ΤΟΥΡΚΙΑ: Η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη δεν ήταν ένα απλό διπλωματικό επεισόδιο.
Ρεπορτάζ: Γιάννης Παπανικολάου
Ήταν ένα ηχηρό μήνυμα για το πώς η νέα Τουρκία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και τον ρόλο της στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα – και, κυρίως, για το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι μεγάλες δυνάμεις προσεγγίζουν την Άγκυρα σε μια περίοδο τεκτονικών αλλαγών.
Διεθνείς αναλυτές που μίλησαν στο vimaorthodoxias.gr, όπως ο πολιτικός επιστήμονας Ρίτσαρντ Λόουσον και ο Τούρκος διεθνολόγος Σεμίχ Καγιά, συμφωνούν πως η ακύρωση δεν ήταν απλώς «πρωτόκολλο» ή θέμα προγράμματος, όπως υποστήριξε η Άγκυρα. Αντίθετα, σηματοδοτεί μια νέα φάση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και αναδεικνύει την ανάγκη η Αθήνα να επαναξιολογήσει συνολικά την εξωτερική της πολιτική και τις στρατηγικές της επιλογές.
Ο Ερντογάν επέλεξε τον Τραμπ αντί του Μητσοτάκη
Η Άγκυρα προτίμησε να ακυρώσει την προγραμματισμένη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό και να συμμετάσχει σε ειδική σύνοδο μουσουλμανικών κρατών υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Η επιλογή αυτή έχει σαφή πολιτικά μηνύματα: ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να εμφανιστεί ως εκπρόσωπος του μουσουλμανικού κόσμου και ισότιμος συνομιλητής της Ουάσιγκτον, ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις της Αθήνας ή των Βρυξελλών.
Όπως αναφέρει το Reuters, η Ουάσιγκτον βλέπει στην Τουρκία έναν δύσκολο αλλά απαραίτητο εταίρο: μια χώρα-γέφυρα ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία, που διαθέτει στρατηγική γεωγραφία, νεανικό πληθυσμό και αναπτυσσόμενη οικονομία. Αυτή η θεώρηση εξηγεί και την ψυχρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι ελληνικές ανησυχίες στα αμερικανικά κέντρα αποφάσεων.
«Οι ΗΠΑ γνωρίζουν καλά ότι χωρίς την Τουρκία δεν υπάρχει σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο ή στη Μαύρη Θάλασσα», σημειώνει ο αναλυτής Ρίτσαρντ Λόουσον. «Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούν την Ελλάδα, αλλά ότι βάζουν την Άγκυρα σε διαφορετική κατηγορία βαρύτητας. Η ακύρωση της συνάντησης στη Νέα Υόρκη ήταν μια σαφής ένδειξη αυτής της ιεράρχησης».
Η Τουρκία αλλάζει επίπεδο
Από το 2000 έως σήμερα, η Τουρκία έχει μετατραπεί από μια οικονομία 200 δισ. δολαρίων σε μια δύναμη 1,4 τρισ. δολαρίων. Με πληθυσμό 85 εκατομμυρίων, με νεανική δημογραφία και βιομηχανική παραγωγή που αγγίζει το 26% του ΑΕΠ, η χώρα εμφανίζεται ως περιφερειακή υπερδύναμη με λόγο και ρόλο από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Αφρική.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η τουρκική οικονομία κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στις 20 μεγαλύτερες του κόσμου, ενώ η αμυντική της βιομηχανία γνωρίζει θεαματική άνοδο. Τα τουρκικά drones χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στον πόλεμο της Ουκρανίας, ενώ η Άγκυρα έχει ήδη κατοχυρώσει ρόλο-κλειδί στις συμφωνίες επανεξοπλισμού της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αναβαθμίσει την παρουσία τους σε Συρία, Καύκασο και Αφρική, ενώ ο Ερντογάν διαμεσολαβεί ενεργά σε κρίσεις από τη Λιβύη έως τον Σουδάν. Παράλληλα, προβάλλει εαυτόν ως υπερασπιστή της Χαμάς και αντίπαλο του Ισραήλ, θέλοντας να κεφαλαιοποιήσει τον ρόλο του στον μουσουλμανικό κόσμο.
