του Δρ Χαραλάμπη Μ. Μπούσια, Μέγα Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Παραμυθητική Επιστολή προς τους Πατέρας της Σκήτεως των Αγίων Πατέρων, προς την Γερόντισσαν του Ιερού Παρθενώνος του Αγίου Κωνσταντίνου Χίου και την εν Χριστώ συνοδείαν αυτής, προς την Γερόντισσαν της Μονής Ταξιαρχών Νενήτων και την εν Χριστώ συνοδείαν αυτής, προς την Γερόντισσαν της Μονής Αγίας Ματρώνης Χαλάνδρων διά την κοίμησιν του πνευματικού αυτών πατρός, Γέροντος Αμβροσίου, του Αγιοπατερίτου
Ο πεφιλημένος μας Γέροντας Αμβρόσιος, ο πνευματοκίνητος και χριστοφίλητος, ο ομόζηλος της ασκητικής βιοτής του κτίτορος της Ιεράς Σκήτεως του Προβατείου όρους και του Παρθενώνος του Αγίου Κωνσταντίνου, του Οσίου Παχωμίου του Χίου, και πνευματικός σας καθηγητητής και πατέρας, βρίσκεται ήδη εις χείρας Θεού ζώντος. Εξεμέτρησε το ζην και ηρπάγη «ίνα μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού» (Σοφ. Σολομ. 4, 11) και ως Άγγελος συναυλίζεται με Αγγέλους στα σκηνώματα της Άνω Πόλεως.
Ένας Άγγελος φτερούγησε από την Σκήτη των Αγίων Πατέρων, της μυροβόλου μας Χίου, μέσα στην άνοιξη, ένα Χειρουβείμ πέταξε από τα ψηλώματα του Προβατείου όρους, για να φθάσει στην τελική δόξα, την άρρητη και ατελεύτητη, να σταθεί δίπλα στην Παναγιά μας, στον Ταξιάρχη Μιχαήλ, στον Όσιο Παχώμιο, στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην Αγία Ματρώνα, και να προσκυνήσει την Τριαδική μας Θεότητα, που τον κάλεσε κοντά της, για να τον αναπαύσει από τους κόπους του και να του χαρίσει την ατελεύτητη μακαριότητα.
Ένας Άγγελος με πρόσωπο ολόφωτο και καρδιά πάναγνη, ο Γέροντας Αμβρόσιος, άφησε την σκοτεινιά του μάταιου τούτου κόσμου για να απολαύσει την υπέρ νούν φωτεινότητα της ουράνιας Βασιλείας, της πολιτείας των Αγγέλων. Ένας Άγγελος συνεπέστατος στα λειτουργικά του καθήκοντα, ένας Άγγελος ακάματος στο πνευματικό έργο, ένας Άγγελος προσφοράς και αγάπης, ένας Άγγελος συμπαραστάσεως στους εμπεριστάτους, που εφάρμοζε τη ρήση, «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ΄ 3). Ένας Άγγελος που αγρυπνούσε στη θεική δοξολογία και θα μπορούσε να ομολογεί ότι «ο ζήλος ΄του οίκου Σου κατέφαγέ με, Κύριε» (Ψαλμ. 68, 10).
Το πέρασμα του Γέροντος Αμβροσίου από την Σκήτη των Αγίων Πατέρων και τον Παρθενώνα του Αγίου Κωνσταντίνου, αλλά και από τον Ταξιάρχη των Νενήτων και την Αγία Ματρώνα ήταν μια αύρα παρακλητική. Κατεύθυνε ψυχές, ανακαίνιζε ερειπωμένες από τον πανδαμάτορα χρόνο πτέρυγες, έκτιζε νέες οικοδομές, οραματιζόταν έργα υλικά και πνευματικά μοναδικής ωραιότητος, σκορπούσε χαρά σε όλους. Το χαμόγελό του, η πνευματική του πατρότητα, οι συμβουλές του, η εμμονή του στην Ορθόδοξη παράδοσή μας, η τήρηση μέχρι κεραίας των πατρικών παραδόσεων, η φιλοξενία του, ακόμη και οι αυστηρές μερικές φορές υποδείξεις του είχαν μια ιδιαίτερη χάρη. Τον καμαρώναμε βλέποντάς τον να προκόπτει στην ηλικία και στις γνώσεις και να μεταλαμπαδεύει τη φλόγα της καρδιάς του σε όλους μας, που το πνευματικό μας λάδι στο λύχνο της πίστεως ήταν υπό εξάντληση. Όλοι μαθαίναμε από αυτόν, που τον θεωρούσαμε πνευματικό καθοδηγητή και διδάσκαλό μας σοφώτατο.
