ΚΡΗΤΗ: Λίγο μετά το χάραμα στα Βορίζια του Ηρακλείου, ο παγωμένος αέρας του Ψηλορείτη διαπερνά τις αυλές και τα στενά δρομάκια. Στο χωριό επικρατεί σιωπή, βαριά όσο και οι μνήμες του. Μια βεντέτα που όλοι ήλπιζαν ότι ανήκε στο παρελθόν, ξαναζωντανεύει.
Ρεπορτάζ: Γιάννης Παπανικολάου
Ο φόβος πλανιέται στην ατμόσφαιρα, καθώς οι κάτοικοι μιλούν για μια νέα τραγωδία που θα μπορούσε να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή.
Στην άκρη του χωριού, καθισμένος στο κατώφλι του σπιτιού του, βρίσκεται ο 90χρονος Γιάννης Φραγκιαδάκης, γνωστός και ως «Νιντάγνος» — ένας από τους ελάχιστους εν ζωή μάρτυρες της μεγάλης βεντέτας του 1955. Με καθαρό νου, αλλά με βλέμμα γεμάτο αγωνία, μίλησε αποκλειστικά στο protothema.gr και προειδοποιεί:
«Το χωριό είναι έτοιμο να εκραγεί. Οι άνθρωποι είναι πικραμένοι, οι ψυχές φορτωμένες. Θέλω να ’ρθει αστυνομία, να υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις εννιά το βράδυ. Αν δεν μπουν τώρα οι αρχές, θα έχουμε κι άλλους νεκρούς».
Κλείνοντας τη συγκλονιστική του μαρτυρία, ο 90χρονος Κρητικός αφήνει μια φράση που μένει να αιωρείται:
«Να σταματήσει τώρα το κακό. Δεν χρειάζονται άλλα μνήματα στα Βορίζια. Ο τόπος αυτός έχει ποτιστεί αρκετά με αίμα.»
Την ίδια ώρα, στο vimaorthodoxias.gr μίλησαν και παλαιοί κάτοικοι του χωριού — ο 88χρονος Μανώλης Καρανικάκης που θυμάται τη βεντέτα του ’55, και η 89χρονη Μαρία Π., που τότε ήταν έφηβη και είδε το χωριό να «φλέγεται» από εκδίκηση.
«Τα ίδια βλέπουμε πάλι», λέει ο Μανώλης. «Δεν αλλάζει εύκολα η Κρήτη. Αν δεν μπουν οι παπάδες και οι γερόντοι στη μέση, το αίμα δεν στερεύει.»
Η 89χρονη Μαρία Φιλακάκη συμπληρώνει: «Θυμάμαι να μας κλείνουν στα σπίτια, να ακούμε τα ντουφέκια και να τρέμουμε. Εύχομαι να μη ζήσουν τα παιδιά μας αυτά που ζήσαμε τότε.»
Οι φωνές των γερόντων ηχούν σαν ύστατη προειδοποίηση, μέσα σε ένα χωριό που κρατά την ανάσα του και προσεύχεται να μη γραφτεί ξανά η Ιστορία με αίμα.
«Ξαναχύνεται αίμα για το τίποτα»
Ο Νιντάγνος κουβαλά μέσα του μια ολόκληρη εποχή. «Το ’55 σφαχτήκαμε για μια σταγόνα νερό, για μια βρύση στο βουνό», λέει. «Χάθηκαν άνθρωποι, χωρίστηκαν σπίτια, ρίζες κόπηκαν για πάντα. Και τώρα, πάλι τα ίδια. Ξαναχύνεται αίμα για το τίποτα».
Τα Βορίζια έχουν σημαδευτεί από μια παράδοση που ενώνει τη γη με το αίμα. Οι δύο οικογένειες που βρίσκονται σήμερα σε αντιπαράθεση κουβαλούν δεκαετίες αντιδικιών για χωράφια, πηγές και βοσκοτόπια. Την περασμένη εβδομάδα, μια έκρηξη σε υπό ανέγερση σπίτι στάθηκε η αφορμή για την τραγωδία που ακολούθησε: δύο νεκροί και επτά τραυματίες.
Η Ελληνική Αστυνομία επιβεβαίωσε ότι στην αιματηρή σύγκρουση χρησιμοποιήθηκαν πέντε διαφορετικά όπλα, ανάμεσά τους και καλάσνικοφ. Το χωριό αποκλείστηκε άμεσα από δυνάμεις της ΕΚΑΜ και της ΟΠΚΕ, ενώ οι κάτοικοι παραμένουν τρομοκρατημένοι.

