του αγιορείτη μοναχού Κλαυδιανού
Ένας από τους πρώτους εκφραστές της νηπτικής θεωρίας τους Χριστιανισμού, ή αλλιώς του Μυστικού Εσωτερικού Χριστιανισμού είναι ο Διάδοχος Φωτικής. Γεννημένος στις αρχές του 5ου αιώνα, και Επίσκοπος μιάς μικρής πόλης της Ηπείρου, δεν θαμπώθηκε από τις εξωτερικές υποχρεώσεις της θέσης του, αν κρίνουμε από τα διασωθέντα συγγράμματά του. Ασχολήθηκε περισσότερο με την καλλιέργεια του Νού, όπως αποκαλεί συνήθως το Πνεύμα, και μας άφησε μια πολύτιμη μεθοδολογία για το δρόμο αυτό, πλούσια από προσωπικές εμπειρίες. Στο έργο του «100 Γνωστικά Κεφάλαια» δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά σε εξωτερικούς τύπους λατρείας• μόνο καθαρή θεωρία: λεπτές εκφράσεις νοημάτων στο νού, η αιτία της γεννέσεώς των, ο τρόπος αντιμετώπισης κ.τ.τ. Ακολουθεί μια επιλεκτική σταχυολόγηση του έργου του, προσαρμοσμένη κατά το δυνατόν στη σημερινή πραγματικότητα.
H οδός του Διαδόχου προϋποθέτει δέκα όρους: δέκα σκαλοπάτια, όχι κατ’ ανάγκην διαδοχικά με τη σειρά που δίνονται, αλλά που όλα μαζί ανεβάζουν τον Άνθρωπο στο Φως, τον απελευθερώνουν από τη δουλεία στην Ύλη.
Πρώτος όρος είναι η πίστη: απαθής έννοια περί Θεού. Απ’ εδώ προφανώς αποκλείονται οι θεότητες: εφευρέσεις ανθρώπων που θεοποιούν τα πάθη τους.
Δεύτερος είναι ο όρος της ελπίδος: μετάβαση του νού με αγάπη προς τα ελπιζόμενα.
Τρίτος έρχεται ο όρος της υπομονής: να αντιστεκόμαστε καρτερικά προς το αόρατο Κακό, θεωρόντας το ως ορατό, με τους οφθαλμούς της διανοίας.
Τέταρτος ακολουθεί ο όρος της αφιλαργυρίας: να επιθυμούμε την ανέχεια τόσο θερμά, όσο κάποιος επιθυμεί να έχει. Εδώ μάλλον υπονοεί να μην έχουμε καμμία προσπάθεια στα υλικά: είτε έχουμε είτε δεν έχουμε να μας φαίνεται το ίδιο, να μην ταρασσόμεθα.
Πέμπτος όρος αναφέρεται η επίγνωση: να αγνοούμε τον εαυτό μας με την έκσταση προς το Θεό.
Έκτος τίθεται ο όρος της ταπεινοφροσύνης: συνεχής λήθη των κατορθουμένων. Το όντως «Γνώθι σαυτόν».
Έβδομος όρος η αοργησία: σφοδρή επιθυμία να μην οργίζεσαι. Βεβαίως στην πορεία θα σβήσει η επιθυμία και θα μείνει μόνο η αοργησία.
Όγδοο όρο λέγει την αγνεία: αίσθηση παντοτινά προσκολλημένη στο Θεό. Εννοείται ότι αν ολόκληρη η αίσθηση του ανθρώπου είναι στο Θεό, δεν υπάρχει χώρος για καμμία υλική αίσθηση, για καμμία γήινη ηδονή.
Ένατος έπεται ο όρος της αγάπης: ενδυνάμωση της φιλίας προς αυτούς που σε υβρίζουν και σε κακολογούν. Εδώ εννοείται κυρίως η εσωτερική σου διάθεση προς αυτούς.
Δέκατος και τελευταίος ο όρος της τελείας αλλοιώσεως: μέσα στη θεία τρυφή να θεωρείς χαρά τη στυγνότητα του θανάτου.