Σκύβαμε και αφουγκραζόμαστε τους κτύπους της καρδιάς του, που ήταν χτύποι αγάπης αφειδόλευτης, χτύποι ζωής ευθείας και υποδειγματικής, γιατί δεν γνώριζε τη δολιότητα, την υποκρισία και την κακία του κόσμου. Ήταν το καμάρι μας εν Χριστώ Ιησού. Καμάρι της Χίου, καμάρι της γειτονιάς σου, στο Βροντάδο, καμάρι των οικογενών του, καμάρι της πνευματικής κυψέλης της Αγίας Ματρώνας, καμάρι του Προβατείου, καμάρι του Παρθενώνος του Αγίου Κωνσταντίνου, αφού βάδιζε στα ίχνη του κτίτορος του, του Οσίου μας Παχωμίου, τον οποίο ανέδειξε και ο οποίος, είμαστε πεπεισμένοι, ότι τον έχει ήδη υποδεχθεί στην ουράνια Ιερουσαλήμ. Ο Γέροντας Αμβροσιος πέτυχε του σκοπού του στο πέρασμά του από την γη τούτη. Πέτυχε του σκοπού του να αγωνισθεί τον «αγώνα τον καλόν της πίστεως» (Α΄ Τιμ. στ΄ 12) ως αθλητής νόμιμος και να στεφανωθεί από τον Κύριο με αμαράντινο στεφάνι. Πέτυχε του σκοπού του, που είναι και σκοπός κάθε χριστιανού να λάβει «το βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 12).
Καί τώρα που ο Γέροντας ανέβηκε στα γήπεδα του ουρανού τον βλέπουμε με δέος να συναυλίζεται αμέριμνος μαζί με το πλήθος των Αγίων Αγγέλων. Γίνηκε πρόδρομός μας στο αιώνιο ταξίδι. Μας άνοιξε τον δρόμο που του έλαχε πρώτος να προπορευθεί. Τον τίμησε ο Θεός με την ουράνια δόξα, γιατί ήταν έτοιμος για αυτήν. Χρυσάφι η καρδιά του, γλυκασμό έσταζαν τα χείλη του, ανοιξιάτικη αύρα η ανάσσα του, χαρά και παρηγοριά το διαπεραστικό βλέμμα του.
Γνώριζε καλά ο Γέροντας Αμβρόσιος το αναπότρεπτο του θανάτου, τον οποίον κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Δεν τον απέφυγαν οι πρόγονοί μας, ούτε θα τον αποφύγουν και οι απόγονοί μας. Εμείς οι άνθρωποι γεννιόμαστε από θνητούς γονείς και γεννούμε θνητά παιδιά στη συνέχεια. Υπάρχει από την αρχή θεική νομοθεσία, από τον Αδάμ μέχρι των ημερών μας, σύμφωνα με την οποία όσοι έρχονται στη ζωή θα απέλθουν στον κατάλληλο χρόνο. Έτσι, έχουν διαταχθεί τα ανθρώπινα, και δεν χρειάζεται να αγανακτούμε για κάτι που είναι κοινός νόμος της φύσεως. Δεν ήλθαμε σε αυτή τη ζωή για να καζαντήσουμε, αλλά για φύγουμε, θα μας πεί ο Όσιος Ιάκωβος, της Βίτσας του Ζαγορίου. Καί ο Γέροντας Γαβριήλ της Κύπρου σημειώνει: «Γεννώμεθα διά να αποθάνωμεν. Κοινός ο κλήρος της ανθρωπίνης ζωής. Επί την μητέρα αυτού γην πας τις δύνων αναλύσει του λαβείν βασάνους η γέρα των πεπραγμένων ως λέγει ο ψαλμωδός. Παρακαλούμεν να τύχωμεν της Βασιλείας του Θεού στον χορόν των εκλεκτών Του, εκεί όπου ευρίσκονται οι Μάρτυρες, οι Ασκηταί, οι κατατήξαντες την σάρκα σε εθελούσιον οδύνην και πόνους ασκήσεως, διά τα αιώνια, τα όντως αγαθά».
Όσοι προήλθαμε από τη γη, επιστρέφουμε πάλι στη γη, και κανείς δεν είναι τόσο μεγάλος, ώστε να αποφύγει τη διάλυση του θανάτου. Στη σύζυγο κάποιου Νεκταρίου που κοιμήθηκε ο γιός της έγραφε ο μέγας Βασίλειος ότι, όταν γεννήθηκε το παιδί της και ευχαρίστησε γι’ αυτό το Θεό, γνώριζε ότι αφού ήταν θνητή θνητόν εγέννησε. «Τι ούν παράδοξον, ει απέθανεν ο θνητός;».
