, την συμβολίζουσαν και συνιστώσαν τον πανηγυρικόν τύπον, διά του οποίου, με μίαν τινά εις την περί ης ο λόγος περίπτωση παραλλαγήν εν συγκρίσει με την κουρά του μεγαλοσχήμου ή μικροσχήμου μοναχού, κατατίθεται η μοναχική ομολογία περί της εν υπακοή, παρθενία και ακτημοσύνη ισοβίου εν τη μονή ασκήσεως… Ειρήσθω ότι δεν οδηγεί εις την αντίθετον της ανωτέρω κρίσεως εν σχέσει με την ρύθμισιν της κληρονομίας την υπό την προεκτεθεισάν έννοιαν ρασοφόρων μοναχών, το γεγονός ότι ήδη η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος (όρα την υπ’ αριθμ. 98/1945 εγκύκλιον και το υπ’ αριθμ. 4811/1968 έγγραφον της Ιερής Συνόδου), θέλουσα να αντιδράση εις την εφάμαρτον συνήθειαν “της ανά τους αιώνας διαμορφωθείσης μοναστηριακής πράξεως καταγραφής εις τα μοναχολόγια των μη χειροτονηθέντων αλλά απλώς την ευχήν της ρασοφορίας δεχθέντων προσώπων”, απήγόρευσε πάσαν μελλοντικήν καταγραφήν ταύτην εις τα μοναχολόγια. Τούτο δε διότι η μετά την τήρησιν της νομίμου διαδικασίας (δοκιμασία υπό τα μοναχικά καθεστώτα, άδεια Μητροπολίτου, θρησκευτική τελετή μοναχικής αποκάρσεως κατά τα εν τω Μεγ. Ευχολογίω διά σταυροειδούς αποκάρσεως της κόμης του μοναχού) κουρά ακολουθούμενη από εγγραφήν αυτού εις το μοναχολόγιο και πολυετή διαβίωση εν τη Μονή της μετανοίας του του καρέντος ρασοφόρου μοναχού, δεν δύναται να παρεμποδίση τα αποτελέσματα της από το μοναστικόν τούτο σχημα (ρασοφόρου) μοναχικής κουράς, από της οποίας και διά της οποίας, ο υπό τας προεκτεθείσας περιστάσεις κατατάσσεται εις την μοναχικήν αδελφότητα της Μονής της μετανοίας του… Από της τοιαύτης δε κατατάξεως έχουν εφαρμογήν ως προς την κληρονομίαν αυτού αι ειδικαί διατάξεις του Ν. ΓΥΙΔ/1909, ως ούτος τροποποιηθείς ισχύει σήμερον.
Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη, υπό του εν Πάτραις Εφετείου (Αριθμ. 224/1971). Πρέπει να επισημανθεί ότι η εν λόγω αμετάκλητη Δικαστική απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, σε τέτοιο βαθμό εμπεριστατωμένη, που να ανταποκρίνεται πλήρως στην κανονική και μοναχική παράδοση της Εκκλησίας περί του ρασοφόρου μοναχού, η οποία, μάλιστα, αποφασίζει αντίθετα από τις τότε Εγκυκλίους της Ιερής Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τις οποίες και μνημονεύει.
Έκτον. Παρεμπιπτόντως κάνουν λόγο περί «ρασοφόρου μοναχού», αποδίδοντας στην ιδιότητα αυτή κανονικές, αλλά και εμμέσως έννομες συνέπειες και οι εξής αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας:
α) 353/2001 (ΕΑ) «…Επειδή από τα προσκομιζόμενα στοιχεία προκύπτει ότι ο αιτών, δόκιμος μοναχός από 28-2-1985, έλαβε ρασοευχή και έγινε μοναχός την 28-8-1986 …»
β) ΣτΕ 987/2023, ΣτΕ 433/2024, ΣτΕ 319/2021.
Τέλος θα θέσω και τον εξής προβληματισμό, που πρέπει να τύχει ειδικής νομικής διερεύνησης: Εν όψει του ότι, όπως είναι γνωστό, με την έγκριση του εσωτερικού Κανονισμού από την Ιερά Σύνοδο στα περισσότερα Ηγουμενοσυμβούλια, ως όργανα διοίκησης των Ιερών Μονών, συμμετέχουν ως μέλη αυτών και ίσως κατά πλειοψηφία ρασοφόροι, υπό την ως άνω έννοια μοναχοί, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι δεν κατέχουν την μοναχική ιδιότητα, τίθεται θέμα εγκυρότητας των αποφάσεών τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αλλά και δυνατότητας νόμιμης συγκροτήσεώς τους.
