Τιμητική εκδήλωση για τον Σεβ. Μητροπολίτη Σάμου, Ικαρίας & Κορσεών κ. Ευσέβιο πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 5/10 στην Αθήνα, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 ετών Αρχιερατείας.
Στην εκδήλωση, που τίμησαν με την παρουσία τους ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, πολλοί Σεβ. Ιεράρχες και πλήθος κληρικών και λαϊκών, εκ των ομιλητών ήταν ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, πνευματικός αδελφός και συμμοναστής του τιμηθέντος Ιεράρχου.
Ακολουθεί ολόκληρη η Ομιλία του Σεβασμιωτάτου.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ – ΣΥΝΑΛΛΗΛΙΑ – ΣΥΜΨΥΧΙΑ
(Ἡ συμπόρευσή μου μέ τόν ἀδελφό Εὐσέβιο)
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αδελφοί
Κυρίες και Κύριοι
Η ζωή μοιάζει με ένα περιπετειώδες ταξίδι. Ένα ταξίδι με αφετηρία, με ενδιάμεσους σταθμούς και επιστροφικό προορισμό. Συνήθως, αυτό το τελευταίο τμήμα του ταξιδιού της ζωής συγχρονίζεται με την ωριμότητα του απολογισμού και την νοσταλγία της αναπόλησης. Όμως, σήμερα έχουμε ενώπιόν μας το βιβλίο της ζωής ενός αδελφού συνιεράρχου, που συνεχίζει να γράφει, με νεανική αλκή, καινούριες σελίδες, με περιεχόμενο και πνεύμα Θεού. Στην αποπνευματοποιημένη και αποστεωμένη εποχή μας, είναι ο εναρμόνιος ήχος ενός ποιμεναρχικού αυλού, που ταπεινά, μα μεθοδικά, καθοδηγεί το λογικό του ποίμνιο «εις νομάς σωτηρίους»[1]!
Με τον Σάμου Ευσέβιο μας ενώνει μια κοινή ζωή, μια κοινή πορεία, μια κοινή εμπειρία. Ίσως το ταξίδι της ζωής του καθενός μας να μας οδηγεί – Θεού οιακοστροφούντος! – σε διαφορετικούς σταθμούς, αλλά η αλληλοσυμπλήρωσή μας συνιστά μια διαρκή πραγματικότητα, που ξεπερνά και το χρόνο και τον τόπο. Στην επίσημη αυτή σύναξη, θα μου επιτρέψετε να μιλήσω καρδιακά για τον αδελφό Ευσέβιο, τον σύμψυχο και συναντιλήπτορα, εφόσον τη ζωή μας πάντοτε χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει αυτό το συν-μαζί.
Από το Σεπτέμβριο του 1949 ως το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, που πρωτογνωριζόμαστε, αφετηρία του ήταν το ευλογημένο νησί του. Παιδί της Παναγίας της Τήνου ο Ευάγγελος Πιστολής, ανδρώνεται μέσα στην κατά Θεόν ευσέβεια των φιλοχρίστων γονέων του, ανθρώπων της καθημερινής βιοπάλης, και του φιλευλαβούς πρώτου πνευματικού του π. Ιωάννου. Πόθος παιδικός και όραμα ζωής του η αγία ιερωσύνη και το πανάμωμον θυσιαστήριον του Κυρίου, τότε για τον εαυτό του, κατόπιν, και έως σήμερα, για καθένα υπ’ αυτού χειροτονούμενο.
Μέσα στα πρώτα ιερατικά σκιρτήματα της γενέτειράς του δεσπόζει η λατρευτική εμπειρία, που αποκτά χάρη στη νησιωτική ευσέβεια και τους αγαθούς λευΐτες της Σάμου. Θα προσέθετα, εξειδικεύοντας, πως η κλήση του θεμελιώθηκε στο «ακρότομον» της φιλοκαλικής και κολλυβαδικής παραδόσεως του τόπου του.
