Μικρά Ασία: Σύμφωνα με ιστορικά τεκμήρια που διασώζονται σήμερα σε ελληνικά και διεθνή αρχεία, οι σφαγές και οι διώξεις που ακολούθησαν την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία το 1922 δεν ήταν τυχαίες.
Της Κατερίνας Θεοχάρη
Ήταν ένα προσχεδιασμένο σχέδιο εκκαθάρισης του ελληνικού πληθυσμού, που ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux (Ρενέ Πιό) κατέγραψε με ψυχρή ακρίβεια στο έργο του «Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης».
Η Σμύρνη, τα Βουρλά και το ξεκίνημα της εξόντωσης
Ο Πιό έζησε στη Σμύρνη τις τελευταίες ημέρες πριν την πυρκαγιά. Από τα μπαλκόνια των ευρωπαϊκών συνοικιών είδε τα πρώτα σπίτια Ελλήνων να πυρπολούνται ενώ ο τουρκικός στρατός έμπαινε στην πόλη, με τον πληθυσμό να συγκεντρώνεται στην προκυμαία υπό τα βλέμματα των ξένων πλοίων. Το Υπουργείο Εξωτερικών αναφέρει σε επίσημες μελέτες του ότι τα γεγονότα εκείνης της εβδομάδας στοιχειοθέτησαν «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Η σφαγή δεν περιορίστηκε στη Σμύρνη∙ εξαπλώθηκε σε όλη τη δυτική Μικρά Ασία: Βουρλά, Αϊβαλί, Αλάτσατα, Πέργαμο, Μαγνησία. Όπως περιγράφει ο Πιό, «ο ελληνικός κόσμος που άντεξε τρεις χιλιετίες στα παράλια, διαλύθηκε σε λίγες μέρες».
Μπαλίκεσιρ και Μπάλια Μαντέν – το μαζικό «σβήσιμο»
Η πόλη Μπαλίκεσιρ, 200 χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης, και η μεταλλευτική περιοχή Μπάλια Μαντέν αποτελούσαν, σύμφωνα με τον Παντελή Κοντογιάννη στο έργο του «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας», μικρές αλλά ευημερούσες ελληνικές κοινότητες. Μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, τσέτες εισέβαλαν στις πόλεις, λεηλάτησαν και έκαψαν. Λίγες ημέρες αργότερα, τακτικός στρατός με επικεφαλής τον Κιαρίμ μπέη συγκέντρωσε όλους τους μη μουσουλμάνους «για μεταγωγή» προς την Άγκυρα.
Κανείς δεν έφτασε ποτέ εκεί. Σφαγιάστηκαν μαζικά στο ανάχωμα Μπαλίκεσιρ–Καραγατσλί. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά ρίχτηκαν σε πηγάδια ή κάηκαν μέσα σε ορύγματα. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει συγκεντρώσει μαρτυρίες επιζώντων που επιβεβαιώνουν τον αριθμό των θυμάτων: «χιλιάδες σε μια νύχτα, χωρίς καν στρατιωτική αιτία».
Αϊβαλί και Μοσχονήσια – ο χαμένος ελληνικός κόσμος
Το Αϊβαλί (Κυδωνίες), μια πόλη σχεδόν εξ ολοκλήρου ελληνική, γνώρισε τον απόλυτο αφανισμό. Στις 29 Αυγούστου 1922 οι τσέτες του Καρχιμάν εφέντη μπήκαν στην πόλη, και στις 6 Σεπτεμβρίου ακολούθησε η Β’ Μεραρχία Ιππικού. Οι άνδρες 18-45 ετών στάλθηκαν σε στρατόπεδα της ενδοχώρας∙ ελάχιστοι γύρισαν.
Στις Κυδωνίες και στα Μοσχονήσια, σύμφωνα με μαρτυρία του μητροπολίτη Αμβροσίου Πλειανθίδη, οι εκτοπισμένοι οδηγήθηκαν τη νύχτα της 14 Σεπτεμβρίου προς το εσωτερικό της νότιας ακτής του Αδραμυττηνού Κόλπου, όπου εξοντώθηκαν. Από τους 6.000 κατοίκους των νησιών σώθηκαν λιγότεροι από 500.
Η παρουσία ξένων πλοίων στο λιμάνι—αμερικανικά και ιταλικά—δεν απέτρεψε τη σφαγή. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, σε έγγραφα της εποχής, αναγνωρίζει ότι «παρά την παρουσία ναυτικών μονάδων, δεν κατέστη δυνατή η προστασία των πολιτών ελληνικής και αρμενικής καταγωγής».
Οι σφαγές στο Αξάρι και στη Μαγνησία
Στο Αξάρι (Ακχισάρ), ο μουφτής Σάκι υποσχέθηκε ασφάλεια «με όρκο στο Κοράνι». Όταν όμως έφτασαν τα στρατεύματα, ξεκίνησαν οι ομαδικοί βιασμοί και οι εκτελέσεις. Οι άμαχοι οδηγήθηκαν δήθεν προς τη Μαγνησία∙ στη διαδρομή, στο Καραγατσλί, τους έσφαξαν. Ο Βρετανός πρόξενος στη Σμύρνη, σε έκθεσή του προς το Foreign Office, μιλά για «πλήρη εξόντωση του μη μουσουλμανικού πληθυσμού».
Οι νεκροί του Αξαρίου εκτιμώνται σε 8.000. Ανάμεσά τους, εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά που είχαν συγκεντρωθεί σε χαράδρα για «ασφάλεια» και θερίστηκαν με πολυβόλα. Το θέαμα, γράφει ο Πιό, «παρακολουθούσαν Μουσουλμάνοι χωρικοί σαν σε θέαμα γιορτής».
Ο ρόλος των «ταμιράτ ταμπουρού»
Τα ειδικά τάγματα «επανορθώσεως» – τα ταμιράτ ταμπουρού – ήταν στην πράξη στρατεύματα εκκαθάρισης. Ο διαβόητος Τοπάλ Οσμάν, γνωστός από τις θηριωδίες στον Πόντο, ανέλαβε να «αποκαταστήσει την τάξη» στη δυτική Μικρά Ασία. Ο ίδιος, σύμφωνα με αναφορές που διατηρούνται στο Αρχείο της Βουλής, έφτασε προσωπικά στο νοσοκομείο της Μπάλια και έσφαξε με τα χέρια του έξι τραυματίες Χριστιανούς.
Το βελγικό περιοδικό Le Flambeau δημοσίευσε στις 31 Δεκεμβρίου 1922 ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Taëda, που μιλούσε για «οικογένειες που αφανίστηκαν ολόκληρες, χωριά που δεν είχαν πια ούτε ένα παιδί να θάψει τους γονείς».

Οι διεθνείς αντιδράσεις και το μήνυμα της μνήμης
Η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι ενημερώθηκαν λεπτομερώς για τα γεγονότα αλλά δεν παρενέβησαν. Η διατήρηση της ουδετερότητας και η προστασία των εμπορικών συμφερόντων προτάχθηκαν έναντι της ανθρωπιστικής κρίσης. Στα ελληνικά διπλωματικά αρχεία του 1923, που βρίσκονται στο Εθνικό Αρχείο της Ελλάδος, υπάρχουν αναφορές προσφύγων που περιγράφουν τα καμένα χωριά της Περγάμου και τις μάζες αμάχων που έφταναν ρακένδυτοι στη Μυτιλήνη.
Σύμφωνα με ιστορικούς της Γαλλικής Ακαδημίας, ο Puaux έδωσε στη Δύση την πρώτη αντικειμενική περιγραφή του ολοκαυτώματος της Μικράς Ασίας: «Δεν ήταν αντίποινα πολέμου· ήταν η μεθοδική εξάλειψη ενός πολιτισμού».
Παρακαταθήκη
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, οι τόποι των σφαγών—Μπαλίκεσιρ, Μπάλια, Αϊβαλί, Αξάρι, Μοσχονήσια—παραμένουν σιωπηλοί. Τα ονόματα των χωριών χάθηκαν, οι εκκλησίες γκρεμίστηκαν, οι λίγες σωσμένες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη φρίκη. Το Ρεπορτάζ του Ρενέ Πιό, μαζί με τα ελληνικά αρχεία, αποτελούν σήμερα αναντικατάστατη ιστορική πηγή για μια εποχή που η Ευρώπη προτίμησε να ξεχάσει.
Η μνήμη των αμάχων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που εξοντώθηκαν το 1922, δεν αφορά μόνο το παρελθόν∙ είναι προειδοποίηση για το πού μπορεί να οδηγήσει η ατιμωρησία και η πολιτική αδιαφορία.