Σε κάθε περίπτωση η εισήγησή μου, όπως ανέφερα και εισαγωγικά, σκοπό έχει να παρουσιάση το ποια είναι η θέση των ρασοφόρων μοναχών στην παράδοση και ζωή της Εκκλησίας, διότι νομίζουμε ότι σε τέτοια ευαίσθητα εκκλησιαστικά ζητήματα δεν χρειάζεται να είμαστε πολιτειοκράτες, αλλά να ακολουθούμε την Εκκλησιαστική, Μοναχική παράδοση αιώνων και να μην απεμπολούμε τα τίμια τα οποία μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας.
5. Συνέπειες της ισχύος των αποφάσεων της Διαρκούς Ιερής Συνόδου
Η άποψη, παρά τα ανωτέρω, ότι οι ρασοφόροι μοναχοί που υπέστησαν δοκιμασία και κουρά δεν είναι μοναχοί, θα επιφέρει τις εξής συνέπειες:
Πρώτον, θα διαγραφεί μια παράδοση πάνω από χίλια έτη που θεωρεί τους ρασοφόρους εισαγωγικούς μοναχούς, αρχή του μεγάλου σχήματος, με δικαιολογία μερικά περιουσιακά στοιχεία των ρασοφόρων μοναχών, πράγμα παράδοξο και αντιεκκλησιαστικό.
Δεύτερον, θα υπάρξει διαφοροποίηση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατά το οποίο οι ρασοφόροι είναι αρχάριοι-εισαγωγικοί μοναχοί, όπως φαίνεται στο Άγιον Όρος, την Ιερά Μονή Πάτμου και αλλού.
Τρίτον, θα καταργηθούν όλοι οι εγκεκριμένοι από την Ιερά Σύνοδο Εσωτερικοί Κανονισμοί των Ιερών Μονών και θα κληθούν να υποβάλουν άλλους κανονισμούς με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τέταρτον, θα επικρατήσει δυσφορία και αναστάτωση στις Ιερές Μονές και τα Ησυχαστήρια από ρασοφόρους και ρασοφόρες μοναχές, ότι δεν θεωρούνται μοναχοί και μοναχές και ενδεχομένως να αποχωρήσουν από τις Ιερές Μονές, αποβάλλοντας το ράσο, με ευθύνη της Συνόδου. Πρόκειται, όπως προαναφέρθηκε, για πάνω από 2.500 ρασοφόρους μοναχούς.
Πέμπτον, εφ’ όσον οι ρασοφόροι δεν θα θεωρηθούν μοναχοί, αλλά δόκιμοι, θα καταργηθεί μια ακολουθία από το Μέγα Ευχολόγιο και δεν θα ελέγχεται η κατάσταση στις Ιερές Μονές από τον Μητροπολίτη, ως προς το θέμα αυτό.
Έκτον, ενδεχομένως θα κριθούν παράνομες οι αποφάσεις που ελήφθησαν από Ηγουμενοσυμβούλια στα οποία συμμετέχουν ρασοφόροι μοναχοί–μοναχές και ακόμη δεν θα μπορούν να συγκροτηθούν, λόγω έλλειψης μοναχών και μοναζουσών.
Έβδομον, όλοι οι άγαμοι Ιερομόναχοι στη διακονία της Εκκλησίας που έχουν δεχθεί την ευχή της ρασοφορίας, δεν θα μπορούν να τιτλοφορούνται Ιερομόναχοι, δεν θα φέρουν τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου με σταυρό, επανωκαλύμμαυχο και δεν θα έχουν τιμητικό λειτουργικό προβάδισμα έναντι των πιο ηλικιωμένων έγγαμων Ιερέων.
Όγδοον, μια τέτοια απόφαση θα προκαλέσει μείζονα προβλήματα, παρά θα επιλύσει, σε μια εποχή μειωμένων μοναχικών κλήσεων και γενικών αναστατώσεων.
Διερωτώμαι: Αξίζουν να γίνουν όλα αυτά, καταργώντας μάλιστα μια παράδοση τουλάχιστον χιλίων ετών χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα;
Πρόταση προς ψηφοφορία
Ύστερα από τα ανωτέρω μπορούμε να επικεντρωθούμε στην εξής πρόταση:
- Οι ρασοφόροι είναι εισαγωγικοί μοναχοί, συμμετέχουν στην όλη ζωή των Ιερών Μονών και στα διοικητικά τους όργανα, σύμφωνα με τους Εσωτερικούς Κανονισμούς που εγκρίθηκαν από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, προετοιμαζόμενοι για τη λήψη εν καιρώ της δωρεάς του Μεγάλου Αγγελικού Σχήματος.
- Το θέμα των περιουσιακών στοιχείων κάθε μοναχού και μοναχής, ρυθμίζεται πριν την ακολουθία σε ρασοφόρο μοναχό (-ή), τελικώς δε με συμβολαιογραφική πράξη με διάκριση και με ελεύθερη βούληση πριν την ακολουθία σε μεγαλόσχημο μοναχό. Αυτό είναι σύμφωνο με την όλη παράδοση της Εκκλησίας και τη νομολογία των Δικαστηρίων.
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος