Αυτος ο οσιος Πατερας μας Παύλος καταγοταν απο την Κωνσταντινούπολι. Ο Πατερας του ηταν ο Μιχαηλ ο Βασιλιάς ο Κουροπαλατης, αυτος που λεγοταν και «Ραγκαβε». Αυτός επειδη δεν αντεχε να βλεπη τις καθημερινες ταραχες, που τοτε γίνονταν, καθως ηταν ειρηνικος και θεοφοβούμενος ανθρωπος, παραιτηθηκε απο την Βασιλεία και, αφού εγινε Μοναχός σε ενα Μοναστηρι, που ηταν δικο του κτιριο, το οποίο ωνομαζόταν Μυρελαιο και, αφού εζησε θεαρεστα, αναπαύθηκε εν Κυριω. Η Μητερα του ηταν η θαυμαστη ως προς την αρετη Προκοπια, θυγατερα του Νικηφορου Βασιλιά, του Γενικού και αδελφη του Σταυρακιου του Βασιλιά.
Αυτή, οταν ηταν εγκυος στον Αγιο, ειδε στο οραμα της την νυχτα που ήθελε να γεννηση, οτι γεννησε επανω σε μια θημωνιά απο σιταρι ενα αρσενικο αρνι και, οταν κατεβηκε απο την θημωνιά, ηλθαν δυο λιονταρια, για να το καταξεσχισουν, το αρνι ομως αντιπολεμουσε με αυτους και οτι, οταν το ειδε η Βασιλισσα αυτο, ετρεξε με μεγαλη βιασυνη, για να βοηθηση το αρνι.
Καί, οταν πηγε κοντα σ’ αυτο, ειδε, οτι δεν ηταν αρνι, αλλα παιδι αρσενικο και βαστούσε στα χερια του εναν Σταυρο, με του οποίου την δυναμι θανατωσε τα λιονταρια. Καί, οταν ξυπνησε η Μητερα του, γεννησε τον Μακαριο Προκοπιο. Διοτι αυτο το ονομα πηρε στο Αγιο Βαπτισμα.
Αυτο δε το οραμα εχει την εξης σημασια· Το αρνι σημαινε την καλωσυνη και την πραοτητα του παιδιού. Το αρσενικο, την ανδρεία. Ενω το να θανατωση τα δυο λιονταρια μεσω του σταυρού, συμβολιζε, πως προκειτο να γινη Μοναχός, να σηκωση τον Σταυρο του Χριστού, δηλαδη την νεκρωσι των παθων και τις πολλες θλιψεις επανω στον ωμο του.
Καί με αυτο να νικηση και να θανατωση τα δυο φοβερα λιονταρια, δηλαδη τους δυο μεγαλους εχθρούς του Μοναχού, τον διάβολο με ολες του τις δυναμεις και τον Κοσμο με ολες του τις δοξες και τις απολαύσεις. Η δε θημωνιά απο σιταρι σημαινε, οτι μεσω του διδασκαλικού του λογου και του παραδείγματος της αγγελικης του ζωης, προκειτο να θρεψη πολλες πεινασμενες ψυχες και πολλούς αχυρωδεις και αχρηστους, επροκειτο να τους κανη αξιους, να κλεισθούν μαζι στην ουρανια αποθηκη και να φανούν σαν γλυκος αρτος στον Θεο.
Καί εγινε χαρα μεγαλη σε ολη την Πολι για την γεννησι του παιδιού, επειδη φαινοταν απο μικρο, πως επροκειτο να γινη μεγας. Αφού λοιπον απογαλακτισθηκε το παιδι, παραιτηθηκε και ο Πατερας του απο την Βασιλεία, οπως ειπαμε, και βασιλευσε αντι γι’ αυτον ο Λεων ο Αρμενιος, ο οποίος, επειδη φοβοταν μηπως και ο Προκοπιος, οταν ελθη σε καταλληλη ηλικια, θεληση να παρη απο αυτον την Βασιλεία του Πατέρα του, εστειλε και τον ευνούχισαν.
Οταν εφθασε στην ηλικια των δωδεκα χρονων, επιδοθηκε ολοκληρωτικα στην μαθησι των Ιερων γραμματων. Καί με την φυσικη ευφυια που ειχε και με την επιμελεια και τους κοπους που εκαμνε στην σπουδη, ξεπερασε ολους τους τοτε σοφούς, οπως το βεβαιωνουν και τα συγγραμματα του· ο λογος του για τα εισοδια της Θεοτοκου και οι κατ’ ηχον του με οκτω Κανονες προς Μαρτυρες και ο Ιαμβικος Κανων που εχει προς τον τιμιο Σταυρο. Καί οπως το μαρτυρεί και ο Βασιλιάς Ρωμανος στον ιδιωτικο χρυσοβουλλο του λογο, ονομαζοντας τον υπατο των Φιλοσοφων. Καί οταν εφθασε σε τετοια τελειοτητα, εφθασε και στην μακαρια θεωρια, η οποία προκληθηκε σ’ αυτον απο την πραξι της αρετης, στην οποία εργαζοταν απο παιδι. Καί συλλογιζομενος την ματαιοτητα του Κοσμου και φερνοντας στον νού του το ρητο του Αγιου Μακαριου, που λεει « η ψυχη που δεν θα απαλλαχθη απο τις Κοσμικες φροντιδες, ουτε τον Θεο θα αγαπηση γνησια, ουτε τον διάβολο θα αποστρεφεται αξια», αποφασισε να αναχωρηση. Καί κυριως, επειδή ολοι καθημερινα τον θαυμαστο Προκοπιο ειχαν στο στομα τους.
Καί αλλος μεν τον επαινούσε για την αγαπη, που ειχε προς ολους. Αλλος για την ταπείνωσι του. Αλλος για την σοφια του, αλλος για την εγκρατεια, την σωφροσυνη, την ελεημοσυνη, την υπεροψια της κοσμικης δοξας και φαντασιας. Καί γενικά, αλλο δεν ακουγες, παρα τον Προκοπιο να επαινήται. Γιά να αποφυγη λοιπον ο Μακαριος τους επαίνους των ανθρωπων, αναχωρησε απο την Κωνσταντινούπολι, αλλαζοντας την φορεσιά του και βαζοντας παλιά ρασα ξεσχισμενα σαν ενας ζητιάνος και τρεχει σαν διψασμενο ελαφι στο Αγιο Ορος αγνωριστος και, αφού γυρισε ολο το Ορος, εφθασε στο Μοναστηρι της πανύμνητης Βασιλισσας Πουλχεριας της παρθενου, αυτο που τωρα ονομαζεται του Ξηροποταμου, το οποίο ειχαν καταστρεψει πριν απο λιγο οι Αραβες που ηλθαν ληστρικα στο Ορος. (Οι οποίοι καθως κατεστρεψαν πολλα Μοναστηρια, ανεδειξαν πολλούς Μαρτυρες, οπως παλιά αυτους στο Σινα και Ραιθω).
Καί, βλεποντας την τοποθεσια ωραία και ησυχαστικη, εκανε μια μικρη καλυβα εκεί στα κατεδαφισμενα τείχη της μονης και καθισε μονος του διαλεγομενος μονο με τον Θεο. Εκεί κοντα ηταν και ενας ησυχαστης αριστος και εναρετος, που ωνομαζοταν Κοσμας, απο τον οποίο εκάρη Μοναχος, και μετωνομασθηκε Παύλος. Καί απο τοτε εβαλε τον εαυτο του σε μεγαλη ταξι και ευκοσμια. Νηστευε, προσευχοταν, το στρωμα του αλλο δεν ηταν παρα η γη και πετρα το προσκεφαλο. Το εργοχειρο του ηταν κατανυξι, δακρυα, αγαπη προς ολους και αμετρητη ταπείνωσι.
Σκεφτηκε ομως, οτι, για να φθαση ο Μοναχος σε τελειοτητα, χρειαζεται να αποκτηση και τους καρπούς του Αγιου Πνεύματος, που λεει ο θείος Παύλος, δηλαδη την πνευματικη αγαπη, την χαρα, την ειρηνη, την μακροθυμια, την χρηστοτητα, την αγαθοσυνη, την πιστι, την πραοτητα, την εγκρατεια· αφού τα κατωρθωσε ο Οσιος με πολυ κοπο και αγωνα, εγινε γνωστος σε ολους τους πατερες και ολοι τον θαύμαζαν και τον επαινούσαν. Οπως και ο Αγιος Αθανασιος ο Αθωνιτης τον επαινεί, οπως φαίνεται στον βιο του. Καί παρ’ ολο που ο πανσοφος Παύλος ειχε την μορφη αγραμματου, βαρβαρου και χωρικού, ελαβε ωστοσο την μορφη πολεως που βρισκεται επανω σε ορος, έτσι ωστε εφθασε η φημη του εως και στον Πρωτο. Ειχε δε συνηθεια ο Οσιος Παύλος και πηγαινε στην κελλιακη μονη, την επονομαζομενη του Πρωτατου, τρεις φορες τον χρονο στις τρεις μεγαλες εορτες. Καί οταν πηγε κατα την συνηθεια του, τον ρωτησε ιδιαιτερως ο Πρωτος, ποιός και απο που ειναι; Στον οποίο αποκριθηκε με γελαστη φωνη και με χαρούμενο προσωπο· «Φτωχος καλογηρος ειμαι, οπως με βλεπεις, αγιωτατε Πατερ, απο ενα παλιοχωρι που ονομαζεται Ξηροποταμος», και ετσι πηρε την επωνυμια, να αποκαλήται Παύλος ο Ξηροποταμηνος. Καί απο αυτο και η μονη της Πουλχεριας, που ανακαινισθηκε απο αυτον, ονομαζεται του Ξηροποταμου, η οποία ανακαινισθηκε με τον εξής τροπο·
Οταν βασιλευσε ο πανυμνητος Βασιλιάς Ρωμανος ο γερων, επειδη ηταν συγγενης του Αγιου, πραγματοποίησε μεγαλη ερευνα, για να τον βρη, και, αφού εστειλε βασιλικούς ανθρωπους, για να ερευνησουν παντου, τον βρηκαν στο Αγιο Ορος και με μεγαλη παρακλησι και πιεσι, ακομη και με προτροπή του Πρωτου, πείσθηκε και πηγε στην Κωνσταντινούπολι. Καί ποιός μπορεί να περιγραψη την χαρα που ελαβαν οι συγγενείς του και ολη η πολι, βλεποντας αγγελο με σωμα και λογο διδασκαλικο! Επεσαν τα βασιλικα σημεία και οι αρχοντες και προσκυνούσαν τον φτωχο εκείνον, που δεν ειχε τιποτε αλλο, παρα τα παλιά ρασα και τον Σταυρο. Τετοιο αξιοθαύμαστο πραγμα ειναι η αρετη και τετοιους κανει τους εργατες της. Καί ετυχε τοτε και ο Βασιλιάς Ρωμανος ηταν κατακοιτος με θανατηφορα ασθενεια και, αμεσως μολις πηγε ο Οσιος και εβαλε τα χερια του επανω του, ω του θαύματος!, εγινε υγιης ο Βασιλιάς, οπως ο ιδιος το γραφει στο Χρυσοβουλο.
Αυτο δοξασε περισσοτερο τον Αγιο, ο οποίος απο τις πολλες παρακλησεις του Βασιλιά, εμεινε στην Κωνσταντινούπολι, με τις ιδιες μοναχικες ταξεις, και τους ασκητικούς αγωνες του και εκπαίδευε τα παιδιά του Βασιλιά. Καί οταν περασε ο καιρος που εκρινε να καθιση εκεί, πηγε στον Βασιλιά και του λεει· «Οπως, Βασιλιά, το ψαρι, οταν βγη απο το νερο, δεν μπορεί πλεον να ζη, ετσι και ο Μοναχος, που θα βγη απο την καλυβα του, δεν υπαρχει τροπος να μενη ζωντανος στην ασκησι των εντολων του Θεου. Γι’ αυτο σας αφηνω την υγεία και πηγαίνω στην καλυβα μου, για να συνευρισκωμαι παντοτε με τον Βασιλιά μου Θεο».
