ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΣ: Την Κυριακή, 1 Ιουνίου 2025, Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλος μετέβη στην Κοινότητα Τουράν της Νότιας Γαλιλαίας, κοντά στην πόλη Ναζαρέτ, όπου προέστη της Θείας Λειτουργίας στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου, …
συλλειτουργούντων με Αυτόν του Μητροπολίτη Ναζαρέτ κ. Κυριακού και του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, αγιοταφιτών ιερομονάχων, πρώτος των οποίων ήταν ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων Αρχιμανδρίτης π. Χριστόδουλος, ο προϊστάμενος της ενορίας π. Ιωάννης και ιερείς της περιοχής, ο αρχιδιάκονος π. Μάρκος και ο ιεροδιάκονος π. Ευλόγιος, με τη συμμετοχή των ευλαβών πιστών της ενορίας, με τη χορωδία της ενορίας αυτής να ψάλλει.
Κατά τη διάρκεια του Κοινωνικού της Θείας Λειτουργίας, ο Πατριάρχης κήρυξε τον Θείο Λόγο με το παρακάτω κήρυγμά Του:
«Τας μυστικάς σήμερον του Πνεύματος σάλπιγγας, τους θεοφόρους Πατέρας ανευφημήσωμεν, τους μελωδήσαντας εν μέσω της Εκκλησίας, μέλος εναρμόνιον θεολογίας, Τριάδα μίαν, απαράλλακτον, ουσίαν τε και Θεότητα, τους καθαιρέτας Αρείου, και ορθοδόξων προμάχους, τους πρεσβεύοντας πάντοτε Κυρίω, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών», αναφωνεί ο μελωδός της Εκκλησίας.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ευλαβείς Χριστιανοί,
Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος συνήγαγε πάντας ημάς εν τω ιερώ τούτω Ναώ της ευλογημένης υμών πόλεως «Τουράν» εν τη κάτω Γαλιλαία, ίνα εορτάσωμεν τη μνήμη των Αγίων 318 θεοφόρων Πατέρων, των συνελθόντων εν τη πρώτη Οικουμενική Συνόδω εν Νικαία της Βιθυνίας τω 325.
Η υπό του ευσεβεστάτου Αυτοκράτορος των Ρωμαίων Κωνσταντίνου του Μεγάλου συγκροτηθείσα πρώτη Οικουμενική Σύνοδος εν Νικαία κατεδίκασε τη βλάσφημον διδασκαλίαν του Αρείου, ο οποίος ηρνείτο τη θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, Κυρίου δε ημών Ιησού Χριστού, κτίσμα τούτον λέγοντα είναι.
Κύριος δε σκοπός της Συνόδου ήτο αφ’ ενός μεν η καταδίκη του Αρειανισμού και η ακριβής διατύπωσις της Ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας περί του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Αφ’ ετέρου δε η διακήρυξις της «πίστεως» η του «Συμβόλου» της Νικαίας. Εν συνεχεία η Σύνοδος διηυθέτησε και άλλα τρία εκκλησιαστικά σχίσματα, ομοίως δε ετερμάτισε και τας περί του χρόνου του εορτασμού του Πάσχα έριδας, ορίσασα όπως τούτο εορτάζηται την πρώτην Κυριακήν μετά την πρώτην πανσέληνον της εαρινής ισημερίας. Και εν τέλει εξέδωκε και είκοσι ιερούς κανόνας.
