Συνεχίσθηκαν χθες 23 Σεπτεμβρίου οι εργασίες του ΙΕ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, το οποίο διοργανώνει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ιερά Μητρόπολη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού, στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Καρέα, με τη συμμετοχή 116 εκπροσώπων από 63 Ιερές Μητροπόλεις. Γενικό θέμα του Συμποσίου, το οποίο έχει θέσει υπό την αιγίδα του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, είναι:
«ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΟΥ ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΥ»
Το πρωί τελέσθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρέα Θεία Λειτουργία, με τη συμμετοχή όλων των εκπροσώπων – συνέδρων.
Κατόπιν στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Καρέα συνεχίστηκαν οι εργασίες του Συμποσίου σε Δεύτερη Συνεδρία με προεδρεύοντα τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Νικόλαο Ιωαννίδη, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά την οποίαν ομίλησαν οι παρακάτω αναφερόμενοι με τα εξής θέματα:
Οι πρώτοι εισηγητές: Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους κ. Γεώργιος και Ελλογιμώτατος κ. Παντελής Λέκκου Δρ. Θεολογίας, ανέπτυξαν το θέμα : «Οι Ακολουθίες του Αποδείπνου και του Μεσονυκτικού». Ο Σεβασμιώτατος ανέφερε ότι: «Στην εισήγηση αυτή εξετάζονται δύο ακολουθίες της Εκκλησίας, το γνωστό Απόδειπνον και το σχετικά άγνωστο Μεσονυκτικόν. Το Απόδειπνον ξεκίνησε ως ιδιωτική προσευχή των μοναχών, που γινόταν στα κελιά τους και με αγιογραφική βάση τον 90ο Ψαλμό. Με την πάροδο του χρόνου ξέφυγε από τα όρια των Μονών και εισήλθε στις ενορίες, ως ακολουθία μετά το δείπνο και προ του ύπνου, οπότε το μέγεθός της οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας μιάς επιτομής της.
Έτσι, περί τα τέλη του 14ου και 15ου αιώνα, διαμορφώθηκαν δύο ακολουθίες, το Μικρόν Απόδειπνον, που διαβάζεται όχι μόνο στον ναό αλλά και ιδιωτικά από όλους τους πιστούς, κληρικούς και λαικούς και το Μέγαν Απόδειπνον, που τελείται την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στους ναούς.
Το Μεσονυκτικόν είναι μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ακολουθία, άγνωστη στους κατοίκους των πόλεων, λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει η ώρα τελέσεώς της. Προέρχεται από τις Μονές και καλύπτει την ανάγκη των μοναχών για προσευχή ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Αποτελεί μία από τις πλουσιότερες σε συμβολισμούς ακολουθία, που έχει συγκροτηθεί από εξαιρετικής θεολογικής δύναμης αγιογραφικό και υμνολογικό υλικό. Η Ανάσταση και η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου είναι το νόημά της και αυτό συνδυάζεται με την επιθυμία του πιστού να προσευχηθεί στον Θεό την συγκεκριμένη ήσυχη και ήρεμη ώρα του εικοσιτετραώρου. Διακρίνεται σε Μεσονυκτικόν των καθημερινών, του Σαββάτου και της Κυριακής.
Συμπερασματικά, οι δύο αυτές εκλεκτές ακολουθίες έχουν σχέση με τις νυκτερινές ώρες του εικοσιτετραώρου, η μία ως προσευχή προ της ελεύσεως της νυκτός και η δεύτερη ως προσευχή στο μέσο της. Προβάλλουν την ευχαριστία και την μετάνοια του πιστού για την απελθούσα ημέρα, την επιθυμία προσευχής για την επερχόμενη νύκτα, με τους κινδύνους που κρύβει και τους συμβολισμούς που έχει, την Ανάσταση, την προσευχή για τους κεκοιμημένους, την Δευτέρα Παρουσία και την ανάγκη εγρήγορσης των πιστών».
