ΝΑΤΟ: Το άτυπο ερώτημα της Ουάσιγκτον που αναστάτωσε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τα σενάρια που επεξεργάστηκε σε ανύποπτο χρόνο η Αθήνα και η Σύνοδος της 24ης Ιουνίου όπου κρίνεται το μέλλον της Συμμαχίας
Ο συνομιλητής μας αφηγείται φανερά προβληματισμένος την ακόλουθη ιστορία: «Πριν από δύο μήνες είχαμε κανονίσει συνάντηση με έναν πρέσβη κράτους του ΝΑΤΟ το οποίο δεν είναι στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκτάκτως ακύρωσε τη συνάντηση και βρεθήκαμε την επόμενη ημέρα. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο λόγος που την ακύρωσε ήταν γιατί σε ορισμένα κράτη εστάλη ένα άτυπο ερώτημα από την αμερικανική κυβέρνηση για το πώς θα έβλεπαν την πιθανότητα να ανακοινώσει το καλοκαίρι ο Τραμπ την αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και αυτομάτως χτύπησε συναγερμός. Την επόμενη ημέρα έμαθα ότι έγινε μια γρήγορη αξιολόγηση και ότι τα κράτη εξήγησαν πως αυτό θα ήταν λάθος και δεν ήταν προς το συμφέρον του ΝΑΤΟ, ούτε της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ασφάλειας». Αυτό, κατά τον συνομιλητή μας, που είναι βαθύς γνώστης των διεργασιών αυτής της περιόδου για την ευρωπαϊκή άμυνα και το μέλλον του ΝΑΤΟ, αποτελεί απόδειξη ότι το σενάριο της μερικής ή ακόμα και της πλήρους αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία βρίσκεται στο τραπέζι.
Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει κάνει ξεκάθαρη δήλωση υποστήριξης του ΝΑΤΟ και όλοι αναμένουν τις ανακοινώσεις του Ντόναλντ Τραμπ στη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού, η οποία θα πραγματοποιηθεί στη Χάγη στις 24-26 Ιουνίου.
Τα τρία σενάρια
Το ενδεχόμενο κάποιας μορφής αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συμμαχία δεν θα αιφνιδιάσει κανέναν στην Ευρώπη, ορισμένοι μάλιστα το έχουν προεξοφλήσει. Τα μεγάλα κράτη της ΕΕ σίγουρα έχουν επεξεργαστεί διάφορα σενάρια. Αλλά και μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν έχουν μείνει παρατηρητές των εξελίξεων. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Β», πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, με την προοπτική της επανεκλογής Τραμπ, υπήρξαν σκέψεις σε στρατιωτικούς επιτελείς να αναζητηθεί η καταγραφή όλων των πιθανών σεναρίων από διεθνή φορέα κύρους σε γεωστρατηγικές αναλύσεις. Συνεπώς, κάποια προετοιμασία έχει γίνει στο επίπεδο των κρατών-μελών, αλλά σε επίπεδο ΕΕ παραμένουν επικεντρωμένοι στα θέματα της ευρωπαϊκής άμυνας και του πολέμου στην Ουκρανία και όχι στο ΝΑΤΟ.
Εκτός από το σενάριο της αποχώρησης, υπάρχουν και άλλα που θεωρούνται πιθανά. Οπως επισημαίνει ο Βασίλης Τσιάμης, πρώην ανώτατος λειτουργός της ΕΕ για θέματα ασφάλειας και άμυνας, ένα δεύτερο σενάριο είναι «να περιορίσει η Αμερική της έκθεσή της στο ΝΑΤΟ και ήδη συζητείται το ενδεχόμενο τη θέση του SACEUR (Supreme Allied Commander Europe), που είναι ουσιαστικά ο διοικητής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, να μην την αναλάβει Αμερικανός. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί να αναλάβει για μια σειρά πραγμάτων την οργάνωση και το κόστος, αφού οι ΗΠΑ θα μειώσουν τη συμμετοχή τους σε προσωπικό, σε δυνατότητες και στον προϋπολογισμό».
Το τρίτο σενάριο, που έχει υπ’ όψιν του ο Β. Τσιάμης, είναι να ζητήσει ο Τραμπ να αυξήσουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ τις αμυντικές τους δαπάνες από το 2% του ΑΕΠ στο 4% του ΑΕΠ, με παράλληλη υποχρέωση να προμηθευτούν αμερικανικά οπλικά συστήματα. Αν απορρίψουν την πρόταση, οι ΗΠΑ θα μειώσουν τη συμμετοχή τους ή θα αποχωρήσουν από το ΝΑΤΟ, κατηγορώντας τους Ευρωπαίους ότι δεν δείχνουν την απαραίτητη δέσμευση στο ΝΑΤΟ.
