Σήμερα το πρωί, ο Σεβασμιώτατος Μητρ. Σύρου κ. Δωρόθεος Β΄, κατόπιν αδείας και ευλογίας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, ιερούργησε στο Ιερό Προσκύνημα του Χριστού στα Σπάτα, όπου εκτίθεται σε προσκύνημα η σορός του εκλιπόντος Μητροπολίτου ποτέ Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κυρού Αγαθονίκου (Φιλιππότη), του Τηνίου, συμπαραστατούμενος από τον Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας, Αρχιμ. Ιερόθεο Καλογερόπουλο, Πρεσβυτέρους και Διακόνους.
Στην προσλαλιά του, ο Σεβασμιώτατος κ. Δωρόθεος Β΄, αφού ευχαρίστησε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσογαίας κ. Νικόλαο για την χορηγηθείσα ευλογία του, εξέφρασε την οφειλόμενη εκ μέρους του προς τον μεταστάντα Ιεράρχη, αοίδιμο Αγαθόνικο, ευγνωμοσύνη του για την πατρική προς το πρόσωπό του αγάπη και στήριξη, προσθέτοντας ότι η Διοικούσα Επιτροπή, οι Εφημέριοι και οι Υπάλληλοι του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, υποκλίνονται προ του σκηνώματός του και ασπαζόμενοι την δεξιά του Μακαριστού συμπατριώτη τους υπόσχονται να διαφυλάξουν ως κόρη οφθαλμού την παρακαταθήκη του ιερού σεβάσματος της Αγίας Θέκλας, το οποίο κατέλιπε στη γενέτειρά του ιερά νήσο Τήνο.
Ο Σεβασμιώτατος κ. Δωρόθεος Β΄ συμμετέσχε, μετ’ άλλων Αρχιερλεων, στην Εξόδιο Ακολουθία του Μακαριστού Μητροπολίτου ποτέ Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κυρού Αγαθονίκου του Τηνίου, η οποία τελέσθηκε στον Ιερό Ναό του Σωτήρος Χριστού, στα Σπάτα, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου και εν συνεχεία ετέλεσε ο ίδιος τη ταφή του εκδημήσαντος Ιεράρχου στην Ιερά Μονή Βηθλεέμ.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΟΙΔΙΜΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ
ΠΡΩΗΝ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΥΡΟΝ ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΝ.
Εκφωνηθείς υπό του Αρχιμανδρίτου κ. Ιερωνύμου Νικολόπουλου,
Α΄ Γραμματέως της Ιεράς Συνόδου,
εν τω Ιερώ Προσκυνηματικώ Ναώ
Αναστάσεως Χριστού Σπάτων
Ει δε τοις περί τα κέρδη και θήραν επτοημένοις
γλυκύς ο περί ταύτα πόνος υπάρχει,
πόσω μάλλον τοις των εκκλησιαστικών αλιεύσι κόλπων,
οις το κέρδος ουχ ημερινόν, ουδέ πρόσγειον
αλλ’ αυτή των ουρανών η βασιλεία καθέστηκε
(Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το προφητικόν ρητόν το λέγον «πλην μάτην τα-ράσσεται πας άνθρωπος ζων», P.G. 55,559)
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Φθιώτιδος κ. Νικόλαε, Σεπτέ Προεστώτα της Εξοδίου Ακολουθίας του μακαριστού Μητροπολίτου πρώην Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κυρού Αγαθονίκου.
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς.
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαε, περινούστατε και διακριτικέ Διάδοχε του άρτι εκμετρήσα-ντος το ζην κυρού Αγαθονίκου, ον επί ενδεκαετίαν όλην υποδειγμα-τικώς εφροντίσατε και επεστηρίξατε εν τη αδυναμία «εν καιρώ γήρως αυτού», αλλά και το γε νυν έχον καταβάλλετε πάσαν την προσ-πάθειαν, ώστε ο μεταστάς Ιεράρχης να λάβη πάσαν την νενομι-σμένην εξόδιον τιμήν.
Σεβαστοί Πατέρες.
Εντιμότατοι Άρχοντες.