Της συνιστά ο Μεγάλος Πατέρας και Ιεράρχης της Καισαρείας, να στρέψει παντού τα μάτια της, για να διαπιστώσει ότι όλα στον κόσμο είναι θνητά και όλα υπόκεινται στη φθορά, ο ήλιος, τα άστρα, τα ζώα, τα φυτά. Όλα οδηγούνται στο θάνατο, τίποτε δεν θα μείνει αιώνιο. Αυτό είναι ικανό να παραμυθήσει, γιατί δεν πρέπει να βλέπουμε και να μετρούμε μόνο αυτό που συμβαίνει σε εμάς, αλλά να το συγκρίνουμε με αυτά που συμβαίνουν σε όλους τους ανθρώπους. «Μη καθ’ εαυτό μέτρει το πάθος· αφόρητον γαρ ούτω φανείταί σοι· αλλά τοις ανθρωπίνοις πάσι συγκρίνουσα, εντεύθεν ευρήσεις αυτού την παραμυθίαν».
Η συνείδηση βέβαια της κοινής αυτής μοίρας, της κοινής πορείας προς το θάνατο, δεν καταλήγει στο Χριστιανισμό σε μια μοιρολατρική αποδοχή του πεπρωμένου, της ειμαρμένης, ούτε στην αποδοχή της διαρχίας, της υπάρξεως ίσης προς το Θεό δυνάμεως ενός κακού Θεού, όπως συμβαίνει σε πολλές θρησκείες και φιλοσοφίες. Δεν κυριαρχεί στον κόσμο η τυφλή τύχη ούτε δρα ανεξέλεγκτα το κακό. Το βλέπουμε στον Ιώβ, όπου ο Θεός επιτρέπει στον πειρασμό, να πειράξει μέχρις ενός ορισμένου σημείου το δούλο Του. Δεν είναι απρονόητα τα ανθρώπινα πράγματα. Το Ευαγγέλιο διδάσκει, ότι ακόμη και ένα στρουθίο, ένα σπουργίτι, δεν πέφτει χωρίς το θέλημα του Θεού, όπως και μία τρίχα της κεφαλής μας δεν πέφτει χωρίς τη συγκατάθεσή του. «Καί θριξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται» (Λουκ. κα΄ 18). Ο,τι συμβαίνει, συμβαίνει γιατί είναι θέλημα του Θεού, που εντάσσεται στα πλαίσια της σοφίας και της δικαιοσύνης Του. Δεν γνωρίζουμε εμείς τις βουλές του Θεού, είμαστε αμαθείς και πολύ μικροί, για να εξιχνιάσουμε τα άρρητα σχέδιά Του.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να γογγύζουμε και να δυσανασχετούμε, αλλά να αποδεχόμαστε με εγκαρτέρηση το γεγονός του θανάτου που εντάσσεται και αυτό μέσα στην πρόνοια και στο ενδιαφέρον του Θεού για τον άνθρωπο και είναι προς το συμφέρον του. Υπάρχουν για τον κάθε άνθρωπο συγκεκριμένα όρια ζωής, που τα έθεσε ο Θεός. Αυτός μας φέρνει στη ζωή, Αυτός ορίζει και το τέλος μας· «Θεός, ο τα ημέτερα οικονομών, ο τας των χρόνων οροθεσίας εκάστω νομοθετών, ο αγαγών εις την ζωήν ταύτην, Αυτός και μετέστησεν».
Ο θάνατος, λοιπόν, σε οποιαδήποτε ηλικία και αν έλθει, αποτελεί οικονομία του Θεού, την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποδέχεται όχι μόνο χωρίς γογγυσμό, αλλά και με ευγνώμονα διάθεση και με ευχαριστίες προς το Θεό, διότι είναι προς το συμφέρον και εκεί¬νου που φεύγει από τη ζωή, αλλά και εκείνων που μένουν.
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους Επιστολή του γράφει: «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21). Η ζωή μας, πρέπει να είναι δοσμένη στο Χριστό και κάθε ενέργειά μας να είναι σύμφωνη με το θέλημά Του. Τότε μόνο ο θάνατος δεν λογίζεται φθορά, αλλά κέρδος, αφού ενώνει τον άνθρωπο με Αυτόν, τον ουράνιο Πατέρα μας, τον λατρεμένο μας Ιησού. Έτσι η θλίψη του θανάτου δεν αρμόζει στον ενσυνείδητο Χριστιανό, αφού η Ανάσταση του Χριστού, που συνεπάγεται και τη δική μας ανάσταση, είναι λαμπρή και πανηγυρική γιορτή, είναι η ημέρα θριάμβου του Μεσσία, γι’ αυτό «αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. 117, 24) μας προτρέπει ο ιερός Ψαλμωδός.