Οταν το ακουσε αυτο ο Βασιλιάς, λυπηθηκε πολυ, ομως δεν μπορούσε να τον εμποδιση, επειδη του ειχε μεγαλη ευλαβεια. Τού λεει ομως· «Επιθυμουσα, Πατερ Αγιε, να μη χωρισουμε ποτε, όσο ζω, για να σε εχω παρηγοριά και δασκαλο για την σωτηρια μου, ωστοσο δεν μπορω να σε εμποδισω. Μονο, σε παρακαλω, να παρης, οσα πλούτη θελεις, για να τα μοιρασης για την ψυχη μου». Καί του ειπε ο Αγιος·
«Εγω ουτε πλούτη χρειαζομαι, ουτε να μοιραζω ξερω. Εχεις εδω πολλούς φτωχούς και μοίραζε οσα θελεις. Αυτο μονο σού λεω· Εαν αγαπας, να ανακαινισης το Μοναστήρι της πανύμνητης Βασιλισσας Πουλχεριας, που ειναι κατεδαφισμενο για να ειναι η μνημη σου αιωνια». Ο βασιλιάς αποδεχθηκε τον λογο του Οσιου με μεγαλη χαρα και εστειλε αμεσως ανθρωπους Βασιλικούς με εξοδα, και εχτισε απο τα θεμελια την ιερα Μονη με καλλος ασυγκριτο. Επειτα εστειλε και τον ιδιο του τον υιο τον Θεοφυλακτο, που ηταν τοτε Πατριαρχης και εγκαινιασε την Εκκλησια. Καί οταν ο Αγιος Παύλος ήθελε να φυγη απο την πολι, τον πηρε ο Βασιλιάς μεσα στο θησαυροφυλακιο.
Ειναι σωστο να μεταφερω στο μεσο τις ιδιες λεξεις του Βασιλιά, οπως ειναι γραμμενες μεσα στο Χρυσοβουλο του· «Εισηλθα με καποιους απο την Συγκλητο στο θησαυροφυλακιο της Βασιλείας μου και, αφού βρηκα το τιμιο ξυλο του ζωοποιου Σταυρού, το μεγιστο ολων και αξιο θαύματος, (διοτι φερει ακομη επανω του τα αναμνηστικα του δεσποτικού παθους· μια τρυπα απο τα καρφιά, απο τα οποία η θεωμενη σαρκα του Κυριου μου καταπληγωθηκε και ο εξαγνισμος των αμαρτιων μας, δηλαδη η πηγη του παναγιου αιματος, στερεψε. Με υψος, μαζι με τους εγκαρσιους και τον ιστο, περιπου εναν πηχυ και μια παλαμη, με πλατος περιπου δυο δακτυλους και βαθος περιπου εναν δακτυλο και με συνολικο βαρος περιπου εκατο δραχμες[80]). Καί αφού πηρα στα χερια μου αυτον τον Αγιο θησαυρο, την φρικτη σημαία του ουρανιου Βασιλιά, το σημαδι του Υιου του ανθρωπου, που εμφανισθηκε στον ουρανο, αυτου που στο μελλον θα κρινη ζωντανούς και νεκρούς, αυτο λοιπον το θεικοτατο οργανο της σωτηριας μας, το απεθεσα με ευλαβεια στα Αγια χερια του οσιωτατου Παύλου του Ξηροποταμηνού, ετσι ωστε, μεχρι να ελθη ο Κυριος, να αποτελεση αναφαίρετο αναθημα στην προαναφερθείσα σεβασμιωτατη μονη της Βασιλείας μου και το εφωδιασαμε με Εκκλησιαστικη και στρατιωτικη προπομπη, για να το αποθεσουν στο Αγιο βημα της Μονης για αγιασμο και στηριγμα της αυτοκρατορικης μας μονης».
Αφού λοιπον πηρε το Τιμιο Ξυλο ο Μακαριος Παύλος, ηλθε στο Αγιο Ορος και μετα την τελεια ανακαινισι της Μονης και τον εγκαινιασμο του Πατριαρχου, αποθεσε το τιμιο ξυλο στο Αγιο βημα, συμφωνα με την Βασιλικη προσταγη. Αλλα επειδη η φημη του Οσιου εξαπλωθηκε σε ολη την γη, συγκεντρωθηκαν παμπολλα πληθη Μοναχων, που ασκούσαν την αρετη. Επειδη ομως ο Οσιος αποφευγε την ταραχη, αφησε την μονη να επιστατηται απο εναν αλλο εναρετο αδελφο, και αυτος, αφού αναχωρησε, πηγε στους προποδες του Αθωνος και περνούσε την ζωη του ησυχαστικα.
Ομως πηγαν και εκεί πολλοί και τον βρηκαν και εγινε η ερημος σαν μια πολι. Διοτι οι μαθητες, που πηγαν εκεί, ηταν εξηντα. Καί φοβούμενος μην τυχη και τους σκλαβωσουν, ή τους θανατωσουν οι Αραβες, που πηγαιναν συχνα στο Αγιο Ορος και ληστευαν, παλι με την μεσολαβησι των ευσεβων Βασιλεων εκτισε και αλλο Μοναστηρι προς τιμην του Αγιου Γεωργιου. Το οποίο εως και σημερα σωζει την επωνυμια του Οσιου, καθως λεγεται Αγιος Παύλος.
Ωστοσο, οταν τελείωσε το Μοναστηρι, ηταν πολυ γερος και ηταν αναγκαιο να προστεθη στους Πατερες του, προβλεψε μεσω θείας αποκαλυψεως την ωρα του θανατου του και, αφού προσκαλεσε ολους του τους μαθητες και της μονης του Ξηροποταμου και της νεας και, αφού ανοιξε το Αγιο του στομα, τους διδαξε πολλα ψυχωφελη, λεγοντας και αυτο· «Παιδιά μου, μετα απο δυο ημερες θα εξελθω απο το αξιοθρηνητο σωμα μου. Γνωριζετε βεβαια πως εγω πολιτεύτηκα στον Αγιο αυτο τοπο και πως διεφυλαξα ολες τις εντολες των Πατερων μου απο την νεότητά μου. Ετσι σας παρακαλω και εσας, αγαπητοί μου, να τις διαφυλαξετε και εσείς μεχρις αιματος. Εγω την εποχη της νεοτητας μου, οταν ηταν η αιρεσι των εικονομαχων, τοσο πολυ αγωνισθηκα, ωστε ήμουν ετοιμος να χυσω το αιμα μου για την αγαπη του Χριστού και πολλα ξυλοκοπηματα και πληγες υπεμεινα, ωσπου εξαφανισα την μιαρη αιρεσι των εικονομαχων με εγγραφες αποδείξεις και πατρικες Μαρτυριες. Καί αυτα σας τα λεω, οχι απο υπερηφανεια, αλλα για να υποφερετε καθε πειρασμο και θλίψι μεγαλοψυχα, προσμενοντας τα στεφανα απο τον Θεο».
Οταν τα ακουσαν οι αδελφοί αυτα, θρηνησαν πικρα και με δακρυα στα ματια ειπαν· «Πατερ, μη μας αφησης ορφανούς και ερημους απο τις πνευματικες σου διδαχες. Εμείς απο την αγαπη, που ειχαμε προς την αγιοσυνη σου, νομιζαμε, πως δεν θα πεθανης ποτε, και τωρα, ακούγοντας αυτα τα πικρα λογια, θλιβεται εντονα η καρδιά μας, επειδη σε ειχαμε παρηγοριά στις θλιψεις μας και βοηθο στους πειρασμούς μας, καθως εσενα γνωριζαμε ως Πατερα και Μητερα και αδελφο». Αυτα και περισσοτερα απο αυτα οταν ακουσε ο Οσιος, δακρυσε, (επειδη ηταν ευσυγκινητος και ειχε την χαρι των δακρυων σε ολη του την ζωη. Καί μια φορα που τον ρωτησε ενας αδελφος· «Τι να κάνω Πατερ, για να αποκτησω το δακρυ της κατανυξεως;». Τού ειπε· «Εχε παντοτε τον νού σου στο φοβερο κριτηριο του Χριστού και στις αμαρτιες σου και δεν θα λείψουν απο σενα τα δακρυα»). Καί, αφού δακρυσε οπως ειπαμε, ειπε προς τους παρευρισκομενους· «Μην κλαίτε, αδελφοί, αλλα συγχωρηστε με, επειδη εφθασε ο καιρος, τον οποίο παντοτε, η μεν ψυχη μου επιθυμουσε, η σαρκα μου ωστοσο φοβοταν».
