Γέροντας Χριστόφορος Παπουλάκος
Άρθρο του Φωτίου Δημητρακοπούλου, καθηγητού της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Με αφορμή δημοσίευμα άρθρου του αρχιμ. Νεκταρίου Πέττα στην Εφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 20016, σ.σ. 2/24, 25/3 ( http://gethsimani.blogspot.gr/2016/10/blog-post_6.html ), σχετικά με την διακήρυξη της αγιότητας των Οσιομαρτύρων Βλασίου και των συν αυτώ, των Σκλαβαίνων (Παλαίρου) Αιτωλοακαρνανίας, θα ήθελα να καταθέσω μερικές σκέψεις σχετικά με το θέμα της διακηρύξεως των Αγίων.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο νεοχειροτονηθείς Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Βαρθολομαίος, και Αρχιγραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με αφορμή την διακήρυξη του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου εις το WE του NEWS 247 ( http://news247.gr/eidiseis/weekend-edition/pws-kai-giati-egine-agios-o-paisios.3251068.html ), «κατά τους πρώτους χρόνους της Χριστιανοσύνης, για να αναγραφεί κάποιος Άγιος, έπρεπε να έχει μαρτυρήσει, δηλαδή να έχει δώσει την ζωή του για τον Χριστό. Αναφερόμαστε στην εποχή, όπου γίνονταν οι διωγμοί των Χριστιανών. Μετά την παροχή ελευθερίας στην έκφραση χριστιανικής πίστης από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, τον 4ο αι. μ.Χ., αναδείχθηκαν και άλλοι Μάρτυρες, μέσα από τις διάφορες ιστορικές περιπέτειες, σε κάθε χριστιανικό έθνος. Υπήρχαν μάλιστα και περιπτώσεις Μαρτύρων, σε χρόνους πολύ πιο κοντινούς με τους δικούς μας, όπως λ.χ. στην κομμουνιστική περίοδο της Σοβιετικής Ενώσης, όταν είχε επιβληθεί ο αθεϊσμός και υπήρχαν άνθρωποι, που έχασαν την ζωή τους για την πίστη τους.
Μετά τον 4ο αιώνα μ.Χ, για να αναγραφεί κάποιος Άγιος, έπρεπε η ζωή του να είναι το υπόδειγμα της απόλυτης εφαρμογής των εντολών του Χριστού και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως της θαυματουργίας. Δηλαδή δεν ήταν απαραίτητο να έχει κάνει θαύματα. Με αυτόν τον τρόπο ξεχώρισαν κληρικοί, μοναχοί και λαικοί, που ανεδείχθησαν σε Αγίους. Όμως βασικό κριτήριο για την ανάδειξη κάποιου σε Άγιο, είναι αυτός να είναι Άγιος στην συνείδηση του λαού του Θεού. Τότε έρχεται η Ιερά Σύνοδος να αναγνωρίσει την αγιότητα ενός προσώπου και να αναγράψει αυτό το πρόσωπο μεταξύ των Αγίων, όταν διαπιστώσει την ύπαρξη αυτής της κοινής συνείδησης. Πρόκειται λοιπόν για συνδυασμό υποδειγματικής εφαρμογής των αρχών της Ορθοδόξου Πίστεώς μας και την ύπαρξη του λαικού
Με βάση αυτά τα κριτήρια, τις τελευταίες δεκαετίες είχαμε περιπτώσεις, όπως ο Άγιος Νεκτάριος και ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, γνωστός ως Ιερέας στην Πολυκλινική Αθηνών, ο οποίος συνέδεσε το όνομα και την διακονία του με την Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Δήλεσι. Πρέπει μάλιστα να σας πω ότι ο τελευταίος, όπως άλλωστε και ο Άγιος Παισιος, είχαν ζήσει στο Άγιον Όρος και γνωρίζονταν μεταξύ τους. Υπάρχει και αλληλογραφία τους…
Βεβαίως υπάρχει μία βασική αρχή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να έχει παρέλθει ένα ικανό χρονικό διάστημα από την κοίμηση ενός προσώπου, πριν αυτή αποφανθεί για την αγιότητά του. Και αυτό, για να εκλείψουν βιολογικά, οι άνθρωποι, οι οποίοι συνδέθηκαν μαζί του και θα είχαν συναισθηματικούς ή προσωπικούς ή άλλους λόγους, για να καλλιεργήσουν το κοινό συναίσθημα περί αγιότητας, είτε να επηρεάσουν αρνητικώς την κοινή γνώμη περί αυτού. Αυτός είναι ο γενικός κανών. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις και ειδικά για περιπτώσεις, που τα κριτήρια αγιότητας είναι αδιάσειστα. Τέτοια περίπτωση ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (14ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος πολύ λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του ανεγράφη στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
[irp posts=”333087″ name=”Μητρόπολη Ηλείας: Απάντηση του Προέδρου της Ένωσης Αρμπουναίων στον Μητροπολίτη Γερμανό”]
Ο Σεβ. Σμύρνης στις προηγούμενες δηλώσεις του περιγράφει πολύ σωστά τα κρατούντα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, σχετικά με την διακήρυξη των Αγίων. Απλά, κατά την γνώμη μας, χρειάζεται διευκρίνηση του σημείου του χρόνου, κατά τον οποίο θα γίνει η αγιοκατάταξη. Δεν τοποθετείται ακόμη επάνω σε ένα βασικό πρόβλημα (ίσως διότι δεν του τέθηκε κατά την συνέντευξη). Τι γίνεται όταν η κοινή εκκλησιαστική γνώμη αποδέχεται την αγιότητα ενός προσώπου και κάποιοι Επίσκοποι αντιδρούν στην αγιοκατάταξή του, φθάνοντας μάλιστα στα στα όρια της αγιομαχίας;
Σχετικά με το πρώτο θέμα, η μελέτη του αποδεικνύει (μεταξύ άλλων έχουμε υπ’ όψη μας και την εξαιρετική σχετική εργασία του Καθηγητού Αγιολογίας Αντ. Μάρκου και του πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση: http://gethsimani.blogspot.gr/2016/10/blog-post_6.html ), ότι δεν υφίσταται κανένας χρονικός περιορισμός για την διακήρυξη της αγιότητας ενός νέου Αγίου, το δε λεγόμενο περί υποχρεωτικής παρόδου 100 ετών είναι κοσμικό και Δυτικής προελεύσεως εφεύρημα. Γράφει σχετικά ο Καθηγητής Χρ. Οικονόμου:
«Η αγιότητα είναι δωρεά του Τριαδικού Θεού διά των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος…, είναι πορεία ζωής όλων των πιστών και εμπειρία, που βιώνεται από την εκκλησιαστική κοινότητα. Γι’ αυτό οι Χριστιανοί έχουν το αλάθητο κριτήριο του λαού του Θεού και αυτή η συνείδηση του λαού αποτελεί το αλάθητο θεολογικό κριτήριο για την αγιότητα και την αποδοχή του Αγίου στα Δίπτυχα της Εκκλησίας…. (Γι’ αυτό) τα ιδεολογικοψυχολογικά κριτήρια, που μπορούν να ισχύουν στην κοσμική ζωή και την προπαγάνδα του Δυτικού ανθρώπου, σε καμμία περίπτωση δεν ισχύουν στην επιστήμη της Αγιολογίας. Τα κείμενα (ενός) Αγίου, η διδασκαλία και η ζωή του κρίνονται μέσα από την εμπειρία και τα γεγονότα της Ορθόδοξης Παράδοσης και όχι με βάση τα κριτήρια της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, της πολιτικής, και πολύ περισσότερο με αυθαίρετα υποκειμενικά κριτήρια, που στοχεύουν να μετατρέψουν την αλήθεια σε απάτη…(Όσοι δε επιχειρούν την επιβολή τέτοιων απόψεων), «φαίνεται να μη γνωρίζουν τις αρχές, που επικράτησαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, σχετικά με την αναγνώριση των Αγίων», να είναι επηρεασμένοι «από την Δυτική και ιδιαίτερα την Προτεσταντική Θεολογία», να συγχέουν «τις κοσμικές απόψεις της προπαγάνδας και του marketing, με τις αρχές και της θεολογικές απόψεις της επιστήμης της Αγιολογίας, τις οποίες φαίνεται να αγνοούν» και τέλος να μην λαμβάνουν υπ’ όψη «τα αγιολογικά δεδομένα της Ορθόδοξης Θεολογίας». (Χρ. Κ. Οικονόμου, Καθηγητού και Προέδρου του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ, «Η των αθεολογήτων έρις περί της αγότητος του Νεοφύτου», Περιοδικό «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ», φ. Ιαν. – Φεβρ. 2010, σελ. 20 -23).
Την προς τους Αγίους τιμή της Εκκλησίας, η οποία διαμορφώθηκε ήδη από τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, αρχικά απένειμε το πλήρωμα της Εκκλησίας, χωρίς κάποια ιδιαίτερη διαδικασία. Όσοι πάθαιναν για τον Χριστό, είτε μαρτυρούσαν – έχαναν την ζωή τους (Μάρτυρες), είτε επιζούσαν μετά την δοκιμασία (Ομολογητές), τιμώνταν αμέσως από τους πιστούς, εφ’ όσον η θυσία, το «υπέρ Χριστού πάσχειν», αρκούσε για την τιμή αυτή. Αργότερα η τιμή επεκτάθηκε και σε όσα πρόσωπα διακρίνονταν «επ’ αρετή και αγιότητι βίου».
Η προς τους Μάρτυρες τιμή της Εκκλησίας άρχιζε ήδη από τους συγχρόνους τους, οι οποίοι «πριν ή εκείνοι τελειωθώσιν» τους απένειμαν τιμή και σεβασμό. Αυτή η αναγνώριση – διαπίστωση – διακήρυξη της αγιότητος των Αγίων Μαρτύρων ήταν από την αρχή αυθόρμητη και δεν υπήρχε καμμία – έστω τυπική – μορφή αναγνωρίσεως, δηλαδή εγκρίσεως ή αποφάσεως της Εκκλησιαστικής Αρχής, τοπικής (Επισκόπου) ή ευρύτερης (Συνόδου). Εγίνετο απλά με την αποδοχή του νέου Αγίου από το σώμα της τοπικής Εκκλησίας, τον Κλήρο – δηλαδή – και τον λαό, τους ποιμένες και τους ποιμαινομένους. Κάποιες πρωτοβουλίες μάλιστα Εκκλησιαστικών Αρχών για την αποδοχή νέου Αγίου, χωρίς την συμμαρτυρία της συνειδήσεως του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας, έμειναν τελικώς ανενέργητες και δεν έγιναν αποδεκτές.
Γράφει σχετικά ο Καθηγητής Αμ. Αλιβιζάτος: «Η καθαρώς δημο-κρατική αντίληψις εν τη Εκκλησία, περί ίσων εν τω εκκλησιαστικώ οργανισμώ δικαιωμάτων των Κληρικών και των λαικών, ανεξαρτήτως της αναγνωριζομένης τοις Κληρικοίς Jure Divino – Θείω Δικαίω κυβερνητικής αυτών θέσεως, καταδεικνύει και καθορίζει την εν τω εξεταζομένω ζητήματι θέσιν και συμμετοχήν αμφοτέρων των στοιχείων αυτών του εκκλησιαστικού οργανισμού, άνεϋ πολλής δυσπιστίας ή οιασδήποτε αμφισβητήσεως» (Αμ. Αλιβιζάτου, «Η αναγνώρισις των Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», σελ. 21).
«Σύσσωμος η Εκκλησία – συνεχίζει – κλήρος και λαός, εν αδια-σπάστω ομοφωνία και άνευ τυπικών και οργανωτικών πράξεων, ανεγνώριζον την αγιότητα των τιμωμένων, η δε πάνδημος αύτη αναγνώρισις απετέλει οιονεί και την επικυρωτικήν και καθιερωτικήν πράξιν της των Μαρτύρων και Αγίων εν τη Εκκλησία αναγνωρίσεως» (αυτ. σελ. 36. Πρβλ. σχετικά: Χρυσ. Παπαδοπούλου, «Περί της ανακηρύξεως των Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», Περιοδικό «Εκκλησία», ΙΒ/1934, σελ. 331 – 335. Μητροπ. Δέρκων Κωνσταντίνου Χαρισιάδου, «Η αναγνώρισις Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, κατά την τάξιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου», στην «Επιστημονική παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. 1/1987, σελ. 225 – 241. Μητροπ. Σερρών Κωνσταντίνου, «Περί αναγνωρίσεως των Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», Περιοδικό «Θεολογία», τ. 27/1956, σελ. 609 – 615).
Ο τρόπος αυτός της αυθορμήτου αναγνωρίσεως από το πλήρωμα της Εκκλησίας, συνεχίσθηκε αναλλοίωτος καθ’ όλη την διάρκεια της πρώτης Χριστιανικής χιλιετίας, αλλά και κατά την δεύτερη. Ο Μανουήλ Γεδεών ομολογεί, ότι «κατέταττεν εις τον χορόν των Αγίων πάντοτε ο λαός: Οι κάτοικοι πόλεως, επαρχίας ή χωρίου ή μοναστηρίου, τον υπ’ αυτών κρινόμενον τοιούτον» (Μ. Γεδεών, «Αγιοποιήσεις», σελ. 120).
Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες κάποια αναγνώριση, για λόγους άλλους κατά περίπτωση, έφθανε να απασχολήσει την Εκκλησιαστική Αρχή, ο τελικά δικαιομένος ήταν ο λαός. Κατά τον Καθηγητή Στυλ. Παπαδόπουλο, «η Σύνοδος διακηρύσσοντας την αγιότητα, δεν αποφασίζει – κρίνει την αγιότητα. Η πράξη διακηρύξεως σημαίνει εδώ πανηγυρική διακοίνωση γεγονότος ήδη εμφανούς και αποδεκτού από μικρό ή μεγάλο αριθμό αξιοπίστων μελών της Εκκλησίας» (Στυλ. Παπαδοπούλου, «Διαπίστωσις και Διακήρυξις της Αγιότητος των Αγίων», Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 841, σελ. 1 και 4).
Το ότι οι λαμβανόμενες από Εκκλησιαστική Αρχή αποφάσεις διακηρύξεως της αγιότητος νέων Αγίων, εξέφραζαν την συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος αποδεικνύουν και οι περιπτώσεις του Ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού (τον οποίο ο αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης εισήγαγε στον Συναξαριστή του το 1818, 150 χρόνια πριν από την επίσημη διακήρυξη της αγιότητός του από το Πατριαρχείο ΚΠόλεως) και του επίσης Ιερομάρτυρος Σεραφείμ αρχιεπ. Φαναρίου. (Βλ. Φ. Μιχαλόπουλου, «Κοσμάς ο Αιτωλός», 1980 και Μητροπ. Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ, «Ακολουθία Ιερομάρτυρος Σεραφείμ…», 1931).
Πράγματι, λοιπόν, «κατέταττεν ο λαός», η δε απόφαση της Εκκλησιαστικής Αρχής, αν και όποτε υπήρχε, σήμαινε απλώς την εγγραφή του ήδη τιμωμένου Αγίου στο Εορτολόγιο της Μεγάλης Εκκλησίας της του Θεού Σοφίας ΚΠόλεως.