Αξιοσημείωτον ότι εις τας δογματικάς αποφάσεις της Πρώτης (Α΄) Οικουμενικής Συνόδου και των λοιπών έξ οικουμενικών Συνόδων, κατά τον έγκριτον καθηγητήν Ιωάννην Καρμίρην, αποδίδει ευλόγως «η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία αιώνιον κύρος, απόλυτον αξίαν και αυθεντίαν και καθολικόν και υποχρεωτικόν χαρακτήρα, θεωρούσα αυτάς ως τα κυριώτερα γραπτά μνημεία της Ιεράς Παραδόσεως και ως κανονικούς και αυθεντικούς και αμετακινήτους γνώμονας της Ορθοδόξου πίστεως. Ως εκ τούτου, μόνον τους οικουμενικούς τούτους δογματικούς όρους χρησιμοποιεί ως κυρίαν και πρωτεύουσαν πηγήν της δογματικής διδασκαλίας της, ισόκυρον και ισότιμον προς την Αγίαν Γραφήν, ως περιέχουσαν την γνησίαν Ιεράν Παράδοσιν, ήτις μετά της Αγίας Γραφής αποτελούσι τας δύο ισοκύρους και ισοδυνάμους και ισοστασίους πηγάς της Ορθοδόξου πίστεως».
Η σημερινή Κυριακή, έβδομη μετά την του Πάσχα, είναι αφιερωμένη εις την σεπτήν μνήμην των εν Νικαία της Βιθυνίας Οικουμενικήν Σύνοδον συμμετασχόντων τριακοσίων δέκα και οκτώ (318) Αγίων της Εκκλησίας Πατέρων. Και τούτο διότι οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας είναι οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων και μαθητών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις αυτούς τους Αγίους Αποστόλους και μαθητάς Αυτού ο Ιησούς εφανέρωσε το όνομα του Θεού και Πατρός Αυτού, ως μαρτυρεί και τούτο εν τω σημερινώ Ευαγγελικώ αναγνώσματι (του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου), το αφορώντι εις την προσευχήν Αυτού του Ιησού Χριστού προς τον Θεόν Πατέρα λέγοντος: «Πάτερ,… εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου. Σοί ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι· νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εστίν· ότι τα ρήματα α δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθον, και επίστευσαν ότι σύ με απέστειλας», (Ιωάν. 17, 6-8).
Οι διάδοχοι των Αποστόλων Επίσκοποι και Ποιμένες κατασταθέντες, ανεδείχθησαν Πατέρες και διδάσκαλοι του σωτηριώδους Ευαγγελίου του Χριστού, ο Οποίος είναι Αυτός ο καλών και εκλέγων τους Χριστιανούς και Αποστόλους, ως κηρύττει ο θείος Παύλος λέγων: «ημείς δε οφείλομεν ευχαριστείν τω Θεώ…, ότι είλετο υμάς ο Θεός απ’ αρχής εις σωτηρίαν εν αγιασμώ Πνεύματος και πίστει αληθείας, εις ο εκάλεσεν υμάς διά του ευαγγελίου ημών εις περιποίησιν δόξης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», (Β΄ Θεσ. 2, 13-14).
Ερμηνεύων τον Παύλειον τούτον λόγον ο Ιερός Χρυσόστομος θέτει το ερώτημα αλλά και την απάντησιν λέγων: «Πως εις σωτηρίαν είλετο (= εκάλεσεν); δείκνυσιν (ο Παύλος) ειπών, εν αγιασμώ Πνεύματος και πίστει αληθείας».
Με άλλα λόγια, ο Κύριος εξέλεξεν και εκάλεσεν τους αγαπητούς Αυτού μαθητάς και Αποστόλους, αλλά και τους διαδόχους αυτών, τους θεοφόρους δηλονότι Πατέρας της Εκκλησίας, διά του αγιασμού του Αγίου Πνεύματος, διά της πίστεως εις την αλήθειαν του Ευαγγελίου του Χριστού, ως ευστόχως διατυπούται τούτο υπό του υμνωδού λέγοντος: «Όλην συγκροτήσαντες, την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι, συνδιασκεψάμενοι, το μακάριον, και σεπτόν Σύμβολον, οι σεπτοί Πατέρες, θεογράφως διεχάραξαν, εν ώ σαφέστατα, τω Γεγεννηκότι συνάναρχον, τον Λόγον εκδιδάσκουσι, και παναληθώς ομοούσιον, ταις των Αποστόλων, επόμενοι προδήλως διδαχαίς, οι ευκλεείς και πανόλβιοι, όντως και θεόφρονες».
