Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Μια μάνα μπορεί από αδιάκριτη αγάπη να βλάψει το παιδί της. Αν από την υπερβολική αγάπη της φιλάει το παιδί και λέει «δεν υπάρχει στον κόσμο τέτοιο παιδί σαν το δικό μου», τότε του καλλιεργεί την υπερηφάνεια και την αρρωστημένη αυτοπεποίθηση.
Η μάνα, όταν χρειάζεται, πρέπει να φερθεί αυστηρά προς το παιδί. Δεν το βοηθάει, όταν εύκολα παίρνει το μέρος του, δήθεν για να μην στενοχωριέται. Στα Άδανα μια χήρα γυναίκα είχε ένα μονάκριβο παιδί, Γιάννη το έλεγαν. Όταν μεγάλωσε λίγο, το πήγε σε έναν μάστορα, να μάθει τσαγκάρης. Κάθισε μια εβδομάδα ο μικρός στην δουλειά και μετά είπε στην μητέρα του: «Μάνα, δεν χρειάζεται να πάω άλλο στην δουλειά· έμαθα την τέχνη». «Πότε την έμαθες κιόλας;», τον ρωτάει εκείνη. «Αν θέλεις, να σου δείξω και εσένα πως φτιάχνουν παπούτσια, της λέει. Να, έτσι κόβουν την σέλα, έτσι βάζουν το δέρμα, το τακούνι, έτσι το καρφώνουν…». Το αφεντικό του ήταν πολύ καλό και ήθελε να μάθει στον Γιάννη την τέχνη, γιατί ήταν ορφανός. Όταν είδε πως πέρασε μια εβδομάδα και ο Γιάννης δεν φάνηκε, ανησύχησε μήπως αρρώστησε βαριά και πήγε στην μάνα του να ρωτήσει τι κάνει το παιδί. «Τι έπαθε ο Γιάννης και δεν ξαναήρθε στην δουλειά; Άρρωστος είναι;», ρωτάει την μάνα του. «Όχι, του απαντά εκείνη, καλά είναι». «Τότε γιατί δεν ήρθε στην δουλειά;». «Ε, τι να κάνει να έρθει; του λέει εκείνη· ο Γιάννης έμαθε πια την τέχνη». «Μα πώς την έμαθε μέσα σε τόσο λίγες μέρες;», την ρωτάει το αφεντικό. «Να, του λέει η μάνα, παίρνει το δέρμα, το βάζει σε ένα καλούπι, το καρφώνει, βάζει και το τακούνι και μετά το βγάζει, και αυτό είναι!». Γέλασε το αφεντικό, τον χαιρέτησε και έφυγε. Όταν γύρισε στο μαγαζί, τον ρώτησαν τα άλλα μαστορόπουλα: «Μάστορα, τί κάνει ο Γιάννης;». «Μια χαρά είναι, τους είπε εκείνος. Δεν έμαθε μόνο ο Γιάννης τσαγκάρης, αλλά έμαθε και ο μάνα του!»… Αυτήν την συμπεριφορά την βλέπω σε πολλούς γονείς. Νομίζουν ότι αγαπούν τα παιδιά τους, Αλλά με τον τρόπο που φέρονται, τα καταστρέφουν. Όταν μια μάνα, ας υποθέσουμε, από την υπερβολική αγάπη της, φιλάει το παιδί και λέει «δεν υπάρχει στον κόσμο τέτοιο παιδί σαν το δικό μου», τότε του καλλιεργεί την υπερηφάνεια και την αρρωστημένη αυτοπεποίθηση. Ύστερα το παιδί δεν υπακούει στους γονείς, επειδή πιστεύει ότι τα ξέρει όλα.
Στα χρόνια της ειδωλολατρίας οι μητέρες έκαιγαν τα παιδιά τους μπροστά στο άγαλμα του Μολώχ (Σημιτική θεότητα), για να συμμετάσχουν στη δοξολογία προς τον θεό! Αν γνώριζαν τον πραγματικό Θεό, τι θυσίες θα έκαναν! Αυτές θα έχουν ελαφρυντικά την ημέρα της Κρίσεως, γιατί παρασύρθηκαν. Οι σημερινές όμως μητέρες, με την αδιαφορία που έχουν για τα παιδιά τους, τι ελαφρυντικά θα έχουν; Θα τους πει ο Θεός: «Εσείς γνωρίζατε τον αληθινό Θεό, βαπτισθήκατε, τόσα ακούσατε, τόσα μάθατε, ο Ίδιος ο Θεός Σταυρώθηκε για να σας σώσει και τί κάνατε; Βαριόσασταν να πάτε τα παιδιά σας να τα Κοινωνήσετε στην Εκκλησία! Εκείνες νόμιζαν, ότι ο Μολώχ είναι ο αληθινός θεός και πρόσφεραν θυσία ακόμη και τα παιδιά τους. Εσείς τι κάνατε;»…
Μια μάνα μπορεί από αδιάκριτη αγάπη να βλάψει το παιδί της. Όταν λ.χ. κάποια μάνα βλέπει το παιδάκι να δυσκολεύεται να περπατήσει και λέει: «κρίμα το καημένο, δεν μπορεί να περπατήσει» και το παίρνει συνέχεια αγκαλιά, αντί να το κρατήσει λίγο από το χεράκι, πώς θα μάθει το παιδί να περπατάει μόνο του; Βέβαια από αγάπη κινείται, αλλά του κάνει ζημιά με το πολύ ενδιαφέρον της. Ή αν από την υπερβολική αγάπη της φιλάει το παιδί και λέει «δεν υπάρχει στον κόσμο τέτοιο παιδί σαν το δικό μου», τότε του καλλιεργεί την υπερηφάνεια και την αρρωστημένη αυτοπεποίθηση. Ύστερα το παιδί δεν υπακούει στους γονείς, επειδή πιστεύει, ότι τα ξέρει όλα…
Η μητέρα μου έβλεπε τις αταξίες μου και στενοχωριόταν, αλλά είχε μια αρχοντιά. Όταν έκανα καμμιά αταξία, γύριζε το κεφάλι από την άλλη μεριά και έκανε πως δεν με βλέπει, για να μην με στενοχωρήσει. Εμένα όμως αυτή η συμπεριφορά, μου ράγιζε την καρδιά. «Κοίταξε, έλεγα μέσα μου, εγώ έκανα τέτοια αταξία και η μητέρα όχι μονάχα δεν με δέρνει, αλλά κάνει και πως δεν με βλέπει! Άλλη φορά δεν θα το ξανακάνω! Πώς να την ξαναστενοχωρήσω;». Με αυτήν την συμπεριφορά της η μητέρα μου, με βοηθούσε περισσότερο, παρά αν μου έδινε ένα σκαμπίλι. Και εγώ όμως δεν το εκμεταλλευόμουν, να πω: «Ε, τώρα δεν με βλέπει, ας κάνω μεγαλύτερη αταξία». Ενώ ο πατέρας μου, μόλις έκανα κάτι, τακ, σκαμπίλι. Βλέπεις, και οι δύο με αγαπούσαν, εκείνο όμως που με διόρθωνε περισσότερο ήταν η αρχοντική συμπεριφορά της μάνας μου.