«Η τιμή μετράει πιο πολύ απ’ τη ζωή»
«Εδώ, στα ορεινά, η τιμή κι ο λόγος μετράνε περισσότερο από τη ζωή», λέει ο 90χρονος. «Όταν ανάψει η σπίθα, δεν τη σβήνεις εύκολα. Γι’ αυτό φοβάμαι. Εγώ δεν έχω να χάσω τίποτα, μα φοβάμαι για τα παιδιά και τα εγγόνια μας».
Σύμφωνα με την Καθημερινή, η ΕΛ.ΑΣ. εξετάζει το ενδεχόμενο αντεκδίκησης από συγγενείς των θυμάτων, ενώ ο εισαγγελέας Ηρακλείου έχει διατάξει σειρά προληπτικών ελέγχων. Η παρουσία των αρχών είναι συνεχής, ωστόσο οι κάτοικοι επιμένουν ότι «μόνο ο σασμός» —η συμφιλίωση μέσω των σεβαστών γερόντων— μπορεί να αποτρέψει νέα αιματοχυσία.
Η Περιφέρεια Κρήτης, σε συνεργασία με την τοπική Μητρόπολη και τον Δήμο Φαιστού, ετοιμάζει πρωτοβουλία διαμεσολάβησης με σκοπό την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. «Θα φέρουμε στο ίδιο τραπέζι τους ανθρώπους των δύο οικογενειών πριν να είναι αργά», δήλωσε χαρακτηριστικά στέλεχος της Περιφέρειας.
Η φωνή της αγωνίας
Η φωνή του Φραγκιαδάκη τρέμει όχι από τα χρόνια, αλλά από την αγωνία. «Το χωριό είναι έτοιμο να εκραγεί», επαναλαμβάνει. «Θέλω να ’ρθει αστυνομία, να γίνει απαγόρευση κυκλοφορίας, να μην κυκλοφορεί κανείς μετά τις εννιά. Να μπει μια τάξη, να σωθούν οι ψυχές. Εγώ δεν αντέχω να δω πάλι σπίτια να καίγονται και μάνες να σκούζουν».
Στο μεταξύ, σύμφωνα με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, εξετάζεται νομοθετική ρύθμιση για αυστηρότερο έλεγχο οπλοκατοχής στα ορεινά χωριά της Κρήτης. Στην έκθεση που παραδόθηκε στον υπουργό αναφέρεται ότι «η διασπορά παράνομων όπλων αποτελεί παράγοντα κινδύνου για κοινωνικές εντάσεις».
Η ΕΡΤ μετέδωσε ότι έχουν καταγραφεί πάνω από είκοσι περιστατικά οπλοχρησίας σε χωριά της Μεσαράς την τελευταία δεκαετία, τα περισσότερα με κοινωνικά ή κτηματικά κίνητρα.

Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται
Ο Νιντάγνος θυμάται, σκύβοντας το κεφάλι: «Το ’55, σκότωσαν τον ξάδελφό μου. Έτρεξα, τον είδα μέσα στα αίματα. Μετά, πέθαναν άλλοι πέντε. Ένα χωριό θρηνούσε κι ένα άλλο χαιρόταν. Κι έτσι γράφτηκε η κατάρα».
Σήμερα, επτά δεκαετίες αργότερα, η ίδια κατάρα μοιάζει να πλανάται ξανά. Ο φόβος έχει σκεπάσει το χωριό, οι γυναίκες ανάβουν καντήλια στις αυλές, και οι άντρες αποφεύγουν να μιλήσουν μπροστά σε ξένους. «Η εκδίκηση είναι σαν τη φωτιά στα ξερόχορτα. Αν την αφήσεις, θα κάψει τα πάντα», λέει ένας νέος κάτοικος που δεν θέλει να φωτογραφηθεί.
Ο επίλογος ενός αιώνα αίματος
«Να σταματήσει τώρα το κακό. Δεν χρειάζονται άλλα μνήματα στα Βορίζια. Ο τόπος αυτός έχει ποτιστεί αρκετά με αίμα», λέει στο τέλος ο Γιάννης Φραγκιαδάκης, κοιτάζοντας προς τα όρη. Τα μάτια του γυαλίζουν από την υγρασία και τη μνήμη.
Η ιστορία των Βοριζίων είναι μια υπενθύμιση ότι, όσο εξελίσσεται η κοινωνία, η ψυχή της Κρήτης εξακολουθεί να ισορροπεί ανάμεσα στην τιμή και στην τραγωδία. Και όσο οι πληγές του παρελθόντος δεν κλείνουν με συγχώρεση, ο κίνδυνος της επανάληψης παραμένει ζωντανός — όπως και ο φόβος του Νιντάγνου, που βλέπει την Ιστορία να γυρίζει πίσω για να ζητήσει ξανά το τίμημά της.





