Αυτοί λοιπόν, οι επόμενοι ταις των Αποστόλων διδαχαίς και δοχεία γενόμενοι της φωτιστικής δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος ανεδείχθησαν και αναδεικνύονται Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ως παραγγέλλει ο Χριστός λέγων: «ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών», (Ματθ. 5,19). Ερμηνεύων τον Κυριακόν τούτον λόγον ο Ζιγαβηνός επισημαίνει λέγων: «Όρα πως είπεν, ότι χρή πρώτον ποιείν, είτα διδάσκειν και μη μόνον ποιείν, αλλά και διδάσκειν».
Πατέρες λοιπόν της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι ετήρησαν και εφήρμοσαν τας εντολάς του Κυρίου λέγοντος: «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν», (Ιωάν. 14, 21). Αξιοσημείωτος ενταύθα η ερμηνεία του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: «Εμφανίσω αυτώ εμαυτόν … διά του ιδίου δηλονότι Πνεύματος, εις έκαστα των δεόντων φωταγωγών και αρρήτοις τισί δαδουχίαις ταις κατά τον νουν εαυτόν εκκαλύπτων και εμφανή καθιστών». Και απλούστερον: θα καταστήσω τον εαυτόν μου φανερόν εις αυτούς λέγει… Δηλαδή ο Χριστός λάμπει εις αυτούς διά του ιδίου Αυτού Πνεύματος, οδηγών αυτούς διά του φωτός Αυτού εις πάντα όσα χρειάζονται, αποκαλύπτων και καθιστών εαυτόν ορατόν εις τον νουν αυτών, διά τινων αρρήτων πνευματικών δάδων/λαμπάδων.
Του αρρήτου τούτου φωτός των πνευματικών δάδων ηξιώθησαν και ωρθοτόμησαν πράξει τε και θεωρία τον λόγον της σώζουσης αληθείας με την ενάρετον πολιτείαν, την θεόπνευστον διδασκαλίαν και των συγγραμμάτων αυτών, των γεμόντων θείας σοφίας, οι Πατέρες της Πρώτης Οικουμενικής εν Νικαία Συνόδου, ως ο Μέγας Αθανάσιος, οι άγιοι Νικόλαος Μύρων της Λυκίας, Σπυρίδων Τριμυθούντος και πλειάς οσίων και θεοφόρων Πατέρων, περί των οποίων και ημείς, οι τιμούντες την μνήμην αυτών μετά του υμνωδού βοώμεν και λέγομεν: «Ω θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται, παρατάξεως Κυρίου, αστέρες πολύφωτοι, του νοητού στερεώματος, της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι, τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου, τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου, Νικαίας το καύχημα, οικουμένης αγλάϊσμα, εκτενώς πρεσβεύσατε, υπέρ των ψυχών ημών». Αμήν.
Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας ακολούθησε κέρασμα και εόρτιος τράπεζα υπό της Κοινότητος. Σε αυτή προσεφώνησε και πάλι ο Πατριάρχης ως έπεται:
«Υπερδεδοξασμένος εί, Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης τους Πατέρας ημών θεμελιώσας, και δι’ αυτών προς την αληθινήν πίστιν, πάντας ημάς οδηγήσας· πολυεύσπλαχνε, δόξα σοι», αναφωνεί ο υμνωδός της Εκκλησίας.
Σεβαστοί Άγιοι Πατέρες,
Αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί,
Η σημερινή εορτή της μνήμης των Αγίων 318 Πατέρων, των συνελθόντων εν τη Πρώτη Οικουμενική Συνόδω εν Νικαία της Βιθυνίας, τη συγκροτηθείση υπό του Μεγάλου αγίου και ισαποστόλου Κωνσταντίνου, δεν αφορά μόνον εις την περιχαράκωση της Ορθοδόξου ημών πίστεως, αλλά και εις τους θεμελιωτάς της πίστεώς ημών, τους Αγίους και Θεοφόρους Πατέρας.
