Ενα συγκινητικό κείμενο του Σωτήρη Τζούμα για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο – από την Ορθόδοξη Αλήθεια που κυκλοφορεί στα περίπτερα
Οκτώ χρόνια πέρασαν από τότε και ακόμα απίστευτο μας φαίνεται πως έφυγες. Βρίσκεσαι ολοζώντανος στη σκέψη και την καρδιά μας, στη γλώσσα μας και στα όνειρά μας, στην Αρχιεπισκοπή, στη Σύνοδο, στις κυριακάτικες θείες λειτουργίες αλλά και στα σπίτια μας, στα βιβλία σου και στις αναμνηστικές φωτογραφίες, που τελευταία ιδιόγραφα μας επρόσφερες.
Το είπες, Πατέρα μας, και το ‘κανες. Πέθανες προσευχόμενος έως το τέλος! «Κουράστηκα, βρε παιδιά» μας έλεγες συχνά, «δεν είμαι για τίποτα» συμπλήρωνες. Μετά την επιστροφή μας από το Μαϊάμι και την αποτυχημένη μεταμόσχευση ήπατος, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή σου. Παραμονή των Φώτων του 2008 ήσουν στο κρεβάτι της δοκιμασίας, όταν αισθάνθηκες πόνους δυνατούς στο σώμα σου, που το συνταράζανε πάντα δυνατά τα συναισθήματα. Οι Πατέρες που σε διακονούσαν Ανθιμος, Επιφάνιος και Ιωαννίκιος, υπό το ανύστακτο βλέμμα του Βρεσθένης Θεοκλήτου, ήταν πάντα κοντά σου τις ημέρες της δοκιμασίας σου. Μα τα θλιβερά γεγονότα του Γενάρη που συνέβαιναν στον τόπο, με τα πολιτικά σκάνδαλα (υπόθεση Ζαχόπουλου, αρχή της υπόθεσης του Βατοπαιδίου), δεν σε άφηναν αδιάφορο, αλλά σ’ έκαμαν βαθιά να πονέσεις.
Και το πονεμένο σώμα σου, Δεσπότη μας, από την επάρατη ασθένεια, που χέρια διάνοιξης σου φύτεψαν στα σωθικά σου, σου φώναξε το δύστυχο. Κάποιοι πόνοι οξείς, κάποιες ενοχλήσεις συχνές, που έβαζαν τους άλλους σε σκέψεις κι αγωνίες, εσένα σ’ άφηναν ανεπηρέαστο, γιατί ήθελες σαν τον ηρωικό αγωνιστή να κρατάς τη σημαία ψηλά, να μη λυγάς μπροστά στον κίνδυνο, να μην πέσεις και παραδοθείς.
«Οι γενναίοι πίπτουν, αλλά δεν κύπτουν» μας έλεγες! Ηλθε όμως η Κυριακή εκείνη, 21 Ιανουαρίου, που το οστράκινο σκεύος της καρδιάς σου κόντεψε να σπάσει. Ηταν η πρώτη σοβαρή ένδειξη, που μας έλεγε ότι το τέλος είναι εγγύς. Ηρθαν οι γιατροί και σου παρασχέθηκε βοήθεια κι έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες, για να σε ανακουφίσουν. Εμενες καθηλωμένος αναγκαστικά στο απέριττο κρεβάτι σου, στο δωμάτιο. Η στοργή μας και η λαχτάρα για τη μακροημέρευσή σου και ο φόβος μας για μεγαλύτερο κακό σε παρακαλούσαν, σου ζητούσαν επίμονα, σου υπεδείκνυαν να παραμείνεις κοντά μας! Δεν θέλαμε να σε χάσουμε από κοντά μας, Πατέρα μας.
Μα δεν στάθηκε δυνατό να σε κρατήσουν ούτε η στοργή ούτε ο φόβος της απώλειας, Πατέρα μας! Οι θείες λειτουργίες και οι εσπερινοί και τα απόδειπνα στο παρεκκλήσιο της αρχιεπισκοπικής κατοικίας γίνονταν ανελλιπώς κάθε Κυριακή και κάθε βράδυ! Δεν ήθελες, βέβαια, επ’ ουδενί να σταματήσουν, μα δεν άντεχες κιόλας να γίνονται χωρίς την προσωπική συμμετοχή σου. Γι’ αυτό και ζήτησες να μεταφερθούν στον πάνω όροφο και να τελούνται στο προ του δωματίου όπου διέμενες χώρο, που ήταν το προσωπικό γραφείο σου. Ησυχα και ταπεινά, με ιερή συγκίνηση, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, έψαλλες κι εσύ με τρεμάμενη φωνή τον εσπερινό και το απόδειπνο, με τη βοήθεια των συγκέλων σου. Αλλά και κατά τη θεία λειτουργία εμνημόνευες επί ώρα Αρχιερείς, ιερείς, μοναχούς και διακόνους, διδασκάλους και ευεργέτες, συνεργάτες και συναγωνιστές, φίλους, εχθρούς και συκοφάντες, όλους ονομαστικά: «Και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα…»
«Ερχομαι να σας βρω» ψιθύριζες συγκινημένος. Εκπληκτοι οι λειτουργούντες αλλά και οι συμπροσευχόμενοι ιερείς και διάκονοι σε παρακολουθούσαν. Ηρθε και πάλι ο γιατρός και σας μάλωσε με σεβασμό κι είπε πως ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να ξέρει να δεσπόζει και να εξουσιάζει τον εαυτό του, να τον κάνει να πειθαρχεί, να κρατηθεί δυνατός στο κρεβάτι.
