ΝΑΥΠΛΙΟ: Την Παρασκευή 23 Μαΐου 2025 στο παρεκκλήσιο του Αγίου Παισίου στον ιερό ναό Ευαγγελίστριας Ναυπλίου, πραγματοποιήθηκε Ιερά παράκληση για όλους τους μαθητές τους διαγωνιζόμενους των πανελλαδικών εξετάσεων.
Την Ιερά παράκληση- εσπερινό τέλεσε ο εφημέριος του ναού Ευαγγελιστρίας Ναυπλίου πρωτοπρεσβύτερος π. Ελευθέριος Μίχος.
Ο Ιερέας στο τέλος της παρακλήσεως ευχήθηκε στα παιδιά ότι καλύτερο για τις εξετάσεις τους και να έχουν την ευχή του π. Παισίου.
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Τα παιδιά για να πάρουν καλό δρόμο, χρειάζεται πολλή προσευχή. Να μην τα δείχνουμε πολύ την αγάπη μας, γιατί θα γίνουν παλιόπαιδα και θα έχουν θράσος, αλλά ούτε και πολύ αυστηρότητα, γιατί θα γίνουν αντάρτες.
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, Φάρασα Καππαδοκίας, 25 Ιουλίου 1924 – Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 12 Ιουλίου 1994) ήταν Έλληνας Καππαδόκης μοναχός του 20ού αιώνα που έγινε ευρέως γνωστός για τον μοναστικό του βίο και το έργο του. Η κατάταξή του ως Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημερομηνία κοιμήσεώς του.
Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλογίας-Ευλαμπίας Εζνεπίδη. Είχε άλλα εννιά αδέρφια: την Αικατερίνη, τη Σωτηρία, τη Ζωή, τη Μαρία, τον Ραφαήλ, την Αμαλία, τον Χαράλαμπο που είχαν γεννηθεί στα Φάρασα, ενώ η Χριστίνα και ο Λουκάς γεννήθηκαν στην Κόνιτσα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του Παΐσιου από το 1927.
Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, λόγω της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1986. Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο».
Το 1948 ο Αρσένιος υπηρέτησε στον στρατό με την ειδικότητα του ασυρματιστή κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Γι’ αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας τη θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιον Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από τον στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιον Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί, στις 27 Μαρτίου 1954, τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί, αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους αδελφούς του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Λίγο αργότερα, αναχώρησε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς τη Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι, όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Στις 3 Μαρτίου 1957 χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου του Β’, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του.
To 1962 πήγε στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος
Το καλοκαίρι του 1965 ο Άγιος Παΐσιος γνωρίσθηκε με τον συμπατριώτη του Μικρασιάτη, Γέροντα Πολύκαρπο Μαντζάρογλου. Ο γέρων Πολύκαρπος ενεργοποίησε τα πνευματικά του παιδιά, γιατρούς και νοσοκόμες, ώστε να εξετασθεί ο Άγιος Παΐσιος και να ακολουθήσει κατάλληλη περίθαλψη λόγω των προβλημάτων υγείας που εμφάνισε. Οι ιατροί συνέστησαν χειρουργική επέμβαση λόγω εκτεταμένης βρογχεκτασίας αριστερού πνεύμονος. Όμως ο άγιος παρακάλεσε τον π. Πολύκαρπο να μην προχωρήσουν οι διαδικασίες για να επιστρέψει στο Άγιο Όρος. Αργότερα ο άγιος Παΐσιος επανήλθε στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει εκ νέου τον π. Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, και να πραγματοποιηθεί η επέμβαση. Αυτή τη φορά ο άγιος έδωσε τη σειρά του σε ένα άρρωστο παιδί το οποίο νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο “Γεώργιος Παπανικολάου” διότι είχε μέσα σε κάποιο βρόγχο του ένα φυλλαράκι από πουρνάρι και αυτό το έκανε και υπέφερε. Έτσι η δική του επέμβαση καθυστέρησε και πάλι.
Ο Άγιος Παΐσιος εισήχθη μετέπειτα στο Νοσοκομείο “Γεώργιος Παπανικολάου” της Θεσσαλονίκης και υποβλήθηκε σε εγχείρηση μερικής αφαίρεσης πνεύμονα.[16] Στο Νοσοκομείο χρειάσθηκε να παραμείνει περισσότερο από δύο μήνες. Καθώς οι τομές ήταν εκτεταμένες, ο γιατρός υπέδειξε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη ένα μήνα ακόμη. Με μέριμνα του π. Πολυκάρπου βρέθηκε οικία στην πόλη όπου φιλοξενήθηκε ο άγιος, μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος.
Ο Άγιος Παΐσιος, όταν έβγαινε από το Άγιον Όρος για λόγους υγείας φιλοξενούνταν στο Ησυχαστήριο της Μονής Σουρωτής και εκεί συναντούσε τον πατέρα Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, ο οποίος ήταν Πνευματικός του Ησυχαστηρίου, και συζητούσαν ανταλλάσσοντας πνευματικές εμπειρίες. Η συμβολή του Αγίου στον πνευματικό καταρτισμό των μοναζουσών ήταν πολύτιμη και έτσι ο πατήρ Πολύκαρπος έφτιαξε ένα κελλάκι στο βουνό, για να μένει ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος όταν επισκεπτόταν το Ησυχαστήριο.
Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Το 1979 αποχώρησε από τη σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς τη Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εντάχθηκε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Άγιος Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπόμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, γνωστοί του γιατροί τον μετέφεραν στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Θεαγένειο, όπου και χειρουργήθηκε.
Ο Γέροντας συνέχισε, παρά την αντίθεση των γιατρών, τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση της υγείας του. Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιο Όρος και πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (Σουρωτή Θεσσαλονίκης) για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου[18] (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς τον Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.
Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου, οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 70 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (Σουρωτή Θεσσαλονίκης).
Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
Τα αποχαιρετιστηκά λόγια του ίδιου του Αγίου είναι χαραγμένα στην πλάκα του μνήματός του.
Εδώ τελείωσε η ζωή,
εδώ και η πνοή μου,
εδώ το σώμα θα θαφτή,
θα χαίρη κι η ψυχή μου.
Ο Άγιός μου κατοικεί,
αυτό είναι τιμή μου.
Πιστεύω Αυτός θα λυπηθή
την άθλια ψυχή μου.
Θα εύχεται στον Λυτρωτή
νά ‘χω την Παναγιά μαζί μου.
Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης