Εκκλησία της Ελλάδος: Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποστέλλει εγκύκλιο σημείωμα με στόχο να «κλειδώσει» την ενιαία εφαρμογή του νέου πλαισίου για τη σύσταση και λειτουργία εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, μετά τη θέση σε ισχύ (5 Αυγούστου 2025) του άρθρου 36 του ν. 5224/2025.
Επιμέλεια – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η εγκύκλιος, που απευθύνεται στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, στις Ιερές Μητροπόλεις, στις Συνοδικές Μονές και στους κεντρικούς φορείς (Αποστολική Διακονία, Διορθόδοξο Κέντρο), αποσαφηνίζει δύο κρίσιμες ζώνες: πώς ιδρύονται πλέον τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και τι ισχύει αναδρομικά για όσα λειτουργούν ήδη.
Το πρώτο μεγάλο σημείο είναι ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) αποκτά ξεκάθαρη αρμοδιότητα να συστήνει εκκλησιαστικά ιδρύματα είτε ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), με νομική προσωπικότητα από τη δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είτε ως εσωτερικές «υπηρεσίες» των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ). Έτσι, ένα ίδρυμα μπορεί πλέον να πάρει δύο διακριτές μορφές: αυτοτελές ΝΠΙΔ με δικό του ΑΦΜ και διαχείριση, ή δομή-υπηρεσία εντός Μητρόπολης/Μονής/Ενορίας χωρίς αυτοτέλεια.
Το δεύτερο σημείο αφορά το περιεχόμενο του Κανονισμού κάθε ιδρύματος: ρητή αναφορά σε επωνυμία, έδρα, σκοπό, το ΝΠΔΔ που επικουρεί, τη διοίκησή του, τους πόρους και τους κανόνες διαχείρισης, αλλά και τους όρους διάλυσης. Σε περίπτωση διάλυσης, η περιουσία περιέρχεται αυτοδικαίως στο εκκλησιαστικό ΝΠΔΔ που επικουρείται – αρχή που θωρακίζει τη συνέχεια του εκκλησιαστικού έργου.
Τρίτον, θεσμοθετείται «εργαλειοθήκη» αναδιάρθρωσης: συγχωνεύσεις, απορροφήσεις και αποσχίσεις περιουσίας μεταξύ ιδρυμάτων, με αποφάσεις της ΔΙΣ που επίσης δημοσιεύονται σε ΦΕΚ. Εδώ, ο συνταγματικός «κόφτης» του άρθρου 109 ενεργοποιείται όταν πρόκειται για περιουσίες αφιερωμένες με δωρεά ή διαθήκη σε συγκεκριμένο σκοπό: ο σκοπός αυτός δεν μεταβάλλεται, παρά μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις της νομοθεσίας περί κοινωφελών.
Τέταρτον, για τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, δεν απαιτούνται συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης: συντάσσεται «έκθεση απογραφής» από τον οικείο Μητροπολίτη (ή άλλο αρμόδιο όργανο εποπτείας), η οποία έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και καταχωρίζεται στο Κτηματολόγιο χωρίς φόρους, τέλη και δικαιώματα. Η ρύθμιση επιταχύνει κρίσιμα την τακτοποίηση των τίτλων, σε ένα τοπίο όπου συχνά οι εκκλησιαστικές περιουσίες είναι πολυτεμαχισμένες.
Το πέμπτο –και πολιτικά ευαίσθητο– σημείο είναι η ρητή αναδρομική διευκρίνιση: τα προϋφιστάμενα εκκλησιαστικά ιδρύματα που είχαν συσταθεί ρητά ως «υπηρεσίες» Μητροπόλεων, Ενοριών κ.λπ., δενμετατράπηκαν ποτέ αυτοδικαίως σε ΝΠΙΔ με τον ν. 4235/2014.
