Επιμέλεια:Γιώργος Θεοχάρης- ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, μέσα από την Πατριαρχική Απόδειξη, επαναφέρει στο κέντρο της πίστης και της ιστορίας το πιο απαιτητικό –και σήμερα πιο επίκαιρο– αίτημα του Ευαγγελίου: την ειρήνη ως καρπό ζωντανής σχέσης με τον Θεό και ως ευθύνη των ανθρώπων.
Σε έναν κόσμο όπου «ηχούν αι πολεμικαί ιαχαί», η Εκκλησία δεν προτείνει ευχές-σχήματα, αλλά πνευματική στάση, μετάνοια, δικαιοσύνη και έμπρακτη «ειρηνοποιία» που δεν παραιτείται ακόμη και μπροστά σε «ανυπερβλήτων, κατ’ άνθρωπον, εμποδίων».
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται αυτούσιο, όπως ακριβώς έχει, ώστε ο αναγνώστης να έχει πλήρη εικόνα του λόγου του Πατριάρχη και της θεολογικής του έμφασης για την υπέρβαση των διαιρέσεων. Παράλληλα, η αναφορά στο επετειακό 2026 (1400 έτη από την 7η Αυγούστου 626 και την «ορθοστάδην» ψαλμωδία του Ακαθίστου) δίνει έναν ιστορικό ορίζοντα μνήμης και ταυτότητας, που φωτίζει γιατί η πίστη δεν είναι ιδέα, αλλά τρόπος ζωής, κοινότητα και παράδοση. (Για πλήρη θεσμική ενημέρωση, μπορείτε να ανατρέχετε σε ανακοινώσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και σε σχετικό υλικό της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Η Πατριαρχική Απόδειξη (αυτούσια):
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ἀξιωθέντες καί πάλιν νά φθάσωμεν τήν μεγάλην ἑορτήν τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, δοξολογοῦμεν τήν «ἄφραστον καί ἀκατάληπτον συγκατάβασιν» Αὐτοῦ, τοῦ Σωτῆρος τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καί Λυτρωτοῦ ἁπάσης τῆς κτίσεως ἐκ τῆς φθορᾶς, ἀναβοῶντες μετά τῶν Ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»[1].
Ὁ Χριστός ἀπεκαλύφθη ὡς «Ἐμμανουήλ»[2], ὡς «Θεός μεθ᾿ ἡμῶν» καί «ὑπέρ ἡμῶν», ὡς Θεός πλησίον ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν, ὡς «καί ἡμῶν αὐτῶν συγγενέστερος»[3]. Ὁ «ὁμοούσιος» τῷ Θεῷ Πατρί προαιώνιος Λόγος, καθώς ἐδογμάτισεν ἡ ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ 1700ή ἐπέτειος ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς ὁποίας ἐτιμήθη πρεπόντως ὑπό τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κατά τό παριππεῦον ἔτος, «ὁμοιοῦται τῷ ἰδίῳ ποιήματι», σαρκωθείς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, «ἵνα τούς ἀνθρώπους θεούς ἀποδείξῃ».
Τό Ἀπολυτίκιον τῶν Χριστουγέννων διακηρύσσει ὅτι ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως», ἀπεκάλυψε τό «ὑπερβατικόν καί καθολικόν νόημα» τῆς ζωῆς καί τῆς ἱστορίας, τήν ἀλήθειαν, ὅτι μόνον ἡ χριστιανική πίστις δύναται νά ἱκανοποιήσῃ πλήρως τάς βαθυτέρας ἀναζητήσεις τοῦ νοός καί τήν δίψαν τῆς καρδίας, ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία» [4] εἰ μή ἐν Χριστῷ. Ἔκτοτε, «ἡ γνῶσις», ἥτις «φυσιοῖ»[5], κρίνεται ἐκ τοῦ Κυριακοῦ «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»[6].
Τό ὑπέρλογον γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως βιοῦται καί ἐπαναλαμβάνεται πνευματικῶς εἰς τήν ζωήν τῶν πιστῶν, τῶν ἀγαπώντων τήν ἐπιφάνειαν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα διά φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι». Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων, τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, δέν μᾶς στρέφει πρός ἕν γεγονός τοῦ παρελθόντος, ἀλλά μᾶς κατευθύνει πρός τήν «μέλλουσαν πόλιν»[8], πρός τήν αἰωνίαν Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἰς ἕνα κόσμον, ὅπου ἠχοῦν αἱ πολεμικαί ἰαχαί καί ἡ κλαγγή τῶν ὅπλων, διασαλπίζεται τό ἀγγελικόν «ἐπί γῆς εἰρήνη», ἡ φωνή τοῦ Κυρίου μακαρίζει τούς «εἰρηνοποιούς» καί ἡ Ἁγία Ἐκκλησία Του δέεται εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν «ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης» καί «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Ἡ γνησία πίστις εἰς Θεόν ζῶντα ἐνδυναμώνει τόν ἀγῶνα διά τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην, ἀκόμη καί ὅταν οὗτος εὑρίσκεται ἐνώπιον ἀνυπερβλήτων, κατ᾿ ἄνθρωπον, ἐμποδίων. Ὡς θεοκινήτως δηλοῦται εἰς τό Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν πρώτην δεκαετηρίδα τῆς ὁποίας θά ἑορτάσωμεν κατά τό ἐπερχόμενον ἔτος, «τό λάδι τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος πρέπει νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐπουλώνει πληγές καί ὄχι γιά νά ἀναζωπυρώνει τή φωτιά τῶν πολεμικῶν συρράξεων»[9].
Τό Εὐαγγέλιον τῆς εἰρήνης ἀφορᾷ ἐξόχως εἰς ἡμᾶς τούς Χριστιανούς. Θεωροῦμεν ἀνεπίτρεπτον τήν ἀδιαφορίαν διά τήν διάσπασιν τῆς Χριστιανοσύνης, ἰδίως ὅταν αὕτη συνοδεύεται ἀπό φονταμενταλισμόν καί ρητήν ἀπόρριψιν τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τελικόν σκοπόν τήν ὑπέρβασιν τῆς διαιρέσεως καί τήν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος. Τό χρέος τοῦ ἀγῶνος διά τήν χριστιανικήν ἑνότητα εἶναι ἀδιαπραγμάτευτον. Εἰς τήν νέαν γενεάν τῶν Χριστιανῶν ἀνήκει ἡ εὐθύνη τῆς συνεχίσεως τῶν προσπαθειῶν τῶν πρωτεργατῶν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῆς δικαιώσεως τῶν ὁραμάτων καί τῶν μόχθων των.
Ἀνήκομεν εἰς τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ εἰρήνη ἡμῶν»[10] καί ἡ «πεπληρωμένη χαρά» εἰς τήν ζωήν μας, ἡ «εὐδοκία», ἡ πηγάζουσα ἐκ τῆς βεβαιότητος ὅτι «ἦλθεν ἡ ἀλήθεια» καί «παρέδραμεν ἡ σκιά», ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἰσχυροτέρα ἀπό τό μῖσος καί ἡ ζωή ἰσχυροτέρα ἀπό τόν θάνατον, ὅτι τό κακόν δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ζωήν τοῦ κόσμου, τήν ὁποίαν κατευθύνει ὁ Χριστός, ὁ «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»[11]. Αὐτή ἡ πίστις πρέπει νά διαλάμπῃ καί νά ἀποκαλύπτεται εἰς τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον τιμῶμεν τά Χριστούγεννα καί τάς ἄλλας ἐκκλησιαστικάς ἑορτάς. Ὁ θεοτερπής ἑορτασμός ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ὀφείλει νά μαρτυρῇ τήν μεταμορφωτικήν δύναμιν τῆς εἰς Χριστόν πίστεως διά τήν ζωήν μας, νά εἶναι καιρός εὐδοκίας καί πνευματικῆς εὐφροσύνης, βιώσεως ἐκείνης τῆς ἀνεκλαλήτου «μεγάλης χαρᾶς»[12], ἡ ὁποία εἶναι «συνώνυμος τοῦ Εὐαγγελίου».
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί καί ἀγαπητά τέκνα,
Κατά τό ἔτος 2026, ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία τιμᾷ τήν συμπλήρωσιν 1400 ἐτῶν ἀπό τῆς 7ης Αὐγούστου 626, ὅτε ἐψάλη «ὀρθοστάδην» ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, κατά τήν Ἱεράν Ἀγρυπνίαν ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τῆς Παναγίας Βλαχερνῶν, εἰς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, διά τήν διάσωσιν τῆς Πόλεως ἐκ τῆς ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν δυσμενῶν. Ἐπί τῇ ἱστορικῇ ταύτῃ ἐπετείῳ, ἡ Ἐπετηρίς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 2026 ἀφιεροῦται εἰς τήν ἀνάμνησιν τοῦ σημαντικοῦ τούτου γεγονότος διά τήν Παράδοσιν καί τήν ταυτότητά μας, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀδιασπάστως καί βαθέως συνυφασμέναι μέ τήν τιμήν πρός τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καί Ὑπέρμαχον Στρατηγόν τοῦ Γένους.
Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, κλίνοντες τό γόνυ ἐνώπιον τῆς Βρεφοκρατούσης Μαριάμ καί προσκυνοῦντες τόν τήν ἡμετέραν μορφήν ἀναλαβόντα Θεόν Λόγον, εὐχόμεθα εἰς πάντας ὑμᾶς εὐλογημένον τό Ἅγιον Δωδεκαήμερον, καλλίκαρπον δέ ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς καί πλήρη θείων δωρημάτων τόν νέον ἐνιαυτόν τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, ᾯ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, νῦν καί ἀεί καί εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν!
Χριστούγεννα 2025
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν
- Λουκ. β’, 14.
- Ματθ. α’, 23.
- Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’, PG 150, 660.
- Πράξ. δ’, 12.
- Πρβλ. Α’ Κορ. η’, 1.
- Ἰωάν, η’, 32.
- Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, Ι, η’, PG 90, 1181.
- Ἑβρ. ιγ’, 14.
- Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως, § 4.
- Ἐφεσ. β’, 14.
- Ἑβρ. ιγ’, 8.
- Πρβλ. Λουκ. β΄, 10.



