Οι διεργασίες που γίνονται αυτό το διάστημα είναι πολυεπίπεδες, επειδή, αν συμβεί οτιδήποτε από τα παραπάνω, οι σημερινές ευρωπαϊκές επενδύσεις για την άμυνα θα είναι ψίχουλα και θα πρέπει να πολλαπλασιαστούν ταχύτατα, αν και ορισμένοι αναθάρρησαν μετά την υπογραφή της συμφωνίας ΗΠΑ – Ουκρανίας.
Ο παράγοντας Γερμανία
Ωστόσο, στο εσωτερικό της ΕΕ δεν υπάρχει κοινή αντίληψη των κρατών για την επόμενη ημέρα. Προσφάτως, ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς, που ορκίζεται την Τρίτη, κατά την επέτειο των 70 ετών από την ένταξη της Γερμανίας στη Συμμαχία, δήλωσε ότι «δεν είναι σαφές αν το ΝΑΤΟ θα συνεχίσει να υπάρχει τις επόμενες δεκαετίες». Ο Μερτς εκτίμησε ότι ο πόλεμος που ξεκίνησε η Ρωσία δεν απειλεί μόνο την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, αλλά και την πολιτική τάξη της ευρωπαϊκής ηπείρου. «Είμαστε άμεσα απειλούμενοι από τη Ρωσία. Δεν είμαστε αμέτοχοι τρίτοι» τόνισε.
Στη Γερμανία είναι διάχυτος ο φόβος της απειλής από τη Ρωσία, μπορεί όμως η χώρα να διεκδικήσει μια ηγετική θέση στο ΝΑΤΟ; Πληροφορίες από το Βερολίνο αναφέρουν ότι υπάρχει κοινή αντίληψη στα δύο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, στη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση και στους Σοσιαλιστές, ότι η Γερμανία θα πρέπει τουλάχιστον να αποκτήσει τον έλεγχο των οπλικών συστημάτων που φιλοξενεί στο έδαφός της, ώστε σε περίπτωση που απειληθεί να μη χρειαστεί να μπει σε διαδικασία συνεννοήσεων με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Αυτό ίσως ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι.
Αν και η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ο στρατιωτικός και θεσμικός της ρόλος στην άμυνα παραμένει περιορισμένος. Οι ΗΠΑ καλύπτουν περίπου το 85% των συνολικών στρατιωτικών δαπανών του ΝΑΤΟ και προσφέρουν την πυρηνική αποτροπή που είναι το θεμέλιο της συλλογικής άμυνας. Χωρίς την αμερικανική υποστήριξη, το ΝΑΤΟ θα βρισκόταν μπροστά σε ένα τεράστιο στρατηγικό κενό.
Ο προηγούμενος καγκελάριος Ολαφ Σολτς είχε δεσμευτεί ότι η χώρα του θα δαπανήσει περί το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ για την άμυνά της τα επόμενα δέκα χρόνια, ωστόσο η πρόοδος είναι αργή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια. Επιπλέον, η γερμανική κοινωνία εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρές αντιμιλιταριστικές αντιλήψεις λόγω της ιστορικής εμπειρίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το γερμανικό Σύνταγμα περιορίζει τις στρατιωτικές αποστολές εκτός συνόρων, επιτρέποντάς τες μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Ποιος θα πληρώσει;
Αν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να μειώσουν την έκθεσή τους στον ΝΑΤΟ, είναι έτοιμη η Γερμανία να πληρώσει τον λογαριασμό και να αναλάβει περισσότερες υποχρεώσεις μέσα στη Συμμαχία; Επιπλέον, αν υποτεθεί ότι το Βερολίνο απαντά καταφατικά, πώς θα αντιδράσουν οι άλλες χώρες; Η Πολωνία και Βαλτικές Χώρες ίσως θα στήριζαν έναν ενισχυμένο ρόλο της Γερμανίας υπό εγγυήσεις ισχυρής αποτροπής έναντι της Ρωσίας, αλλά τι θα έκαναν η Γαλλία και η Βρετανία; Ισχύει, άραγε, ακόμα η σκωπτική παρατήρηση του πρώτου γενικού γραμματέα της Συμμαχίας, του βρετανού λόρδου Ισμέι (1952), ότι «ο σκοπός του ΝΑΤΟ είναι να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω»; Με τους Αμερικανούς έξω, πώς αλλάζει η εξίσωση;
Οταν αποχώρησε η Βρετανία από την ΕΕ, επιδίωξε και κατάφερε να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο και συμμετοχή στο ΝΑΤΟ. Αύξησε τη συνεισφορά της και απέκτησε περισσότερες θέσεις ευθύνης, άρα δύσκολα θα εκχωρούσε τον ρόλο της στη Γερμανία ή και στη Γαλλία. Η Γερμανία παραδοσιακά υποστηρίζει το ΝΑΤΟ και σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως κατά τις συζητήσεις για την ευρωπαϊκή άμυνα, ενίστατο όταν αυτό υποσκελιζόταν. Εκτιμάται ότι σε αυτή τη φάση δεν είναι έτοιμη να αναλάβει τέτοια ευθύνη σε ένα πεδίο που δεν είναι προνομιακό για εκείνη, καθώς έχει τεράστιες αδυναμίες σε ό,τι αφορά τις ένοπλες δυνάμεις της, ενώ στην ευρωπαϊκή άμυνα θα μπορούσε να παίξει πιο σημαντικό ρόλο. Η Ιταλία είναι σε καλύτερη κατάσταση και η Γαλλία σε ακόμα καλύτερη, αν και παραδοσιακά δεν ενδιαφέρεται να ηγηθεί στο ΝΑΤΟ. Στην περίπτωση που επαληθευτούν οι απειλές Τραμπ, δεν είναι βέβαιο ότι η Γαλλία θα σπεύσει να καλύψει το κενό, ενώ θεωρείται δεδομένο ότι θα το κάνει η Βρετανία και σε έναν βαθμό η Ιταλία.
Ο ευρωπαϊκός πυλώνας
«Σε αυτή τη φάση», παρατηρεί ο Β. Τσιάμης, «τα κράτη-μέλη προσπαθούν να κινηθούν σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτα από όλα να δουν πώς θα ενισχύσουν την εθνική τους άμυνα και για να το κάνουν αυτό χρειάζονται χρηματοδότηση. Γι’ αυτό αντιμετώπισαν θετικά την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποφυγή του φρένου χρέους σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές επενδύσεις – όχι δαπάνες, μισθούς ή τρέχοντα λειτουργικά έξοδα, το τονίζω – για προμήθεια οπλικών συστημάτων και για νέες τεχνολογίες. Το δεύτερο είναι να αποκτήσουν μεγαλύτερη επίδραση οι ευρωπαϊκές χώρες εντός του ΝΑΤΟ, αλλά αυτό σημαίνει και μεγαλύτερο κόστος. Τα ποσά είναι τεράστια, το αντάλλαγμα ίσως δεν θα είναι το αναμενόμενο». «Το πρόβλημα του ΝΑΤΟ είναι η ομοφωνία», σημειώνει ευρωπαϊκή διπλωματική πηγή, «ενώ στην ΕΕ είναι ευκολότερο οι χώρες να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Ο λόγος που οι ευρωπαϊκές χώρες δεν ήθελαν να επενδύσουν πολύ σε αυτό ήταν ότι εξυπηρετούσε κυρίως τα αμερικανικά συμφέροντα και επιπλέον συμμετέχουν και χώρες εκτός της ΕΕ, άρα δεν ήταν βέβαιο ότι οι αποφάσεις θα ήταν υποστηρικτικές προς τα δικά τους σχέδια. Θεωρώ ότι το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών χωρών, ειδικά της Γαλλίας και της Γερμανίας, θα κατευθυνθεί προς την ευρωπαϊκή άμυνα και λιγότερο προς το ΝΑΤΟ».
Στην περυσινή Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, η κοινή διακήρυξη ήταν πολύ φτωχή, παρότι η Γαλλία και η Γερμανία διαπραγματεύτηκαν σκληρά για να περιληφθεί σε αυτή ότι η ευρωπαϊκή άμυνα θα αποτελεί τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ. Σε αυτό οι ΗΠΑ αντέδρασαν μέχρι τέλους επειδή θα νομιμοποιούσε την Ευρώπη να κινηθεί ημιαυτόνομα σε ό,τι αφορά τη δημιουργία ευρωπαϊκής άμυνας και, όπως έγινε φανερό, η κύρια μέριμνα της Αμερικής είναι η πολεμική της βιομηχανία. Το ενδεχόμενο να μετατραπεί η ΕΕ σε μια κλειστή αγορά, η οποία θα αγοράζει και θα πουλάει κυρίως εσωτερικά, δεν είναι ανεκτό από την αμερικανική πλευρά, ίσως ούτε από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που στηρίζουν τον Τραμπ.
