«Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ’ αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7)
Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού· είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος· είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά.
Έπειτα το φάρμακο της στεναχωριας, δηλαδή η ελπίδα: «περίμενα», λέει, «τον Θεό ο οποίος με σώζει από κάθε ολιγοψυχία και καταιγίδα» (Ψαλμ. 54.9). Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο με τον οποίο και αλλού φανερώνει, σε εκείνο που προξενεί λύπη προσθέτει τάχιστα το γιατρικό, και παρέχει έργω και λόγω αγαθή παιδεία της μεγαλοψυχίας [ενν. του Θεού] απέναντι στα δεινά· «αρνιόταν πεισματικά», λέει, «η ψυχή μου να παρηγορηθεί» (Ψαλμ. 76.3).
Βλέπεις λόγια ακηδίας και απογνώσεως; Άρα δεν φοβήθηκες τον Δαβίδ ως αθεράπευτο; Τι λέγεις; Δεν δέχεσαι παράκληση; δεν ελπίζεις σε παρηγορία; κανείς δεν θα σε θεραπεύσει; ούτε λόγος, ούτε φίλος, ούτε συγγενής, ούτε εκείνος που σε συμβουλεύει, ούτε εκείνος που συμπάσχει με σένα, ούτε εκείνος που διηγείται τα δικά του, ούτε αυτός που λέει τα παλαιά, ούτε αυτός που παραθέτει τα παρόντα, όσοι διασώθηκαν από χειρότερα κακά; Έχουν εκπέσει τα πάντα; φύγανε; αποκόπηκαν; χάθηκε κάθε ελπίδα; πρέπει μονάχα να καθόμαστε κάτω, περιμένοντας το τέλος;
Αυτά λέει ο μέγας Δαβίδ, που πλατύνεται [στην προσευχή] σε καιρό θλίψεως, που όταν τον κυκλώνει σκιά θανάτου διαμαρτύρεται έντονα μαζί με τον Θεό. Τι λοιπόν θα πάθω εγώ, ο μικρός, ο ασθενής, ο γήινος, που δεν είμαι τόσο μεγάλος στο πνεύμα; Ο Δαβίδ παθαίνει ίλιγγο, και ποιος σώζεται; Ποια βοήθεια να βρω όταν κακοπαθώ, ή ποια παρηγοριά; προς ποίον να καταφύγω όταν στεναχωριέμαι;
Σού αποκρίνεται ο Δαβίδ, ο μέγας θεραπευτής, που εμφορούμενος από το Άγιον Πνεύμα καταπραΰνει με το άσμα [ενν. Τους Ψαλμούς] τα πονηρά πνεύματα. Θέλεις να μάθεις από εμένα προς ποίον να καταφύγεις, ο ίδιος όμως δεν γνωρίζεις; Ποιος είναι αυτός που ενισχύει τα παραλυμένα χέρια, και προστάζει τα παράλυτα πόδια, και μέσα από τη φωτιά και από το νερό διαπερνά και διασώζει; Δεν σού χρειάζεται, λέει, καμία στρατιά, ούτε όπλα, ούτε τοξότες, ούτε ιππείς, ούτε σύμβουλοι, ούτε φίλοι, ούτε βοήθεια από έξω. Έχεις μέσα σου την συμμαχία, την οποία (έχω) κι εγώ και καθένας που θέλει. Να θελήσεις χρειάζεται μόνο, να ορμήσεις μόνο.
Κοντά (είναι) η παρηγοριά, στο στόμα σου, και στην καρδιά σου. «Θυμήθηκα τον Θεό», λέει, «και γέμισα χαρά και ευφροσύνη» (Ψαλμ. 76.4).
Τι είναι πιο πρόσφορο από την μνήμη; Θυμήσου και εσύ, και γέμισε χαρά. Ω, πόσο πλούσια γιατρειά! Ω, πόσο ταχεία θεραπεία! Ω, πόσο μεγάλη δωρεά! Δεν αποκοιμίζει μόνο την ολογοψυχία και την λύπη όταν μνημονευθεί ο Θεός, αλλά και ευφροσύνη εργάζεται.
Πατερικά Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου PG 35.965 εξ.
Απόδοση στην Νεοελληνική, π. Χερουβείμ Βελέτζας