Στον προσωπικό αγώνα για την κατοχύρωση των δέκα όρων θα χρειαστούμε λίγο φως στο δρόμο μας. Διαφορετικά θα σκοντάφτουμε πάνω σε διαφόρους λίθους: το εγώ μας, οι σαρκικές απολαύσεις, το υλιστικό περιβάλλον μας. Το φως της αληθινής γνώσεως είναι να μπορείς να διακρίνεις απταίστως το Καλό από το Κακό. Γιατί τότε η οδός της δικαιοσύνης, κατευθύνει τον νού προς τον «ήλιο της δικαιοσύνης», και τον εισάγει στον άπειρο φωτισμό της Γνώσεως.
Η Γνώση όμως που αναφέρουμε εδώ δεν είναι Σοφία. Καί τα δύο είναι βεβαίως χαρίσματα του Πνεύματος του Θεού στον άνθρωπο, αλλά η διαφορά είναι ότι η μεν Γνώση συνάπτει τον άνθρωπο με το Θεό εμπειρικά, με αίσθημα, χωρίς να κινεί την ψυχή σε λόγια. Η δε Σοφία, όταν δοθεί, φανερώνει τις ενέργειες της γνώσης και μπορεί να εκφραστεί με λόγια (Η όντως Θεό-λογία• όχι αυτό που διδάσκεται στα Πανεπιστήμια).
Το δώρο της Γνώσεως όμως δίδεται στον άνθρωπο, όταν αυτός αγαπήσει τον Ποιητή του «εν αισθήσει καρδίας». Τότε φανερώνεται και η αγάπη του Θεού προς αυτόν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τότε αρχίζει να τον αγαπά ο Θεός. Εν συνεχεία όσο πιο βαθιά στην ψυχή του δέχεται την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο δίνεται στο Θεό. Κατόπιν ο άνθρωπος αυτός ζεί με τη φώτιση της γνώσεως, σε ένα συναίσθημα σφοδρού έρωτα, μέχρις ότου νοιώσει την εμπειρία αυτή ακόμα και στα οστά του, χωρίς καθόλου να αναγνωρίζει τον εαυτό του, αλλά είναι ολόκληρος αλλοιωμένος από την αγάπη του Θεού.
Όμως ο άνθρωπος συνήθως ζεί με άλλους ανθρώπους, και δεν ζεί μόνος με το Θεό, ή τουλάχιστον μόνον διά το Θεό, ακόμη και μαζί με τους άλλους. Η επίδραση των άλλων στη σχέση του με το Θεό είναι ως εξής: αν ζεί στην αγάπη του με το Θεό, πλημμυρίζει η αγάπη και καλύπτει και τον πλησίον. Αυτή η αγάπη είναι με πνευματική αίσθηση, δεν είναι με σαρκική φιλία, η οποία διαλύεται με την παραμικρή αιτία. Στην πνευματική σχέση, κι αν προκληθεί παροξυσμός, η αγάπη δεν διαλύεται, γιατί έχει την πηγή της στον ουρανό και όχι στο συμφέρον. Η γλυκύτητα του Θεού αφανίζει την πίκρα της έριδος, είτε σε έχουν υβρίσει, είτε σε έχουν ζημιώσει. Αντιστρόφως όμως, αν δεν αγαπούμε έναν συνάνθρωπο, δεν μπορούμε να φθάσουμε στην αγάπη για το Θεό. Η καρδιά μας είναι ακόμα στενή για να την δεχθεί.
Βλέπουμε λοιπόν δύο είδη αγάπης: η φυσική αγάπη της ψυχής και εκείνη που γεννάται στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα. Η πρώτη κινείται από τη θέλησή μας, και για αυτό διαρπάζεται εύκολα από το Κακό, τα πονηρά πνεύματα, όταν δεν κυριαρχούμε δυνατά στην προαίρεσή μας. Η άλλη όμως καίει τόσο πολύ την ψυχή για την αγάπη του Θεού, ώστε ολόκληρη να προσκολλάται στο θείο πόθο.
Πριν φθάσει κανείς στην τελεία αγάπη όμως, πρέπει να περάσει από το στάδιο του φόβου του Θεού. Αυτό είναι το στάδιο του καθαρισμού, όταν διαθέτουμε ακόμη μέτρια αγάπη. Γιατί η τελεία αγάπη διώχνει τον φόβο (Α’ Ιω. 4,18). Ακόμη και για αυτό το στάδιο όμως, απαιτείται παραμερισμός όλων των βιοτικών φροντίδων, οπότε μπορεί ο νούς να φθάσει σε τελεία ησυχία και αμεριμνησία. Εδώ πρέπει να εννοήσουμε, ότι παραμερισμός όλων των βιοτικών φροντίδων νοείται η μη προσήλωση σ’ αυτές, που μπορεί να γίνει ακόμη και μέσα στον θόρυβο του κόσμου, και όχι μόνο στον τέλειο αναχωρητισμό. Απλά ο δεύτερος δρόμος είναι ο πλέον γρήγορος.