Ενδεικτικός είναι ο διχασμός του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Αμυνας και Βιομηχανίας προ δεκαημέρου για την έγκριση του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αμυντικής Βιομηχανίας (EDIP). Ο γάλλος εισηγητής ήταν θετικός, αλλά ο πολωνός αντιπρόεδρος ζήτησε αναβολή για περαιτέρω επεξεργασία, στην πραγματικότητα επιχείρησε να χρονοτριβήσει επειδή το πρόγραμμα έθετε εμπόδια στα αμερικανικά συμφέροντα. Για την ευρωπαϊκή άμυνα θα δαπανηθούν τα ερχόμενα τέσσερα χρόνια 800 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 650 δισεκατομμύρια θα προέλθουν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και τα 150 δισεκατομμύρια από το πρόγραμμα SAFE, τα οποία είναι δανεισμός της Κομισιόν. Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να συνεισφέρει στον αμυντικό σχεδιασμό και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αν ξεπεραστούν οι περιορισμοί που έχει να μη συμμετέχει σε εξοπλιστικά προγράμματα.
Το EDIP ήταν ένα προϋπάρχον πρόγραμμα ύψους 1,5 δισεκατομμυρίου, το οποίο ενισχύθηκε ως θεσμικό πλαίσιο και προβλέπει ότι οι εγκρίσεις ευρωπαϊκών κονδυλίων για πώληση, αγορά, η αναγνώριση πατεντών και η χρήση οπλικών συστημάτων θα δίνονται μόνο από ευρωπαϊκές οντότητες, είτε κρατικές είτε ιδιωτικές. Αυτή η πρόβλεψη θέτει εμπόδια στην αμερικανική βιομηχανία, αλλά και στην τουρκική, η οποία έχει αγοράσει ή έχει κάνει συμπράξεις με ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η ιταλική Piaggio. «Βασικό στόχος μας», εξηγεί ο Γιάννης Μανιάτης, αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ήταν εισηγητής από την πλευρά των Σοσιαλιστών, «ήταν η μείωση των εξαρτήσεων από τρίτες χώρες και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας».
Το πλαίσιο του EDIP θεωρείται πρόπλασμα για το πώς θα κατανεμηθούν τα χρήματα του SAFE, και ενώ υπερψηφίστηκε από τις δύο Επιτροπές την ερχόμενη εβδομάδα πρέπει να ψηφιστεί και από την Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου. Οσοι είναι αντίθετοι, δηλαδή ένα κομμάτι του ΕΛΚ και τα ακροδεξιά και φιλοτραμπικά κόμματα ECR και Πατριώτες, θα πρέπει να συγκεντρώσουν 72 υπογραφές μέχρι την Τρίτη το βράδυ, ώστε να ζητήσουν να ανοίξει ξανά ο φάκελος του προγράμματος την Πέμπτη. Αν η Ολομέλεια δεν τον ανοίξει, θα θεωρηθεί ότι εγκρίθηκε οριστικά και θα σταλεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Αθήνα και Αγκυρα
Το θέμα της Τουρκίας, που αφορά άμεσα τη χώρα μας, είναι περίπλοκο επειδή είναι πρόθυμη, αν χρειαστεί, να στείλει στρατό στην Ουκρανία και οι Ευρωπαίοι εκτιμούν ότι η Ρωσία θα διστάσει να συγκρουστεί με τη σύμμαχο χώρα. Για την Ελλάδα, η μεγάλη μάχη θα δοθεί για να καταστεί το άρθρο 42 παρ. 7, που αφορά την αλληλεγγύη σε περίπτωση που ένα κράτος δεχθεί επίθεση, ισοδύναμα δεσμευτικό με το άρθρο 5 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ. Οι περισσότεροι πολιτικοί αντιμετωπίζουν ως εθνική ήττα το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί η Τουρκία στην ευρωπαϊκή άμυνα, υπάρχουν όμως κάποιοι που το θεωρούν αναπόφευκτο και πιστεύουν ότι η χώρα μας θα πρέπει να ζητήσει ισχυρά ανταλλάγματα για να δώσει τη συναίνεσή της.
Δήμητρα Κρουστάλλη – tovima.gr