Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Το κρύο ευνοεί τις ιώσεις. Με την ζέστη αυτές περιορίζονται. Το κρύο νεκρώνει την φύση, που αναμένει τις ζεστές ζωογόνες ακτίνες του ήλιου, για να ξαναζωντανέψει. Το κρύο οδηγεί τους ανθρώπους της υπαίθρου, τους αγρότες, σε χειμερία νάρκη, με την προσμονή του ερχομού της ανοίξεως, με την οποία ξεκινούν πάλι τις πολύμοχθες εργασίες τους.
Το κρύο συγκεντρώνει τους ανθρώπους στις εστίες τους, όπου παιδαγωγούνται με την ενθύμηση του παρελθόντος και προγραμματίζονται για το μέλλον. Το κρύο συντηρεί τα τρόφιμα, αλλά παγώνει τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Το κρύο, τέλος, με τις σημερινές συνθήκες και εμπειρίες, ευνοεί την πανδημία του κορωνοιού, η οποία αναμένει την ζεστασιά της ανοίξεως και του καλοκαιριού, για να ξεπερασθεί.
Ο Θεός μας, ο οποίος τα πάντα «εν σοφία εποίησεν» (Ψαλμ. 103, 24), στον ενιαύσιο κύκλο μας φέρνει και κρύο και ζέστη. Αν δεν μαζευόμαστε από το κρύο στα σπίτια μας, δεν θα απολαμβάναμε την ζέστη στην εξοχή, στις θάλασσές μας. Έχουμε, έτσι, ανθρώπινα, συσχετίσει το κρύο με κάτι περιοριστικό, ίσως και αποκρουστικό, ενώ την ζέστη με κάτι επιθυμητό, κάτι ωραίο. Λέμε για αντιπαθείς τύπους ανθρώπων: «Αυτός είναι κρύος», «τα αστεία του είναι κρύα», «είναι ψυχρός άνθρωπος». Για συμπαθείς τουναντίον λέμε: «Έχει θερμή αγάπη», «ζεστή συμπεριφορά», «στέλνει ολόθερμες ευχές», «η καρδιά του είναι ζεστή».
Το πρόβλημα των ημερών που ζούμε είναι όχι τόσο η επίδραση των καιρικών συνθηκών ζέστης και κρύου στην καθημερινότητά μας, που πάντοτε ανικανοποίητοι δυσανασχετούμε γι’ αυτές, αλλά και λίγο ως πολύ μπορούμε να τις βελτιώσουμε, όσο των ψυχικών μας συνθηκών κρύου και ζέστης σε κάθε έκφανση της ζωής μας. Στον κοινωνικό μας περίγυρο, ακόμη και στον χριστιανικό, βλέπουμε ότι «εψύγη η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ΄ 12).
Γίναμε «κατεψυγμένοι» συναισθηματικά. Δυστυχία είναι να βλέπουμε να υπάρχουν στο άμεσο κοινωνικό μας περιβάλλον άνθρωποι που, αν και διαμένουν σε πολυκατοικίες, ζούν σαν σε απομόνωση και πεθαίνουν, χωρίς κανείς να το πάρει είδηση· βλέπουμε να υπάρχουν ασθενείς στα νοσοκομεία, τους οποίους κανείς δεν επισκέπτεται, κι ας πηγαινοέρχονται γύρω τους καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι· βλέπουμε να υπάρχουν ακόμη γέροντες ανήμποροι, παιδιά εγκαταλελειμμένα, μητέρες αβοήθητες, πρόσωπα εμπερίστατα που επαναλαμβάνουν με πόνο το «άνθρωπον ουκ έχω» (Ιωάν. ε΄ 7) υπογραμμίζοντας, έτσι, την διαπίστωση ότι η μοναξιά αποτελεί τραγικό φαινόμενο της εποχής μας. Και είναι πράγματι τραγικό, σε μια εποχή με τα τελειότερα μέσα επικοινωνίας, να υπάρχουν άνθρωποι που να υποφέρουν από μοναξιά, η οποία δεν είναι η απομόνωση, αλλά η εγκατάλειψη λόγω απουσίας αγάπης. Όταν λείπει η αγάπη, τότε μπορεί να ζεις ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους κι όμως να νοιώθεις μόνος· να μην έχεις κάποιον να εμπιστευθείς, να του ανοίξεις την καρδιά σου, να εκφράσεις τον πόνο σου αλλά και την χαρά σου. Αυτή είναι η επιδημία της απομακρύνσεως από τον Θεό μας, η επιδημία του θανατηφόρου ιού της σκληροκαρδίας και της περιφρονήσεως των Ευαγγελικών αρχών της αγάπης, της συμπόνιας, της αλληλεγγύης. Γι’ αυτόν τον ιο δεν δημοσιεύθηκε τίποτα. Δεν αναφέρεται ως πανδημία, παρ’ ότι είναι θανατηφόρος.
Για τον κορωνοιό κλείνουν σχολεία, κλείνουν επιχειρήσεις, επιβάλλονται περιορισμοί, η κοινή γνώμη γίνεται ανάστατη. Φοβούμεθα την πανδημία, φοβούμεθα την εξάπλωση της ιώσεως, φοβούμεθα και τον σωματικό θάνατο. Για τον πνευματικό, στον οποίο οδηγούμαστε με την σκληροκαρδία μας, καμία συζήτηση.
Για τον κορωνοιό υπάρχει η ελπίδα του εμβολίου και της αναμενόμενης ζέστης, η οποία θα τον περιορίσει. Για τον ιο της σκληροκαρδίας η ελπίδα είναι η ζέση της καρδιάς και το εμβόλιο της Χάριτος του Θεού. Αν θερμάνουμε τις καρδιές μας με αγάπη και αν ζητήσουμε την Θεία Χάρη, τότε θα νεκρώσουμε κάθε ιο θανατηφόρο και υγιείς θα πορευθούμε στον σταυρικό δρόμο της ζωής μας, που σίγουρα με την χάρη του Κυρίου μας οδηγεί στην ανάσταση. Ο πνευματικός κορωνοιός θα έχει εξαφανισθεί. Δεν ζει σε θερμές από αγάπη καρδιές.