Απάντηση στην εφήμεριδα “Ορθόδοξος Τύπος” δίνει με επιστολή του ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος με αφορμή την απόφαση Αρχιμανδρίτη να μην μνημονεύει το όνομά του.
Απαντά για τις σχέσεις με τους Ρωμαιοκαθολικούς κια σημειώνει μεταξύ άλλων πως “η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινος διαφοράς πρέπον να θυσιάζηται”
Ακολουθεί ολόκληρη η απάντηση του Μητροπολίτου:
Προς
τον Αξιότιμον
κ. Γεώργιον Ζερβόν
Διευθυντήν της Εφημερίδος «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ»
Εις Αθήνας
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Φιλοξενηθείσης εις το υπ’ αριθμ. 2038/26.09.2014 φύλλον, σελίς 8, της Εφημερίδος «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» της επιστολής του αυτοπροαιρέτως εκ της Εκκλησίας αποτειχισθέντος Πανοσιολ. Αρχιμ. Εύθυμίου Χαραλαμπίδη, διά της οποίας, ψευδόμενος, συκοφαντών και διαστρέφων την αλήθειαν προσπαθεί να δικαιολογήση τα αδικαιολόγητα και να καθησυχάσει το τεταραγμένον εκ της πράξεως ταύτης συνειδός του, εν πρώτοις και προς γνώσιν πάντων των προβληματισθέντων εκ των γραφομένων υπ’ αυτού και εις άπαντας τους φιλικούς εις αύτόν ιστοτόπους προθύμως αναπαραγομένων και μεθ’ υβριστικών προς το πρόσωπον ημών ανωνύμων, ως εικός, σχολίων διανθιζομένων, εν αγάπη και αληθεία δηλούμεν τα κάτωθι.
Αφ’ ης ημέρας, χάριτι και ευδοκία Κυρίου, ανελάβομεν την διαποίμανσιν της Παναγιοφυλάκτου Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Τήνου, κλπ., μεταξύ των άλλων στόχων, εθέσαμεν και την εν ειρήνη, αρμονία και συνεργασία συμβίωσιν των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών συνοίκων των ευλογημένων Νήσων της Μητροπόλεως ημών Σύρου και Τήνου, πεποιθότες ότι «Ο επίσκοπος οφείλει να εμμένη αείποτε εν ταίς ηθικαίς του ιερού Ευαγγελίου αρχαίς και ουδέποτε να εξέρχηται τούτων ή να παραβαίνη αυτάς δήθεν λόγω δογματικών διαφορών….Η Χριστιανική αγάπη εστίν αναλλοίωτος, δι’ ο ουδ’ η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν’ αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα…Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινος διαφοράς πρέπον να θυσιάζηται. Παράδειγμα έστω ο Απόστολος των Εθνών, όστις εξ αγάπης και προς αυτούς τους Σταυρωτάς του Χριστού ηύχετο ανάθεμα είναι αυτών. Ο μη αγαπών τους ετεροδόξους επίσκοπος, ο μη και υπέρ αυτών εργαζόμενος, από ψευδούς κινείται ζήλου, διότι όπου η αγάπη εκεί και η αλήθεια και το φως!» κατά την διδαχήν του μεγάλου συγχρόνου Πατρός της Εκκλησίας ημών Αγίου Νεκταρίου («Ποιμαντική», σελ. 192).
Καί ταύτα, ουδέ κατά κεραίαν εκκλίνοντες των ορίων, α οι Πατέρες ημών διά των Ιερών Κανόνων έθεντο, εμμένομεν εις τους δοθέντας φρικτούς κατά την ώραν της εις Επίσκοπον χειροτονίας ημών όρκους διά την τήρησιν και υπεράσπισιν των θείων Δογμάτων της Αμωμήτου ημών Πίστεως.
Παρά ταύτα, όμως, αρκετοί, οι οποίοι δεν κινούνται πάντοτε εκ καλής θελήσεως, διασπείρουν ανά την Ελλάδα φήμας και «ειδήσεις» περί λόγων και γεγονότων, τα οποία πόρρω μεν απέχουν της αληθείας και της πραγματικότητος, προκαλούν δε προβληματισμόν των πιστών και αδίκους επιθέσεις εις το πρόσωπον ημών.
Έχοντες την ποιμαντικήν ευθύνην μιάς κοινωνίας, εις την οποίαν, διά λόγους ιστορικούς, από αιώνες συμβιώνουν, ίσως όχι πάντοτε αρμονικά-κατά το παρελθόν, κυρίως- Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, και εις την οποίαν το φαινόμενον των μικτών Γάμων είναι ιδιαιτέρως συχνόν, καλούμεθα εν πλήρει συναισθήσει της ημετέρας ευθύνης να συμβάλλωμεν εις την εν αγάπη και αληθεία συμβίωσιν και πρόοδόν της.
Συχνάκις, μάλιστα, διερωτώμεθα εάν οι θεωρούντες ημάς «προδότην» της Ορθοδοξίας, επειδή επιδιώκομεν και εργαζόμεθα διά την επικράτησιν αγάπης, συνεργασίας και φιλαλληλίας μεταξύ των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών, διαθέτουν πλήρη γνώσιν των δεδομένων της ενταύθα κοινωνίας.
Διερωτώμεθα, εάν θα επεθύμουν τον χωρισμόν των οικογενειών ή το μίσος μεταξύ των Χριστιανών!
Διερωτώμεθα, εάν θα επεθύμουν την επιλεκτικήν άσκησιν της φιλανθρωπίας, εάν θα μας έκρινον αγωνιστάς και ομολογητάς της Ορθοδοξίας μόνον εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν θα ηρνούμεθα να προσφέρωμεν αίμα εις Ρωμαιοκαθολικόν, θα ηρωτώμεν τον εμπερίστατον συνάνθρωπόν μας εάν είναι Ορθόδοξος, πριν τον βοηθήσωμεν, θα ηρνούμεθα να ευχηθώμεν, να συμφάγωμεν-τι λέγω, να χαιρετίσωμεν, κατά την άποψιν ωρισμένων-τους μη Ορθοδόξους….Άπαγε!
Εις την μικράν κοινωνίαν των νήσων Σύρου & Τήνου της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, ζώμεν εις μίαν ιδιόμορφον πραγματικότητα,η οποία απαιτεί διαρκή εγρήγορσιν διά την διατήρησιν της ομονοίας και την ταυτόχρονον ενίσχυσιν της Ορθοδοξίας, γεγονός το οποίον μόνον οι γνώσται της το καταλαβαίνουν και διά το οποίον χρειαζόμεθα ενίσχυσιν δι’ ευχών και όχι επίθεσιν δι’ αναληθειών.
Προσέτι, και επειδή όλοι αναγνωρίζομεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Εκκλησία των Πατέρων, ο λόγος των οποίων είναι δυναμικός, σταθερός, ενίοτε δε και τολμηρός, μη εξαρτώμενος εκ των εκκλησιαστικών καταστάσεων, των προσωποληψιών ή των ευκαιριακών και ευμεταβλήτων αντιλήψεων του ποιμνίου, παραθέτομεν Επιστολήν του πρώτου μετά την Άλωσιν Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου, του και μαθητού του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, προς τον Ηγούμενον της μονής Σινά Μάξιμον Σοφιανόν:
«Έτι ηρώτησαν οι μοναχοί ει ένι συγκεχωρημένον, ίνα διδώτε τοις Αρμενίοις ή Λατίνοις την παναγίαν τοις προσκυνηταίς. Ημείς δε λέγομεν ίνα διδώτε αυτοίς και το αντίδωρον· χριστιανοί γαρ εισί και διά τούτο έρχονται εκ τοσούτων διαστημάτων εις προσκύνησιν του δεσποτικού τάφου. Ει γούν και εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών διά τινα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι, αλλ’ ως χριστιανοί μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούσι τον αγιασμόν ημών, και ημείς οφείλομεν διδόναι·το γαρ Μη δώτε τα άγια τοις κυσί (Ματθ.7,6) και τα εξής περί των απίστων νοείται, ήγουν Ιουδαίων και Σαρακηνών και Ελλήνων και Μανιχαίων και άλλων, οίτινες προσποιούνται τον χριστιανισμόν μη όντες χριστιανοί· διό και επάγει· μήποτε στραφέντες καταπατήσωσιν αυτά και ρήξωσιν υμάς (Ματθ. 7,6). Κύνες ούν εισί και χοίροι οι πατούντες·οι δε μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούντες τα άγια και προσλαμβάνοντες ούκ εισί τοιούτοι.’