ΠΑΥΛΕΙΑ: Οι εκδηλώσεις των «ΛΑ’ Παυλείων» συνεχίστηκαν το απόγευμα της Τετάρτης, 25ης Ιουνίου, στο Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο στη Βέροια με την καθιερωμένη Εσπερίδα με θέμα: «Σύγχρονες Μορφές της Εκκλησίας».
Η φετινή ημερίδα ήταν αφιερωμένη στον μακαριστό Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, μιας εκ των φωτεινών μορφών του σύγχρονου μοναχισμού του Αγίου Όρους, ο οποίος με τον θεολογικό του λόγο και τη βαθιά πνευματική του κατάρτιση άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην εκκλησιαστική ζωή του 20ου αιώνα.
Την ημερίδα προλόγισε και παρουσίασε ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας Αρχιμ. Πορφύριος Μπατσαράς, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων.
Για τον μακαριστό Γέροντα ομίλησαν ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους Γέροντας Εφραίμ και ο θεολόγος – συγγραφεύς και Διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Συνόδου κ. Εμμανουήλ Μελινός.
Την εσπερίδα παρακολούθησαν Αρχιερείς των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίοι καταφθάνουν στη Βυζαντινή Βέροια για να συμμετάσχουν στις καταληκτήριες εκδηλώσεις των «ΛΑ’ Παυλείων» και στο Διεθνές Συνέδριο.
Στο τέλος ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητρόπολεως Αρχιμ. Αθηναγόρας Μπίρδας προσέφερε αναμνηστικά στους εκλεκτούς ομιλητές, ενώ ο κ. Παντελεήμων εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον σεβαστό Καθηγούμενο Γέροντα Εφραίμ και τον κ. Μελινό που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Ιεράς Μητροπόλεως, λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Ου πάντες χωρούσιν αλλ᾽ οίς δέδοται». Και ένας από αυτούς στους οποίους εδόθη η χάρη, στην οποία αναφέρεται το αψευδές στόμα του Κυρίου μας, ήταν ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης.
Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει γι᾽ αυτό. Ο νεαρός Θεόδωρος, αυτό ήταν το όνομα του Γέροντα, γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1916 και δεν είχε σκεφθεί να γίνει μοναχός. Έκανε ανώτερες σπουδές και στη συνέχεια υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό. Στρατιώτης στον πόλεμο του 1940 πολέμησε και τραυματίσθηκε. Στον δρόμο της επιστροφής εχθρικά αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν. Τότε, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο Γέροντας στον π. Δαμασκηνό τον Γρηγοριάτη, έπεσε κάτω από μία πέτρα και είπε: «Παναγία μου, σώσε με και θα γίνω μοναχός». Η Παναγία έκανε το θαύμα της και ο νεαρός Θεόδωρος εξεπλήρωσε αμέσως το τάμα του στο Περιβόλι της, στον ιερό Άθωνα. Προσέφερε τον εαυτό του δώρο στον Θεό, ακολουθώντας την κλήση του Θεού, ο οποίος και τον πληροφόρησε μυστικά μετά από σαράντα ημέρες παραμονής και αναζητήσεως στο Άγιον Όρος σε ποιά Μονή να εγκαταβιώσει.
Ήταν η Ιερά Μονή Διονυσίου. Ηγούμενός της ήταν τότε μία από τις πιό διαπρεπείς και σεβάσμιες μορφές του Αγιορειτικού μοναχισμού, ο Γέρων Γαβριήλ, που δεν δυσκολεύθηκε να διακρίνει στην υπακοή του νεαρού υποτακτικού του τα πολλά χαρίσματα με τα οποία τον είχε κοσμήσει ο Θεός. Δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία μόλις 27 ετών, τον έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό, και από Θεόδωρο τον ονόμασε Θεόκλητο.
Ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος είχε αρχίσει ήδη να βαδίζει «αξίως της κλήσεως ής εκλήθη», και με τον ίδιο τρόπο βάδισε μέχρι τέλους, χωρίς να διαψεύσει την επιλογή του ονόματος και την εμπιστοσύνη του Γέροντός του, του καθηγουμένου Γαβριήλ, ούτε στο ελάχιστο.
Η αρετή και τα χαρίσματά του αποδείχθηκαν και όταν ο Γέρων Γαβριήλ τον κατέστησε προϊστάμενο της Μονής και αντιπρόσωπό της στην Ιερά Κοινότητα, στην οποία αργότερα διακόνησε και ως πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους.
Μοναχικές αρετές, διοικητικά χαρίσματα και συγγραφικό τάλαντο είναι αυτά που κάνουν τον Γέροντα Θεόκλητο να διακρίνεται μεταξύ των Αγιορειτών πατέρων την εποχή εκείνη και να κερδίζει τον σεβασμό τους. Υποδειγματικός υποτακτικός, αντιμετωπίζει τις διοικητικές ευθύνες ως διακονία αγάπης προς τους Αγιορείτες πατέρες και τη συγγραφική εργασία, την οποία αρχίζει με την ευλογία του Γέροντά του, ως μία ομολογία υπέρ του ορθοδόξου μοναχισμού, ο οποίος βρισκόταν τότε σε παρακμή.
Ο Γέρων Θεόκλητος ζει τον μοναχισμό ως προσευχή και άσκηση, ως μετοχή στη χάρη του Θεού και ένωση μαζί του, και αυτόν αποτυπώνει στο πρώτο του έργο με τίτλο «Μεταξύ ουρανού και γής»
Όσο και αν ο μακαριστός Γέροντας αποφεύγει την προβολή και την επίδειξη της αρετής, μέσα από τις γραμμές του βιβλίου αυτού ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει έστω και αμυδρά τις πνευματικές αναβάσεις του συγγραφέως, αλλά και να αντιληφθεί το νόημα και την ουσία του Μοναχισμού και ιδίως του Αγιορειτικού. Η έκδοσή του όχι μόνο προσφέρει στον συγγραφέα του, Γέροντα Θεόκλητο, το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά αλλάζει και την εικόνα που είχαν οι άνθρωποι στον κόσμο για τον μοναχισμό και το Άγιον Όρος.
Θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει με την ευκαιρία αυτή την προσωπικότητα και την απήχηση του Γέροντος Θεοκλήτου με αυτήν του «πολυποθήτου και ηγιασμένου», όπως τον ονομάζει, «αδελφού και πατέρα» του, του οσίου πλέον Γερασίμου του Μικραγιαννανίτου.
Και οι δύο τιμώνται από την Ακαδημία Αθηνών. Και οι δύο προσκαλούνται για να ομιλήσουν στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και οι δύο συμβάλλουν ουσιαστικά στην επιτυχία του εορτασμού της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους. Και οι δύο διακονούν στα κοινά του Αγίου Όρους, ο ένας ως βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης στο Κυριακό της Αγίας Άννης, ο όσιος Γεράσιμος, και ο άλλος, ο Γέρων Θεόκλητος, ως αντιπρόσωπος της Μονής Διονυσίου στην Ιερά Κοινότητα και πρωτεπιστάτης. Και οι δύο με ανάλογες πνευματικές εμπειρίες και δωρεές, έστω και αν και οι δύο τις απέκρυπταν επιμελώς ακόμη και από τους συμμοναστές τους, που είναι καρπός των ασκητικών τους πόνων, της προσευχής και της θείας Χάριτος.
Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και εάν στο κύκνειο άσμα του για τον όσιο Γεράσιμο απορεί και ο ίδιος, ανακαλύπτοντας όσα δεν γνώριζε για τον σπουδαίο Υμνογράφο και σεβάσμιο συνασκητή του, κατορθώνει να περιγράψει με μοναδικό τρόπο τη ζωή και την ασκητική πολιτεία του, γιατί γνωρίζει από προσωπική πείρα τι γράφει και τι σημαίνει το κάθε τι που είναι γνωστό για τον όσιο Γεράσιμο.
Η φωνή του Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου δεν ήταν μόνο προδρομική, όπως την χαρακτήριζε ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης στον Πρόλογό του για το βιβλίο «Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης», όταν συνέδεε την χιλιετή ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση με την αναβίωσή της και τη θεαματική άνθιση του Αγίου Όρους που παρατηρήθηκε στις ημέρες μας, αλλά και προφητική, όταν έγραφε το 1996 στην κατακλείδα του ίδιου βιβλίου του:
«Κατά τον τελευταίον καιρόν και μόλις κατά την πενταετίαν του ᾽90, ευδόκησεν ο φιλάνθρωπος Κύριος να αναδείξει, ιερέ Γεράσιμε, και άλλους τέσσαρες «συνδούλους» σου στον χώρον της Ελλάδος, νικητές του κοσμοκράτορος σατανά, του κόσμου και της σαρκός, για να δοξασθεί ο Θεός … Πρόκειται περί των τριών ιερομονάχων και των δύο μοναχών, «ών τα ονόματα εγράφη εν ουρανοίς». Είναι ο άγιος Άνθιμος Χίου και οι υπό αναγνώριση, ως υποθέτω, Πορφύριος, Ιάκωβος Ευβοίας, Παΐσιος αγιορείτης και σύ, ιερέ Γεράσιμε. Όντως εδοξάσατε την Εκκλησίαν του Χριστού, αποδείξαντες την κοινήν δυνατότητα ομοιώσεώς μας με τον Θεόν».
Είναι προφανές από τον τρόπο με τον οποίον ομιλεί περί της ασκητικής βιοτής και των θείων εμπειριών ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος όχι μόνον εις το τελευταίο αυτό έργο του για τον όσιο Γεράσιμο τον Υμνογράφο, αλλά και σε όλα τα προηγούμενα, ότι και ο ίδιος μετείχε σαφώς στην «κοινήν δυνατότητα ομοιώσεώς μας με τον Θεόν» από πολύ νωρίς και είχε διά της χάριτος του Θεού ανέλθει στις ανώτερες βαθμίδες της πνευματικής κλίμακος.
Είναι βέβαιο ότι κανείς άγευστος και αμύητος της εν Χριστώ ζωής και της θείας χάριτος, ακόμη και εάν είναι ο ικανότερος συγγραφέας, δεν είναι δυνατόν να εκφράσει με τον συνεσταλμένο αλλά συγχρόνως και γλαφυρό και αποκαλυπτικό τρόπο, με τον οποίο έγραφε αλλά και ομιλούσε ο Γέρων Θεόκλητος, τα μυστήρια της χάριτος του Θεού.
Η δυνατή πίστη του στον Χριστό, η άνευ όρων εμπιστοσύνη του στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία, όπως ο ίδιος απεκάλυψε, ενεφανίσθη την πρώτη νύκτα κατά την οποία ευρέθη στην Ιερά Μονή Διονυσίου και του απεκάλυψε το μυστήριο της κατά Χριστόν νεκρώσεως, στην οποία πρέπει να φθάσει ο μοναχός, και η αδιάλειπτη προσευχή, την οποία καλλιεργούσε σε όλη του τη ζωή, χαρακτήριζαν την προσωπικότητα και τη ζωή του μακαριστού Γέροντα και ως μοναχού και ως αντιπροσώπου και πρωτεπιστάτου της Ιεράς Μονής Διονυσίου αλλά και ως ομιλητού και συγγραφέως. Η μορφή του σε είλκυε, ο λόγος του σε ανέπαυε, σε ενεθάρρυνε, σε μετέφερε μεταξύ ουρανού και γής.
Είχα την ευλογία να τον γνωρίσω ως νεαρός μαθητής της Αθωνιάδος. Ως μαθητής ήμουν γραμμένος στην Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου. Τότε στη μονή υπήρχαν μόνο μερικοί ηλικιωμένοι μοναχοί, οι οποίοι δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες ενός νέου παιδιού, όπως ήμουν εγώ, που επιθυμούσα να συζητήσω μαζί τους και να μάθω για το Άγιο Όρος και τη μοναχική ζωή.
Γιά τον λόγο αυτό, όποτε επισκεπτόμουν τη Μονή Γρηγορίου προτιμούσα να μην μένω για πολύ εκεί, αλλά να κάνω με τα πόδια τον πολύ δύσκολο δρόμο μέχρι τη γειτονική Μονή Διονυσίου.
Εκεί ήταν τότε ηγούμενος ο Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης, μοναχός με σπουδαία μόρφωση και μεγάλη πνευματική εμπειρία, μία από τις επιφανέστερες μορφές του Αγιορειτικού μοναχισμού, όπως είπα και προηγουμένως, ο οποίος με περιέβαλε με πολλή πατρική στοργή και αγάπη. Σε εκείνον μάλιστα εξομολογούμην τότε, πρίν να γνωρίσω τους Γεροντάδες μου στη Μικρή Αγία Άννα.
Η φροντίδα και η αγάπη του για το ταπεινό μου πρόσωπο ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη, ώστε, όταν έφθανε η ημέρα που θα έφευγα για να επιστρέψω στην Αθωνιάδα Σχολή, σηκωνόταν ο Γέροντας το πρωί και λειτουργούσε στο παρεκκλήσι του Πύργου ειδικά για μένα, προκειμένου να κοινωνήσω, πρίν να φύγω. Στις μοναδικές αυτές λειτουργίες έψαλε ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης!
Έτσι γνώρισα τον μακαριστό Γέροντα Θεόκλητο. Και είχα την ευλογία μετά από χρόνια, όταν διακονούσα ως προϊστάμενος του ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου, του πολιούχου της Θεσσαλονίκης και πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως, να είναι πολλές φορές ομιλητής στους κατανυκτικούς Εσπερινούς της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά και στα Θεολογικά Συνέδρια, τα οποία διοργάνωνε κατ᾽ έτος η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, και να διδασκόμεθα όλοι από τη σοφία και την εμπειρία του και να απολαμβάνουμε τον χαριτωμένο λόγο του.
Είχα ακόμη την ευλογία κατά τα πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας μου εδώ στη Βέροια και την Ημαθία να τον έχω συμπαραστάτη στο ποιμαντικό έργο της Μητροπόλεώς μας, καθώς ο μακαριστός Γέροντας με πολλή αγάπη ανταποκρίθηκε αρκετές φορές στην παράκλησή μου και επισκέφθηκε την επαρχία μας, μεταφέροντας την αγιασμένη από τις προσευχές και τους αγώνες των απ᾽ αιώνος οσίων αύρα του Αγίου Όρους αλλά και την εμπειρία της υπερχιλιετούς μοναχικής ζωής, της οποίας άξιος συνεχιστής και διάδοχος υπήρξε και ο ίδιος.
Ως χρέος αγάπης και ευγνωμοσύνης αλλά και θέλοντας να προβάλουμε και να τιμήσουμε τη μεγάλη αυτή σύγχρονη μορφή του Αγιορειτικού Μοναχισμού και της Εκκλησίας μας, που κάλυψε με τη ζωή και τη δράση του όλον τον 20ό αιώνα, θελήσαμε να αφιερώσουμε τη φετινή Εσπερίδα της σειράς «Σύγχρονες μορφές της Εκκλησίας» στον Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη.
Γι᾽αυτό και ευχαριστώ από καρδίας και εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στον πανοσιολογιώτατο καθηγούμενο της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπεδίου Γέροντα Εφραίμ αλλά και στον κ. Εμμανουήλ Μελινό, θεολόγο, διευθυντή της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και συγγραφέα πολλών βιβλίων, και μεταξύ αυτών και του βιβλίου με τον τίτλο: «Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, εύλαλον αντηχείον Άθωνος ιερού», οι οποίοι δέχθηκαν με χαρά την πρόσκλησή μας.