Από τα κρατούντα στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την δεύτερη χιλιετία θα αναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Ο Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος, αναφέρει στην βιογραφία του αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, ότι μετά από ραδιουργίες του Μητροπολίτου Νικομηδείας Στεφάνου, οδηγήθηκε ο Συμεών σε δίκη ενώπιον της Πατριαρχικής Συνόδου της ΚΠόλεως με την κατηγορία, ότι τον Γέροντά του Στουδίτη Μοναχό Συμεών, τον Ευλαβή, τον θεωρούσε Άγιο και τιμούσε με μεγαλοπρέπεια την ετήσια μνήμη του. Σημειώνεται εδώ ότι ο τότε Πατριάρχης ΚΠόλεως Σέργιος, «την μνήμην τιμών του Συμεών του Ευλαβούς, έστελλε κατά την επέτειον ιεράν επ’ αυτώ μνήμην, επί και εξ έτη, θυμιάματα και λαμπάδας» (Μ. Γεδέων αυτ. σελ. 121).
Η Σύνοδος του Πατριαρχείου, αφού άκουσε κατήγορο και κατηγορούμενο, «ουδέν μεν εψηφίσατο κατά της αιωνοβιότου συνηθείας του πανηγυρίζειν εκάστην μονήν την μνήμην ως αν γινώσκωσι μοναχών επ’ αυστηρότητι βίου και επ’ ευσεβεία» (Μ. Γεδεών αυτ. σελ. 121). Διέταξε όμως και τον Συμεών να περιορίσει την μεγαλοπρέπεια της μνήμης του Γέροντός του και να αφαιρεθούν οι εικόνες του που ήσαν «πολλαχού άναστηλωμέναι» (ίσως για να ικανοποιηθεί και ο κατήγορος Μητροπολίτης).
Από την υπόθεση αυτή, που απασχόλησε το Πατριαρχείο προκύπτει ότι ο αγ. Συμεών τιμούσε τον Γέροντά του αμέσως μετά την κοίμησή του. Μάλιστα το «πανηγυρίζειν εκάστην μονήν την μνήμην, ως αν γινώσκωσι μοναχών, επ’ αυστηρότητι βίου και επ’ ευσεβεία» – το οποίο προϋποθέτει ότι ζούν οι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής και των σημείων του τιμωμένου, άρα η προς αυτόν τιμή απονέμεται αμέσως ή σχεδόν αμέσως μετά την τελείωσή του – χαρακτηρίσθηκε «αιωνοβίοτος συνήθεια».
Παρόμοιο είναι και το παράδειγμα της τιμής προς τον αγ. Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Ο οσ. Νικήτας ο Στηθάτος, αμέσως μετά την κοίμησι του οσ. Συμεών, έγραψε βιογραφικό εγκώμιο προς τιμήν του και συνέθεσε Ακολουθία, την οποία έψαλλε επί του τάφου του. Σημειώνουμε ότι, εκτός από την Μονή του αγ. Μάμαντος ΚΠόλεως (όπου είχε διατελέσει ηγούμενος ο οσ. Συμεών) και άλλες μονές είχαν εισαγάγει την μνήμη του στη λατρευτική τους καθημερινότητα (όπως εκείνη των Ιωάννου και Φιλοθέου ΚΠόλεως).
Η οσ. Ειρήνη, ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου ΚΠόλεως, ετιμάτο αμέσως μετά την μακαρία της κοίμηση πανηγυρικά από κάποιο συγγενή της, ο οποίος είχε σωθεί από θανατική καταδίκη διά πρεσβειών της και σταδιακά η μνήμη της επεκτάθηκε και εκτός των ορίων της μετανοίας της.