Ακούετε δε και του Κυρίου ειπόντος ότι· Ο μη ων καθ’ημών υπέρ ημών εστί (Μαρκ. 9,40), και τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω (Ιω. 6,37). Το μέγα μυστήριον της κοινωνίας μόνον μη δίδοτε αυτοίς, ου μόνον διά την του Μυστηρίου υπεροχήν, αλλά διά το μυστήριον τούτο παριστάν μεν όλην την θείαν οικονομίαν, προηγουμένης δε της ομολογίας του συμβόλου της αληθούς πίστεως τελειούσθαι, και διά τούτο τοις εις την θείαν οικονομίαν ή εις την θεολογίαν ψευδοδοξούσι και τη καθολική αντιλέγουσιν Εκκλησία ου δεί αυτό δίδοσθαι…
Διό και οι αγιώτατοι Πατριάρχαι, ότε ελειτούργουν εορτασίμως, ερχομένους και Αρμενίους και Λατίνους και ισταμένους μετά πάσης ευλαβείας εις την λειτουργίαν, ουκ εδίωκον, αλλά και απερχομένους μετά των Ορθοδόξων και προσκυνούντας και ασπαζομένους την πατριαρχικήν χείρα και ευλόγουν και εδίδουν αυτοίς το αντίδωρον· ως γαρ μαθηταίς του Χριστού ουκ εξέβαλον έξω τους εις αυτούς ερχομένους.’Αρκετόν ούν εστί ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ λαμβάνετε αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι και κεχωρισμένοι· αλλά εάν ζητώσιν αυτοί τον αγιασμόν αφ’ υμών, οφείλετε μη αποπέμπειν αυτούς, ως προείπομεν» (Ι.Μ.Φουντούλη, Η οικονομία σε λειτουργικά θέματα κατά τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο-Ποιμαντικές ανάγκες της Τουρκοκρατίας, Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Οθωμανική [περίοδος 1430-1912,Α ́[Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης, αυτοτελείς εκδόσεις 12],Θεσσαλονίκη 1993, σ. 192-193).
Όσον δ’ αφορά τα όσα ψευδή και συκοφαντικά ο προμνησθείς Αρχιμανδρίτης άναφέρει, προς ειρήνευσιν τεταραγμένων εκ τούτων ψυχών, σας γνωρίζομεν ότι:
ΟΥΔΕΠΟΤΕ συνευχήθημεν μετά ΡΚαθολικών, η δε παρουσία μας εις την επίμαχον χειροτονίαν δεν ήτο συμμετοχή εις αυτήν ή, έτι χείρον, συμπροσευχή, αλλά παρουσία, μετά των τα πρώτα φερόντων και πλήθους λαού της Σύρου, εις εν γεγονός σημαντικόν, διά το σύνοικον ΡΚαθολικόν στοιχείον.
Η ευχετήριος προσλαλιά μας εξεφωνήθη προ της ενάρξεως της τελετής, χωρίς ουδεμίαν δογματικήν αναφοράν ή υπαινιγμόν να εμπεριέχη, ει μη μόνον διά κακοβούλους και προκατειλημμένους, και απευθυνόταν προς ένα θρησκευτικόν ηγέτην, μετά του οποίου θα συμβιώσωμεν και εις την από κοινού αντιμετώπισιν των μεγάλων προβλημάτων του λαού είμεθα υποχρεωμένοι να συνεργασθώμεν, εκφράζοντες την κατ’ άνθρωπον προς το πρόσωπόν του αγάπην και τιμήν και υλοποιούντες αυτήν δι’ ενός συμβολικού δώρου.
