Γράφει ο Βιργίλιος Αβάτο
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και με τρόπο ακόμη πιο μαζικό μετά την πτώση της Κορώνης και της Μεθώνης (1534), ένας μεγάλος αριθμός ρωμιών που οι δυτικοί αποκαλούσαν έλληνες, κατευθύνθηκε προς τη Νότια Ιταλία και εγκαταστάθηκε στους ίδιους τόπους που επί αιώνες ανήκαν στο Βυζάντιο.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των προσφύγων προέρχονταν από τον Μοριά (Πελοπόννησο) και αποτελούνταν από έλληνες και αρβανίτες οι οποίοι στη διάρκεια των XIII-XIV αιώνων είχαν αναγεννήσει πληθυσμιακά εκείνες τις περιοχές που είχαν καταστρέψει οι βούλγαροι.
Οι έλληνες και οι αρβανίτες έφθασαν στην Ιταλία συνοδευόμενοι από τους ιερείς τους και σε πολλές περιπτώσεις ξαναχρησιμοποίησαν τις ίδιες εκκλησίες που μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες ήταν βυζαντινές. Υπενθυμίζω εν προκειμένω την εκκλησία του Αγίου Αδριανού και Ναταλίας που ίδρυσε ο Άγιος Νείλος από το Ροσσάνο που σήμερα βρίσκεται στο δήμο S. Demetrio Corone, την εκκλησία αφιερωμένη στους Αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό στο δήμο S. Cosmo Albanese, την εκκλησία Santa Maria delle Fonti di Lungro και την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου Craterete του δήμου San Basile.
Κατά την πρώτη περίοδο της εγκατάστασής τους, οι έλληνες, όπως αποκαλούνταν οι νεοαφιχθέντες, είχαν από τους ποντίφηκες της Ρώμης πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Για την κανονικοποίηση των ιερέων τους ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έστελνε στην Ιταλία τον επίσκοπο της Αχρίδας. Οι σχέσεις ήταν πολύ καλές επίσης και με τον λατινικό κλήρο, αν ληφθεί υπόψιν ότι ήταν ο ίδιος ο ορθόδοξος επίσκοπος της Κορώνης Βενέδικτος που συνόδευσε στην Ιταλία μια ομάδα συμπατριωτών οι οποίοι έγιναν θερμότατα δεκτοί στο S. Demetrio Corone.
Με το πέρασμα των χρόνων οι σχέσεις με τον λατινικό κλήρο επιδεινώθηκαν. Οι ελληνοαλβανοί θεωρούνταν αιρετικοί γιατί έλεγαν το Πιστεύω χωρίς το filioque, οι ιερείς τους παντρεύονταν και έδιναν τη Θεία Μετάληψη ακόμη και στα βρέφη. Άρχισε μια περίοδος αρκετά ταραγμένη στις σχέσεις μεταξύ ελληνοαλβανών και λατίνων.
.
«Το 1564 ο πάπας Πίος ο Δ’ ανέστειλε την δικαιοδοσία που είχε μέχρι τότε παραχωρηθεί στους επισκόπους των ελλήνων προσφύγων, και παρόλο που διατήρησε το δικαίωμά τους να έχουν την ελευθερία να λειτουργούν σύμφωνα με το ανατολικό τυπικό, είχε καλλιεργήσει την ανάγκη να στραφούν προς τον καθολικισμό και να υπαχθούν στην επιτροπεία των λατίνων επισκόπων. Ήταν το αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων της Συνόδου του Τρέντο, που θα είχε ως κατάληξη, το 1595, στην περιώνυμη Istruzione Clementina που έπρεπε να εφαρμόζουν οι λατίνοι επίσκοποι που είχαν στη δικαιοδοσία τους Έλληνες ή Αλβανούς» (Korolevskij).
Αναγκασμένοι να υπόκεινται στη δικαιοδοσία των λατίνων επισκόπων, συνέχισαν ωστόσο να λένε το Πιστεύω χωρίς την πρόσθεση του filioque και να έχουν παντρεμένους ιερείς. Όμως, για τους λατίνους επισκόπους οι ελληνοαλβανοί, όπως προαναφέρθηκε, εθεωρούντο αιρετικοί και πηγή σκανδάλου για τους καθολικούς πιστούς. Ξεκίνησε λοιπόν μια πραγματική μάχη για τη λατινικοποίησή τους. Οι ελληνοαλβανοί αντέδρασαν με όλες τις δυνάμεις τους, διακινδυνεύοντας ακόμη και τη ζωή τους. Ως παράδειγμα επισημαίνω τη λατινικοποίηση του Spezzano Albanese που έγινε το 1667 παρά τη θέληση της πλειοψηφίας των πιστών και μετά τη δολοφονία του πρωτοπρεσβύτερου Νικόλα Μπάστα.
Οι πάπες της Ρώμης αρχικά αντιτάχθηκαν σε αυτήν τη βίαιη λατινικοποίηση, αλλά στη συνέχεια και κάτω από την πίεση των τοπικών επισκόπων, έδωσαν τη συναίνεσή τους. Ωστόσο, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι εκείνη την εποχή δεν αναγνωριζόταν η ελευθερία συνείδησης και ότι οι ελληνοαλβανοί, κατοικώντας σε περιοχή υπό την κανονική δικαιοδοσία του προκαθήμενου της Ρώμης έπρεπε να υπόκεινται στον Πάπα. Ακόμη και το 1910 ο αρχιεπίσκοπος του Rossano, Orazio Gazzella, έγραφε στο όργανο των καθολικών Propaganda Fide: “Απαιτείται μια ριζική λύση και αυτό θα μπορούσε να είναι η πλήρης απαγόρευση της τέλεσης λειτουργίας σύμφωνα με το ανατολικό τυπικό”.
Αυτή η συνεχής σύγκρουση ανάμεσα στους έλληνες και τους λατίνους διήρκεσε μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 1919 όταν επιτέλους συστάθηκε η Εκκλησιαστική Επαρχία τέλεσης λειτουργιών κατά τον ανατολικό τυπικό με έδρα το Lungro. Από τότε ξεκίνησε ένα έργο ανάκτησης του γνήσιου βυζαντινού τυπικού, με την αφαίρεση των λατινικών παρεμβάσεων που είχαν προστεθεί στη διάρκεια των αιώνων.
Όλες πια οι εκκλησίες έχουν καθαρά το βυζαντινό στιλ. Σιγά σιγά απομακρύνθηκαν τα αγάλματα των αγίων, έστω και αν οι συνηθισμένοι σε αυτά πιστοί δημιουργούν κάποιες δυσκολίες. Για τις θρησκευτικές τελετές μέχρι την εποχή του Δεύτερης Βατικανής Συνόδου χρησιμοποιείτο μόνο η ελληνική γλώσσα. Μετά από την Σύνοδο χρησιμοποιείται και η αλβανική.
Το 1937 συστάθηκε και η Επαρχία της Piana degli Albanesi που περιλαμβάνει τους δήμους της Piana degli Albanesi, της Contessa Entellina και δήμους με πλειοψηφία λατίνων πιστών όπως της Santa Cristina Gela, του Palazzo Adriano και του Mezzojuso. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Σήμερα είναι οι πιστοί που ακολουθούν το λατινικό τυπικό που δεν θέλουν να υπόκεινται σε έναν επίσκοπο βυζαντινού τυπικού.
Όσα έχουν παρατεθεί συγκροτούν περιεκτικές πληροφορίες τις οποίες ωστόσο θεωρώ χρήσιμες για να γίνει γνωστή καλύτερα η πραγματικότητά μας και η αγάπη μας για τη Μητέρα Ορθόδοξη Εκκλησία και για τον Οικουμενικό Πατριάρχη που έμειναν ανέγγιχτα στο διάβα των αιώνων.