Οι θεοφόροι ούτοι Πατέρες εγένοντο ακριβείς φύλακες των Αποστολικών Παραδόσεων. Ούτοι το άθεον δόγμα του αιρεσιάρχου Αρείου, του αρνουμένου την Θεότητα του Υιού και Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ευσεβοφρόνως καθείλον και της Καθολικής Εκκλησίας συνοδικώς τούτον εξωστράκισαν· και τρανώς τον Υιόν του Θεού ομοούσιον και συναΐδιον προ των αιώνων όντα τοις πάσιν εδίδαξαν ομολογείν εν τω της πίστεως Συμβόλω, ακριβώς και ευσεβώς τούτο εκθέμενοι.
Η Αγία ημών των Ιεροσολύμων Εκκλησία διεφύλαξε την των Αγίων Αποστόλων Παράδοσιν και θεόπνευστον διδασκαλίαν, ακούουσα εις το παράγγελμα του θείου Παύλου προς τον μαθητήν αυτού Τιμόθεον, λέγοντος: «Την παρακαταθήκην φύλαξον, εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως, ην τινες επαγγελλόμενοι περί την πίστιν ηστόχησαν» (Α΄ Τιμ. 6, 20-21). Και αλλαχού: «Την καλήν παρακαταθήκην φύλαξον διά Πνεύματος Αγίου του ενοικούντος εν ημίν» (Β΄ Τιμ. 1, 14).
Αυτήν ακριβώς την παρακαταθήκην, τουτέστιν την Ρωμαιοορθόδοξον ταυτότητα και την πνευματικήν Ελληνοχριστιανικήν παράδοσιν, την γνωστήν ως Rum Orthodox του ευσεβούς Χριστεπωνύμου ημών ποιμνίου, διεφύλαξε και διαφυλάττει διά μέσου των αιώνων το Παλαίφατον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων.
Λέγομεν δε τούτο, διότι το Ρωμαιορθόδοξον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων αποτελεί την εγγύηση της ακεραιότητος και της Ρωμαιορθοδόξου θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομίας των Κοινοτήτων ημών, των διαβιούντων εις τους Αγίους Τόπους. «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον· ότι ηυδόκησεν ο Πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λουκ. 12, 32), λέγει Κύριος.
Ενδιαφέρουσα ενταύθα η ερμηνεία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, λέγοντος: «Ει και μικρόν το ποίμνιον και φύσει και αριθμώ και δόξη προς τας αμετρήτους των άνω πνευμάτων (δικαίων) αγέλας (πλήθη), αλλ’ η του Θεού Πατρός αγαθότης, πάντα λόγον υπερεκτείνουσα (υπερβαίνουσα), δέδωκε και αυτώ (τω ποιμνίω) των υπερκειμένων πνευμάτων (των υπερεχόντων) ουρανίων πνευμάτων (δικαίων) τον κλήρον, τουτέστιν την των ουρανών βασιλείαν».
Με άλλα λόγια, αγαπητοί μου αδελφοί, η Αγία του Χριστού Εκκλησία είναι εκείνη, η οποία εισάγει ημάς διά του μυστηρίου της θείας και αναίμακτου θυσίας, της θείας δηλονότι Λειτουργίας, εις την βασιλείαν των Ουρανών. «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14), κηρύττει ο σοφός Παύλος.
Διό και ημείς, οι ευεργετηθέντες υπό του αρχηγού της πίστεως ημών, Κυρίου Ιησού Χριστού, είπωμεν και πάλιν μετά του υμνωδού: «Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ ο Θεός ημών, χαροποιήσας τους Μαθητάς, τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος· βεβαιωθέντων αυτών διά της ευλογίας, ότι συ εί ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου».
Έτη πολλά και ειρηνικά. Αμήν.
Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων