Χθες το απόγευμα ο Πατριάρχης μετέβη στο Κολέγιο Αθηνών για να παραβρεθεί στην εκδήλωση με κεντρικό θέμα “Το εν Κωνσταντινουπόλει Ρωμαίικον Κοιμητήριον Σισλί”, με ομιλητή τον κ. Νικόλαον Μιχαηλίδη, ενώ προβλήθηκε και ντοκιμαντέρ με τίτλο στίχο του Κώστα Ουράνη “Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε”.
Στο κοιμητήριο Σισλί το 1888 κτίσθηκε από την οικογένεια Σκυλίτση ο ναός, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ενώ εκεί ετάφησαν όλοι οι μεγάλοι ευεργέτες και ευπατρίδες του Γένους, τα επιφανέστατα μέλη της Πολίτικης ρωμιοσύνης. Υπήρξαν ταφικά μνημεία άπειρου κάλλους από γνωστούς ανά τον κόσμο μαρμαρογλύπτες της εποχής. Πριν από περίπου εξήντα χρόνια, με τα γεγονότα 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1955, άρχισαν οι καταστροφές στο κοιμητήριο Σισλί. Τα κατεστραμμένα τότε μνημεία γρήγορα αλλά πρόχειρα επισκευάστηκαν. Οι καταστροφές συνεχίστηκαν με τη συρρίκνωση της Ρωμιοσύνης. Έτσι πρωτεύων στόχος της Κοινότητας έγινε η συντήρηση, η διάσωση και η διαφύλαξη του μεγαλύτερου Κοιμητηρίου. Πριν από τέσσερα χρόνια, λοιπόν, ξεκίνησε η αποκατάσταση και η συντήρηση των μνημείων που είχαν καταστραφεί.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στις καταστροφές και στις βεβηλώσεις των μνημείων και τόνισε πως “δεν ήταν δυνατόν η ομογένεια να δώσει την εντύπωση ότι λησμονεί τους νεκρούς, τους ευεργέτες, την ιστορία της”. Μίλησε για την πρωτοβουλία αποκατάστασης των μνημείων και υπογράμμισε πως “οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε και εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να τους λησμονήσουμε, διότι δεν είναι δυνατόν να λησμονήσουμε το παρελθόν μας, να διαγράψουμε τους πατέρες και τους προγόνους μας, δεν είναι δυνατόν να αποκοπούμε από τις ρίζες μας και οι ρίζες μας είναι σε αυτόν τον τόπο, στην Πόλη, στην Μικρά Ασία και στον Πόντο, όπως βρίσκονται και στον Ελλαδικό χώρο. Δεν είναι δυνατόν να χαρίσουμε τον πολιτισμό μας. Είναι χρέος μας να διατηρήσουμε ζωντανή την μνήμη της παρουσίας των Ρωμιών στην Πόλη. Είναι χρέος μας να διαφυλάξουμε και να διασώσουμε τα τεκμήρια του πολιτισμού μας και να αποτρέψουμε την περαιτέρω φθορά ή καταστροφή”.
Ολόκληρη η ομιλία του έχει ως εξής:
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κύριε Ιερώνυμε,
Ιερώτατε Μητροπολίτα Τρανουπόλεως κύριε Γερμανέ, Αρχιερατικώς Προιστάμενε της Μεγαλωνύμου Κοινότητος Σταυροδρομίου,
Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι αδελφοί Ιεράρχαι,
Εξοχώτατοι,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
«Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε».
Η επιλογή αυτή του στίχου του ποιητού Κώστα Ουράνη ως τίτλου του αφιερώματος εις το Ρωμαίικον Κοιμητήριον της Θείας Μεταμορφώσεως του Σισλί δεν ανταποκρίνεται μόνον εις το θαυμάσιον περιεχόμενόν του αλλά και εις την αλήθειαν των πραγμάτων.
Καί δεν ήτο δυνατόν να συμβαίνη διαφορετικά, εφ᾽ όσον το Γένος μας ανέκαθεν ετίμα και εμνημόνευε τους νεκρούς του και εξέφραζε τον προς αυτούς σεβασμόν διά της ανεγέρσεως εξόχων ταφικών μνημείων, τα οποία συντηρούν την ευλαβή και αγαπητικήν αυτών ανάμνησιν υπό των ζώντων, και θαυμάζονται έως της σήμερον υπό πάντων, όπως συμβαίνει διά τους περιφήμους τάφους των Ατρειδών εν Μυκήναις η τους εν Βεργίνα τάφους των Μακεδόνων βασιλέων.
Ουδόλως συμπτωματικόν τυγχάνει άλλωστε το γεγονός ότι η ημετέρα γλώσσα, ομιλούσα περί του τάφου, εναλλάσσει την λέξιν ταύτην διά της λέξεως μνημείον και μνήμα, που είναι λέξεις προερχόμεναι εκ της ιδίας ρίζης με την μνήμην, διαδηλούσα και τοιουτοτρόπως την πρόθεσιν των ομιλούντων αυτήν να μη λησμονήσουν τους νεκρούς των.