Πενθηφόρε του Κυρίου λαέ.
Όσο μακρά και αν είναι η ανθρώπινη ζωή, δεν αποτελεί παρά μιάν ελάχιστη ροπή στην ατέρμονη αιωνιότητα, μιάς που ο κατά τον Ιωάννην τον Χρυσόστομον «ακολάκευτος δήμιος», ο θάνατος έρχεται και μας υπαγορεύει το προσωρινό και εφήμερο της υπάρξεώς μας στη γην αυτήν. Κόσμο «θνητόν και χωρίον αποθνησκόντων» χαρακτηρίζει ο Μέγας Βασίλειος την παρούσα διάσταση του βίου. Αλλά ακριβώς επειδή το γεγονός του θανάτου προβάλλει ως η μόνη βεβαιότης της ζωής μας, η Εκκλησία ως Μητέρα, η οποία όντως ενδιαφέρεται για τα παιδιά Της, μας προσκαλεί συνεχώς σε μνήμη θανάτου, την κατά τον Πλάτωνα αληθή φιλοσοφία. Το κάνει δε αυτό, όχι με διάθεση να φοβίσει, αλλά να βοηθήσει προετοιμάζοντας τον καθένα μας για τη μεγάλη αυτή στιγμή της ζωής του.
Σε τι βοηθά να κατανοήσουμε πως όσα χρόνια και αν ζήσουμε στη γη αυτή, έρχεται πάντα η στιγμή της αναχωρήσεως; Μας βοηθά κατ’ αρχήν να τοποθετηθούμε με αποφάσεις ουσιαστικές έναντι της ίδιας της ζωής. Διαπιστώνουμε πως ο χρόνος της ζωής μας έχει όριο, λήξη, όσο μακρύς και αν είναι δεν είναι άπειρος και επομένως, δεν μπορούμε να τον αναλώνουμε σε ο,τι μάταιο, επιπόλαιο, σε ο,τι α-ποτελεί κατά τη λαική έκφραση «χάσιμο χρόνου». Καί αυτό μας καλλιεργεί την αίσθηση του χρέους και της ευθύνης. Τού χρέους ε-ναντι του Θεού, ως «του δωτήρος παντός αγαθού» άρα και του χρόνου της ζωής μας, αλλά και της ευθύνης έναντι του Θεού, του πλησίον και του ίδιου μας του εαυτού για τον τρόπο με τον οποίο δαπανάμε αυτόν το χρόνο.
Καί αυτά τα δύο, το χρέος έναντι του Θεού για τη δωρεά του χρόνου της ζωής μας και η ευθύνη για τον τρόπο διαθέσεώς του, ση-μασιοδοτούν την αίσθηση περί της αιωνιότητας. Διότι όλοι μας αι-σθανόμαστε ότι δεν έχουμε τέλος, δεν έχουμε ημερομηνία λήξεως, δεν υπάρχει περίπτωση να πάψουμε να υπάρχουμε. Κι αυτό το αίσθημα αθανασίας, το οποίο με πολλή σοφία ο Άγιος Θεός εμφύτευσε στον καθένα μας, δεν είναι δυνατό να υπάρχει για να το αναιρεί, να το διαψεύδει, να το καταργεί ο σωματικός θάνατος. Αυτή η ίδια η πεποίθηση που ενυπάρχει στον καθένα μας ότι είμαστε πλασμένοι για την αιωνιότητα, είναι η ισχυρή ένδειξη ότι το γεγονός του θανάτου είναι μια στιγμή της ζωής, η ουσιαστικότερη ίσως, αλλά πάντως όχι η τελευταία. Γι’ αυτό και το τι αντέχει να μας συνοδεύσει στην αιωνιότητα είναι το ισχυρότερο κριτήριο στον τρόπο σκέψεως, αποφάσεως και ενεργείας κάθε συνετού και εχέφρονος, κάθε ανθρώπου του Θεού.
Καί όταν εκμετρουμένη η ανθρώπινη ζωή κρίνεται και προκύ-πτει πρόσημο θετικό, τότε η χαρά και η ικανοποίηση εν ουρανώ και επί γης είναι ασύλληπτα μεγάλες, τόσο που δεν μπορούν να εκφρα-στούν. Μόνο να παραλληλιστούν μπορούν με κάποια ανθρώπινα σχήματα για να γίνουν περισσότερο οικείες προς εμάς και ακόμη πιο ποθητές. Δικαίως λοιπόν, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ως ισχυρό μέτρο συγκρίσεως τον κόπο που καταβάλουν όσοι ασχολούνται με το κυνήγι του κέρδους, για να αναρωτηθεί: «εάν όσοι κυνηγούν το κέρδος, ακόμη κι αν αποτύχουν θεωρούν γλυκύ τον κόπο και δεν αποκάμουν, πόσο περισσότερο γλυκύ θα ‘πρεπε να θε-ωρούν τον κόπο και να μην καταπαύουν όσοι αγωνίζονται να αλιεύ-σουν ανθρώπους στους κόλπους της Εκκλησίας, όταν μάλιστα το κέρδος τους δεν καταναλώνεται σε μία ημέρα, ούτε αφορά στη γη αυτή, αλλά είναι η ίδια η Βασιλεία των Ουρανών»!
Αυτό το ποθητό, το άφθαρτο, το αιώνιο κέρδος της Ουρανίου Βασιλείας αποτέλεσε τον καταλύτη στην απόφαση τόσων ανθρώπων του Θεού από καταβολής κόσμου, και θα τον αποτελεί έως της συντελείας των αιώνων, ώστε να διαγράφουν πορεία ζωής κατά Χρι-στον, διά Χριστόν και εν Χριστώ, αποστρέφοντες την προσοχή τους από τον κόσμο και τα τερπνά του, για να αφιερωθούν στη διακονία του Ευαγγελίου, παραθεωρούντες τις δυνατότητες κοσμικής αναδεί-ξεως και επίγειας καριέρας, και ποθούντες μόνον «το παραρριπτεί-σθαι εν τω οίκω του Θεού». Ένας δε εξ αυτών είναι και ο προκείμενος «άπνους κατακείμενος» πολυαγαπητός και όντως σεβάσμιος, μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κυρός Αγαθόνικος.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης πρώην Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κυρός Αγαθόνικος, κατά κόσμον Αριστοτέλης, Φιλιππότης γεννήθηκε στον Πύργο Τήνου το έτος 1918. Γόνος ευσεβών γονέων του Ευστρατίου και της Σοφίας, από παιδί αγάπησε τη λειτουργική ζωή διακονώντας στο Ιερό, μαζί με τον αοίδιμο συντοπίτη και φίλο του Παντελεήμονα Ρίζο, μετέπειτα Μητροπολίτη Θήρας, Αμοργού και Νήσων. Καί οι δύο εμπνεύσθησαν από τη μορφή του ευσεβούς και χαρισματικού Εφημερίου του Πύργου Τήνου μακαριστού Κωνσταντίνου Αλεξόπουλου, κοντά στον οποίο μαθήτευσαν στην τάξη των Ιερών Ακολουθιών, το λειτουργικό ήθος, αλλά και το μουσικό ύφος. Όλα αυτά συνετέλεσαν, ώστε ο μικρός Αριστοτέλης νωρίς να συνειδητοποιήση την ιερατική του κλίση και αν και καταγόμενος από διάσημη καλλιτεχνική οικογένεια ονομαστών μαρμαρογλυπτών, να αποφασίση να ακολουθήση την πορεία της σταυρικής και θυσιαστικής Ιερωσύνης διακονώντας την υπόθεση του φρικτού Γολγοθά. Μάλιστα δε σε καιρούς δυσχείμερους οπότε οι δυσμενείς ιστορικές συγκυρίες και η εξ αυτών καταθλιπτική πίεση πρόβαλαν επιτακτική την απαίτηση για Κληρικούς ικανούς να «παρακαλέσουν τον λαόν του Θεού»!
Γράφει ο ίδιος ο μακαριστός Αγαθόνικος στο χειροτονητήριο λόγο του εις Επίσκοπον: «Ευλογημένον το όνομα της εν γυναιξί Κε-χαριτωμένης Μαρίας, της μόνης όντως Θεοτόκου, διότι διά των πρε-σβειών της κατηξιώθην της τοιαύτης Χάριτος και ευδοκίας, αφού παιδιόθεν εν τω περικαλλεί και πανσέπτω Ναώ της της ιδιαιτέρας μου πατρίδος Τήνου ανετράφην και ενώπιον “της εικόνος της της σεπτής” απειράκις προσηυχήθην, προκειμένου να τύχω της προστα-σίας της εν τη ζωή μου. Ούτως η σκέπη και βοήθειά Της ποικιλοτρό-πως εξεδηλώθησαν, και δη απ’ αρχής ότε το Ευαγές Ίδρυμα της Ευ-αγγελιστρίας παρέλαβέ με εκ της πτωχής οικογενείας και απέστειλέ με ως υπότροφόν του εις την Εκκλησιαστικήν Σχολήν Κορίνθου»
Τα χρόνια της διαμονής του στην Εκκλησιαστική Σχολή Κο-ρίνθου, τον σημάδευσαν ανεξίτηλα. Όχι μόνο διότι ήταν χρόνια παι-δαγωγίας και καταρτισμού, αλλά και επειδή χαρακτηρίσθηκαν από την παρουσία ανθρώπων, με τους οποίους ο έφηβος Αριστοτέλης συνδέθηκε, όπως ο τότε Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Κορίνθου και μετέπειτα Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρός Αγαθόνικος, προς τιμήν του οποίου έλαβε και το εκκλησιαστικό του όνομα. Τότε γνώρισε ως μεγαλύτερό του Ιεροσπουδαστή και το Βησσαρίωνα Τίκα, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ. Το 1938 μεταγράφεται στην Εκκλησιαστική Σχολή Άρτης, από όπου αποφοιτά το 1939.
Μετά την αποφοίτησή του και μέχρι να λάβει τη μεγάλη από-φαση, ο Αριστοτέλης Φιλιππότης εγγράφεται ως φοιτητής στη Θεο-λογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Α-θηνών και παράλληλα εργάζεται ως Νεωκόρος στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου οδού Μετσόβου. Εκεί τον βρίσκει ο πόλεμος. Ενοχλημένος από την απαλλαγή του από την επιστράτευση ως αγύμναστος και υπό αναβολή λόγω σπουδών, συμμετέχει ολοψύχως σε ο,τιδήποτε ως δραστηριότητα των μετόπισθεν και μάλιστα εκκλησιαστική, θα μπορούσε να βοηθήσει το μέτωπο. Αλλά και κατά την κατοχή, συνεργάζεται με τον Τήνιο συμπατριώτη του τότε Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Ιερώνυμο τον Α΄, στη διοργάνωση σε επίπεδο Ενορίας Αγίου Βασιλείου του «Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης», ενός οργανισμού, ο οποίος τα μέγιστα συνέβαλε στο να επιλυθεί το επισιτιστικό πρόβλημα των Αθηνών και να περιορισθούν οι θάνατοι από ασιτία την περίοδο της Κατοχής.
Μέσα στην Κατοχή, χωρίς καμία κατ’ άνθρωπον ιδιοτέλεια, α-ποφασίζει να προχωρήσει στην απόφασή του να γίνει άγαμος Κλη-ρικός και να διακονήσει την Εκκλησία από όποια θέση τον καλούσε. Λόγω των κινδύνων, αν και ενεγράφη στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Παναχράντου Άνδρου, εκάρη Μοναχός στον Ιερό Ναό Αγίας Ζώνης Κυψέλης. Την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 1942, Κυριακή της Ορ-θοδοξίας, χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου οδού Μετσόβου από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου κυρό Φιλάρετο και τοποθετήθηκε στο Ναό αυτό έως πέρατος των σπουδών του.
Παραλλήλως, αν και Διάκονος, σε συνεννόηση με τον Ιερώνυμο, αναλαμβάνει διακονία σε στρατιωτικά νοσοκομεία των Αθηνών. Το 1946 προσέρχεται ως Προιστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου οδού Μετσόβου ο τότε Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Μητροπολίτης Φθιωτιδος αοίδιμος Δαμασκηνός Παπαχρήστου. Η φιλία και ο αμοιβαίος σεβασμός σφυρηλάτησαν τη μεταξύ Δαμασκηνού και Αγαθονίκου συνεργασία, η οποία έμελλε να διαρκέσει επί μακρόν και να επεκταθεί πέραν των στενών ορίων μιάς Ενορίας.
Την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 1946, Κυριακή της Ορθοδοξίας, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Οδού Μετσόβου, και πάλιν από το μακαριστό Σύρου, Τήνου κυρό Φιλάρετο. Κατόπιν καθολικής απαιτήσεως παραμένει ως Εφημέριος στον ίδιον Ιερό Ναό. Την 30η Αυγούστου 1949 χειροθετείται Αρχιμανδρίτης. Στο ιδιόγραφο ευεργετήριο εις Αρχιμανδρίτην έγγραφο, ο Σύρου, Τήνου Φιλάρετος αναφέρει: «Έχοντες υπ’ όψιν ημών τας αόκνους προσπαθείας Σου προς εκκλησιαστικήν μόρφωσιν και θεολογικήν Σου κατάρτισιν, τας προς την Πατρίδα καλάς σου θρησκευτικάς υπηρεσίας και την ως Κληρικού εμπρέπουσαν συμπεριφοράν Σου προς όλους μεθ’ ων συνειργάσθης μέχρι τούδε Κληρικούς άμα και Λαικούς, απονέμομέν σοι το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου με την πεποίθησιν ότι και εις το μέλλον η Πανοσιολογιότης Σου θέλει εξα-κολουθήση να εργάζηται μετά του αυτού ζήλου υπέρ της Αγίας ημών Εκκλησίας, ήτις τόσην έχει ανάγκην φιλέργων, σεμνών και ευλαβών Κληρικών».
Μετά από λίγο στρατεύεται και κατατάσσεται με το βαθμό του Εφέδρου Ανθυπολοχαγού κατ’ αρχήν και μετά από προαγωγή με το βαθμό του Εφέδρου Υπολοχαγού, στο Θρησκευτικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Υπηρέτησε στην 43η Ταξιαρχία στην περιοχή Σιατίστης και μετά στο Κιλκίς, στο Λαχανά και από το 1951 στη Μα-κρόνησο, όπου εργάσθηκε πολύ για τη βελτίωση των συνθηκών δια-βιώσεως, ιδίως των γυναικών κρατουμένων. Γιά τις προσπάθειές του αυτές δύο φορές απέσπασε τον έπαινο του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Τέλος, το Μάιο του 1953 απολύεται και επιστρέφει ως Εφη-μέριος στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου οδού Μετσόβου.
Μετά από επτά χρόνια, το Μάιο του 1960, ο Προιστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου οδού Μετσόβου και Μετά από λίγο στρατεύεται και κατατάσσεται με το βαθμό του Εφέδρου Ανθυπολοχαγού κατ’ αρχήν και μετά από προαγωγή με το βαθμό του Εφέδρου Υπολοχαγού, στο Θρησκευτικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Υπηρέτησε στην 43η Ταξιαρχία στην περιοχή Σιατίστης και μετά στο Κιλκίς, στο Λαχανά και από το 1951 στη Μα-κρόνησο, όπου εργάσθηκε πολύ για τη βελτίωση των συνθηκών δια-βιώσεως, ιδίως των γυναικών κρατουμένων. Γιά τις προσπάθειές του αυτές δύο φορές απέσπασε τον έπαινο του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Τέλος, το Μάιο του 1953 απολύεται και επιστρέφει ως Εφη-μέριος στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου οδού Μετσόβου.
Μετά από επτά χρόνια, το Μάιο του 1960, ο Προιστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου οδού Μετσόβου και Στη διάρκεια δε της Πρωτοσυγκελλίας του, με κύρια ευθύνη πέραν των διοικητικών, τον τομέα της Νεότητος, μπόρεσε και διοργάνωσε κατηχητικά σχολεία, διακόσια-είκοσι τον αριθμό, διαφόρων βαθμίδων και με χιλιάδες παιδιά, σε μια επαρχία που ελλείπουν τα αστικά κέντρα και πλειοψηφούν τα χωριά, απόδειξη της μέριμνάς του για την ύπαιθρο, αλλά και των αναρίθμητων περιοδειών του ανά τη Φθιώτιδα. Η ικανότητά του να παιδαγωγεί τη νεότητα ανα-γνωρίσθηκε και από την Ελληνική Πολιτεία. Με έγγραφο του Υ-πουργείου Δικαιοσύνης διορίζεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων, με αρμοδιότητα τα σωφρονιστήρια ανηλίκων Λαμίας και Δομοκού.
Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό του τρόπου ενεργείας του Α-γαθόνικου, αλλά και της καθολικής αποδοχής που από νωρίς απο-λάμβανε, σημειώθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1964, κατά τον πρώτο επί-σημο εορτασμό της ανατινάξεως της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Ο Αγαθόνικος, ως εκπρόσωπος του Μητροπολίτη ήταν από νωρίς πα-ρων. Αν και η τελετή διεκόπη και οι επίσημοι αποχώρησαν μετά την εκδήλωση μικρής κλίμακας επεισοδίων, ο Αγαθόνικος παρέμεινε για να τέλέσει το Τρισάγιο των πεσόντων και να συστήσει ηρεμία και ενότητα. Όταν στις 1:22 μ.μ. έγινε η φονική έκρηξη νάρκης, από την οποία σκοτώθηκαν δεκατρείς άνθρωποι και τραυματίσθηκαν άλλοι σαράντα-πέντε, ο Αγαθόνικος προσπάθησε και εν πολλοίς τα κατάφερε, έστω με κόπο, να συγκρατήσει το πανικόβλητο πλήθος. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσαν να φωνάζει. Φοβούμενος την ύπαρξη και άλλης νάρκης, παρά την εκκαθάριση που είχε προηγηθεί, τέθηκε επί κεφαλής ομάδος κόσμου, οι οποίοι οδοιπορώντας πίσω του, έφθασαν στην ασφάλεια της κεντρικής δημόσιας οδού ακολουθώντας ανεστραμμένη την πορεία καθόδου τους προς το σημείο της γέφυρας όπου οι προγραμματισμένες εκδηλώσεις.
Γιά όλα αυτά, όταν με έγγραφο ο αοίδιμος Μητροπολίτης Φθι-ώτιδος κυρός Δαμασκηνός απευθύνεται στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Σεραφείμ, προτείνοντάς του την αξιοποίηση του Πρωτοσυγκέλλου του από την πλέον υπεύθυνη βαθμίδα του Επισκόπου, γράφει: «Κηρύσσει ανελλιπώς τον Θείον Λόγον. Διακρί-νεται διά τας Διοικητικάς του ικανότητας και τας οργανωτικάς τοι-αύτας. Επιτελεί το καθήκον μετά ζήλου απαραμίλλου και αφοσιώ-σεως παραδειγματικής. Ιερουργός άριστος. Κήρυξ του Θείου Λόγου, Κατηχητής και Πνευματικός, ζη εν φόβω Θεού. Έχει βίον ανεπίλη-πτον, ως αρμόζει εις το αξίωμά του και την αποστολήν του. Τας εν τω Στρατεύματι υπέρ της Πατρίδος και του Έθνους προσφοράς του και υπηρεσίας του εξυμνεί (…) έπαινος (…). Δεν είναι υπερβολή το να είπωμεν ότι είναι υπόδειγμα προτύπου Κληρικού (…).».
Έτσι, την 22α Μαΐου 1974 ο Αγαθόνικος Φιλιππότης εκλέγεται πρώτος Μητροπολίτης της αρτισύστατης Ιεράς Μητροπόλεως Μεσο-γαίας και Λαυρεωτικής. Την επόμενη ημέρα έδωσε το Μέγα Μήνυμα στο Συνοδικό Παρεκκλήσιο της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη και την Κυριακή 26 Μαΐου ο εψηφισμένος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Αιγάλεω, από τους μακαριστούς ήδη Μητροπολίτες Φθιώτιδος κυρό Δασκηνό, Λήμνου κυρό Παντελεήμονα, Μαντινείας και Κυνουρίας κυρό Θεόκλητο και Περιστερίου κυρό Αλέξανδρο. Την 1η Ιουνίου 1974 ο νέος Μητροπολίτης έδωκε τη νενομισμένη διαβεβαίωση και την 16η Ιουνίου 1974 έγινε η ενθρόνισή του ως πρώτου Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σπάτων, παρόντων εκπροσώπων όλων των αρχών και των φορέων της περιοχής.
Τα συναισθήματα που τον πλημυρίζουν αποτυπώνονται ανά-γλυφα σε ένα απόσπασμα του χειροτονητηρίου εις Επίσκοπον λόγου του: «Φρίττω αναλογιζόμενος τα περί Αρχιερέως γραφέντα υπό του Θεοφόρου Αγίου Ιγνατίου, ότι δηλαδή “καλοί μεν οι ιερείς και οι του λόγου διάκονοι, κρείσσων δε ο Αρχιερεύς, ο πεπιστευμένος τα Άγια των Αγίων, ος μόνος πεπίστευται τα κρυπτά του Θεού”» (Φιλαδελφείς ΙΧ, 1-3), ή όταν προτρέπη τους χριστιανούς, ίνα “πάντες τω επισκόπω ακολουθείν, ως ο Χριστός Ιησούς τω πατρί (…) και μηδείς χωρίς επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκοντων εις την Εκκλησίαν” (Σμυρναίους VΙΙΙ, 1-5). Διότι εάν πάσαι αι εποχαί είχον ανάγκην ηγετικών αναστημάτων, διά την διαποίμανσιν της Εκκλησίας του Χριστού, φρονώ ότι η σύγχρονος και εν πολλοίς υλιστική τοιαύτη, αναζητεί τοιούτους, οίτινες θα διέλθουν την αγιότητα των Αγγέλων, την πίστιν του Ηλιού, την παρρησίαν του Βαπτιστού, την αυταπάρνησιν των μαρτύρων, την γλώσσαν του Ησαΐου και τον κάλαμον των Πατέρων, ίνα δυνηθούν να επιβληθούν και καρποφορήσουν. Εγώ όμως “υπέρ εμαυτού ου καυχήσομαι ει μη εν ταίς ασθενείαις μου” (Β΄ Κορ. Ιβ΄, 5)». Το αρχιερατικό ήθος αποτυπωμένο μέσα σε μία μόλις παράγραφο!
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του εργάσθηκε ακαταπόνητα για την οργάνωση της νέας Μητροπόλεως. Προτάσσοντας το ήσυχο και μειλήχιο του χαρακτήρα του εργάσθηκε ως ειρηνοποιός με πόθο την ενότητα της Εκκλησίας και κύριο σκοπό τη σωτηρία ψυχών υπέρ ων Χριστός απέθανε. Ως Μητροπολίτης της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, μετείχε ενεργά της Ιεραρχίας της, δίδοντας το παρών σε όλες τις συνεδρίες κατά τις οποίες εκλήθη. Συνοδικός Σύνεδρος διετέλεσε κατά την 123η Συνοδική περίοδο (1979-1980), την 129η (1985-1986), την 135η (1991-1992) και την 142α (1998-1999). Γνώστης πολλών, διακρίθηκε σε όλες τις συνοδικές περιόδους για τη σύνεση και τη μετριοπάθειά του.
Το εκκλησιαστικό του φρόνημα και η πεποίθηση ότι είμαστε διάκονοι στον αμπελώνα του Χριστού και όχι κύριοι αυτού, τον οδή-γησαν στη γενναία απόφαση, μόλις είδε να καταπίπτουν οι σωματι-κες του δυνάμεις και ιδίως μόλις διαπίστωσε ότι δυσκολευόταν στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας, να παραιτηθεί από τη διαποίμανση της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής την 30η Μαρτίου 2004. Το κειμενο της παραιτήσεώς του αντικατόπτριζε το λιτό και δωρικό του χαρακτήρα του: «Διά της παρούσης επιστολής μου ευλαβώς προάγομαι, ίνα αναφέρω τη Αγία και Ιερά Συνόδω της Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι από 1ης Μαΐου ε.ε. παραιτούμαι εκ της θέσεώς μου, λόγω υγείας και παρακαλώ διά τα καθ’ Υμάς.».
Στις 9 Φεβρουαρίου 2006 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησί-ας της Ελλάδος απεφάσισε να τιμήσει με την ανώτατη τιμητική διά-κρισή της, το χρυσό παράσημο του Αποστόλου Παύλου, τον από Με-σογαίας και Λαυρεωτικής Αγαθόνικο «εις έπαινον και τιμήν της θε-οφιλούς, τετιμημένης και εν παντί λαμπράς ποιμαντορίας» του, ο-μολογούσα ότι «καθ’ όλον το διάστημα της πολυετούς διαποιμάνσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής» ο ήδη με-ταστάς διακόνησε «μετά πολλής επιγνώσεως, προσενεγκών σπου-δαίον και πολυσχιδές πνευματικόν έργον».
Ευτύχησε να καταξιωθεί διαδόχου ανταξίου του μεγέθους της αγαπώσης καρδίας του, ο οποίος τον περιέθαλψε και τον φρόντισε στον καιρό του γήρατος και της ασθενείας του. Βεβαίως, ο Αγαθόνικος με την διακρίνουσα τούτον ευγένεια, παραχώρησε το νέο Επισκοπείο στα Σπάτα στο νέο Μητροπολίτη και ο ίδιος επέστρεψε στο χώρο όπου το πρώτο Επισκοπείο της Ιεράς Μητροπόλεως, το οποίο είχε διαμορφώσει στην αρχή της Ποιμαντορίας του. Αλλά, γεγονός παραμένει η πολλαπλώς εκδηλωθείσα μέριμνα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου υπέρ του προκατόχου του κυρού Αγαθονίκου, η οποία αποδεικνύεται και από το ότι ο αοίδιμος Γέροντας έζησε επί ενδεκαετία όλη ως προστατευόμενος του Διαδόχου του, τη συνδρομή και αγαστή συνεργασία βεβαίως και της οικογενείας του, ιδίως των ανηψιών του.
Όμως, όσο μακρύς και αν είναι ο παρών βίος, γνωρίζει πάντα το τέρμα του. Καί ο αοίδιμος Αγαθόνικος, ως έλαία καλλιέλαιος και κατάκαρπος, έμφορτος έργων αγαθών και χαρακτηριζόμενος ως ο φιλακόλουθος και φιλάγιος Ιεράρχης, ως άλλος ήλιος, εβασίλευσε στη ζωή αυτή για ν’ ανατείλει στο άγιο και υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο προσεδρεύων μετά του Εσφαγμένου Αρνίου, του Κυρίου της Δόξης, τον οποίον αγάπησε και διακόνησε εξ άκρας νεότητος αυτού. Δεν θα πανηγυρίσει φέτος η Αγία Θέκλα Πύργου, όπου το προσωπικό καταφύγιο του μακαριστού και όπου πένθιμα σήμερα ηχούν οι καμπάνες. Δεν θα τον απολαύσουν ξανά, υποδειγματικό λειτουργό οι Ναοί και οι Μονές των Μεσογείων και της Λαυρεωτικής. Δεν θα υψωθεί πιά σε ένδειξη ευλογίας το δεξι χέρι του λευκασμένου Ιεράρχη που καταδεκτικός, πρόθυμα δεχόταν όποιον τον πλησίαζε. Διατηρούμε την απλότητα και τη γλυκύτητα της μορφής του στη μνήμη μας και δεόμαστε: Αγαθονίκου του Σεβασμιωτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου του από Μεσογαίας και Λαυρεωτικής η μνήμη αγήρως!