ΒΕΡΟΙΑ: Την Κυριακή 25 Μαΐου (του Τυφλού) το πρωί ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στο Πανελλήνιο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας Σουμελά στο όρος Βέρμιο.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ενώπιον της Μάνας του Πόντου, της Προστάτιδας των προσφύγων και των ξεριζωμένων, της Παναγίας της Σουμελιώτισσας, τελέστηκε το μνημόσυνο για τα θύματα της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού παρουσία τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, εκπροσώπων Ποντιακών Σωματείων και Πολιτιστικών Συλλόγων και πλήθους ευσεβών προσκυνητών.
Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο κ. Κωνσταντίνος Φωτιάδης, ενώ οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με τρισάγιο και καταθέσεις στεφάνων στο μνημείο του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, πλησίον του Iερού Ναού.
Ομιλία Σεβασμιωτάτου
«Εν παντί θλιβόμενοι αλλ᾽ ου στενοχωρούμενοι … διωκόμενοι αλλ᾽ ουκ εγκαταλειπόμενοι».
Με αυτές τις λέξεις περιγράφει, θα μπορούσαμε να πούμε, ο πρωτοκορυφαίος απόστολος Παύλος τη ζωή του. Θλίψεις, στενοχωρίες, διωγμοί, δοκιμασίες, φυλακίσεις ήταν αυτά που γέμιζαν καθημερινά τη ζωή του, την κάθε της ημέρα. Άνθρωπος μορφωμένος, με βαθειά γνώση της εβραικής αλλά και της ελληνικής παραδόσεως, θα μπορούσε να είχε κάνει μία εντελώς διαφορετική σταδιοδρομία, και να απολαύσει μία ήρεμη και ήσυχη ζωή.
Ο μέγας απόστολος Παύλος όμως επέλεξε να ακολουθήσει τη φωνή του Χριστού που τον κάλεσε να αλλάξει τη ζωή στον δρόμο για τη Δαμασκό, όταν τον τύφλωσε για τον κόσμο, του άνοιξε όμως τα μάτια στον αληθινό Θεό, όπως συνέβη και με τον τυφλό του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος. Και έτσι έγινε από διώκτης του Χριστού απόστολός του.
Για χάρη του Χριστού και του Ευαγγελίου υπέμενε τόσες θλίψεις και τόσους διωγμούς ο απόστολος Παύλος, που ίσως κανένας άλλος δεν υπέμεινε. Αλλά ποτέ δεν εγόγγυσε, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, ποτέ δεν φοβήθηκε και ποτέ δεν υποχώρησε, γιατί γνώριζε καλά και πίστευε ακράδαντα ότι το οστράκινο σκεύος της υπάρξεώς του βρισκόταν στα χέρια του Θεού. Αυτός τον προστάτευε, αυτός τον συνόδευε, αυτός τον ενίσχυε, αυτός τον ενδυνάμωνε. Γι’ αυτό και χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμία αμφιβολία τον ακούσαμε να τονίζει σήμερα «διωκόμενοι αλλ’ ουκ εγκαταλειπόμενοι».
Όντως ο Χριστός δεν εγκατέλειψε ποτέ τον εκλεκτό του απόστολο. Τον είχε διαβεβαιώσει άλλωστε ότι θα είχε τη χάρη του, η οποία «εν ασθενεία τελειούται». Ο,τι και εάν είχε, από ο,τι και εάν έπασχε ο απόστολος Παύλος είχε την πανσθενή δύναμη του Χριστού, να αναπληρώνει τα ελλείποντα. Γι’ αυτό και διεκήρυσσε ο απόστολος «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ».
Όλα έχω τη δύναμη να τα κάνω και να τα υπομείνω με τη χάρη του Χριστού που με ενισχύει. Όλα μπορώ να τα αντέξω, γιατί δεν αισθάνομαι μόνος μου, γιατί δεν αισθάνομαι εγκαταλελειμένος και αβοήθητος, γιατί νιώθω ότι ζει μέσα μου ο Χριστός που με στηρίζει και με καθοδηγεί, ώστε να αντιμετωπίσω όλους τους πειρασμούς και όλες τις δυσκολίες.
Έτσι θα αισθανόταν και οι πατέρες μας, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις θλίψεις και τις στενοχωρίες, τις οποίες καθημερινά τους προσέφεραν οι αλλόθρησκοι κατακτητές. Ένιωθαν ότι τα οστράκινα σκεύη της ζωής τους θα διαλυόταν στις εξορίες, στα καταναγκαστικά έργα, στις πιέσεις που υφίσταντο επειδή ήταν χριστιανοί και Έλληνες, αλλά είχαν εμπιστοσύνη στον Θεό. Είχαν εμπιστοσύνη στην Κυρά του Πόντου, την Παναγία Σουμελά και στον τίμιο Πρόδρομο και στον άγιο Γεώργιο, που μεσίτευαν στον Χριστό για χάρη τους.
Έτσι αισθανόταν και όταν οι διώξεις εναντίον τους δεν εξαντλούντο στις εξορίες και στις άλλες φοβερές δοκιμασίες, που τους έκαναν να αισθάνονται μόνοι και αβοήθητοι και να εκζητούν το έλεος του Θεού, αλλά και όταν μετατράπηκαν σε ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες τους, από τη γη των πατέρων τους, που τίμησαν για τρεις χιλιάδες χρόνια τον Πόντο με την ελληνική καταγωγή τους, τον πολιτισμό και την πίστη τους, και όταν ακόμη εξελίχθηκαν σε γενοκτονία ενός ολόκληρου λαού.
Και όμως και πάλι άντεξαν, έστω και εάν πολλά από τα οστράκινα σκεύη δεν άντεξαν και έσπασαν και θρυματίσθηκαν. 350 και πλέον χιλιάδες Πόντιοι ήταν όσοι έχασαν τη ζωή τους σ᾽αυτόν τον ανελέητο και άδικο διωγμό τον οποίο υπέστησαν οι πατέρες μας στον Πόντο, αλλά και αυτή η δοκιμασία δεν μείωσε στους υπολοίπους τη δύναμη της εμπιστοσύνης στον Θεό.
Με την πίστη ότι ο Θεός δεν θα τους εγκαταλείψει, συνέχισαν τον πικρό και δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς μέσα από απερίγραπτες δυσκολίες μέχρι να φθάσουν, όπου ο καθένας έφθασε, εξαντλημένοι και εξουθενωμένοι.
Όμως και πάλι άντλησαν δύναμη από τη δύναμη του Θεού για να προχωρήσουν τον δρόμο της ζωής τους με πίστη και εμπιστοσύνη στην Παναγία τη Σουμελιώτισσα, την προστάτιδά τους, την εικόνα της οποίας μετέφεραν αργότερα στον τόπο αυτό που φιλοξένησε και φιλοξενεί πολλούς από αυτούς.
Με αυτή τη δύναμη και με την πίστη ότι ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει όσες δυσκολίες και θλίψεις και διωγμούς και εάν αντιμετωπίσουμε στη ζωή μας, αλλά είναι πάντοτε δίπλα μας, εάν εμείς δεν απομακρυνόμεθα από κοντά του, ας αγωνιζόμαστε για τη δικαίωση των θυμάτων της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ας αγωνιζόμαστε για να παραμένουμε σταθεροί στην πίστη των πατέρων μας και πιστοί στις παραδόσεις μας, και ας προσευχόμεθα για την ανάπαυση των ψυχών των μαρτυρικώς εν Πόντω τελειωθέντων αδελφών μας. Όχι μόνο σήμερα που τελούμε το επίσημο μνημόσυνό τους αλλά καθημερινά, γιατί χάρη στις δικές τους θυσίες ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν έσβυσε. Συνεχίζει και θα συνεχίζει να ζει και να ακμάζει, αρκεί οι Πόντιοι να είναι ενωμένοι κάτω από τη σκέπη της Παναγίας Μητέρας του, της Παναγίας Σουμελά.