Το μήνυμα προς την Αθήνα: «Η ισχύς αλλάζει»
«Η Τουρκία δεν είναι πια ο περιφερειακός παίκτης που γνωρίζαμε. Είναι μια χώρα που θεωρεί τον εαυτό της στρατηγικά ισότιμο με την Ευρώπη και την Αμερική», αναφέρει ο Τούρκος διεθνολόγος Σεμίχ Καγιά. «Η Ελλάδα πρέπει να δει ρεαλιστικά αυτή τη νέα πραγματικότητα. Δεν αρκεί να διαμαρτύρεται για προσβολές ή να βασίζεται αποκλειστικά στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη».
Η ακύρωση της συνάντησης στη Νέα Υόρκη, τονίζει, «ήταν περισσότερο μήνυμα ισχύος παρά διπλωματική αγένεια». Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου «το δίκαιο του ισχυρού» αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα από τις διεθνείς συνθήκες, η Άγκυρα αισθάνεται αρκετά δυνατή ώστε να επιβάλει τους όρους της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ «εγκαταλείπουν» την Ελλάδα. Ωστόσο, όπως σημειώνει και το Politico, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να διαχειριστεί μια λεπτή ισορροπία: να διατηρήσει την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο χωρίς να αποξενώσει την Αθήνα ή την Ε.Ε. – μια εξίσωση που απαιτεί προσεκτικές κινήσεις και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Το στοίχημα της Αθήνας: από την αντίδραση στην πρωτοβουλία
Η Ελλάδα καλείται να απαντήσει όχι με συναισθηματικές αντιδράσεις, αλλά με στρατηγική ψυχραιμία. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος μέσω της αγοράς φρεγατών Belharra και των νέων πυραυλικών συστημάτων είναι μια αρχή. Παράλληλα, πρέπει να επενδύσει στην αναβάθμιση των συμμαχιών της και στην αξιοποίηση της γεωπολιτικής της θέσης ως παράγοντα σταθερότητας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ μπορούν να ενισχύσουν τη θέση της Αθήνας, αρκεί να συνοδευτούν από μια νέα στρατηγική κουλτούρα που βλέπει την Τουρκία όχι ως «παραβάτη», αλλά ως περιφερειακή δύναμη με την οποία πρέπει να συνυπάρξει – υπό όρους, χωρίς υποχωρήσεις.
Η Ουάσιγκτον, σημειώνει το Associated Press, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και λιγότερο για τις διμερείς εντάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα χρειάζεται να προβάλει όχι μόνο τις διαφορές της με την Άγκυρα, αλλά και τον ρόλο της ως παράγοντα ενεργειακής ασφάλειας, ως πύλη της Ευρώπης για τον Νότο και ως εγγυητή σταθερότητας σε μια περιοχή που φλέγεται.
Επανατοποθέτηση και νέα στρατηγική
Η νέα Τουρκία δεν είναι πια «ο δύστροπος γείτονας»· είναι μια ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη που διεκδικεί ρόλο στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος. Οι ΗΠΑ, παρά τις εντάσεις, φαίνεται να αποδέχονται αυτόν τον ρόλο και να επενδύουν στη διατήρηση της Τουρκίας στη Δύση.
Η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίσει αυτή τη νέα πραγματικότητα και να επανατοποθετηθεί στρατηγικά. Χρειάζεται να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ, να επιδιώξει ενεργά τις διεθνείς συμμαχίες της και να προτάξει τον ρόλο της ως αξιόπιστου εταίρου της Δύσης.
Σε έναν κόσμο όπου «το δίκαιο του ισχυρού» επιστρέφει δυναμικά, η Αθήνα δεν έχει την πολυτέλεια της αδράνειας. Η επόμενη δεκαετία θα είναι καθοριστική: είτε η Ελλάδα θα παραμείνει θεατής στις εξελίξεις, είτε θα πρωταγωνιστήσει ως κράτος-πυλώνας σταθερότητας και ισχύος στην περιοχή.