Διαφημίζει καυχώμενος και επαιρόμενος ότι διά λόγους πίστεως δεν αναγνωρίζει ημάς ως Επίσκοπόν του, αναγνωρίζει, όμως, και τιμά και υπολήπτεται την υπογραφήν μας, προκειμένου να εισπράττη μηνιαίως τον μισθόν του, έως και σήμερον ….
Αναφέρεται εις τους μικτούς γάμους, ως εάν τούτο να ήτο φαινόμενον των «εσχάτων καιρών», ηθελημένως, ίσως, αγνοών ότι μικτοί γάμοι συνάπτονται όχι «εδώ και δεκαετίες», αλλ ́ «εδώ και εκατονταετίες», και όχι μόνον εις την καθ’ ημάς Ιεράν Μητρόπολιν.
Ως γνώστης και άτεγκτος τηρητής των ιερών Κανόνων και των Πατερικών διδαχών, θα έπρεπε, εάν δεν ήθελεν να φανατίση τους ομοιδεάτες του και αποπρανατολίση τους αναγνώστας των κειμένων του, να γνωρίζη ότι πάντοτε υπήρχε προβληματισμός σχετικώς με το εάν οι επανερχόμενοι εις την Ορθοδοξίαν ΡΚαθολικοί θα έπρεπε να αναβαπτίζωνται ή μόνον να χρίωνται… Και επί του συγκεκριμένου θέματος, δηλωτικόν της ηθελημένης αγνοίας και συνειδητώς συκοφαντικής ψευδολογίας του, διερωτώμεθα εάν γνωρίζει πόσοι ετερόδοξοι, επί της Αρχιερατείας ημών προσήλθον εις την Ορθοδοξίαν και, ταυτοχρόνως, εάν ηδύνατο ο ίδιος ή οι ομόφρονες αυτώ να παρουσιάσουν ένα, έστω και ΕΝΑ ετερόδοξον, τον οποίον επανέφερον εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν!
Ψευδώς, ωσαύτως, και συκοφαντικώς και εν περισσεύματι θρασύτητος αναφέρει ότι «η Θεία Κοινωνία των Ορθοδόξων μεταδίδεται στους παπικούς και παράλληλα οι δικοί μας “κοινωνούν” την όστια από τους παπικούς”! ΟΥΔΕΝ ΤΟΥΤΟΥ ΨΕΥΔΕΣΤΕΡΟΝ! Αντιθέτως, και προς επίρρωσιν τούτου και κατίσχυσιν του άρχοντος του ψεύδους, δημοσίως ελοιδωρήθημεν ότε απηγορεύσαμεν, εις συγκεκρμένην περίπτωσιν την μετάδοσιν της Θείας Κοινωνίας εις ΡΚαθολικόν, ως η επισυναπτομένη αλληλογραφία καταδεικνύει.
Ο καταγγέλλων ημάς Αρχιμανδρίτης απεδείθη στερούμενος παντελώς ορθοδόξου ήθους και γνησίου Εκκλησιαστικού φρονήματος, παραδεχόμενος ότι επί μήνας πριν είχε παύση το μνημόσυνόν μας, δίχως να μας ενημερώση, ως έδει, λειτουργών επί αντιμηνσίου κεκοιμημένου Βοηθού Επισκόπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και εν ταυτώ χαίρων, κατά παρελθόντα μήνα Μάιον, συναναστρεφόμενος λειτουργικώς μεθ’ ημών.
Πεποίθαμεν δ’ ότι, ως γνώστης και άκαμπτος τηρητής των ιερών Κανόνων, γνωρίζει τι ούτοι προβλέπουν διά τους γυμνή τη κεφαλή ψευδομένους και συνειδητούς επισκοποκατηγόρους, αλλά και οι νόμοι της Πολιτείας, ενώπιον των οποίων αυτός και οι αναπαράγοντες τα εξ αυτού εκπορευόμενα θα κληθούν εις απολογίαν ενώπιον της Δικαιοσύνης, κατηγορούμενοι διά συκοφαντικήν δυσφήμισιν, και ελπίζομεν ότι δεν θα διαστρέψουν τούτο, εμφανίζοντες εαυτούς ως διωκομένους ένεκεν της αληθείας, την οποίαν δεν τολμά ή δεν δύναται να υποστηρίξη ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου, εις το οποίον επανειλημμένως έχει κληθεί, αλλ’ υπό του Ηγουμένου αυτού εμφανίζεται ως αγνώστου διαμονής(!).