Η ανάσταση του Χριστού συμβολίζει τη συμφιλίωση του Θεού με τον άνθρωπο, αφού με αυτή τερματίσθηκε η μακροχρόνια πτώση και εξορία του, η γη έγινε ξανά ουρανός και οι ανάξιοι της γης άνθρωποι φάνηκαν άξιοι της επουράνιας βασιλείας· η απαρχή της φύσεώς μας, ο Χριστός, ανέβηκε ψηλότερα από τον ουρανό και άνοιξε ο παράδεισος.
Ο θάνατος για τον Χριστιανό είναι αρχή πανηγυριού, αρχή χαράς. Καί όταν αυτός ο Χριστιανός ταυτίζεται με τον ευλογημένο Γέροντα Αμβρόσιο, είμεθα πολύ περισσότερο βέβαιοι ότι η μετάβασή του προς τα σκηνώματα του ουρανού είναι πανέορτη. Δεν ήταν τυχαίος Χριστιανός, τυχαίος ιερομόναχος, τυχαίος Γέροντας και πνευματικός καθοδηγητής δηλαδή Χριστιανός του τύπου, ο Γέροντας. Ήταν Χριστιανός της ουσίας, που καθημερινά επανελάμβανε με στόμφο: «Προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Ήταν άνθρωπος αρετής, άνθρωπος της ενεργού αγάπης, άνθρωπος ελεημοσύνης, άνθρωπος προσευχής, άνθρωπος προσφοράς. «Έδωκεν, εσκόρπισεν η δικαιοσύνη αυτής μένει εις τον αιώνα» κατά τα λόγια του Αποστόλου Παύλου (Β΄ Κορινθ. θ΄ 9). Αφιέρωσε την ζωή του στο Θεό και πήρε πλούσια τα αγαθά Του, του πλουσίου «εν ελέει και οικτιρμοίς» (Ψαλμ. 102, 4). Έτσι τώρα τα καλά του έργα τον συνοδεύουν και ο Χριστός μας τον υποδέχθηκε με χαρά και είναι έτοιμος να τον τιμήσει για τον ενάρετο βίο του. Τον περιμένει «ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ΄ 8). Άλλωστε ο δίκαιος «εκ πίστεως ζήσεται» (Γαλάτ. γ΄ 11) και μας ενθαρύνει ο λόγος του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου, ότι «Κατακαυχάται το έλεος του Θεού της κρίσεως» (Ιάκ. β΄ 13), δηλαδή πάντοτε η ευσπλαχνία του υπερνικά την δίκαιη κρίση Του, για τις αμαρτίες μας.
Εμείς τώρα, πολυσέβαστοί μου πενθηφόροι πατέρες και μητέρες, είμαστε γεμάτοι από χαρμολύπη. Λύπη για την πρόσκαιρη απουσία του Γέροντος Αμβροσίου, χαρά όμως γιατί είμαστε βέβαιοι για την ανάπαυσή του στην Άνω Ιερουσαλήμ. Είμαστε βέβαιοι ότι θα τον συναντήσουμε στην ατελεύτητη μακαριότητα αν και εμάς μας αξιώσει αυτής της τιμής ο Κύριος. Καί τούτο, γιατί ο θάνατος δεν είναι η αρχή μιάς αξημέρωτης νύχτας, όπως λέγει ο ποιητής Γ. Δροσίνης, αλλά μιάς αβράδιαστης ημέρας. Ο Γέροντας Αμβρόσιος μαζί με τον Όσιο Παχώμιο και το μαθητή του, το θαυματουργό Άγιο Νεκτάριο, και όλα τα αγαπημένα μας πρόσωπα θα μας υποδεχθεί στον ουρανό, στην Άνω Ιερουσαλήμ, και πρέπει να θεωρούμε μακάριους τους εαυτούς μας, σύμφωνα με τον Προφήτη Ησαΐα, που λέγει «Μακάριος ος έχει σπέρμα εν Σιών και οικείους εν Ιερουσαλήμ» (Ησ. λα΄ 9). Η ευχή του ας μας συνοδεύει πάντοτε, όπως όταν ζούσε στη Χίο μας, έτσι και μετά την προς ουρανούς μεταδημότευσή του και η εξ ύψους παρηγορίας ας πραΰνει τις πενθηφόρες καρδιές σας.