Ο δεύτερος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύ-τερος κ. Θεμιστοκλής Χριστοδούλου, Δρ. Θεολογίας, παρουσίασε το θέμα : «Η Ακολουθία του Όρθρου: Ιστορία και Θεολογία». Ο ομιλητής τόνισε ότι : «Η ακολουθία του Όρθρου είναι η πιο πλούσια και πιο λαμπρή από τις λοιπές ακολουθίες του νυχθημέρου, αλλά για τον λόγο αυτό είναι και η πιο πολύπλοκη και δυσκολοκατανόητη από κληρικούς, ιεροψάλτες και λαικούς.
Η ακολουθία του Όρθρου κληροδοτήθηκε στη χριστιανική Εκκλησία από την Συναγωγή, δηλ. από την πράξη του Ιουδαικού ναού και φυσικά από την ιδιωτική προσευχή των Ιουδαίων. Οι μοναχοί αυτήν την ιδιαίτερη και ατομική προσευχή την έκαναν συν τω χρόνω ομαδική, και βαθμηδόν της προσέδωσαν την μορφή της ακολουθίας.
Η ακολουθία του Όρθρου όπως αυτή τελείται σήμερα στους ενοριακούς ναούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανήκει στον μοναστικό ή μοναχικό τύπο. Αυτό σημαίνει ότι έλκει την καταγωγή του από το Αγιοσαββαιτικό μοναστήρι των Ιεροσολύμων. Την τελική όμως μορφή του ο Όρθρος, όπως και όλες οι λοιπές ακολουθίες του νυχθημέρου, έλαβε από την Κωνσταντινούπολη, χάρη των μοναχών της Μονής Στουδίου. Η Σαββαιτική ποίηση με την επικράτησή της μεταλαμπαδεύθηκε μετά του τυπικού της στη Μονή του Στουδίου (λειτουργικό ζυμωτήριο), και εκεί με τις κατάλληλες ζυμώσεις διαδόθηκε στη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και απανταχού της Οικουμένης. Εκεί συνετελέσθη (ζυμώθηκε) η διαμόρφωση της ακολουθίας του Όρθρου με επιδράσεις από τον Ασματικόν ή ενοριακόν τύπον. Η ακολουθία του Όρθρου είναι ένα αποτέλεσμα αλλαγών και προσθαφαιρέσεων μέσα στο διάβα πολλών αιώνων, καθότι μέχρι σήμερα δεν έχομε καμμιά μαρτυρία περί της παλαιάς εκείνης ενοριακής ή ασματικής τάξεως, παρά μόνον σπαράγματα και αποσπασματικές μαρτυρίες.
Αρχικά ο όρθρος ήταν μια πρωινή ακολουθία που ψαλλόταν κατά το χρονικό διάστημα προ της ανατολής του ηλίου. Η στιχολογία του ψαλτηρίου ήταν κατά τους πρώτους αιώνες ο βασικός κορμός της ακολουθίας του όρθρου. Αυτήν όμως την στιχολογία άρχισε να περιορίζει η συνεχώς αυξανόμενη εκκλησιαστική μουσική που αναπτύχθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ως φαίνεται ανέπτυξε τον κοσμικό ή ενοριακό τρόπο λατρείας και περιόρισε τους ψαλμούς σε έναν ή δύο. Η ανάπτυξη της υμνογραφίας υπό των Σαββαιτών πατέρων, συνέπεια της αγωνιστικής φροντίδας για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας, με νέους ύμνους που κατασαφηνίζουν τα δόγματα και τις χριστιανικές παραδόσεις εξ αιτίας της εμφανίσεως νέων αιρέσεων και φυσικά κατά της Εικονομαχίας, οδήγησαν σε ένα εντελώς διαφορετικό τυπικό ακολουθίας του όρθρου, σε δύο ή τρία καθίσματα, πράξη η οποία αναπόφευκτα επιμήκυνε την στιχολογία των ωδών. Ωστόσο το πλήθος των νέων τροπαρίων έδωσε μια λαμπρότητα στις ακολουθίες, αλλά έδωσε κι ένα νέο περιεχόμενο στις εορτές των αγίων, ούτως ώστε ξέφυγε από τη μονοτονία της αναγνώσεως. Σίγουρα τα τροπάρια και η ψαλμώδηση σ’ αυτό προσέδωσε μια νέα μορφή στην όλη εκτέλεση της ακολουθίας, πράξη που πολύ αγαπήθηκε και αγκαλιάσθηκε από τα πιστά μέλη της Εκκλησίας, μοναχούς και κυρίως λαικούς.
