ΕΚΚΛΗΣΙΑ: Η υπόθεση που ξεσκέπασε μια βαθιά παθογένεια- Η σύλληψη παλαιοημερολογίτη που συστηνόταν ως «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος» για διακίνηση ναρκωτικών δεν είναι ένα ακόμα αστυνομικό επεισόδιο.
Επιμέλεια – Γιώργος Θεοχάρης
Για τον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, αποτελεί την κορυφή ενός εκκλησιαστικο-θεσμικού παγόβουνου που η Πολιτεία αρνείται να δει. Με κείμενό του που ήδη προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις, ο Σεραφείμ στρέφει ευθέως τα βέλη του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στους μηχανισμούς του κράτους που – όπως σημειώνει – «νομιμοποιούν» μέσα από παραθυράκια και παραλείψεις ολόκληρες παρασυναγωγές που αντιποιούνται την Ορθόδοξη Εκκλησία.
«Η Πολιτεία ευτελίζει το ιερατικό σχήμα»
Ο Σεραφείμ καταλογίζει στην Πολιτεία πλήρη ευθύνη για την εικόνα ευτελισμού που αποκόμισε η κοινωνία μέσα από την υπόθεση Βεζυρέα. Όπως σημειώνει, ενώ το Σύνταγμα ορίζει ως επικρατούσα την Ορθόδοξη Εκκλησία, το κράτος παραχωρεί νομική υπόσταση σε ομάδες που δρουν με πλήρη αντιποίηση αρχής, φορώντας άμφια, τελώντας «μυστήρια» και χρησιμοποιώντας κανονικούς τίτλους χωρίς καμία νομιμοποίηση.
Αυτό, σύμφωνα με εκκλησιαστικούς παράγοντες, δημιουργεί ένα «θεσμικό τέρας»: ομάδες που δεν έχουν καμία σχέση με την κανονική Εκκλησία να βαφτίζονται «Επισκοπές», «Μητροπόλεις» και «Αρχιεπισκοπές», ενώ ο απλός πιστός παραπλανιέται.
Τα κενά του νόμου και η αδράνεια των ελεγκτικών αρχών
Η υπόθεση φέρνει στο προσκήνιο το μεγαλύτερο ίσως θεσμικό κενό: την μη εφαρμογή των άρθρων περί αντιποίησης αρχής και στολής του Ποινικού Κώδικα. Αν και ο νόμος προβλέπει ποινές για όσους εμφανίζονται ψευδώς ως φορείς εκκλησιαστικής εξουσίας, στην πράξη οι διωκτικές αρχές δεν εφαρμόζουν σχεδόν ποτέ τις συγκεκριμένες διατάξεις.
Αστυνομικές πηγές τονίζουν στο vimaorthodoxias.gr ότι η προτεραιότητα δίνεται συχνά στο ποινικό σκέλος – όπως τα ναρκωτικά ή η απάτη – ενώ η θεσμική απάτη απέναντι στην Εκκλησία αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα. Αυτό αφήνει χώρο ώστε ανεξέλεγκτες ομάδες να δρουν με πλήρη εξωτερική ορθόδοξη εμφάνιση, χωρίς όμως να έχουν καμία σχέση με την κανονική Εκκλησία της Ελλάδος.
Η «νομιμοποίηση» των παρασυναγωγών – Το πρόβλημα του 2014
Καταλυτικό ρόλο στην έκρηξη των ψευδο-«Επισκόπων» και «Μητροπολιτών» παίζει η νομοθεσία του 2014, η οποία – σύμφωνα με τον Σεραφείμ – επέτρεψε σε παραεκκλησιαστικές ομάδες να εγγράφονται σε βιβλία Πρωτοδικείων ως θρησκευτικές κοινότητες.
Το αποτέλεσμα; Ο οποιοσδήποτε, χωρίς κανονική χειροτονία και χωρίς εκκλησιαστική νομιμοποίηση, μπορεί να ιδρύει «Μονές», «Επισκοπές» και «Αρχιεπισκοπές» και να λειτουργεί δημόσια σαν να είναι τμήμα της κανονικής Εκκλησίας.
Ιεράρχες που μίλησαν στο ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ σημειώνουν ότι «η Πολιτεία ξύπνησε πολύ αργά» και πως οι υπηρεσίες του κράτους δεν έχουν σαφή γνώση της κανονικής τάξης. Έτσι, οι παρασυναγωγές εμφανίζονται ισότιμες απέναντι στον νόμο, ενώ ο λαός αδυνατεί να ξεχωρίσει το αληθινό από το ψευδεπίγραφο.
Όταν οι νόμοι δεν εφαρμόζονται – Ποιοι ωφελούνται;
Ο Σεραφείμ υπογραμμίζει πως ενώ ο Ποινικός Κώδικας έχει τα εργαλεία για να προστατεύσει την Εκκλησία από αντιποίηση, στην πράξη το κράτος επιλέγει να μην τα χρησιμοποιεί. Εκκλησιαστικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι πίσω από την ανοχή βρίσκονται συχνά πολιτικές σκοπιμότητες: «κανείς δεν θέλει να κατηγορηθεί ότι διώκει θρησκευτικές ομάδες», ακόμη και αν αυτές είναι βιτρίνα για σοβαρά εγκλήματα.
Την ίδια στιγμή, η Ελληνική Αστυνομία καλείται να επέμβει μόνο όταν το σκάνδαλο φτάσει στο απροχώρητο – όπως τώρα με τα ναρκωτικά. Η έλλειψη προληπτικού ελέγχου αφήνει την Εκκλησία εκτεθειμένη και επιτρέπει σε μικρές ομάδες να λειτουργούν ανενόχλητα ως δήθεν «γνήσιοι υπερασπιστές της πίστης».
Το μήνυμα προς την Πολιτεία: «Το επόμενο σκάνδαλο δεν είναι θέμα αν – αλλά πότε»
Ιεράρχες που συνομίλησαν με το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ τονίζουν ότι η Πολιτεία οφείλει επιτέλους να προστατεύσει τη θεσμική ακεραιότητα της Εκκλησίας. Χωρίς αυστηρή εφαρμογή των νόμων, χωρίς διαχωρισμό μεταξύ κανονικής Εκκλησίας και παρασυναγωγών και χωρίς συνεργασία μεταξύ Εκκλησίας και Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, το πρόβλημα θα επαναληφθεί.
Το κείμενο του Μητροπολίτη Πειραιώς λειτουργεί περισσότερο ως καμπανάκι για ένα ευρύτερο θεσμικό αδιέξοδο παρά ως απλή καταγγελία. Και το μήνυμα είναι σαφές: η ανοχή της Πολιτείας επιτρέπει τον ευτελισμό του ράσου. Αν δεν υπάρξει άμεση και συντονισμένη αντίδραση, το νέο σκάνδαλο – όπως λένε εκκλησιαστικές πηγές – «είναι ήδη στον δρόμο».
Εν κατακλείδι
Η υπόθεση Βεζυρέα φωτίζει μια βαθιά παθογένεια: η Ελλάδα επιτρέπει σε ομάδες χωρίς κανονικότητα να λειτουργούν ως Εκκλησία, να παραπλανούν πιστούς και να χρησιμοποιούν το ράσο ως κάλυψη για δραστηριότητες που προσβάλλουν την κοινωνία και την πίστη. Ο λόγος του Σεραφείμ ήταν το πιο ηχηρό καμπανάκι εδώ και χρόνια — τώρα μένει να φανεί αν η Πολιτεία θα το ακούσει.



