Μία πλέον επίσημη σχετική μαρτυρία είναι όσα είπε ο Πατριάρχης ΚΠόλεως αγ. Φιλόθεος ο Κόκκινος ενώπιον της κατά Κυδώνη Συνόδου, περί της τιμής του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά. Έξι μόλις έτη μετά την κοίμηση του αγ. Γρηγορίου ο Φιλόθεος ομολογεί τα ακόλουθα:
«Διά τούτο και εγώ (ενν. για την όλη βιοτή του Γρηγορίου), εν τω μοναστηρίω του Ακαταλήπτου καθήμενος και ιδιάζων, περιφανή τινα και μεγάλην εορτήν επετέλουν τω Αγίω τούτω… Επεί οι Λαυριώται έγραψαν και ανέφερον ημίν περί τούτου, έγραψα προς εκείνους, ίνα πας ο βουλόμενος εορτάζη τούτον κατ’ ιδίαν… Εν τη Μεγάλη δε Εκκλησία ουκ εποιούμεν τούτο και καθόλου ταίς λοιπαίς εκκλησίαις πανταχού, ότι ούπω περί τούτου τη Ιερά Συνόδω εκοινωνησάμην» (Μ. Γεδεών αυτ. σελ. 122).
Ο ίδιος Πατριάρχης αγ. Φιλόθεος αναφέρει το παράδειγμα του αγ. Αθανασίου, τον οποίο ο Θεός «εδόξασε διά των θαυμάτων και μήπω της Εκκλησίας αναστηλωσάσης αυτόν, εορτήν επετέλουν περιφανή οι του μοναστηρίου αυτού μοναχοί και την ιεράν αυτού εικόνα έφερον εν τη Μεγάλη Εκκλησία κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας».
Κατά την εξεταζομένη πάντως περίοδο άρχισε σταδιακά να εμφανίζεται η πρακτική της διακηρύξεως της αγιότητος νέων Αγίων με απόφαση μείζονος εκκλησιαστικής Αρχής, δηλαδή Συνόδου, ασχέτως του χρόνου κατά τον οποίο είχαν κοιμηθεί. Οι σχετικές περιπτώσεις είναι οι εξής:
Η οσ. Ειρήνη, ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου ΚΠόλεως, ετιμάτο αμέσως μετά την μακαρία της κοίμηση πανηγυρικά από κάποιο συγγενή της, ο οποίος είχε σωθεί από θανατική καταδίκη διά πρεσβειών της και σταδιακά η μνήμη της επεκτάθηκε και εκτός των ορίων της μετανοίας της.
Μία πλέον επίσημη σχετική μαρτυρία είναι όσα είπε ο Πατριάρχης ΚΠόλεως αγ. Φιλόθεος ο Κόκκινος ενώπιον της κατά Κυδώνη Συνόδου, περί της τιμής του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά. Έξι μόλις έτη μετά την κοίμηση του αγ. Γρηγορίου ο Φιλόθεος ομολογεί τα ακόλουθα:
«Διά τούτο και εγώ (ενν. για την όλη βιοτή του Γρηγορίου), εν τω μοναστηρίω του Ακαταλήπτου καθήμενος και ιδιάζων, περιφανή τινα και μεγάλην εορτήν επετέλουν τω Αγίω τούτω… Επεί οι Λαυριώται έγραψαν και ανέφερον ημίν περί τούτου, έγραψα προς εκείνους, ίνα πας ο βουλόμενος εορτάζη τούτον κατ’ ιδίαν… Εν τη Μεγάλη δε Εκκλησία ουκ εποιούμεν τούτο και καθόλου ταίς λοιπαίς εκκλησίαις πανταχού, ότι ούπω περί τούτου τη Ιερά Συνόδω εκοινωνησάμην» (Μ. Γεδεών αυτ. σελ. 122).
Ο ίδιος Πατριάρχης αγ. Φιλόθεος αναφέρει το παράδειγμα του αγ. Αθανασίου, τον οποίο ο Θεός «εδόξασε διά των θαυμάτων και μήπω της Εκκλησίας αναστηλωσάσης αυτόν, εορτήν επετέλουν περιφανή οι του μοναστηρίου αυτού μοναχοί και την ιεράν αυτού εικόνα έφερον εν τη Μεγάλη Εκκλησία κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας».
Κατά την εξεταζομένη πάντως περίοδο άρχισε σταδιακά να εμφανίζεται η πρακτική της διακηρύξεως της αγιότητος νέων Αγίων με απόφαση μείζονος εκκλησιαστικής Αρχής, δηλαδή Συνόδου, ασχέτως του χρόνου κατά τον οποίο είχαν κοιμηθεί. Οι σχετικές περιπτώσεις είναι οι εξής:
Του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά (+ 1359), επί πατριαρχείας αγ. Φιλοθέου του Κοκκίνου (1354 – 1355, 1364 – 1376), 6 χρόνια μετά την κοίμησή του! Του αγ. Γερασίμου Κεφαλληνίας (+ 1579), επί πατριαρχείας Κυρίλλου του Λουκάρεως (+ 1638), 50 περίπου χρόνια μετά την κοίμησή του. Του αγ. Διονυσίου αρχιεπ. Αιγίνης (+ 1622), επί πατριαρχείας Γαβριήλ Γ’ (1716 – 1723), σχεδόν 100 χρόνια μετά την κοίμησή του. Της Οσιομάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας (+ 1589), επί πατριαρχείας Ματθαίου Β’ (1599 – 1602), 10 χρόνια μετά την κοίμησή της.
Το ότι η αρχαία εκκλησιαστική παράδοσις και πρακτική της πρώτης χιλιετίας σχετικά με την διακήρυξη της αγιότητος των νέων Αγίων, συνέχισε να τηρείται και κατά την δεύτερη χιλιετία, ακόμη και μετά την εμφάνιση Συνοδικών αποφάσεως διακηρύξεως (15ος αι.), αποδεικνύεται και από πραγματεία που έγραψε ο οσ. Αθανάσιος ο Πάριος με τον τίτλο «Ότι οι νέοι Μάρτυρές εισιν Άγιοι και πρέπει να τιμώνται ως τοιούτοι και άνευ κανονικής διαγνώσεως της Μεγάλης Εκκλησίας».
Πέραν τούτων υπάρχει και περίπτωσις τιμής ως προς Άγιον σε μέλος της Εκκλησίας που ευρίσκεται ακόμη στην ζωή. Πρόκειται για τον οσ. Νεόφυτο τον Έγκλειστο, ο οποίος αγιογραφήθηκε μεταξύ δύο Αγγέλων να αναλαμβάνεται στον ουρανό! (η τοιχογραφία αυτή σώζεται στην Εγκλείστρα του, στην Κύπρο. Βλ. R. Cormack. “The Hermitage of St. Neophytos and its wall-paintings”, Dubarton Oaks Papers, 20, 1966, σελ. 119 – 206).
Ακόμη υπάρχουν και περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο λαός επέβαλε στην Εκκλησιαστική Αρχή την τιμή ως προς Άγιο σε συγκεκριμένα πρόσωπα. «Θέλω να υπογραμμίσω όλως ιδιαιτέρως – γράφει ο Χρ. Οικονόμου – ότι υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες το πλήρωμα της Εκκλησίας, παρά την αντίδραση και άρνηση των Εκκλησιαστικών Αρχών, αναγνώρισε και τίμησε κάποιον ως Άγιο και στη συνέχεια αξίωσε την αναγραφή του ονόματός του στα Δίπτυχα της Εκκλησίας, π.χ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, κ.α.». (αυτ.).
Ρητορικό το ερώτημα, αλλά το θέτουμε: Ο λαός της ΚΠόλεως περίμενε να περάσουν 100 χρόνια, για να τιμήσει τον Ιερό Χρυσό-στομο ως Άγιο και για να επιβάλλει στους διαδόχους του την εγγραφή του στα Δίπτυχα; Ασφαλώς όχι, εφ’ όσον η διαπίστωσις της αγιότητος έχει «αφετηρία την φωνή του λαού» (Χρ. Οικονόμου) και είναι «πράξη εμπειρική, που είναι αποτέλεσμα θέας των γεγονότων της ζωής και της δράσεως του Αγίου» (Στυλ. Παπαδόπουλος). Αυτή ακριβώς η «θέα» και η «φωνή» προϋποθέτουν αυτόπτες μάρτυρες «των γεγονότων της ζωής και της δράσεως του Αγίου» και 100 χρόνια μετά αυτοί οι μάρτυρες δεν υπάρχουν, οπότε αντί για «θέα» έχουμε «φήμη».