Στο ήσυχο λιμάνι της τελείας ησυχίας του νού, αρχίζει να μας ταράσσει ο φόβος του Θεού, φανερώνοντας την εσωτερική μας βρωμιά. Τότε βλέπουμε τι πρέπει να καθαριστεί για να είμαστε αρεστοί ενώπιων του Θεού. Με τον τρόπο αυτό, σιγά-σιγά, φθάνουμε στην καθαρότητα της καρδίας, οπότε ο φόβος του Θεού δίνει τη θέση του στην τελεία αγάπη, στη σχέση Πατέρα και γιού.
Ένας καλός δείκτης πραγματικής αγάπης και πίστης στο Θεό είναι η συνείδηση. Φυσικά αυτό ισχύει μόνο αν δεν την έχομε αποκοιμήσει με συνεχείς καταπατήσεις. Κανείς δεν μπορεί είτε να αγαπά είτε να πιστεύει πραγματικά, αν δεν σταματήσει ο εαυτός του να τον κατηγορεί. Γιατί όταν η συνείδησή μας μας ταράσσει με τους ελέγχους, ο νούς δεν μπορεί να αισθανθεί την οσμή των υπερκοσμίων αγαθών, αλλά αμέσως διασπάται από αμφιβολία. Ποθεί βέβαια την πίστη, εξαιτίας προηγούμενης εμπειρίας, αλλά δεν μπορεί να τη συλλάβει με την καρδιακή αίσθηση, εξαιτίας των τύψεων της συνειδήσεως. Απαιτείται λοιπόν μεγαλύτερη προσοχή για την επίτευξη του καθαρμού μας.
Θα βοηθήσει πολύ στον καθαρισμό μας να κατανοήσουμε το Πλατωνικό «όνπερ οι παλαιοί τε και σοφοί λέγουσιν, ο όμοιος τω ομοίω» (Γοργίας, 510b 3-4) ή το Αριστοτελικό «όθεν τον όμοιον φάσιν ως τον όμοιον» (Ηθ. Νικομ. 1155a 34). Στην περίπτωσή μας, όπως οι σωματικές αισθήσεις μας προτρέπουν, και κάπως βίαια μάλιστα, προς εκείνα που φαίνονται καλά στο σώμα, έτσι και η αίσθηση του νού συνηθίζει να μας οδηγεί προς τα αόρατα αγαθά, άπαξ και γευθεί τη γλυκύτητα του Θείου. Δηλ. το σώμα, ως ύλη, ποθεί την ύλη, ο δε νούς, ως άυλος ποθεί τα ουράνια. Γιά να βιώσουμε λοιπόν απλάνευτα την άυλη αίσθηση του νού, απαιτείται να λεπτύνουμε την ύλη μας (τη σάρκα) με κόπους και γυμνάσματα.
Πολύ λίγοι άνθρωποι όμως μπορούν να αναγνωρίσουν ακριβώς όλα τα πταίσματά τους, και να κρατούν το νού τους συνεχώς στην ενθύμηση του Θεού. Μία καλή αναλογία θα πάρουμε από τα σωματικά μάτια. Όταν τα μάτια είναι υγιή, αντιλαμβανόμαστε και τα παραμικρά έντομα που πετούν εμπρός μας. Όταν όμως είναι θολά ή καλύπτονται από κάποιο υγρό τότε δεν αντιλαμβανόμαστε παρά μόνο τα πιο μεγαλόσωμα αντικείμενα, και αυτά μάλιστα αμυδρά. Αναλόγως, νοούμε ως πνευματική θόλωση τη φιλοκοσμία. Αν ελαττώσουμε την εκτίμηση που δείχνουμε για τον κόσμο, τον κοινωνικό μας περίγυρο δηλαδή, θα αρχίσουμε να βλέπουμε και τα μικρότερα πταίσματά μας ως μεγάλα. Ειδάλλως, δεν αντιλαμβανόμαστε τα σφάλματά μας, εκτός αν πρόκειται για φόνο ή κάτι ανάλογο. Αλλά και τότε η διάθεσή μας κείται χαλαρά έναντί του λάθους μας, και προσπαθεί να το δικαιώσει.
Είναι ευκολονόητο ότι μητέρα της φιλοκοσμίας, αλλά και όλων σχεδόν των κακών, είναι η υπερηφάνεια. Εξαιτίας της θέλουμε να είμαστε αρεστοί στον κόσμο, αντί να προσπαθούμε να είμαστε αρεστοί στο Θεό. Ένας εύκολος τρόπος να μαραθεί η υπερηφάνεια είναι η υπακοή. Εύκολος όχι επειδή είναι εύκολη η υπακοή, κάθε άλλο, αλλά επειδή αν την αποκτήσουμε απομακρύνεται αμέσως η υπερηφάνεια. Καί αυτό επειδή η υπακοή εξαφανίζει την υπεροψία και γεννά μέσα μας την ταπεινοφροσύνη. Από εδώ ανοίγει ο δρόμος για να εισέλθει η αγάπη του Θεού και το Φως της Γνώσεως μέσα μας.
Η ίδια η ενέργεια της Γνώσεως διδάσκει αυτούς που τη δέχθηκαν, ότι στην ουσία μόνο μία είναι η φυσική ενέργεια της ψυχής. Όμως διεσπάσθη σε δύο εξαιτίας της Πτώσεως του Ανθρώπου, με αποτέλεσμα το ένα μέρος του ανθρώπου να ποθεί τα άνω, το δε άλλο μέρος να ποθεί τα κάτω. Όμως βλέπουμε ότι όσοι απαλλάσσονται ευχαρίστως από τα καλά του βίου με την ελπίδα των ουρανίων αγαθών, και με την εγκράτεια εμάραναν όλη την όρεξη των σωματικών αισθήσεων, λαμβάνουν δωρεά την απλή αίσθηση του νού. Ο νούς τους έχει την ικανότητα να αισθάνεται απερίγραπτα τη θεία χρηστότητα. Όμως μπορεί να μεταδώσει και λίγο από τη χαρά που νιώθει και στο σώμα. Αυτό είναι μια ένδειξη της προ-πτωτικής ενότητος, της αφθαρσίας: το σώμα (μέσω του Νού) χαίρει και αγάλλεται εξαιτίας νοερών αγαθών και όχι υλικών. Εδώ διαφαίνεται επίσης και μια λεπτή ισορροπία ψυχής – σώματος. Δηλαδή, όταν βιάζουμε την φυσική κατάσταση του νού, μεταδίδει και στο σώμα ένα άγχος ή κάτι ανάλογο. Αν ταραχθεί αυτή η ισορροπία ακολουθούν πολλές φορές ασθένειες, αφού ο άνθρωπος είναι δισύνθετος.
Η αίσθηση του νού που αναφέρθηκε παραπάνω, είναι η ακριβής γεύση των διακρινομένων καταστάσεων. Όπως ακριβώς με τη γεύση του σώματος, μπορούμε, αν είμαστε υγιείς, να διακρίνουμε τις κατάλληλες τροφές από τις ακατάλληλες και αλλοιωμένες, έτσι και η αίσθηση του νού. Όταν αρχίσει να κινείται με ευρωστία, εξ αιτίας της αμεριμνίας, μπορεί να καταλαβαίνει τη θεία παράκληση-δωρεά από την αντίθετη. Έτσι, δεν θα συναρπάζεται από αυτή, όσο γλυκιά κι αν φαίνεται, γιατί καταλαβαίνει ότι είναι επιζήμια.
Όπως όμως δεν μπορεί να λέγεται κάποιος υγιής και αρτιμελής αν του λείπει κάποιο μέλος, έστω και λεπτότατο, έτσι και ο Νούς που θέλει να φτάσει στη Διάκριση πρέπει να έχει το επώνυμο όλων των αρετών, δηλαδή την εγκράτεια. Την εγκράτεια πρέπει να την καλλιεργούμε σε όλα, και όχι μόνο στις σωματικές αρετές ή μόνο στις ψυχικές. Αυτό το υπαγόρευαν και οι Αρχαίοι Σοφοί. Γιά παράδειγμα ένας χρησμός της Σίβυλλας λέγει:
εν μέτρω φαγέειν, πιέειν και μυθολογεύειν•
πάντων μέτρον άριστον• υπερβασίη δ’ αλεγεινόν.
Γιατί ποιό θα είναι το όφελος αν κάποιος τρώγει με μέτρο, αλλά δεν φροντίζει να ελαττώνει την υπεροψία και τη φιλοδοξία;
Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι με την εγκράτεια φροντίζουμε να μισούμε τις παράλογες επιθυμίες, σε σημείο που να γίνει έξη το εναντίον τους μίσος, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν μισούμε την ίδια την ύλη, δήθεν ως κακό. Ούτε καλή είναι η ύλη ούτε κακή. Καί πως να είναι κακή, όταν το κακό δεν έχει οντολογική υπόσταση; Κακό είναι απλά η απουσία καλού, όπως σκοτάδι είναι η απουσία φωτός. Γιατί ο Θεός εποίησε τα πάντα λίαν καλώς. (Γεν. 1,31) Γιά παράδειγμα, δεν απέχουμε από τις τροφές επειδή είναι κακές, αλλά αποφεύγουμε τις πολλές και υπερβολικά νόστιμες τροφές για να διαπαιδαγωγούμε τα αρρωστημένα (πνευματικά) μέρη της σάρκας μας. Συνάμα το περίσσευμα από τις τροφές μπορεί να δοθεί σε κάποιον συνάνθρωπο που στερείται, με αποτέλεσμα να εξασκούμαστε και στην Αγάπη. Ομοίως και σε όλες τις άλλες μορφές εγκρατείας.
Γιά να μπορέσουμε όμως να απέχουμε ευχαρίστως από τα πολλά και νόστιμα φαγητά, και γενικότερα από τις υπόλοιπες αντίστοιχες τροφές, πρέπει να φθάσουμε να γευθούμε τη γλυκύτητα του Θεού με κάθε αίσθηση και βεβαίωση. Δεν αρκεί να ακούσεις κάτι ή να διαβάσεις• πρέπει και να γευθείς.
Επειδή όμως το «παν μέτρον άριστον» είναι αμφίδρομο, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι χρειάζεται προσοχή και στην πλάνη της υπερβολικής εγκρατείας. Γιατί ενώ το σώμα που είναι βεβαρυμένο με πλήθος τροφών καταντά το νού κάπως δειλό και δυσκίνητο, η υπερβολική έλλειψη και καχεξία καθιστά το πνεύμα θλιβερό και αδιάφορο για Θείο λόγο. Σύμμετρη άσκηση λοιπόν. Όταν το σώμα υγιαίνει υπερβολικά και γίνεται ατίθασο, το συγκρατούμε. Όταν όμως ασθενεί πρέπει να το φροντίζουμε κατάλληλα, για να μπορεί να αντέχει στον αγώνα, ώστε να καθαρίζεται η ψυχή ακόμα και μέσα από τους κόπους του σώματος.
Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί το λουτρό του σώματος. Ενώ δεν πρέπει να το θεωρούμε αμαρτωλό ή παράλογο, η αποχή από αυτό δείχνει ανδρεία και σωφροσύνη. Πράγματι με την αποχή από το λουτρό αποφεύγουμε την εκθήλυνση και τρυφηλότητα της σάρκας, εξαιτίας της ηδονικής υγρασίας. Επίσης αποφεύγουμε τη γυμνότητα του σώματος, η οποία μπορεί να οδηγήσει έναν απρόσεχτο νού σε ολισθήματα που ανακόπτουν τον πνευματικό αγώνα.
Αν παρατηρήσουμε ότι ο εαυτός μας αγανακτεί υπερβολικά σε τυχόν ασθένειες και σωματικές ανωμαλίες, πρέπει να καταλάβουμε ότι η ψυχή είναι ακόμα δεδουλωμένη στις σωματικές επιθυμίες. Επειδή η ψυχή ποθεί τις υλιστικές απολαύσεις, ακόμη κι αν διανοητικώς νομίζουμε ότι δεν τις θέλουμε, δεν θέλει να αφήσει τα καλά του βίου, αλλά και θεωρεί μεγάλη ενόχληση που δεν μπορεί να τις απολαύσει εξαιτίας της ασθενείας. Αντιθέτως, αν δεχόμαστε με ευχαρίστηση τις στενοχώριες από τις αρρώστιες, αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε μακριά από τα όρια της απαθείας. Τότε αποδεχόμαστε με χαρά ακόμα και το θάνατο, ως ευκαιρία αληθινότερης ζωής!