Παρά ταύτα, όμως, συνεχίζει και εκ του ασφαλούς να εξαπολύη υβριστικάς καθ’ ημών επιστολάς, τας οποίας προθύμως και αβασανίστως αναπαράγουν έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημερώσεως, υπέχοντα και ταύτα ήθικάς και ποινικάς ευθύνας…
Δεδομένου, μάλιστα, ως παραλήπτης της συγκεκριμένης επιστολής γνωρίζετε την διεύθυνσιν αυτού, την οποίαν αγνοεί ο Κανονικός Επίσκοπος και ο Ηγούμενος αυτού-άλλως, είμεθα βέβαιοι-δεν θα την εδημοσιεύατε, θα σας παρακαλούσαμε να μας ενημερώσητε περί αυτής, ώστε να αποσταλούν προς αυτόν τα Κλητήρια Θεσπίσματα εμφανίσεώς του ενώπιον του υφ’ ημών ορισθέντος ανακριτού, διά να δώση λόγον περί των πραττομένων, γραφομένων και λεγομένων υπ’ αυτού, ως πάντες οι αληθείς και γνήσιοι ομολογηταί πράττουν, αντί να καταφεύγη εις την θρασύδειλον ασφάλειαν των δημοσίων μονολόγων, μέσω φιλικών προς αυτόν μέσων ενημερώσεως.
Προσεπιδηλούμεν δ’ ότι ουδέποτε και εις ουδένα Κληρικόν μας εστερήσαμεν την παρρησίαν ή την ελευθερίαν καταθέσως εις ημάς ακωλύτως προσωπικής του γνώμης, ουδένα και ουδέποτε και δι’ οιουδήποτε τρόπου ετιμωρήσαμεν δι’ αυτό, πολλάκις δε την παρά των Κληρικών μας συγγνώμην ητησάμεθα, εάν εκουσίως ή ακουσίως, εν τη ενασκήσει των καθηκόντων μας τυχόν αυτούς παρεπικράναμεν.
Απόδειξις και τούτο του αντιεκκλησιαστικού και αντιεπισκοπικού πνεύματος του ειρημένου Αρχιμανδρίτου, ο οποίος δεν ηθέλησεν προηγουμένως να καταθέσει τους προβληματισμούς και τας ενστάσεις του κατ’ ευθείαν προς τον Επίσκοπόν του, αλλ’ επέλεξεν την ολισθηράν της δημοσιότητος οδόν, εις την οποίαν δεν θα τον ακολουθήσωμεν, κηδόμενοι του κύρους της Εκκλησίας.
Σημειωθήτω και η πλήρως απάδουσα προς Κληρικόν, και δη Μοναχόν και δη «τηρητήν των ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής τάξεως στερρόν», η υπ’ αυτού αυτόβουλος εγκατάλειψις του ποιμνίου του, το οποίον τον ηγάπησεν και παντοειδώς ευηργέτησεν, δύο ημερας προ της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γεγονός το οποίον τον λαόν της Ενορίας του πολύ παρεπίκρανεν και τους λοιπόν Εφημερίους της Άνδρου εξώργισεν…
Κατακλείοντες την παρούσαν, η οποία, σημειωθήτω, δεν είναι προσωπική, διερωτώμεθα εάν δεν «έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν» μόνον, αλλά και «αποτετειχισμένοις ψευδολογείν» και εωσφορικώς εμφανίζειν εαυτούς ανωτέρους των αγίων Νεκταρίου Πενταπόλεως και Ιουστίνου Πόποβιτς και των οσίων Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου, Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Παισίου του Αγιορείτου και άλλων πολλών, διά την δόξαν του κόσμου και μόνον!
Μετά τιμής και αγάπης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β ́