«Είμαι άρρωστος, παιδιά μου», μας έλεγες όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό, «και πονώ». Και παρά τους πόνους και τη δυσκολία της κατάστασής σου, εσύ πρόσεχες μη σου φύγει η σημαία από τα χέρια, να μη χαμηλώσει η λεβεντιά, να μη μαραθεί η ζωτικότητά σου. Παρά τους δυνατούς πόνους που σφυροκοπούσαν το σώμα σου, εσύ επέμενες να αγνοείς τη δύσκολη κατάστασή σου, μα η καρδιά σου δεν μπορούσε η δύστυχη να αντέξει πια στην τόση υπερένταση.
Το κύκνειο άσμα: Οταν ήρθε ο απρόσκλητος επισκέπτης, ο θάνατος!
Βρισκόμαστε πλέον στην τελευταία εβδομάδα της επίγειας βιοτής σου, 20 έως 27 Ιανουαρίου 2008. Η φωνή σου βγαίνει πλέον με δυσκολία από τον λάρυγγά σου. Ο επίλογος από τα ύψη σ’ έφερε στη γη: «Είμαι άρρωστος, παιδιά μου» έλεγες!…
Από το κρεβάτι δεν σηκώνεσαι πια και έχεις βαρύνει! Μα έχεις την έννοια όλων μας και ερωτάς. «Εχετε την ευχή μου, παιδιά μου», μας έλεγες, «την ευλογία του Θεού. Να προσεύχεσθε, παιδιά μου». Το κύκνειο άσμα σου, Πατέρα μας, ήταν το μυστήριο του ευχελαίου που τελέσαμε προ της κλίνης σου. Την Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008, το μεσημεράκι. Τι σύμπτωση, αλήθεια! Η τελευταία παρουσία σου σε τελετουργία της Εκκλησίας μας, το ιερό μυστήριο του ευχελαίου. Αμέσως μετά συνήλθες για λίγο! Πήρες δύναμη και άρχισες να μιλάς δυνατά και καθαρά. Αναθάρρησες. Ηθελες να μας δεις όλους και να μας μιλήσεις.
Υστερα, έπεσες πάλι κατάκοπος. Εμεινες στο κρεβάτι κι εξακολουθούσες εκεί να προσεύχεσαι νοερώς. Ησουν συνηθισμένος να αγωνίζεσαι και να κερδίζεις, να μάχεσαι και να νικάς. Δεν έσκυψες ποτέ μπροστά στον αντίπαλο, δεν άφησες να σε παρασύρει το μοιραίο. Ηθελες να πεθάνεις προσευχόμενος! Ετσι δεν είπες; «Μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα» έψαλλες. Κι ήρθε ο ολοθρευτής, ο καβαλάρης το ίδιο εκείνο βράδυ της Κυριακής, ξημέρωμα Δευτέρας 28 Ιανουαρίου 2008.
Στις 12 τα μεσάνυχτα βάρυνες πολύ. Εκλήθη αμέσως ο θεράπων γιατρός και σε είδε. Μας προετοίμασε για το επερχόμενο μοιραίο. Ο καθηγητής Διονύσιος Βώρος έμεινε κοντά σου όλη τη νύχτα. «Η κατάσταση είναι πλέον επικίνδυνος» είχε πει. «Θα περιμένουμε το μοιραίο τέλος». Εμεινες μαζί μας τη νύχτα εκείνη, την αποφράδα Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008. Πώς μπορούσες να φύγεις; Αναζητούσες και περίμενες τα πνευματικά παιδιά σου, Μητροπολίτες, αρχιμανδρίτες, διακόνους και λαϊκούς. Εχοντας κοντά σου μόνο τον Βρεσθένης Θεόκλητο απ’ όλα τα παιδιά σου Μητροπολίτες, θα μπορούσες να πεις: «Λουκάς εστί μόνος μετ’ εμού».
