Α’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Επέτειος 1700 ετών από τη Νίκαια – Τι υπογραμμίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο-Σε μία περίοδο αυξανόμενης πνευματικής ρευστότητας και έντονων θεωριών «ανθρωπολογικής ανακατασκευής», το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπενθυμίζει το θεολογικό, δογματικό και κανονικό μεγαλείο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325 μ.Χ.), με αφορμή τη συμπλήρωση 1700 ετών από τη σύγκλησή της.
Επιμέλεια-ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος που φέρει την υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου και όλων των μελών της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, θα διαβαστεί την Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 1 Ιουνίου 2025, σε όλους τους ναούς του Οικουμενικού Θρόνου. Πρόκειται για μια συμβολική πράξη μνήμης και επανατοποθέτησης στο ιστορικό βάθος και στην πνευματική καθαρότητα της Εκκλησίας, απέναντι στα διλήμματα της σύγχρονης εποχής.
Η Σύνοδος της Νίκαιας ως θεμέλιο συνοδικότητας και ομολογίας
Η Εγκύκλιος χαρακτηρίζει τη Σύνοδο της Νικαίας ως κορύφωση της «ἀρχεγόνου συνοδικότητος» της Εκκλησίας και σημείο αφετηρίας για τη θεσμική κατοχύρωση της συνοδικής πράξης ως τρόπου λήψεως αποφάσεων «ἐπί τρεχόντων θεμάτων». Η θεμελίωση του δόγματος της ομοουσιότητας του Υιού με τον Πατέρα, ενάντια στην αίρεση του Αρείου, αποτέλεσε σημείο καμπής για την ενότητα και την καθαρότητα της πίστης.
Σήμερα, όπως υπογραμμίζεται στην Εγκύκλιο, «καλούμεθα νά ἀναδείξωμεν τό διαχρονικόν μήνυμα τῆς Συνόδου, τάς σωτηριολογικάς διαστάσεις καί τάς ἀνθρωπολογικάς συνεπείας τοῦ ‘ὁμοουσίου’». Η θεολογία του Χριστού ως πραγματικού Θεού και πραγματικού Ανθρώπου δεν αποτελεί μόνο εκκλησιολογικό θεμέλιο αλλά και απάντηση στις ιδεολογικές συγχύσεις της εποχής που θέλει τον άνθρωπο ως “μετανθρώπινο κατασκεύασμα”, προϊόν τεχνολογικής και επιστημονικής αυτονόμησης.
Πρόσκληση για ενότητα και επιστροφή στις ρίζες
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο γεγονός ότι η κανονική παρακαταθήκη της Νίκαιας είναι κοινή κληρονομιά όλων των Χριστιανών. Έτσι, η φετινή επέτειος αναγορεύεται από την Μητέρα Εκκλησία σε προσκλητήριο ενότητας, επιστροφής στις πηγές και αναστοχασμού επί των πρωταρχικών θεσμικών μορφών της Εκκλησίας, όταν αυτή ήταν ακόμη αδιαίρετη.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Ἡ 1700ή ἐπέτειος ὑπενθυμίζει τήν ἀξίαν τοῦ κοινοῦ ἀγῶνος κατά τῶν παρανοήσεων τῆς πίστεως καί τήν ἀποστολήν τῶν πιστῶν νά συμβάλλουν εἰς τόν πολλαπλασιασμόν τῶν “καλῶν καρπῶν”». Στο πλαίσιο αυτό, το Πατριαρχείο καλεί τους πιστούς και τις τοπικές Εκκλησίες να εμπνευστούν από τη συνοδική πρακτική και το πνεύμα ενότητας που κυριάρχησε στη Νίκαια.
Η Οικουμενικότητα ως αντίδοτο στη σύγχυση
Στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία κυριαρχούν νέες μορφές θεολογικού σχετικισμού, ανθρωποκεντρικής αυτονόμησης και απόπειρας αποσύνδεσης της πίστης από τη δογματική ακρίβεια, το Πατριαρχείο διατρανώνει την ανάγκη επιστροφής στην πατερική θεολογία και την ευχαριστιακή εμπειρία, εντός της οποίας γεννήθηκαν τα δόγματα.
Η Σύνοδος της Νίκαιας δεν αποτελεί ιστορικό λείψανο, αλλά σημείο ζωντανής παράδοσης. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι προτάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου για ενίσχυση της συνοδικότητας στον παγκόσμιο χριστιανικό διάλογο, όπως έχει διατυπωθεί σε προηγούμενα έγγραφα προς το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών αλλά και σε θέσεις του Πατριαρχικού Κέντρου της Γενεύης.
Η επέτειος των 1700 ετών από τη Νίκαια είναι μια ευκαιρία όχι μόνο για τιμή, αλλά και για πνευματική ανανέωση. Όπως αναφέρει καταληκτικά η Εγκύκλιος: «Ζῶμεν εἰς ἐποχήν συγχύσεως· ἀλλ᾽ ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά παραμείνῃ φῶς καί ἀλήθεια ἐν κόσμῳ σκοτεινῷ».
Αναλυτικά η Εγκύκλιος η οποία φέρει τον τίτλο: “Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος Επιστολή απολυθείσα επί τώ εορτασμώ της 1700ής επετείου της εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου”:
† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΘΕΟΥ
* * *
Ύμνον ευχαριστίας αναπέμπομεν τώ πανσθενουργώ, παντεπόπτη και παντευεργέτη Θεώ τώ εν Τριάδι, τώ αξιώσαντι τον λαόν Αυτού φθάσαι την 1700ήν επέτειον της εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, της πνευματοκινήτως μαρτυρησάσης περί της γνησίας πίστεως εις τον συνάναρχον τώ Γεγεννηκότι και παναληθώς Αυτώ ομοούσιον Θεόν Λόγον, «τόν δι᾿ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα και σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα και ανελθόντα εις τους ουρανούς, και ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Η Σύνοδος της Νικαίας αποτελεί έκφρασιν της συνοδικής φύσεως της Εκκλησίας, κορύφωσιν της «αρχεγόνου συνοδικότητος» αυτής, αρρήκτως συνδεδεμένης μετά της ευχαριστιακής πραγματώσεως της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και μετά της πρακτικής της επί το αυτό συνελεύσεως προς λήψιν «ομοθυμαδόν»[1] αποφάσεων επί τρεχόντων θεμάτων. Η εν Νικαία Σύνοδος σηματοδοτεί εν ταυτώ την ανάδυσιν μιάς νέας συνοδικής δομής, αυτής της Οικουμενικής Συνόδου, η οποία έμελλε να αποβή καθοριστική διά την πορείαν των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αξιομνημόνευτον είναι ότι η Οικουμενική Σύνοδος δεν αποτελεί «μόνιμον θεσμόν» εις την ζωήν της Εκκλησίας, αλλά «έκτακτον γεγονός», απάντησιν εις μίαν συγκεκριμένην απειλήν κατά της πίστεως, αποβλέπουσαν εις την αποκατάστασιν της διαρραγείσης ενότητος και της ευχαριστιακής κοινωνίας.
Το ότι η Σύνοδος της Νικαίας συνεκλήθη υπό του Αυτοκράτορος, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος παρηκολούθησε τας εργασίας και περιέβαλε τα αναθέματα αυτής διά του κύρους κρατικού νόμου, δεν την καθιστά «αυτοκρατορικήν σύνοδον»[2]. Υπήρξεν αμιγώς «εκκλησιαστικόν γεγονός», κατά το οποίον η Εκκλησία, καθοδηγουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, απεφάσισε διά τα του οίκου της, ενώ ο Αυτοκράτωρ εφήρμοσε την αρχήν «Απόδοτε ούν τα Καίσαρος τώ Καίσαρι και τα του Θεού τώ Θεώ»[3].
Ενώπιον της Αρειανικής πλάνης, η Εκκλησία διετύπωσε συνοδικώς το ουσιώδες της διηνεκώς βιουμένης εν αυτή πίστεως. Ο «ομοούσιος τώ Πατρί» προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού, «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», σώζει διά της σαρκώσεώς Του τον άνθρωπον εκ της δουλείας του αλλοτρίου και διανοίγει εις αυτόν την οδόν της κατά χάριν θεώσεως. «Αυτός γάρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»[4]. Το Σύμβολον της Νικαίας διατρανοί την βεβαίαν πεποίθησιν ότι η σοβούσα αιρετική απόκλισις αποτελεί άρνησιν της δυνατότητος σωτηρίας του ανθρώπου. Εν τη εννοία ταύτη, δεν είναι απλώς θεωρητική διακήρυξις αλλά ομολογία πίστεως, ως όλα τα δογματικά κείμενα της Εκκλησίας, αυθεντική διατύπωσις της ζώσης εν αυτή και δι᾿ αυτής αληθείας.
Ιδιαιτέραν θεολογικήν βαρύτητα έχει το γεγονός ότι βάσιν του Ιερού Συμβόλου «Πιστεύομεν…» αποτελεί εν τοπικόν βαπτιστήριον Σύμβολον η ομάς τοιούτων Συμβόλων. Ως γνήσιος φορεύς της διαχρονικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, η Σύνοδος ανακεφαλαιοί και βεβαιοί την Αποστολικήν παρακαταθήκην, την οποίαν διαφυλάσσουν αι κατά τόπους Εκκλησίαι. Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει ότι οι Συνοδικοί Πατέρες «περί δε της πίστεως έγραψαν ουκ Έδοξεν, αλλ᾿, Ούτως πιστεύει η καθολική Εκκλησία· και ευθύς ωμολόγησαν, πως πιστεύουσιν, ίνα δείξωσιν, ότι μη νεώτερον, αλλ᾿ αποστολικόν εστιν αυτών το φρόνημα, και ά έγραψαν, ουκ εξ αυτών ευρέθη, αλλά ταύτ᾿ εστίν, άπερ εδίδαξαν οι απόστολοι»[5]. Πεποίθησις των θεοδιδάκτων Πατέρων ήτο ότι ουδέν προσετέθη εις την πίστιν των Αποστόλων και ότι το όντως οικουμενικόν Σύμβολον της Νικαίας αποτελεί διακήρυξιν της κοινής παραδόσεως της Καθολικής Εκκλησίας. Οι Συνοδικοί Πατέρες, τους οποίους η Ορθόδοξος Εκκλησία επαξίως τιμά και υμνεί ως «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακας», εχρησιμοποίησαν τον φιλοσοφικόν όρον «ουσία» (καί το «ομοούσιον») διά την έκφρασιν της Ορθοδόξου πίστεως εις την θεότητα του Λόγου, την οποίαν ηρνείτο ο Άρειος, και μετ᾿ αυτής το όλον μυστήριον της πανσωστικής ενσάρκου Θείας Οικονομίας, εμπλακείς εις ελληνιστικά νοητικά σχήματα και απωθήσας τον «Θεόν των Πατέρων» εν ονόματι του «Θεού των φιλοσόφων».
Έτερον κεφαλαιώδες ζήτημα, το οποίον εκλήθη να επιλύση η Σύνοδος της Νικαίας, προς ενίσχυσιν της εκκλησιαστικής ενότητος εν τη λειτουργική πράξει, ήτο το «πότε και πως δεί ημάς την του Πάσχα εορτήν εκτελείν». Η 1700ή επέτειος της συγκλήσεως της Συνόδου επανέφερεν εις την επικαιρότητα το θέμα του κοινού εορτασμού της Αναστάσεως του Κυρίου. Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία εύχεται όπως οι όπου γης Χριστιανοί επανέλθουν, συμφώνως προς τας προσταγάς της εν Νικαία Συνόδου, εις τον εορτασμόν του Πάσχα κατά κοινήν ημέραν, ως ευτυχεί συγκυρία, συνέβη κατά το τρέχον έτος. Η απόφασις αύτη θα λειτουργήση ως ένδειξις και σύμβολον γνησίας προόδου εις τον αγώνα οικουμενικής συμπορεύσεως και ομονοήσεως διά μέσου του θεολογικού διαλόγου και του «διαλόγου της ζωής», ως απτή μαρτυρία περί του εμπράκτου σεβασμού των κεκτημένων της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Η επίτευξις του στόχου αυτού, εν τώ πλαισίω της εφετεινής επετείου, υπήρξε κοινόν όραμα του αειμνήστου Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου και της ημετέρας Μετριότητος. Η εκδημία αυτού, την επαύριον του παγχριστιανικώς εορτασθέντος Πάσχα, επιτείνει την κοινήν ευθύνην, όπως συνεχίσωμεν αταλαντεύτως προς την αυτήν κατεύθυνσιν.
Σπουδαίον υπήρξεν επίσης το νομοκανονικόν έργον της εν Νικαία Συνόδου, διά του οποίου αποτυπούται και επικυρούται συνοδικώς το διαχρονικόν κανονικόν συνειδός της Εκκλησίας, και εις το οποίον ευρίσκονται αι απαρχαί του μητροπολιτικού συστήματος και της αναδείξεως του κύρους, της εξεχούσης θέσεως και της διηυρυμένης ευθύνης ωρισμένων Θρόνων, εκ των οποίων διεμορφώθη προοδευτικώς το σύστημα της Πενταρχίας. Εφ᾿ όσον η κανονική παρακαταθήκη της Νικαίας είναι κοινή κληρονομία ολοκλήρου του χριστιανικού κόσμου, η εφετεινή επέτειος καλείται να λειτουργήση ως προσκλητήριον δι᾿ επιστροφήν εις τας πηγάς, εις τα πρωταρχικά κανονικά θεσπίσματα της αδιαιρέτου Εκκλησίας.
Εγγυητής των θεσπισμάτων της Νικαίας ανεδείχθη διαχρονικώς ο Οικουμενικός Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό το πνεύμα της Μεγάλης Εκκλησίας εξεφράσθη και διά της Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου επί τη 1600ή επετείω της Συνόδου[6], «τής πρώτης των Οικουμενικών και μεγίστης ως αληθώς Συνόδου της Εκκλησίας». Η ειλημμένη απόφασις, όπως η επέτειος εορτασθή «πανηγυρικώς και δή από κοινού, ει δυνατόν, υπό πασών των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, εις εκδήλωσιν πάνδημον της πιστής και σήμερον τη του Θεού χάριτι εμμονής της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τη διδασκαλία και τώ πνεύματι της Συνόδου εκείνης, ήτις όπως εξ ενός την μίαν πίστιν της Εκκλησίας διά της εν Αγίω Πνεύματι αποφάνσεως αυτής εστερέωσε και εσφράγισεν, ούτως εξ άλλου και την ενότητα της εκκλησιαστικής συγκροτήσεως διά της από πάντων των περάτων της γης παρουσίας αντιπροσώπων περιλάμπρως παρέστησεν», δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθή εξ αιτίας των εκτάκτων περιστάσεων και της χηρείας του Οικουμενικού Θρόνου. Την 19ην Ιουλίου 1925, πρώτην Κυριακήν μετά την ενθρόνισιν του Πατριάρχου Βασιλείου Γ’, εξεπληρώθη η «καθυστερήσασα οφειλή» διά της τελέσεως «ειδικής Πατριαρχικής και Συνοδικής Λειτουργίας» εν τώ Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ. Ιδιαιτέραν εκκλησιολογικήν σημασίαν έχει το γεγονός ότι εις την Εγκύκλιον τονίζεται η αξία της εκτελέσεως του καθήκοντος του εορτασμού ταύτης της «μεγάλης διά πάσαν την Χριστιανοσύνην» επετείου υπό της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, «αμεσωτέραν προς την εορτήν ταύτην εχούσης την σχέσιν και την οφειλήν».
Η Σύνοδος της Νικαίας αποτελεί σταθμόν εις την διαμόρφωσιν της δογματικής ταυτότητος και της κανονικής δομής της Εκκλησίας, παρέμεινε δε το πρότυπον διά την αντιμετώπισιν προβλημάτων πίστεως και κανονικής τάξεως επί οικουμενικού επιπέδου. Η 1700ή επέτειος από της πραγματοποιήσεώς της υπενθυμίζει εις την Χριστιανοσύνην τας παραδοχάς της αρχαίας Εκκλησίας, την αξίαν του κοινού αγώνος κατά των παρανοήσεων της χριστιανικής πίστεως και την αποστολήν των πιστών, όπως συμβάλλουν εις τον πολλαπλασιασμόν των «καλών καρπών» της εν Χριστώ, κατά Χριστόν και εις Χριστόν ζωής εν τώ κόσμω.
Καλούμεθα σήμερον να αναδείξωμεν το διαχρονικόν μήνυμα της εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, τας σωτηριολογικάς διαστάσεις και τας ανθρωπολογικάς συνεπείας του «ομοουσίου», της αρρήκτου συνδέσεως της Χριστολογίας μετά της ανθρωπολογίας, εις μίαν εποχήν ανθρωπολογικής συγχύσεως και εντόνων προσπαθειών αναδείξεως του «μετανθρώπου» ως του ανοικτού ορίζοντος και της αυτοαποθεωτικής προοπτικής της ανθρωπίνης εξελίξεως, τη συμβολή της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η αρχή της «θεανθρωπινότητος» αποτελεί την απάντησιν εις την αδιέξοδον οπτασίαν του συγχρόνου «ανθρωποθεού». Η αναφορά εις το «πνεύμα της Νικαίας» αποτελεί πρόσκλησιν όπως στραφώμεν εις τα ουσιώδη της πίστεώς μας, πυρήν της οποίας είναι η εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός είναι η πλήρης και τελεία αποκάλυψις της αληθείας περί του Θεού και του ανθρώπου. «Ο εμέ εωρακώς, εώρακε τον πατέρα μου»[7]. Ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος έδειξε «πρώτος και μόνος», ως γράφει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, «τόν αληθινόν άνθρωπον και τέλειον, και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων»[8]. Αυτήν την Αλήθειαν εκπροσωπεί εν τώ κόσμω η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, από αυτήν τρέφεται, αυτήν διακονεί. Φορούσα τον χιτώνα της Αληθείας, «τόν υφαντόν εκ της άνω θεολογίας», αεί ορθοτομεί και δοξάζει «τής ευσεβείας το μέγα μυστήριον», ευαγγελιζομένη τον λόγον της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος, προσβλέπουσα προς την «ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον ημέραν»[9], την ερχομένην αιώνιον Βασιλείαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Έργον της θεολογίας είναι η αποκάλυψις της σωτηριολογικής διαστάσεως των δογμάτων και η ερμηνεία αυτών δι᾿ υπαρξιακών όρων, η οποία απαιτεί, ομού μετά της μετοχής εις το εκκλησιαστικόν γεγονός, ευαισθησίαν και γνήσιον ενδιαφέρον διά τον άνθρωπον και τας περιπετείας της ελευθερίας του. Εν τη εννοία ταύτη, η διατράνωσις της πίστεως εις τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον οφείλει όπως συνοδεύηται υπό της εμπράκτου ανταποκρίσεως ημών εις τον σωτήριον λόγον Αυτού: «αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς»[10].
Μεμνημένοι τοίνυν των αφάτων δωρεών, ών εποίησε και ποιεί πάση τη κτίσει, ακαταπαύστως δοξολογούμεν το υπεράγιον και υπέρλαμπρον όνομα του Κυρίου των όλων και Θεού της αγάπης, δι᾿ Ού τον Πατέρα εγνώκαμεν και το Πνεύμα το Άγιον επεδήμησεν εν κόσμω. Αμήν!
Εν έτει σωτηρίω ‚βκε´, κατά μήνα Ιούνιον (α´)
Επινεμήσεως Γ´
Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος εν Χριστώ ευχέτης.
+ ο Κολωνείας Αθανάσιος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Βελγίου Αθηναγόρας εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας Παΐσιος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Ατλάντας Σεβαστιανός εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Κυδωνιών Αθηναγόρας εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Σηλυβρίας Μάξιμος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Αυστραλίας Μακάριος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Ελβετίας Μάξιμος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Ιρλανδίας Ιάκωβος εν Χριστώ ευχέτης
+ ο Μεξικού Ιάκωβος εν Χριστώ ευχέτης
Ότι ακριβές αντίγραφον.
Εν τοις Πατριαρχείοις, τη 27η Μαΐου 2025
Ο Αρχιγραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου
____________
1. Πράξ. β’, 1.
2. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Έργα Α’. Εκκλησιολογικά Μελετήματα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2016, σ. 675-6.
3. Ματθ. κβ’, 21.
4.Αθανασίου του Μεγάλου, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, PG 25, 192.
5. Αθανασίου του Μεγάλου, Επιστολή περί των γενομένων εν τη Αριμίνω της Ιταλίας, και εν Σελευκεία της Ισαυρίας συνόδων, PG 26, 688.
6. Κ.Π.Α. κώδιξ Α’ 94, 10 Αυγούστου 1925, σ. 102-3.
7. Ιωάν. ιδ’, 9.
8. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, PG 150, 680.
9. Βασιλείου του Μεγάλου, Εις την Εξαήμερον, PG 29, 52.
10. Ιωάν. ιε’, 12.