Τούς νεκρούς μνημονεύει πάντοτε και η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, όχι ως μη υφισταμένους, αλλά ως μέλη της εν ουρανοίς Εκκλησίας των πρωτοτόκων, συντηρούσα την μετ᾽ αυτών επικοινωνίαν διά της προσευχής και της μνημονεύσεως των ονομάτων αυτών εις την Ιεράν Προσκομιδήν και εις προς τούτο τεταγμένας επιμνημοσύνους δεήσεις, προσβλέπει δε εις την μετ᾽ αυτών συνάντησιν κατά την ημέραν της μελλούσης κρίσεως.
Ακολουθούσα την διττήν αυτήν παράδοσιν η εν Κωνσταντινουπόλει Ομογένεια, επεδείκνυεν έκπαλαι ιδιαιτέραν μέριμναν διά τους κεκοιμημένους και διά τα Κοινοτικά αυτής Κοιμητήρια, μνημονεύουσα την συμβολήν των κεκοιμημένων εις την ανάπτυξιν και πρόοδον της Ομογενείας, η οποία αντανακλάτο και εις τα ταφικά μνημεία των Κοιμητηρίων αυτής.
Έξοχον δείγμα της ακμαζούσης Ομογενείας αποτελούν τα μνημεία του εν Σισλί Ρωμαίικου Κοιμητηρίου, ένθα αναπαύονται επιφανή αυτής μέλη, μεγάλοι δωρηταί και ευεργέται, διακριθέντες εις την ζωήν της Ομογενείας και μεγάλως συντελέσαντες εις την αναγνώρισιν την οποίαν απελάμβανεν αύτη εν τη Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τους 19ον και 20ον αιώνας.
Το υψηλόν κοινωνικόν, οικονομικόν και πολιτιστικόν αυτής επίπεδον κατά την περίοδον του «Τανζιμάτ» αποτυπούται ευκρινώς εις τα μνημεία του Κοιμητηρίου του Σισλί, έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, παρακολου-θούντων τας τάσεις της εποχής και εμπνεομένων υπό της κλασσικιστικής παροδόσεως, τόσον εις την αρχιτεκτονικήν των μνημείων όσον και εις τα ταφικά επιγράμματα, τα οποία εχαράχθησαν επ᾽ αυτών. Διό και όσοι θεωρούν ότι τα Κοιμητήρια είναι τόποι σιωπής πλανώνται, διότι Κοιμητήρια ως αυτό του Σισλί μαρτυρούν σαφέστερον παντός άλλου τεκμηρίου περί των πεπραγμένων της Ομογενείας.
Τούτο αναγνωρίζουν, ως αποδεικνύεται και εκ των πράξεών των, όσοι επεθύμουν και επιθυμούν να διαγράψουν την παρουσίαν των Ρωμηών εις την Πόλιν και την Μικράν Ασίαν, όσοι επιθυμούν να εξαφανίσουν την οικονομικήν και πολιτιστικήν αυτών άνεσιν, όσοι επιθυμούν να σβύσουν ονόματα, να καταστρέψουν έργα τέχνης, να βεβηλώσουν και να προσβάλουν την μνήμην των νεκρών και τας ευαισθησίας των ζώντων, προκειμένου να λυγίσουν το φρόνημά των, να εμφυτεύσουν φόβον εις τας ψυχάς των, να βεβηλώσουν τους τάφους των πατέρων των, να διαταράξουν την γαλήνην των κεκοιμημένων, να αναγκάσουν τους ζώντας να εγκαταλείψουν τον τόπον των.
Εις το πλαίσιον δυστυχώς του απαραδέκτου και αδίκου αυτού σχεδίου το Κοιμητήριον του Σισλί υπέστη επανειλημμένας βεβηλώσεις και εκτεταμένας καταστροφάς τόσον κατά τα Σεπτεμβριανά, όσον και εν συνεχεία μέχρι και προσφάτως. Δεν ήτο όμως δυνατόν η Ομογένεια να δώση την εντύπωσιν ότι λησμονεί τους νεκρούς της, τους ευεργέτας και δωρητάς της, την ιστορίαν της. Διό και ορθώς ανελήφθη υπό της δραστηρίου Εφοροεπιτροπής της μεγαλωνύμου Κοινότητος του Σταυροδρομίου και με την συμπαράστασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας, πρωτοβουλία προς επισκευήν των εν αυτώ ζημιών και καταστροφών και αποκατάστασιν των μνημείων προς προβολήν της μετ᾽ αυτών συνδεομένης ιστορίας και μνήμης.
«Οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάμε». Καί ημείς διακηρύσσομεν απεριφράστως ότι ούτε είμεθα ούτε θα είμεθα διατεθειμένοι να τους λησμονήσωμεν. Όχι διότι είμεθα προσκεκολλημένοι εις μίαν στείραν προγονολατρείαν, αλλά διότι δεν είναι δυνατόν να λησμονήσωμεν το παρελθόν μας, δεν είναι δυνατόν να αγνοήσωμεν, να διαγράψωμεν τους πατέρας και τους προγόνους μας, δεν είναι δυνατόν να αποκοπώμεν από τας ρίζας μας. Καί αι ρίζαι μας ευρίσκονται εις αυτόν τον τόπον, ευρίσκονται εις την Πόλιν και την Μικράν Ασίαν και τον Πόντον, όπως ευρίσκονται και εις τον Ελλαδικόν χώρον. Δεν είναι δυνατόν να αλλάξη αυτό. Δεν είναι δυνατόν να απεμπολήσωμεν τα δικαιώματά μας εις τον τόπον μας, εις την Πόλιν μας. Δεν είναι δυνατόν να χαρίσωμεν τον πολιτισμόν μας. Η Πόλις οφείλει πολλά εις τας ονομαζομένας σήμερον Μειονότητας, διότι αύται συνδιεμόρφωσαν τον πολιτισμόν και την φυσιογνωμίαν αυτής και συνεισέφεραν τα μέγιστα εις αυτά, ώστε τα επιτεύγματά των να αποτελούν πόλον έλξεως των επισκεπτών και αι διασυνδέσεις των να απεικονίζουν τον κοσμοπολιτισμόν της εποχής των.
Διά τούτο και αποτελεί χρέος μας να διατηρήσωμεν ζώσαν την μνήμην της παρουσίας των Ρωμηών εις την Πόλιν. Αποτελεί χρέος μας να διαφυλάξωμεν και να διασώσωμεν τα τεκμήρια του πολιτισμού μας και να αποτρέψωμεν την περαιτέρω φθοράν η καταστροφήν αυτών. Έχομεν αυτό το χρέος και αυτό το δικαίωμα, όπως έχομεν το χρέος και το δικαίωμα να προβάλλωμεν τον πολιτισμόν του Γένους μας και μέσω του Κοιμητηρίου του Σισλί και των αριστοτεχνικών μνημείων του, τα οποία αντανακλούν την ευγένειαν και την αρχοντιάν των πατέρων μας, και συνιστούν όντως εν αληθινόν μουσείον αρχιτεκτονικής και γλυπτικής της Ρωμηοσύνης.
Τον σκοπόν τούτον υπηρετεί τα μέγιστα και το εξαίρετον αφιέρωμα το οποίον παρηκολουθήσαμεν προ ολίγου εις πρώτην προβολήν. Διά την πραγματοποίησίν του ειργάσθησαν μετά πολλής αγάπης και ζήλου πλείστοι όσοι συνεργάται, εκ των οποίων έκαστος συνεισέφερε κατά την ιδίαν αυτώ δύναμιν και τας γνώσεις, αποβλέποντες εις την ανάδειξιν του πολιτιστικού θησαυρού τον οποίον εκληροδότησαν εις ημάς οι πατέρες μας, τμήμα του οποίου τυγχάνει και το Ρωμαίικον Κοιμητήριον του Σισλί.
Διά τούτο και συγχαίρομεν ολοθύμως και ευλογούμεν πρωτίστως τον Ιερώτατον αδελφόν Μητροπολίτην Τρανουπόλεως κύριον Γερμανόν, Αρχιερατικώς Προιστάμενον, και την υπό την προεδρείαν του Εντιμοτάτου και δραστηριωτάτου κυρίου Γεωργίου Παπαλιάρη Εφοροεπιτροπήν της Κοινότητος Σταυροδρομίου, η οποία ειργάσθη αόκνως επί μίαν τετραετίαν προς πλήρη αποκατάστασιν και συντήρησιν των μνημείων και του ιερού κοιμητηριακού ναού της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, ως και πάντας τους συνδραμόντας και ενισχύσαντας το σπουδαίον τούτο έργον, εις τρόπον ώστε ο χώρος να είναι αντάξιος της αρχοντιάς και του πολιτισμού του Γένους μας, έτι δε και διά την πρωτοβουλίαν της παρουσιάσεως του αφιερώματος τούτου εν Αθήναις.
Συγχαίρομεν από καρδίας και πατρικώς ευλογούμεν τους αξίους συντελεστάς του αφιερώματος, με πρώτον τον κύριον Νικόλαον Μιχαηλίδην, υπεύθυνον του σεναρίου και επιμελητήν των κειμένων, την σκηνοθέτιδα κυρίαν Αγγελικήν Αριστομενοπούλου, τον συνθέσαντα την μουσικήν εκλεκτόν συνθέτην κύριον Μίμην Πλέσσαν, την κυρίαν Σίαν Κοσιώνη διά την παρουσίασιν και τους καταθέσαντας την προσωπικήν και επιστημονικήν αυτών μαρτυρίαν και ουσιαστικήν συνδρομήν εις την προσπάθειαν ταύτην.
Ευχαριστούμεν θερμώς και το Κολλέγιον Αθηνών διά την εγκάρδιον φιλοξενίαν της προβολής, ως και πάντας υμάς διά το ενδιαφέρον σας, ευχόμεθα δε όπως το εσχάτως αποκατασταθέν Κοιμητήριον του Σισλί παραμείνη ες αεί αψευδής μάρτυς της παρουσίας του Ελληνισμού και της αίγλης του πολιτισμού της Ομογενείας μας εις την βασιλίδα των Πόλεων, μάρτυς εύγλωττος και σεβαστός υπό πάντων.