Καί αφού σηκωθηκε φορεσε τον συνακτικο του μανδυα και, αφού εκανε αρκετη προσευχη, μεταλαβε τα αχραντα Μυστηρια και αμεσως ελαμψε το προσωπο του, οπως ο ηλιος, ετσι ωστε αυτοί, που βρισκονταν εκεί επεσαν κατω, επειδη δεν μπορούσαν να βλεπουν τοση λαμψι, που αστραφτε στο προσωπο του Οσιου. Αφού λοιπον μεταλαβε, καθισε μεταλλαγμενος με την καλη εννοια και, λεγοντας την συνηθη ευχη, που παντοτε ελεγε, δηλαδη το· «Η ελπις μου ο Πατηρ, καταφυγη μου ο Υιος, σκεπη μου το Πνεύμα το Αγιο, Τριας Αγια δοξα σοι», αρχισε παλι να τους λεη πολλες συμβουλες. Ιδιαιτερως βεβαια, ειπε· «Να εχετε, παιδιά μου και αδελφοί, την αγαπη, την προσευχη, την ταπείνωσι και την υπακοη. Διότι οποιος Μοναχος δεν εχει αυτες τις αρετες, δεν πρεπει να λεγεται Μοναχος, αλλα κοσμικος». Καί οταν τελείωσε αυτα, ειπε· «Αλλοίμονο σ’ εκείνον τον Μοναχο, που εχει συναναστροφες με τους αγενειους, διοτι, αυτος δεν θα δη ποτε το προσωπο του Θεου». Καί τοτε αφού απλωσε τα ποδια και εδωσε την σωστη στασι στον εαυτο του και υψωσε τα χερια και τα ματια προς τον ουρανο, αφησε στα χερια του Θεου την μακαρια του ψυχη, στις 28 Ιουλιου.
Οι δε Μοναχοί της Ιερας Μονης, αφού ετοίμασαν το πλοίο και κατεβασαν στον γιαλο το ιερο του λείψανο με υμνους και ωδες πνευματικες, το εβαλαν στο πλοίο, για να το πανε στον Λογκο να το ενταφιάσουν, οπως τους παραγγειλε ο Αγιος. Καί ηταν τοτε απογευμα και ενω αρμενιζε το πλοίο την νυχτα για τον Λογκο, το πρωι, (ω των θαυματων σου Χριστε Βασιλιά!), βρεθηκε στην Κωνσταντινούπολι. Καί οταν το πληροφορηθηκε αυτο ο Βασιλιάς και η Συγκλητος και ο Πατριάρχης και ολος ο κληρος της Εκκλησιας, αφού φορεσαν την Ιερατικη στολη και αναψαν φωτα με θυμιαματα, σηκωσαν το Αγιο λείψανο του Οσιου με υμνους και ψαλμωδιες και το αποθεσαν στην μεγαλη Εκκλησια και το ασπαζονταν με μεγαλη ευλαβεια και ευχαριστούσαν τον Κυριο, που τους πλούτισε με τετοιο θησαυρο. Οι δε μαθητες του Αγιου, αφού ασπασθηκαν το Αγιο λείψανο και επικαλεσθηκαν τις ευχες του Οσιου, αγορασαν ζεστα ψωμια, μπηκαν στο πλοίο και αρμενιζοντας στην θαλασσα συνωμιλούσαν για τον Αγιο. Αλλα, τι θαυμαστα που ειναι τα εργα σου, Κυριε! σε λιγο βρεθηκαν μπροστα στον Αρσανα του Μοναστηριού τους. Καί αφού πηγαν στην ιερα Μονη, διηγούνταν στους Πατερες οσα ειχαν γινει, δείχνοντας και τα ψωμια, που ηταν ακομη ζεστα. Αυτοί οταν τα ακουσαν αυτα εμειναν εκπληκτοι, θαυμαζοντας την μεγαλη παρρησια, που ειχε ο πανυμνητος Παύλος προς τον Θεο. Στον οποίο αρμοζει καθε δοξα, τιμη και προσκυνησις τωρα και παντα και στους αιωνες των αιωνων. Αμην.
[80] (Σ. σ. Δραχμή: Μονάδα βάρους. Μία δραχμή ισοδυναμεί με 4,3 γραμμάρια. Επομένως οι εκατό δραχμές ισοδυναμούν με 430 γραμμάρια βάρους)