Με λόγο θεσμικό και εύρος αναφορών ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος άνοιξε σήμερα, 7 Οκτωβρίου 2025, τις εργασίες της Ιεραρχίας, τοποθετούμενος για γεωπολιτικά, ανθρωπιστικά και εγχώρια ζητήματα. Η ομιλία κινήθηκε σε καθαρό εκκλησιολογικό πλαίσιο, με σαφείς αναφορές στη Γάζα, τη Συρία και την Ουκρανία, αλλά και στην οξύτατη δημογραφική πρόκληση της χώρας.
Ωστόσο, πίσω από τον σωστά ανήσυχο τόνο, έμειναν αναπάντητα κρίσιμα «πώς»: πώς μεταφράζονται οι διαπιστώσεις σε μετρήσιμες παρεμβάσεις, ποιοι φορείς αναλαμβάνουν τι, με ποιους πόρους και σε ποιο χρονοδιάγραμμα.
Ο Προκαθήμενος έθεσε ως πρωτεύον την προστασία αμάχων και τον σεβασμό του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, στηλιτεύοντας τη λογική του αίματος που «ουδέποτε έλυσε διεθνή προβλήματα». Η αλληλεγγύη προς τα Πατριαρχεία, ιδίως προς τα Ιεροσόλυμα και τη δοκιμαζόμενη Συρία, ήταν καθαρή και θεμιτή. Ωστόσο, η αναγωγή των πολέμων σε «λήθη Θεού» —θεολογικά συνεκτική— αφήνει υπερβολικά μεγάλη σκιά πάνω από τις ευθύνες συγκεκριμένων κρατικών και υπερεθνικών παικτών. Εδώ θα περίμενε κανείς πιο ρητές παραινέσεις προς πολιτικές αρχές και διεθνείς οργανισμούς, με ονομαστική στόχευση και πρακτικές προτάσεις.
Στο ουκρανικό, ο Αρχιεπίσκοπος μίλησε για «δύο ορθόδοξα εθνικά κράτη» που πολεμούν στην πέμπτη χρονιά. Η διατύπωση υπενθυμίζει τον οικουμενικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, αλλά ταυτόχρονα προδίδει την αμηχανία της ευρύτερης ορθόδοξης οικογένειας να αρθρώσει κοινό βηματισμό. Αν και ο λόγος ήταν προσεκτικός, απουσίασε η παραμικρή ένδειξη για το πώς η Ιεραρχία θα καλλιεργήσει γέφυρες με συγκεκριμένα βήματα: θεολογικούς διαλόγους, κοινές δηλώσεις, επιτροπές αλήθειας και συμφιλίωσης, ανταλλαγές κληρικών. Χωρίς τέτοιες κινήσεις, ο κίνδυνος η Εκκλησία να «γεννάει λόγο αλλά όχι λύσεις» παραμένει.
Ιδιαίτερη θέση κατέλαβε το ζήτημα του Σινά. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων της Μονής και της αδελφότητας αναδείχθηκε ως μέτρο κράτους δικαίου και πολιτισμού. Ορθά. Όμως και εδώ έλειψε ένας πρακτικός οδικός χάρτης διαμεσολάβησης: ποια βήματα θα αναληφθούν από την Εκκλησία της Ελλάδος σε συνεργασία με την ελληνική πολιτεία και τα αρμόδια υπουργεία; Ποιος αναλαμβάνει επαφές, πότε και με ποια αιτήματα; Χωρίς τέτοιες λεπτομέρειες, η δίκαιη αγωνία κινδυνεύει να τεθεί στον αυτόματο πιλότο.
Στα εσωτερικά, ο Αρχιεπίσκοπος χτύπησε καμπανάκι για τη δημογραφική κατάρρευση και την ασφυκτική υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στην Αττική. Η διάγνωση είναι σωστή και θαρραλέα. Αλλά ο λόγος έμεινε στη διαπίστωση ότι οι ρίζες είναι «πνευματικές» — κρίση πίστης και αξιών — χωρίς να συμπληρωθεί από τη σκληρή κοινωνική μηχανική που απαιτείται: στεγαστική πολιτική για νέες οικογένειες στην περιφέρεια, φορολογικά κίνητρα για πολυτεκνία, βρεφονηπιακή μέριμνα, ουσιαστική στήριξη μισθών και πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Η Εκκλησία έχει εργαλεία, αλλά το κράτος έχει άλλα — και εδώ χρειάζεται κοινό σχέδιο, όχι παράλληλοι μονολόγοι.