Στα μοναστήρια η ακολουθία του Όρθρου έλαβε μια μεγάλη χρονική έκταση, η οποία κάλυψε το διάστημα από το τέλος της ακολουθίας του Μεσονυκτικού μέχρι τις πρωινές ώρες. Αυτό σημαίνει ότι η νέα ακολουθία του Όρθρου συγχώνευσε τον αρχικό όρθρο με την παλαιά νυχτερινή μοναχική ακολουθία. Ήταν θα λέγαμε μια προσπάθεια να ενταχθεί μέσα στον κορμό της και η παλαιά τάξη των αυστηρώς βιούντων μοναχών αλλά και της πράξεως της ενορίας.
Η μετά την περίοδο της Εικονομαχίας επικράτηση του μοναχικού ή μοναστικού Τυπικού επέφερε και στις ενορίες την επικράτηση της πολύπλοκης και χρονοβόρας μοναστικής ακολουθίας του όρθρου, πράξη που ως απεδείχθη και αποδεικνύεται μέχρι σήμερα ήτο δύσκολη στην εφαρμογή της, ιδιαιτέρως σε ενορίες παρηκμασμένες με έναν ή καθόλου ψάλτη. Όλη η δομή των ακολουθιών του μοναχικού τυπικού πρέπει να αντιληφθούμε ότι απαιτεί μεγάλο χορό, ή για τα μοναχικά δεδομένα πολλούς ψάλτες, αναγνώστες και καλούς τυπικάρηδες. Αυτή η παγίωση του μοναχικού τυπικού έναντι του ασματικού ή ενοριακού επέφερε συν τω χρόνω ως γνωστόν στους ενοριακούς ναούς και την εν γένει ενοριακή πράξη ένα πρόβλημα προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Έτσι ως προς το χρόνο τελέσεώς του ο Όρθρος απομακρύνθηκε από το Μεσονυκτικόν και μετετέθη η ακολουθία για τις πρώτες ώρες της ημέρας προσεγγίζοντας την Θεία Λειτουργία, μετά της οποίας συνεδέθη ως φαίνεται μέχρι σήμερα άρρηκτα και σχεδόν αδιάσπαστα.
Αλλά και το μήκος της όλης ακολουθίας του όρθρου από τέσσερεις ώρες άρχισε σταδιακά να περιορίζεται για να φθάσει σήμερα στις ενορίες μας περίπου στις δύο ή λιγότερο ώρες. Έγινε δηλαδή και πάλι μια σύντμηση, όχι φυσικά δόκιμη, αλλά κατά το δοκούν. Δυστυχώς καθίσταται κανόνας στη Λειτουργική Επιστήμη, οι όποιες αλλαγές να γίνονται από αδαείς και απλοικούς ανθρώπους. Κυρίως όμως οι συντμήσεις αυτές έγιναν εν πρώτοις εις βάρος του βιβλικού στοιχείου και κατόπιν και του υμνολογικού. Οι όλες αυτές αλλαγές και άλλες που συμβαίνουν σήμερα για πολλούς και διαφόρους λόγους καθιστούν πολύ δύσκολη την αποκατάσταση του Όρθρου στην αρχική του μορφή. Αυτό φυσικά που γίνεται από την Λειτουργική Επιστήμη δεν είναι όπως εικάζουν εύκολα κάποιοι ευκολοσκανδάλιστοι μια επιστροφή σε νέους τύπους λατρείας, κατά βάσιν όμως παλαιούς, αλλά για να καταλαβαίνουμε αυτά που τελούμε σήμερα, ποιά βάση και τι παλαιότητα έχουν σήμερα στην λατρεία, προκειμένου τελώντας κάτι μέσα στο ναό, να το κατανοούμε πως και γιατί εξελίχθηκε μέχρι τις ημέρες με τον α΄ ή β΄ τρόπο. Αλλά και κάποιες ακόμα διευθετήσεις επί της ακολουθίας του όρθρου που γίνονται σήμερα «αβασάνιστα», αποδεικνύουν περίτρανα ότι ακόμη και σήμερα η ακολουθία του Όρθρου δυναμικά εξελίσσεται».
Ο τρίτος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος κ. Στέφανος Αλεξόπουλος, επίκουρος καθηγητής λειτουρ-γικής στο Catholic University of America παρουσίασε το θέμα: «Οι Ακολουθίες των Ωρών και των Μεγάλων Ωρών: Ιστορία και Θεολογία». Η διαπραγμάτευση του θέματος χωρίστηκε σε τρία μέρη: Στο πρώτο μέρος ο ομιλητής εξέτασε τις αρχές και τις πρώτες μαρτυρίες σχετικώς με τις Ακολουθίες των Ωρών (Πρώτη, Τρίτη, Έκτη και Ενάτη) στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και κατόπιν σκιαγράφησε την εξέλιξη των Ωρών μέσα από τη χειρόγραφη παράδοση και την επικράτηση των Ακολουθιών των Ωρών του λειτουργικού τύπου της Μονής του Αγίου Σάββα.
Στο δεύτερο μέρος ο ομιλητής διαπραγματεύτηκε τις ιστορικές αρχές των Μεγάλων Ωρών της Μ. Παρασκευής στην λειτουργική παράδοση των Ιεροσολύμων και την εξέλιξή τους, και σημείωσε ότι οι Μεγάλες Ώρες της παραμονής των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων αποτελούν προιόν μίμησης των Μεγάλων Ωρών της Μ. Παρασκευής. Στο τρίτο μέρος της εισηγήσεώς του ο ομιλητής έκανε μια θεολογική επισκόπηση των Ακολουθιών των Ωρών και των Μεγάλων Ωρών και συμπέρανε ότι τρία κυρίως θεολογικά μοτίβα αναδεικνύονται μέσα από τις ακολουθίες αυτές: Μίμηση, Ανάμνηση, και Επίκληση».
Μετά το σύντομο διάλειμμα επαναλήφθηκαν οι εργασίες με την Τρίτη Συνεδρία υπό την προεδρία του Ελλογιμωτάτου κ. Γεωργίου Φίλια, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο πρώτος εισηγητής Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος κ. Παρασκευάς Αγάθωνος, Καθηγητής στην Ιερατική Σχολή της Κύπρου στον Τομέα της Λειτουργικής και στο Ευρωπαικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ανέπτυξε το θέμα: « Οι Ακολουθίες του νυχθημέρου κατά τις καθημερινές της Μ. Τεσσαρακοστής». Ο ομιλητής ανέφερε πως: «Η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής είναι η κατ’ εξοχήν κατανυκτική περίοδος του λειτουργικού έτους. Σ’ αυτήν, από πλευράς Λατρείας, δεσπόζουν οι πολλές και μακρές εκκλησιαστικές ακολουθίες. Τούτες κατατάσσονται σε δύο ομάδες· στις ακολουθίες του νυχθημέρου (μεσονυκτικόν, όρθρος, α΄, γ΄, στ΄ και θ΄ ώρα και εσπερινός), και στις ιδιαίτερες για την Σαρακοστή ακολουθίες (μέγα απόδειπνον, τυπικά, προηγιασμένη, ακάθιστος ύμνος, μέγας κανών). Η κατανυκτικότητα της Σαρακοστής είναι αποτέλεσμα και του λειτουργικού συντηρητισμού της. Τούτος, ως και η μέσω αυτού αρχαιοπρέπεια της περιόδου, συνετέλεσαν ώστε, αφ’ ενός μεν οι ακολουθίες της να διατηρηθούν σχεδόν αλώβητες, αφ’ ετέρου δε να κρατήσουν πολλά αρχαικά λειτουργικά στοιχεία. Ο λειτουργικός αυτός πλούτος, χωρίς να ελλείπουν και αρχαία στοιχεία του ενοριακού τυπικού, διαμορφώθηκε σε μεγάλα μοναστικά κέντρα. Από του Ι΄ δε αιώνος και εντεύθεν μεταφέρθηκε και στις ενορίες, όπου στο εξής ενεφανίσθησαν ουκ ολίγα λειτουργικά προβλήματα».
