Η εξαγγελία του πρωθυπουργού ότι η «λειτουργία και προστασία» του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη περνά στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα λύνει.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Σε έναν χώρο που συνομιλεί καθημερινά με τον πυρήνα της δημοκρατικής ζωής—μπροστά στη Βουλή, στο σημείο όπου κατατίθεται ο δημόσιος λόγος και η κοινωνική διαμαρτυρία—η επιλογή στρατιωτικοποίησης της αρμοδιότητας κινδυνεύει να εκληφθεί ως μήνυμα «συμμόρφωσης δια της τάξεως», αντί για στοχευμένη μέριμνα προστασίας μνημείου. Κι όσο κι αν η κυβέρνηση διευκρινίζει ότι τα μέτρα τάξης παραμένουν στην Ελληνική Αστυνομία, η ουσία δεν αλλάζει: η πολιτική ευθύνη και το πολιτικό πρόσημο της φύλαξης αλλάζουν πίστα και περνούν στη στολή.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο συμβολικό. Είναι και θεσμικό. Το μνημείο βρίσκεται στην καρδιά του πολιτικού κέντρου, υπό το βλέμμα της Βουλής των Ελλήνων. Η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο ΥΠΕΘΑ—έστω με επιχειρησιακό ρόλο της ΕΛ.ΑΣ.—θολώνει τα όρια ανάμεσα στο «ιερό» του μνημείου και στον δημόσιο χώρο έκφρασης. Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι ένα περιφραγμένο μνημείο σε προαύλιο στρατοπέδου· είναι ένας ζωντανός τόπος μνήμης, λαϊκής συμμετοχής και δημοκρατικού συμβολισμού.
Όταν λοιπόν ο χειρισμός του περνά από την πολιτική διοίκηση στον στρατιωτικό φορέα, η εκ των πραγμάτων «σκληρότερη» οπτική για το τι συνιστά «προστασία» κινδυνεύει να μετατραπεί σε οριζόντια αποτροπή κάθε παρουσίας που δεν πληροί το φίλτρο της «αποστολής του μνημείου».
Η κυβέρνηση επικαλείται την πρόσφατη ένταση λόγω της διαμαρτυρίας του Π. Ρούτσι και θέτει το ερώτημα: «Μπορεί το μνημείο να γίνεται πεδίο εκδηλώσεων άσχετων με την αποστολή του;» Η απάντηση είναι προφανής για όλους: όχι. Όμως ανάμεσα στην αυτονόητη προστασία από βανδαλισμούς και στη γενικευμένη αποστείρωση του δημόσιου χώρου υπάρχει απόσταση.
Η Ελληνική Αστυνομία διαθέτει ήδη εργαλεία αποτροπής και επιβολής κανόνων—το ζήτημα είναι η στοχευμένη, αναλογική εφαρμογή τους, όχι η αλλαγή «ιδιοκτήτη» της ευθύνης.
Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι ο Άγνωστος Στρατιώτης συνδέεται θεσμικά με την Προεδρική Φρουρά και το τελετουργικό τιμών στην καρδιά του κράτους. Η Προεδρία της Δημοκρατίας φέρει το κύρος του θεσμικού εγγυητή—και, αν κάτι χρειαζόταν, ήταν μια διακομματικά συμφωνημένη, λεπτομερής κανονιστική πράξη με σαφείς φραγμούς (ώρες, αποστάσεις, κανόνες), όχι μια πολιτική πρωτοβουλία που εκλαμβάνεται ως επικοινωνιακή απάντηση στην «τοξικότητα».
Στο διεθνές πρίσμα, η κίνηση προβληματίζει. Τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων ήδη επισημαίνουν τον εύθραυστο συμβολισμό: το Reuters συνήθως «διαβάζει» τέτοιες παρεμβάσεις ως ένδειξη αυστηροποίησης της δημόσιας τάξης, το Associated Press καταγράφει την ισορροπία ανάμεσα στα μνημεία και το δικαίωμα ειρηνικής συνάθροισης, ενώ το Agence France-Presse δίνει έμφαση στο πολιτικό μήνυμα που εκπέμπεται προς τους επισκέπτες και τους πολίτες. Ακόμη και το γερμανικό DPAσε ανάλογες ευρωπαϊκές περιπτώσεις εστιάζει στο πώς οι κυβερνήσεις επιλέγουν «σκληρούς» ή «ήπιους» μηχανισμούς προστασίας σε συμβολικούς χώρους. Με άλλα λόγια: το διεθνές αφήγημα δύσκολα θα είναι «ουδέτερο».
Εσωτερικά, ο χρόνος και η στόχευση «φωνάζουν πολιτική διαχείριση κρίσης». Την ώρα που η κυβέρνηση μιλά για ιστορικές διεθνείς πρωτοβουλίες και οικονομική σταθερότητα, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων για ένα μνημείο—όσο εμβληματικό κι αν είναι—μοιάζει δυσανάλογα κεντρική στην ατζέντα. Αν ο στόχος είναι η ουσιαστική προστασία, γιατί δεν προηγήθηκε αξιολόγηση ρίσκου από την Ελληνική Αστυνομία με δημοσίευση σαφών πρωτοκόλλων; Γιατί δεν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση ένα ειδικό πλαίσιο κανόνων, κάτω από την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, που να δεσμεύει τις κυβερνήσεις ανεξαρτήτως συγκυρίας;
Επιπλέον, η εξαγγελία περί «μοναδικής αρμοδιότητας προστασίας» του Υπουργείου Εθνικής Άμυναςθολώνει το επιχειρησιακό command-and-control. Ποιος θα αποφασίζει το «πότε» και «πώς» της επέμβασης; Πώς θα αποφεύγονται επικαλύψεις με την ΕΛ.ΑΣ.; Ποιος θα φέρει την ευθύνη σε πιθανή κλιμάκωση; Χωρίς αναλυτικό επιχειρησιακό πρωτόκολλο, ο κίνδυνος ασυνεννοησίας είναι υπαρκτός—κι αυτό ακριβώς θέλεις να αποφύγεις όταν μιλάς για «προστασία» υψηλού συμβολισμού.
Υπάρχει και η διάσταση του τουρισμού/εικόνας. Ο Άγνωστος Στρατιώτης είναι από τα πλέον φωτογραφημένα σημεία της χώρας. Ένα πλαίσιο φύλαξης που εκπέμπει «σκληρή» επιτήρηση αντί για αξιοπρεπή, διακριτική παρουσία υπονομεύει το αφήγημα της ανοιχτής, φιλόξενης Αθήνας. Τα διεθνή μίντια—από το Reuters και το AFP μέχρι το Associated Press—δεν θα διστάσουν να πλαισιώσουν εικόνες έντασης με τίτλους περί «συρρίκνωσης δημόσιου χώρου».
Τι θα έδειχνε σοβαρότητα;
1. Σαφής, δημοσιευμένος κανονισμός χρήσης του χώρου με ζώνες ασφαλείας, ώρες, αποστάσεις και εξαιρέσεις τελετουργικών, ώστε να προστατεύεται το μνημείο χωρίς να ποινικοποιείται η παρουσία πολιτών.
2. Διακομματική κύρωση του πλαισίου από τη Βουλή των Ελλήνων, για να μην αλλάζει με τα κύματα της επικαιρότητας.
3. Ενιαίο επιχειρησιακό πρωτόκολλο ΕΛ.ΑΣ.–ΥΠΕΘΑ με σαφή ιεραρχία.
4. Δημόσια λογοδοσία: ετήσια έκθεση περιστατικών, βανδαλισμών, παρεμβάσεων.
Σε τελική ανάλυση, η προστασία του Αγνώστου Στρατιώτη δεν πρέπει να γίνει το άλλοθι για τη συρρίκνωση του πιο πολύτιμου «μνημείου» μας: του ανοιχτού δημόσιου χώρου. Το μνημείο τιμά εκείνους που έπεσαν για την ελευθερία· άρα η καλύτερη τιμή είναι να διαφυλάξουμε έναν χώρο που να συνταιριάζει αξιοπρέπεια, τελετουργία και δημοκρατική κανονικότητα. Κι αυτό επιτυγχάνεται με κανόνες, διαφάνεια και αναλογικότητα—όχι με εντυπωσιακές μεταφορές αρμοδιοτήτων.
Αν η κυβέρνηση επιθυμεί πραγματικά να «ξεμπλέξει το κουβάρι», ας ξεκινήσει από τα βασικά: ποιους ακριβώς κινδύνους προστατεύουμε, με ποια μέσα, υπό ποια εποπτεία και με ποια μέτρα λογοδοσίας. Μέχρι τότε, η εξαγγελία μοιάζει περισσότερο με σύντομη νίκη επικοινωνίας παρά με μακρόπνοη πολιτική δημόσιου χώρου—και αυτό, στον πιο ευαίσθητο συμβολικό τόπο της χώρας, είναι τουλάχιστον άκομψο.