Ο λόγος για το μεταναστευτικό ήταν προσεκτικός, αλλά και οριακά φοβικός. Η υπενθύμιση ότι η κοινωνική συνοχή δεν είναι μόνο οικονομία είναι σωστή· ωστόσο, η εξίσωση της «ετερογενούς κατάστασης» με διάρρηξη συνοχής χρειάζεται πολύ προσεκτικότερη τεκμηρίωση και κυρίως συγκεκριμένες προτάσεις ένταξης. Αν το μήνυμα προς την κοινωνία είναι «σύνεση, σοφία, ισορροπία», τότε χρειάζονται και καλές πρακτικές: ενοριακές γέφυρες, προγράμματα γλώσσας, κοινές δράσεις νέων. Αλλιώς, ο δημόσιος διάλογος γλιστρά εύκολα στην πόλωση που ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος αποδοκίμασε.
Θετικά καταγράφονται οι τρεις άξονες για το μέλλον: στήριξη ιερατικής οικογένειας, Σχολές Μαθητείας Υποψηφίων Κληρικών και διά βίου εκπαίδευση. Είναι στρατηγικές επιλογές που μιλούν στη νεολαία του κλήρου και στις πραγματικές ανάγκες των ενοριών. Όμως τα κλειδιά είναι δύο: χρηματοδότηση και αξιολόγηση. Πόσες θέσεις, ποιο κόστος, ποιοι δείκτες; Θα εμπλακεί το Υπουργείο Παιδείας στις πιστοποιήσεις; Θα υπάρχουν ανοικτά δεδομένα για την πρόοδο; Χωρίς μετρήσιμους στόχους, ο κίνδυνος να μείνουν «ωραία σχέδια σε ωραίες ομιλίες» είναι υπαρκτός.
Η αναφορά στο Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως ως κρατικά αναγνωρισμένο και μοριοδοτούμενο είναι ουσιαστική. Εκεί, η Εκκλησία έχει πλεονέκτημα: δίκτυο, εμπειρία, επαφή με το πεδίο. Αν τα σεμινάρια συνδεθούν με σύγχρονες δεξιότητες (βιοηθική, ψηφιακός γραμματισμός, πρόληψη κακοποίησης, διαχείριση κρίσεων), οι ενορίες μπορούν να γίνουν κόμβοι κοινωνικής ανθεκτικότητας. Χρειάζεται όμως συστηματική εποπτεία περιεχομένου και διαφάνεια. Οι πιστοποιήσεις να μη γίνουν «χαρτιά», αλλά βίωμα.
Ενδιαφέρουσα ήταν και η γείωση της μεγάλης θεματικής «θεολογία και τεχνολογία» στις εισηγήσεις περί τεχνητής νοημοσύνης. Η Εκκλησία δεν έχει την πολυτέλεια να σχολιάζει απέξω: οι αλγόριθμοι ήδη διαμορφώνουν συνειδήσεις, κατανάλωση, πολιτική. Αν οι επιτροπές της Ιεραρχίας αξιοποιήσουν θεολόγους, νομικούς, πληροφορικούς, ψυχολόγους, θα μπορούν να παράγουν οδηγίες ποιμαντικής για την ψηφιακή εποχή. Και, κυρίως, να προστατεύσουν ευάλωτους ανθρώπους από παραπληροφόρηση, εθισμό, εκμετάλλευση.
Στο πολιτειακό επίπεδο, ο Αρχιεπίσκοπος κράτησε αποστάσεις από τον εύκολο σχολιασμό της επικαιρότητας. Αυτό τον προστατεύει από μικροκομματικές περιαιρέσεις, αλλά αφήνει κενό όταν η κοινωνία ζητά καθαρό λόγο για σχολεία που κλείνουν, για φτώχεια, για την αποψίλωση της περιφέρειας. Η ισορροπία είναι δύσκολη· ωστόσο, αν η Εκκλησία θέλει να έχει «ισχυρή φωνή» αύριο, όπως είπε, οφείλει σήμερα να μιλήσει με στοιχεία, να διεκδικήσει συνεργασίες και να δεσμευτεί δημόσια σε χειροπιαστά έργα.
Συνολικά, η ομιλία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου είχε βάθος και συνέπεια, έβαλε τον πήχη ψηλά και υπενθύμισε ότι χωρίς πνευματική πυξίδα η κοινωνία βραχυκυκλώνει. Εκεί που υστερεί είναι στην επιχειρησιακή μετάφραση. Η Ιεραρχία έχει τώρα την ευκαιρία —και την ευθύνη— να γεμίσει τις γενικές γραμμές με συγκεκριμένα βήματα, χρονοδιαγράμματα και συνεργασίες. Αλλιώς, ο δημόσιος έπαινος για τον «θεσμικό τόνο» θα συνοδευτεί από το γνώριμο παράπονο: ωραίοι λόγοι, λίγες δεσμεύσεις.
Το στοίχημα θα κριθεί όχι στα πρακτικά της Συνεδρίας, αλλά στις ενορίες, στις οικογένειες, στα σχολεία και στις γειτονιές. Εκεί όπου η Εκκλησία —όταν θέλει— ξέρει να γίνεται πράξη.