Η ψυχή δεν θα επιθυμήσει να χωρισθεί από το σώμα, έως ότου ακόμα και η διάθεσή της προς τον αέρα που αναπνέουμε της γίνει αδιάφορη. Όλες οι αισθήσεις μας αντίκεινται στην πίστη, με την έννοια ότι έχουν διαφορετικό αντικείμενο από αυτήν (εγκόσμια-επουράνια). Στον αγωνιστή λοιπόν δεν ταιριάζει να προσκολλάται η σκέψη του στις επίγειες αισθητές ομορφιές, αλλά χρησιμοποιώντας τα αναγκαία με ευχαρίστηση προς το Θεό που τα παρέχει, να θεωρεί τον βίο σαν ξένο δρόμο, έρημο από κάθε σαρκική διάθεση. Μόνο αν περιορίσουμε έτσι τη διάνοιά μας θα την επαναφέρουμε ολόκληρη στις γραμμές της αιωνίου οδού.
Αυτό δεν είναι ακατόρθωτο. Γιατί όποιος ενδημεί πάντοτε μέσα στην καρδιά του, εκδημεί εντελώς από τις ομορφιές του βίου. Αυτός βαδίζει μέσα στο φρούριο των αρετών, και έχει τις ίδιες τις αρετές σαν θυρωρούς στην πολιτεία της αγιότητος. Αυτός είναι άτρωτος από τις μηχανορραφίες των δαιμόνων, ακόμη και αν εξαπολυθούν εναντίον του τα βέλη του σαρκικού έρωτα, και φθάσουν μέχρι τις θυρίδες της φύσεως.
Ο πλέον δοκιμασμένος δρόμος για την πνευματική τελείωση που έχει περιγραφεί έως εδώ είναι μέσω της Νοοκαρδιακής Προσευχής του Ιησού, δηλαδή η συγκέντρωση του νού μέσα στην καρδιά (εδώ νοείται ως έδρα της ψυχής) και η επανάληψη του ονόματος του Θεανθρώπου «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με». Αυτό μπορεί να αντικατασταθεί στην πορεία από την αίσθηση της παρουσίας Τού μέσα στην καρδιά, και τελικά από τη Θεία Θεωρία. Είναι μέθοδος που αναπτύχθηκε κυρίως από Έλληνες Πατέρες (Κίνημα Νιπτηκών, Άγιον Όρος 12ος αιώνας) και ταιριάζει περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Όταν ο νούς είναι έξω από τα πάθη, και αν για λίγο η εργασία του, δηλαδή η προαναφερθείσα ευχή, υποκλαπεί από τη λήθη, αμέσως πάλι (ο νούς), χρησιμοποιώντας την ενέργειά του, καταπιάνεται θερμώς με το πολυπόθητο και σωτήριο όνομα. Τότε και η ψυχή έχει χαρά, να συμμελετά μαζί με το νού (ενοποίηση), και να κράζει το «Κύριε Ιησού». Την ίδια χαρά έχει και μια μητέρα που προσπαθεί να διδάξει στο μωρό της να προφέρει τη λέξη «Μπαμπάς». Το επαναλαμβάνει μαζί του, μέχρι να φθάσει το μικρό να το λέει καθαρά, ακόμη και στον ύπνο του, αντί για άλλες μωρουδίστικες εκφράσεις. Αυτό εννοεί και ο θεσπέσιος Παύλος όταν λέει «(Ρωμ. 8:26) Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταίς ασθενείαις ημών• το γαρ τι προσευξώμεθα καθό δεί ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις•». Είναι κεφαλαιώδους σημασίας αυτή η συνταύτιση με τη νηπιακή κατάσταση, την κατάσταση αδυναμίας, για να ταπεινωθούμε και να προσελκύσουμε τη Θεία Χάρη. Καί όπως λέει και ο Ιωάννης ο Καρπάθιος, όταν έλθει η Θεία Χάρις, θα εμβάλλει τροφή στη διάνοιά μας, με τον ίδιο τρόπο που δέχεται την τροφή το μικρό χελιδόνι που χάσκει το στόμα του, από τον γονέα του. ΑΜΗΝ.