Παρέμειναν υπηρεσίες, άρα χωρίς ίδιο ΑΦΜ, χωρίς αυτοτελή δικοπρακτική ικανότητα και χωρίς ιδία μερίδα στο Κτηματολόγιο. Αντίθετα, ως ΝΠΙΔ αναγνωρίστηκαν μόνο όσα ιδρύματα των οποίων οι Κανονισμοί είτε προέβλεπαν ρητά μορφή ΝΠΙΔ είτε σιωπούσαν για τη νομική μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι ρύθμιζαν τα οκτώ αναγκαία ζητήματα (επωνυμία, έδρα, σκοπό κ.ο.κ.).
Σε πρακτικό επίπεδο, οι Μητροπόλεις καλούνται να χαρτογραφήσουν εγκαίρως τα υπαγόμενα ιδρύματά τους: ποια λειτουργούν ως υπηρεσίες και ποια ως ΝΠΙΔ. Για τα πρώτα, όλες οι έννομες σχέσεις (συμβάσεις, ευθύνες, τυχόν δίκες) βαραίνουν το εποπτεύον ΝΠΔΔ. Για τα δεύτερα, απαιτείται αυστηρή συμμόρφωση με τους κανόνες διαχείρισης και δημοσιότητας (ΦΕΚ, τήρηση Κανονισμού), καθώς και προσοχή σε μελλοντικές αναδιαρθρώσεις, ώστε να μην πληγεί ο σκοπός των αφιερώσεων.
Σε επίπεδο διακυβέρνησης, η εγκύκλιος αναδεικνύει τη ΔΙΣ ως «κέντρο ελέγχου» της οργάνωσης και λειτουργίας των ιδρυμάτων, με αποφάσεις που αποκτούν ισχύ από τη δημοσίευση. Πρόκειται για μια κίνηση εξορθολογισμού που επιχειρεί να ενώσει νομικά «νησιά» διαφορετικών εποχών κάτω από ένα ενιαίο, λειτουργικό καθεστώς, μειώνοντας τα γκρίζα σημεία που σε παλαιότερες υποθέσεις οδήγησαν σε καθυστερήσεις ή δικαστικές εμπλοκές.
Το διακύβευμα είναι σαφές: θεσμική καθαρότητα, ταχύτερες διαδικασίες και σεβασμός στη βούληση δωρητών. Η Εκκλησία της Ελλάδος επιλέγει να προλάβει παρερμηνείες, δίνοντας γραμμή για το πώς στήνονται, ελέγχονται, συγχωνεύονται ή λύονται τα ιδρύματα – και κυρίως πώς προστατεύεται η εκκλησιαστική περιουσία και ο κοινωφελής σκοπός. Πεδίο εφαρμογής; Από μουσεία και προσκυνήματα, μέχρι ιδρύματα πρόνοιας και εκπαίδευσης, που αναφέρονται ρητά στο νέο πλαίσιο.
Για το επόμενο διάστημα, αναμένονται κινήσεις «νοικοκυρέματος» σε επίπεδο μητρόπολης-προς-μητρόπολη, με προτεραιότητα την καταγραφή ακινήτων, την αναθεώρηση Κανονισμών και –όπου χρειάζεται– εισηγήσεις προς τη ΔΙΣ για συγχωνεύσεις ή αποσχίσεις.
Το σημείο επαφής πολιτείας και Εκκλησίας είναι σαφές και δημόσιο: οι πράξεις που ρυθμίζουν τα ιδρύματα θα περνούν από ΦΕΚ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για διαφάνεια και έλεγχο νομιμότητας.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ:
Κατόπιν θέσεως εν ισχύι στις 5.8.2025 του άρθρου 36 του ν. 5224/2025 (ΦΕΚ Α΄ 14/5.8.2025) με τίτλο «Εκκλησιαστικά ιδρύματα – Τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 29 του ν. 590/1977» διά του παρόντος Εγκυκλίου Σημειώματος θέτουμε σε γνώση σας την νέα μορφή των διατάξεων του άρθρου 29 παρ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977, Α΄ 146), καθώς και τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 36 παρ. 2 του ν. 5224/ 2025 γιά τα προϋφιστάμενα εκκλησιαστικά ιδρύματα.
Ι. Σύσταση εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.
Με τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 590/1977, όπως είχαν τροποποιηθεί με το άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 5.α του ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014), επιτράπηκε ρητώς να συστήνονται εκκλησιαστικά ιδρύματα με μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και προβλέφθηκαν τα οκτώ ζητήματα, που οφείλει να ρυθμίζει ο κανονισμός συστάσεως του εκκλησιαστικού ιδρύματος («η επωνυμία, η έδρα, ο σκοπός του και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που το εκκλησιαστικό ίδρυμα επικουρεί, η διοίκησή του, οι πόροι και οι κανόνες διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και οι όροι διάλυσής του»).
Ο ανωτέρω νόμος 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014) προσθέτοντας εδάφια στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 590/1977 επέτρεψε την σύσταση εκκλησιαστικών ιδρυμάτων ως αυτοτελών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (μέ δικό τους ΑΦΜ, περιουσία κ.λπ.) ξεχωριστών σε σχέση με τις Ιερές Μητροπόλεις. Επίσης με μεταβατική διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 υποπαρ. 5.β εδαφίου πρώτου του εν λόγω νόμου (βλ. κατωτέρω ΙΙ) νομιμοποίησε τα μέχρι τότε εκκλ. ιδρύματα, που είχαν συσταθεί ως νομικά πρόσωπα, ενώ μέχρι τότε δεν το προέβλεπε ρητώς το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 590/1977.
Πλέον με το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 5224/2025 τροποποιήθηκε όπως κατωτέρω η παράγραφος 2 του άρθρου 29 του ν. 590.1977 (υπογραμμίζονται οι μεταβολές που επέφερε το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 5224/2025):
«2. Τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Αποφάσεις ρυθμίζουσαι ειδικώς θέματα επί μέρους Μητροπόλεων εκδίδονται κατά τα ανωτέρω, τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως. Η Δ.Ι.Σ. δύναται, κατόπιν σχετικής προτάσεως του επιχώριου Μητροπολίτη, να συστήνει με αποφάσεις της εκκλησιαστικά ιδρύματα για την προαγωγή μη κερδοσκοπικών φιλανθρωπικών, μορφωτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών σκοπών, τα οποία είτε αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και αποκτούν νομική προσωπικότητα από της δημοσιεύσεως της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είτε λειτουργούν ως υπηρεσίες των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Με την απόφαση αυτή εγκρίνεται ο Κανονισμός του εκκλησιαστικού ιδρύματος, ο οποίος περιέχει τους εν γένει κανόνες λειτουργίας και διαχείρισής του, με τους οποίους καθορίζεται οπωσδήποτε η επωνυμία, η έδρα, ο σκοπός του και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που το εκκλησιαστικό ίδρυμα επικουρεί, η διοίκησή του, οι πόροι και οι κανόνες διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και οι όροι διάλυσής του. Σε περίπτωση διάλυσης του εκκλησιαστικού ιδρύματος, η περιουσία του περιέρχεται αυτοδικαίως στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τους σκοπούς του οποίου επικουρεί. Εκκλησιαστικό ίδρυμα που συστήθηκε για τη θεραπεία ορισμένου σκοπού και διαχειρίζεται περιουσία, η οποία διατέθηκε εν ζωή η αιτία θανάτου σε νομικό πρόσωπο του άρθρου 1 παρ. 4 ειδικά για αυτόν τον σκοπό, δεν μεταβάλλει τον σκοπό του, ει μη μόνον υπό τους όρους του άρθρου 109 του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας για τα κοινωφελή ιδρύματα, αναλόγως εφαρμοζόμενης στην περίπτωση αυτή στα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται αναλόγως στα εκκλησιαστικά Μουσεία της παρ. 5 του άρθρου 45 και στα Ιερά Προσκυνήματα της παρ. 1 του άρθρου 59.