Εχαροπάλευες…
Εχαροπάλευες, Πατέρα μας, την Κυριακή το βράδυ. Η καρδιά μου μάτωσε όταν ανέβηκα και σε είδα. Ούτε η σκιά του Χριστόδουλου δεν είχε μείνει πλέον. Η στοργή των Πατέρων που σε υπηρετούσαν ήταν έως το τέλος ζωντανή κι ατόφια. Ηταν όλοι γύρω σου: ο Βρεσθένης Θεόκλητος, ο πατήρ Θωμάς Συνοδινός, ο πατήρ Επιφάνιος Οικονόμου, οι τρεις διάκονοι, ο Κώστας Πυλαρινός, ο Δημήτρης Φουρλεμάδης. Ο νοσοκόμος αγωνιζόταν απεγνωσμένα για να αναπνεύσεις, μα τα στήθη τα μεγάλα και παρασημοτιμημένα εκινούντο αργά. Στις εκκλησιές γίνονται καθημερινά ιερές παρακλήσεις κι ο λαός μας παρακολουθεί με κατάνυξη. Ο γιατρός παραμένει ακόμη κοντά σου, διαβλέπει κίνδυνο που ούτε από τη δική σου αντίληψη μπορεί να κρυφτεί. Είσαι για πολλή ώρα ήρεμα ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, το βλέμμα κάποτε πέφτει στον Εσταυρωμένο, χωρίς να μιλάς! Ολοι ξέρουμε όμως ότι προσεύχεσαι από μέσα σου. «Θεέ μου και Κύριε…» λες!
Μετά τις 2.30 το πρωί βαραίνεις πολύ. Παραμιλάς και ζητάς απεγνωσμένα την ενίσχυση του ουρανού. Θέλεις επαφή με τον Παντοδύναμο, αργοπεθαίνεις και διψάς τη ζωή, αναζητάς το φάρμακο της αθανασίας. Στις 4 το πρωί ανεβαίνει ο παπα-Θωμάς με τον Παντοδύναμο και Αθάνατο στο Αγιο Δισκοπότηρο και σε μεταλαμβάνει, αλλά εσύ πια δεν είσαι μαζί μας, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, δεν επικοινωνείς.
Κάποια στιγμή τα χέρια σου που τόσες φορές υψώθηκαν να ευλογήσουν, τα χέρια σου που τόσες σελίδες έγραψαν κι άφησαν στο πέρασμά σου, τα χέρια σου που κράτησαν σφιχτά τη σημαία του καθήκοντος, τα χέρια σου που σφόγγισαν δάκρυα και γλύκαναν πόνους και δέχθηκαν συγχωρητικά τους αμαρτωλούς, που αφήσαν έργα πνοής και χριστιανικής αναδημιουργίας, τα χέρια σου που φαίνονταν παντοδύναμα με κόπο τα ύψωσες προς τον ουρανό τρεις φορές. «Ανω σχώμεν τας καρδίας», λες και τα χείλη σου ψιθύριζαν θρηνητικά, «προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα». Λες κι ήταν τα τελευταία λόγια σου. Γύρω στις 5 το πρωί της Δευτέρας 28 Ιανουαρίου ακούγονται κομμένες λέξεις προσευχής και ψιθυρισμοί ακατάληπτοι, ώσπου η καρδιά η μεγάλη έπαψε να χτυπά. Ο απρόσκλητος επισκέπτης, ο θάνατος, ήλθε και σε πήρε από κοντά μας. Ο δευτερεύων εκ των διακόνων πατήρ Επιφάνιος (πρωτοσύγκελος σήμερα της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας), κατά την τάξη της Εκκλησίας μας, με λυγμούς και δάκρυα στα μάτια, σου κλείνει τα σπινθηροβόλα μάτια και το γλυκύτατο στόμα.
«Κοιμάσαι γαλήνιος. Γύρω σου όμως ένας κόσμος σε κλαίει απαρηγόρητος»
Οι καμπάνες χτυπήσανε λυπητερά κι η σιωπή έπεσε βαριά στα χείλη και στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Ο ένας μετά τον άλλον φθάσανε έξω από την αρχιεπισκοπική κατοικία στο Ψυχικό. Οι τηλεοράσεις μετέδωσαν αμέσως την είδηση του θανάτου, διακόπτοντας τη ροή των προγραμμάτων τους. Γρήγορα τακτοποίησαν πρόχειρα το σεπτό λείψανό σου, εψάλαμε το πρώτο τρισάγιο και, στη συνέχεια, το μετέφεραν με αυτοκίνητο στο νεκροτομείο, προκειμένου να τακτοποιηθεί καταλλήλως για το μεγάλο προσκύνημα του λαού.
Σε μεταφέρουμε, μετά την προετοιμασία και αφού σε έντυσαν οι Πατέρες καταπώς σου άξιζε, στη μεγαλόπρεπη Εκκλησία της Μητροπόλεως Αθηνών. Εσύ κοιμάσαι γαλήνιος και, παρά την αλλοίωση των χαρακτηριστικών σου από την ύπουλη ασθένεια, σχεδόν χαμογελάς. Γύρω σου όμως ένας κόσμος σε κλαίει απαρηγόρητος. Τα μαύρα κρέπια σκεπάσανε τους κρυστάλλινους πολυελαίους και όλα τα φώτα της εκκλησίας, οι σημαίες, μεσίστιες, πονούν κι οι καμπάνες θρηνολογούν τον θάνατό σου. Τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου, του Πατέρα, του αρχηγού, του ηγέτη, του διδασκάλου, του εΕμψυχωτή, του Χριστόδουλου. Διαλαλούν το τέλος μιας μεγάλης ζωής.
«Βαβαί, στύλος μέγας έπεσες της Εκκλησίας και κείσαι νεκρός», Πατέρα μας!