Μετά τα προηγούμενα ευχερώς προκύπτει το συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για την διακήρυξη της αγιότητος ενός ιερού προσώπου, λαμβανομένου υπ’ όψιν μάλιστα του γεγονότος, ότι απόφασις Εκκλησιαστικής Αρχής (Επισκόπου ή Συνόδου), δεν είναι καν απαραίτητη, εφ’ όσον η Εκκλησιαστική Αρχή «προβαίνει στην διακήρυξη, όχι για να αποκτήσει εγκυρότητα ο Άγιος, αλλά για να πληροφορηθεί ευρύτερα το πλήρωμα της Εκκλησίας…Το Πατριαρχείο επενέβαινε…, όχι για να εγκρίνει, αλλά για να διευρύνει τον εορτασμό της μνήμης του, που ήδη γίνοταν» (Στυλ. Παπαδοπούλου αυτ. σελ. 3).
Αντιθέτως αν καθυστερήσει υπερβαλλόντως η «επ’ εκκλησίαις» διακήρυξις της αγιότητος ενός ιερού προσώπου, κινδυνεύουν ενδεχομένως να χαθούν οι πολύτιμες μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων των εν ζωή σημείων και θαυμάτων του. Εφ’ όσον «στην πρώτη φάση της διαδικασίας, με τρόπο συνήθως απλό και σπάνια συστηματικό, γίνεται διαπίστωση του γεγονότος, ότι το τάδε αποθανόν μέλος της Εκκλησίας είχε και έχει χαρίσματα Αγίου. Πρόκειται για πράξη εμπειρική, που είναι αποτέλεσμα θέας των γεγονότων της ζωής και της δράσεως του Αγίου, αλλά και γνώσεως, που αποκτάται μέσω αφηγήσεων ή γραπτών μαρτυριών…(και) η Σύνοδος, διακηρύσσοντας την αγιότητα, δεν αποφασίζει – κρίνει την αγιότητα (αλλά) πράξη διακηρύξεως σημαίνει εδώ πανηγυρική διακοίνωση γεγονότος ήδη εμφανούς και αποδεκτού από μικρό ή μεγάλο αριθμό αξιοπίστων μελών της Εκκλησίας» (Στυλ. Παπαδοπούλου αυτ. φ. 843, σελ. 1 και 4).
Στην περιοχή της γενέτειράς μου Αχαίας και ευρύτερα της Πελοποννήσου, εκκρεμεί μία τουλάχιστον κραυγαλέα περίπτωση ασυμφωνίας Ποιμένων (ενός ευτυχώς) και εκκλησιαστικού πληρώματος. Ο Ομολογητής της Βαυαροκρατίας Όσιος Χριστοφόρος ο Παπουλάκος, ο ηρωικός κήρυκας της Ορθοδοξίας, που συγκρούστηκε με την παπική κεφαλή της Ελληνικής Εκκλησίας, τον Βασιλιά Όθωνα και τους προσκυνημένους Δεσποτάδες της εποχής του (βλ. περιστατικό με τον Μήτρο, που έγινε Δεσπότης), γιατί δεν εγγράφεται στο Αγιολόγιο; Επειδή αντιδρά συγκεκριμένος Μητροπολίτης της Πελοποννήσου; Κάποιος γνώστης του τόπου, του προσώπου και του θέματος είπε: «Υπομονή, έρχεται το δρέπανο του θανάτου, είναι 84 ετών, ο επόμενος θα το σκεφθεί διαφορετικά».
Εν βρασμώ ψυχής, για το άδικο!