3. Με απόφαση της Δ.Ι.Σ., που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα της παρ. 2 δύναται να συγχωνεύονται σε νέο εκκλησιαστικό ίδρυμα η να απορροφώνται από άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Με όμοια απόφαση δύναται να διενεργούνται η απόσχιση περιουσίας των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της παρ. 2 και η υπαγωγή της σε άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Η συγχώνευση, απορρόφηση η απόσχιση του πρώτου και δευτέρου εδαφίου τελούν υπό την επιφύλαξη τήρησης του άρθρου 109 του Συντάγματος για όσες περιουσίες εκκλησιαστικών ιδρυμάτων προέρχονται από δωρεά η διαθήκη και έχουν αφιερωθεί για ορισμένο σκοπό. Από τη δημοσίευση των αποφάσεων του πρώτου και δεύτερου εδαφίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις κάθε είδους έννομες σχέσεις των συγχωνευόμενων η απορροφώμενων ιδρυμάτων η των ιδρυμάτων εκείνων από τα οποία αποσπάται περιουσία, ως προς τις έννομες σχέσεις τους που απορρέουν από την αποσχιζόμενη περιουσία υπεισέρχονται αυτοδικαίως ως οιονεί καθολικοί διάδοχοι τα διάδοχα εκκλησιαστικά ιδρύματα και στα διάδοχα ιδρύματα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως η κυριότητα του συνόλου της περιουσίας των συγχωνευόμενων η αποσπώμενων ιδρυμάτων η της αποσπώμενης περιουσίας, χωρίς άλλη πράξη η συμβόλαιο η αντάλλαγμα. Για τη διαπίστωση της μεταβίβασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων από τα συγχωνευόμενα, απορροφώμενα ιδρύματα και τα ιδρύματα από τα οποία αποσπάται περιουσία προς τα διάδοχα ιδρύματα, ο επιχώριος Μητροπολίτης υποχρεούται σε σύνταξη έκθεσης απογραφής, η οποία περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο, περιγράφει τα ως άνω εμπράγματα δικαιώματα που περιέρχονται στο κατά περίπτωση διάδοχο ίδρυμα και μαζί με την περίληψή της καταχωρίζεται στα οικεία βιβλία του Ελληνικού Κτηματολογίου. Οι εκθέσεις απογραφής του προηγούμενου εδαφίου δεν αποτελούν μεταβιβαστικές εμπραγμάτων δικαιωμάτων πράξεις. Συντάσσονται και καταχωρίζονται χωρίς φόρους, εισφορές, αμοιβές, δικαιώματα και τέλη.»
Με τις ανωτέρω νέες διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 του ν. 5224/2025 επιτρέπεται η δυνατότητα να συστήνονται εκκλησιαστικά ιδρύματα όχι ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα, αλλά ως υπηρεσίες των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, και να μην έχουν ξεχωριστή νομική προσωπικότητα.
Μέχρι σήμερα συστήνονταν εκκλησιαστικά ιδρύματα με μορφή υπηρεσίας, ωστόσο το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 590/1977 δεν περιείχε ειδική μνεία αυτής της δυνατότητας και η σύσταση υπηρεσίας συναγόταν σιωπηρώς από το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 29 ως ζήτημα οργανώσεως της οικείας Μητροπόλεως («2. Τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως»).
Δεύτερον, οι νέες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 590/1977 αναφέρουν ότι επιτρέπεται σε όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), και όχι μόνο στις Ιερές Μητροπόλεις, να συστήνουν θυγατρικά εκκλησιαστικά ιδρύματα (ως θυγατρικά νομικά πρόσωπα η ως υπηρεσίες τους), ήτοι στην Εκκλησία της Ελλάδος, τις Ιερές Μονές, τις Ενορίες, την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Βεβαίως, η σύσταση ιδρύματος με μορφή υπηρεσίας ΝΠΔΔ σημαίνει ότι η υπηρεσία αυτή δεν είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επομένως δεν μπορεί να λαμβάνει δικό του ΑΦΜ, δεν μπορεί να έχει μερίδα δικαιούχου στο Ελληνικό Κτηματολόγιο, δεν παρίσταται στα δικαστήρια σε ένδικες διαφορές που αφορούν την λειτουργία του, αλλά υποκείμενο όλων των εννόμων σχέσεων που συνδέονται με την λειτουργία του είναι το οικείο ΝΠΔΔ, του οποίου το ίδρυμα αποτελεί υπηρεσία.