Η δεύτερη εισήγηση είχε ως θέμα: «Το Μέγα Ωρολόγιον». Ο εισηγητής Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Γρηγόριος Ιωαννίδης, Δρ. Θεολογίας, υπογράμμισε ότι: «Το βασικότερο λειτουργικό βιβλίο της ημερονυκτίου ακολουθίας. Κατεξοχήν βιβλίο Παλαιστινιακής μοναστικής προέλευσης, παντελώς άγνωστο στις Κωνσταντινουπολίτικες λειτουργικές πηγές. Το αρχαιότερο σωζόμενο ελληνικό χειρόγραφο Ωρολόγιο ανάγεται στον 9ο αιώνα (το Σινά 863), το οποίο και επιγράφεται ως «Ωρολόγιον κατά τον κανόνα της Λαύρας του αγίου Σάββα». Οι δε γεωργιανές λειτουργικές πηγές διασώζουν τη λειτουργική πράξη της ημερονυκτίου ακολουθίας των Ιεροσολύμων του 8ου αιώνα (πρβλ. το γεωργιανό χειρόγραφο Σινά 34).
Στις αρχές του 9ου αιώνα, μοναχοί της μονής του Αγίου Σάββα φθάνουν στη Μονή του Στουδίου ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Αγίου Θεοδώρου για να ενισχύσουν τον αγώνα υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων. Μαζί τους οι αγιοσαββίτες πατέρες μεταφέρουν και το «Ωρολόγιο» της Μονής τους, το οποίο γίνεται γνωστό και αποδεκτό στην Κωνσταντινούπολη μέσω της Στουδιτικής λειτουργικής παράδοσης. Την ίδια στιγμή, η αγιοπολίτικη μοναστική λειτουργική πράξη θα δεχθεί αρκετά στοιχεία του ασματικού τυπικού της Κωνσταντινούπολης (ευχές, διακονικά, λιτανείες, υμνους, αντιφωνική ψαλμωδία κλπ.).
Στούς αιώνες που θα ακολουθήσουν (10ο-12ο αι.) οι ακολουθίες του «Ωρολογίου» θα εμπλουτιστούν με περαιτέρω ύμνους, ευχές, μεσώρια κλπ., ενώ μέχρι το 14ο και 15ο αιώνα θα γίνει διπλάσιο σε μέγεθος με την προσθήκη τροπαρίων του μηνολογίου, των κινητών και ακινήτων εορτών, καθώς επίσης και διαφόρων ακολουθιών (όπως Ακάθιστος Ύμνος), παρακλητικών κανόνων (προς την Υπεραγία Θεοτόκο), Ευαγγελικών περικοπών, Πασχαλίων, Πατερικών κειμένων κ.α.
Το «Ωρολόγιο» θα εκδοθεί για πρώτη φορά το 1509 στο τυπογραφείο του Ζαχαρία Καλλιέργη στη Βενετία, ενώ στην ίδια πόλη το 1832 ο Ίμβριος λόγιος κληρικός Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός θα επιμεληθεί με πατριαρχική άδεια την έκδοσή του στο τυπογραφείο του Φραγκίσκου Ανδρεόλα, η μορφή και διαίρεση του οποίου φθάνει σε εμάς σήμερα».
Η Τρίτη εισήγηση είχε ως θέμα: «Το Ωρολόγιον του Θηκαρά». Ο ομιλητής, Ελλογιμώτατος κ. Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ανεφέρθη στα παρακάτω : «Το εν λόγω Ωρολόγιο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά τους 16ο και 17ο αιώνες και καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Έχει δε εκδοθεί προσφάτως από την Ι. Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους. Η σημασία του για τη σύγχρονη έρευνα αλλά και την πνευματική ζωή είναι εξαιρετική. Σε ερευνητικό επίπεδο προβάλλει την παράδοση των Ανθολογίων αλλά και την ανάγκη εμβριθούς μελέτης των πατερικών και λειτουργικών πηγών. Σε πνευματικό επίπεδο επισημαίνει την ενότητα κοινής και κατ’ ιδίαν προσευχής και ενθαρρύνει την μέσα από τη Λατρεία βίωση και υπεράσπιση της πίστης».
Ακολούθησε εποικοδομητική συζήτηση και η καθιερωμένη μεσημβρινή διακοπή όπου προσφέρθηκε το Γεύμα.