Τρίτον, οι νέες διατάξεις θεσπίζουν δυνατότητες είτε συγχωνεύσεως εκκλησιαστικού ιδρύματος σε νέο εκκλησιαστικό ίδρυμα είτε απορροφήσεως εκκλησιαστικού ιδρύματος από άλλο υφιστάμενο εκκλησιαστικό ίδρυμα είτε αποσχίσεως περιουσίας εκκλησιαστικού ιδρύματος και μεταφοράς της περιουσίας σε άλλο εκκλησιαστικό ίδρυμα. Οι παραπάνω καταστατικές μεταβολές ιδρυμάτων γίνονται με Κανονισμό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ) μετά από σχετική εισήγηση του σχεδίου κανονισμού είτε από τον επιχώριο Μητροπολίτη προς την ΔΙΣ είτε από έτερο αρμόδιο όργανο προς την ΔΙΣ (π.χ. γιά ίδρυμα της Εκκλησίας της Ελλάδος η ΕΚΥΟ). Οπωσδήποτε σε περίπτωση που οι περιουσίες που ανήκουν στα μετατρεπόμενα εκκλησιαστικά ιδρύματα προέρχονται από διαθήκη η δωρεά και έχουν αφιερωθεί γιά ορισμένο κοινωφελή σκοπό πρέπει στον νέο κανονισμό απορροφήσεως, συγχωνεύσεως η αποσχίσεως περιουσίας να επαναλαμβάνεται ο σκοπός αφιερώσεως της περιουσίας, που ανέφερε η οικεία διαθήκη η δωρεά, όπως επιβάλλει το άρθρο 109 του Συντάγματος.
Η απορρόφηση η συγχώνευση εκκλησιαστικού ιδρύματος και η απόσχιση και η υπαγωγή περιουσίας εκκλησιαστικού ιδρύματος σε άλλο εκκλησιαστικό ίδρυμα θεωρείται ότι έχει επέλθει από τη δημοσίευση του Κανονισμού της ΔΙΣ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από τη δημοσίευση σε ΦΕΚ του τροποποιητικού Κανονισμού υπεισέρχονται αυτοδικαίως στις οικείες έννομες σχέσεις που αφορούν τις μεταφερόμενες περιουσίες ως οιονεί καθολικοί διάδοχοι τα διάδοχα εκκλησιαστικά ιδρύματα και σε αυτά τα ιδρύματα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως η κυριότητα του συνόλου της περιουσίας των συγχωνευόμενων η αποσπώμενων ιδρυμάτων η της αποσχιζόμενης περιουσίας κατά περίπτωση, χωρίς άλλη πράξη η συμβόλαιο η αντάλλαγμα.
Πρέπει όμως να συντάσσεται σε συμβολαιογράφο και να υπογράφεται από τον επιχώριο Μητροπολίτη (ή το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο εποπτείας για ιδρύματα μη εποπτευόμενα από Ι. Μητροπόλεις π.χ. της Αποστολικής Διακονίας) έκθεση απογραφής που έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα γιά τις παραπάνω μεταβολές όταν αυτές αφορούν ακίνητα των μετατρεπόμενων ιδρυμάτων. Η έκθεση απογραφής καταγράφει τα μεταβιβαζόμενα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου μεταξύ των συγχωνευόμενων, απορροφώμενων ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων από τα οποία αποσπάται περιουσία αφ’ ενός και των διαδόχων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων αφ’ ετέρου. Η έκθεση απογραφής περιγράφει τα εμπράγματα δικαιώματα επί των ακινήτων που περιέρχονται στο κατά περίπτωση διάδοχο ίδρυμα και η περίληψή της καταχωρίζεται στα οικεία βιβλία του Ελληνικού Κτηματολογίου. Οι εκθέσεις απογραφής δεν αποτελούν πράξεις μεταβιβαστικές εμπραγμάτων δικαιωμάτων, συνεπώς δεν απαιτούνται γιά την σύνταξή τους τα πιστοποιητικά που προβλέπονται γιά τις μεταβιβάσεις ακινήτων. Επίσης οι εκθέσεις απογραφής συντάσσονται από τον συμβολαιογράφο και καταχωρίζονται στο Ελληνικό Κτηματολόγιο χωρίς φόρους, εισφορές, αμοιβές, δικαιώματα και τέλη.
ΙΙ. Προϋφιστάμενα εκκλησιαστικά ιδρύματα – υπηρεσίες.
Με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του ν. 5224/2025 προβλέφθηκε ότι:
«2. Από την έναρξη ισχύος του πρώτου εδαφίου της περ. β. της υποπαρ. 5 της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 (Α’ 32), τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, των οποίων ο κανονισμός σύστασης προέβλεπε ότι συστάθηκαν ως υπηρεσίες εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 (Α’ 146) δεν μετατράπηκαν αυτοδικαίως και αναδρομικώς σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου».
Η παραπάνω διάταξη έχει αναδρομική ισχύ, ανατρέχει στην έναρξη ισχύος του νόμου 4235/2014, ήτοι στις 11.2.2014 (ημερομηνία δημοσιεύσεως του ν. 4235/2014 στο ΦΕΚ).
Η διάταξη κρίθηκε απαραίτητη, ώστε να διευκρινίσει ότι ο ν. 4235/2014, ο οποίος (μέ το άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 5.β. εδάφιο πρώτο) ανεγνώρισε αυτοδικαίως ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου τα τότε (11.2.2014) υφιστάμενα εκκλησιαστικά ιδρύματα, των οποίων ο Κανονισμός ρύθμιζε τα ανωτέρω οκτώ ζητήματα, δεν είχε το νόημα ότι μετατρέπει σε νομικά πρόσωπα τα παραπάνω ιδρύματα, στην περίπτωση που ο σχετικός Κανονισμός τα είχε συστήσει ρητώς ως υπηρεσίες των Ιερών Μητροπόλεων (συνήθως με τον όρο «εξηρτημένη υπηρεσία αυτοτελούς διαχειρίσεως και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος»).
Το επίμαχο άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 5.β εδάφιο πρώτο του ν. 4235/2014 (ΦΕΚ Α΄ 32./11.2.2014) προέβλεψε ότι:
«β) Η ισχύς της προηγούμενης ρύθμισης για τα προϋφιστάμενα του παρόντος εκκλησιαστικά Ιδρύματα ανατρέχει στο χρόνο δημοσίευσης κάθε Κανονισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, από τον οποίο χρόνο θεωρείται ότι αυτά έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα».
Πλέον με βάση την νέα αναδρομική διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του ν. 5224/2025, ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του (11.2.2014) το παραπάνω άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 5.β εδάφιο πρώτο του ν. 4235/2014 ανεγνώρισε ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μόνον εκείνα τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, των οποίων οι Κανονισμοί συστάσεως ρύθμιζαν τα ανωτέρω οκτώ ζητήματα και επιπλέον: α) ο οικείος Κανονισμός συστάσεως ανέφερε ότι συστήνονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, β) ο Κανονισμός συστάσεως σιωπούσε ως προς την νομική μορφή τους.
Αντιθέτως, όσα εκκλησιαστικά ιδρύματα, κατά τον Κανονισμό τους, συστάθηκαν έως τις 11.2.2014 ρητώς ως υπηρεσίες των Ιερών Μητροπόλεων, Ενοριών κ.λπ., παρέμειναν υπηρεσίες και μετά τον νόμο 4235/2014 και δεν μετέβαλαν ποτέ νομική μορφή μετατρεπόμενα σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, παραμένουν οι οικείες Ιερές Μητροπόλεις, Ενορίες κ.λπ. υποκείμενα των εννόμων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την λειτουργία των ιδρυμάτων – υπηρεσιών και παραμένουν και υποκείμενα σε τυχόν δίκες που αφορούν την λειτουργία τους.