Όταν στα εφηβικά του χρόνια βρίσκεται, όπως λίγα χρόνια αργότερα και ο ομιλών, στο περιβάλλον της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, είναι ήδη ένας «σχηματισμένος» κληρικός. Βρίσκεται στην Αθήνα πλέον, σε ένα νέο σταθμό του ταξιδιού της ζωής του, υπό τας πτέρυγας του σοφού και αεικινήτου αρχιμανδρίτου Καλλινίκου Καρούσου, μεγάλου ιεραποστολικού ανδρός. Συνδυάζει τις θεολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο με την εμπράγματη πνευματική εργασία της μοναστικής αδελφότητος «Παναγία Χρυσοπηγή», ακολουθώντας την «…κατ’ ευσέβειαν διδασκαλίαν…»[2] του πολυσεβάστου μας γέροντος Καλλινίκου. Διά της κουράς και της εις διάκονον προχειρίσεώς του από τον αείμνηστο Νικαίας Γεώργιο, -κατόπιν παρακλήσεως του καθηγουμένου της «Χρυσοπηγής» π. Καλλινίκου- λαμβάνει το επιποθούμενον χάρισμα του «…παρακύψαι ένθα οι άγιοι άγγελοι επιθυμούσι… και θεάσασθαι αυτοψεί το πρόσωπον της αγίας αναφοράς…»[3].
Στον ευθύ χαρακτήρα του Ευσεβίου ξεχωρίζουν τρία θεόσδοτα χαρίσματα: η φιλοπονία, η μεθοδικότητα και η εντιμότητα. Ο νέος διάκονος της Εκκλησίας κι επώνυμος της ευσεβείας συνδυάζει τα χαρίσματά του με έναν χαρακτήρα «…πράον, ταπεινόν και ησύχιον, τρέμοντα τους λόγους Κυρίου»[4]. Με πτεροφυή ζήλο και σφριγηλό ενθουσιασμό εργάζεται στο «…γεώργιον του Κυρίου…»[5] και αξιώνεται ήδη από νωρίς να δρέπει πνευματικό θερισμό. Κάπου εκεί συναντιούνται οι δρόμοι μας σε μια συνισταμένη πορεία, που ορίζει ο γέροντάς μας τότε Μητροπολίτης Ρωγών και κατόπιν Πειραιώς Καλλίνικος.
Από τη μια πλευρά εγώ, ο νεόφυτος Βενιαμίν της αδελφότητος, η απαρχή της νέας γενιάς της Χρυσοπηγής από την άλλη οι πρωτεργάτες και σεβάσμιοι αδελφοί Χριστόδουλος και Αμβρόσιος. Ο Ευσέβιος πάντοτε στη μέση, σαν γέφυρα δύο εποχών, αποδίδοντας το σεβασμό στους παλαιοτέρους και την ανοικτοκαρδία στους νεωτέρους. Οι ευκαιρίες για συζήτηση και συμπροβληματισμό ήταν πάντοτε περιεκτικές, λίγο στην τράπεζα, λίγο μετά το απόδειπνο.
Σε εποχές ταραγμένες, μέσα σε μια κοινωνία εν βρασμώ, ο καθένας στην ιεραποστολική του έπαλξη έδινε καθημερινά τη μάχη ενάντια στην άγνοια, την εθελοθρησκεία, την αποχριστιανοποίηση της καθημερινότητας, την αμφισβήτηση του Ευαγγελίου. Στην κατανυκτική ατμόσφαιρα της μονής μας αποφορτιζόμασταν από τον μόχθο της ημέρας, μαθητεύαμε στην υπακοή, εντρυφούσαμε στην προσευχή και σφυρηλατούσαμε μια ενότητα. Ενότητα που δεν κατέστη ποτέ «μερική φιλία»[6] αλλά κοινωνία, συναντίληψη και ομοζυγία εις τον «…χρηστόν ζυγόν του Κυρίου…»[7] μαζί και με τους άλλους αδελφούς «προβεβηκότας και επιγενομένους». Καί απέναντι στις ανθρώπινες αδυναμίες, ο Ευσέβιος με πραότητα και αγαθωσύνη να γεφυροποιεί, να ειρηνεύει, να παρηγορεί να στηρίζει, να κατευθύνει άλλοτε τους νεωτέρους αδελφούς άλλοτε τα παιδιά του ιδρύματός μας, που ζούσαν και μεγάλωναν κοντά μας. Εμπνέοντας τους συμμοναστές, τους δοκίμους και τους τροφίμους την αγάπη στον εράσμιο Νυμφίο της Εκκλησίας, μέσα από τα μεγάλα κι εκφραστικά του μάτια, ζωγράφιζε στις ψυχές όλων τον πόθο της κατά Θεόν αφιερώσεως και της κατά Χριστόν ζωής. Σημαντική ευκαιρία οι ιεραποδημίες μας με τον ιστορικό μας «σκαραβαίο», όπου καταστρώναμε θεοφιλή σχέδια, δίνοντας διέξοδο στις ιεραποστολικές μας αγωνίες. Ήδη ο αδελφός Ευσέβιος από το 1976 είναι επικεφαλής της θρησκευτικής υπηρεσίας της τότε Χωροφυλακής, εις διαδοχήν του εκλεγέντος εις Μητροπολίτη Καλαβρύτων σεβασμίου παραδελφού μας Αμβροσίου. Έτσι κυλούσε ήρεμα και καρποφόρα η ζωή στο κοινόβιό μας, με όραμα και δράση.
Ώσπου ο Μητροπολίτης Καλλίνικος καθίσταται ποιμενάρχης του πρώτου λιμανιού της χώρας και ο Ευσέβιος, σαν πιστό και αφοσιωμένο τέκνο, ακολουθεί τον γέροντα, οδηγώντας εκεί το σκάφος της ζωής του. Σαν γνήσιος νησιώτης, ξέρει πάντοτε να ταξιδεύει και να απλώνεται στο πέλαγος της άπειρης αγάπης του Θεού. Μαζί τότε βρεθήκαμε στα μετερίζια, που μας όρισε η θεία πρόνοια∙ εκείνος διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του Μητροπολίτη Καλλίνικου, εγώ αρχιδιάκονος και κατόπιν πρωτοσύγκελλός του. Η συνοδοιπορία μας από το 1978 στη Μητρόπολη του Πειραιά, αγκαλιάζει κι άλλους τομείς. Τώρα πλέον αναλαμβάνει υπεύθυνα διοργανωτικά καθήκοντα, όπου ξανά αναδεικνύονται τα χαρίσματά του. Με μεθοδικότητα διοργανώνει την καθημερινότητα του μητροπολιτικού γραφείου, συνιστά, με παρότρυνση του γέροντος Καλλινίκου, τον τομέα ιερατικών κλήσεων και επιλέγεται ως πνευματικός πατήρ πλείστων υποψηφίων και νυν κληρικών του Πειραιά και άλλων περιοχών της πατρίδος μας.
Συντόνως και φιλοπόνως συνδράμει κάθε ιεραποστολική μας πρωτοβουλία, ως πνευματικός συμπαραστάτης και ομιλητής στην ΦΕΔ, στην Ένωση Επιστημόνων, στις Σχολές Γονέων. Παραγωγός, επί σειρά ετών, στο Ραδιοφωνικό Σταθμό της Πειραικής Εκκλησίας, σημαιοφόρος στο φιλανθρωπικό έργο το οποίο εξεχόντως αγάπησε και αθορύβως διακόνησε. Στα ωραία κι αξέχαστα αυτά χρόνια, πλουτίσαμε τις καρδιές μας με βιώματα και σκιρτήματα αληθινής, ανυπέρβλητης και αδιάκοπης, ως σήμερα, αδελφοσύνης. Συνομιλούσαμε ελάχιστα -λόγω του φόρτου της εξαντλητικής μας εργασίας- αλλά έφθανε ένα βλέμμα, πολλές μάλιστα φορές ούτε κι αυτό, για να εκφραζόμαστε αλληλοσυμπληρωματικά. Ποτέ δεν ανταλλάξαμε οξύτητες, ποτέ δεν υπήρξαν ανάμεσά μας παραπικρασμοί. Καί αυτό ως δώρο Θεού το δεχόμαστε στις ζωές μας και όχι σαν καρπό μιάς ιδιαίτερης προσπάθειας, που βασίστηκε μόνο στον αλληλοσεβασμό και τα διακριτά πεδία των δραστηριοτήτων μας. Ίσως να μας το χάρισε τούτο το δώρο ο Θεός, γιατί διαθέτουμε κοινά χαρακτηριστικά και παρόμοιο ψυχικό κόσμο.
Ο Ευσέβιος δίνει μέσα στο στίβο της Εκκλησίας καθημερινές εξετάσεις. Καί τις ξεπερνά πάντοτε επιτυχώς, χάρις στην ακεραιότητα και την εντιμότητά του απέναντι στον Κύριό μας, στους ανθρώπους και στον εαυτό του. Στην ιερατική του διακονία στον Πειραιά είναι ο γλυκύς ιερουργός, ο επιεικής εξομολόγος, ο στοργικός ποιμένας, ο καταρτισμένος κήρυκας, μ’ ένα λόγο ο τίμιος λειτουργός των μυστηρίων του Θεού. Υπουργεί τη θεία χάρη με τη διακονία του στην Ελληνική Αστυνομία, αναδιοργανώνοντας τη θρησκευτική υπηρεσία, ανεγείροντας περικαλλείς ναούς και πνευματικά κέντρα, αναλαμβάνοντας εκδόσεις περιοδικές και μη, δημιουργώντας διαύλους επικοινωνίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Άνοιξε νέους δρόμους καλλιεργώντας τη διαπροσωπική επαφή με τους ανωτέρους και τους κατωτέρους αστυνομικούς, τα στελέχη, τους διδάσκοντες και τους μαθητές των αστυνομικών σχολών.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τα ατέλειωτα ταξίδια του -έως σήμερα- σε όλη την Ελλάδα για να ευλογήσει γάμους, να τελέσει βαπτίσεις, να εξομολογήσει, να παρηγορήσει, να στηρίξει και παντοειδώς να συναντιληφθεί τα πνευματικά του τέκνα, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι «…μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού…»[8] .
Κι έρχεται η ώρα της ανταμοιβής τον Ιούλιο του 1995, όταν η σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας μας τον εκλέγει πανηγυρικά Μητροπολίτη Σάμου, Ικαρίας και Κορσεών. Η εκλογή του ήταν ένα θαύμα του Θεού, που συντελέστηκε με την εκτίμηση στο πρόσωπό του, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και πλείστων ιεραρχών, αλλά προπάντων με τη στήριξη και τον αγώνα του γέροντος Καλλινίκου και των παραδελφών του Χριστοδούλου και Αμβροσίου. Ο Μητροπολίτης Καλλίνικος μου ανέθεσε, μετά τη λαμπρή χειροτονία του Ευσεβίου στην Αγία Τριάδα του Πειραιά, να διοργανώσω την ενθρόνισή του στην ακριτική πατρίδα του, τη Σάμο. Ήταν το καλοκαίρι εκείνο γεμάτο από ιερό ενθουσιασμό για το νέο Δεσπότη και την εγκατάστασή του στον τόπο του, ενθουσιασμό που μηδένιζε τον κόπο και τις δυσκολίες του εγχειρήματός μας. Βρεθήκαμε στη Σάμο, σε μέρη γνώριμα με ανθρώπους αγαπητούς άλλά με ελάχιστες προϋποθέσεις για να «στήσουμε» το λαμπρό γεγονός.
Όμως σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αγάπη και η φιλάδελφη διάθεση είναι οι καλύτερες προϋποθέσεις. Καί πράγματι, στις αρχές του Σεπτεμβρίου έγινε μια υποδοχή και μια ενθρόνιση αντάξια του ταπεινού και σύμψυχου παραδελφού μας, μια χαρά κι ένα πανηγύρι της Εκκλησίας, που θα έγραφε πλέον νέες ιστορικές σελίδες στο ακριτικό νησί. Ατέλειωτες συζητήσεις, σχέδια, οράματα, όνειρα κι ελπίδες ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου. Όμως ξεχνούσα πως απέναντί μου δεν είχα έναν ανεξάντλητο μόνο σε ιδέες συζητητή, αλλά κι έναν μεθοδικό και φιλόπονο εργάτη του αγαθού, που ήξερε να πραγματώνει όσα θησαύριζε στην καρδιά του. Τα πρώτα του χρόνια στη Σάμο συνέπεσαν με τα τελευταία δικά μου χρόνια στον Πειραιά, και με τον τρόπο αυτό είχαμε πλείστες ευκαιρίες να συνδράμουμε το έργο της αναδημιουργίας, της αναγένησης της τοπικής του Εκκλησίας. Παρακολουθούσα τότε τον πλούτο, που τόσα χρόνια συσσώρευε στη διάνοιά του, να σκορπίζεται τόσο σπάταλα και καρποφόρα.
Αρχικά, αναζήτησε την ανανέωση και τον εμπλουτισμό του έμψυχου δυναμικού της Μητροπόλεως, ειδικά του ιερού κλήρου. Στήριξε και τίμησε τους ιερείς που παρέλαβε από τους προκατόχους του, προσείλκυσε φερέλπιδες νέους υποψηφίους –κυρίως πνευματικά του παιδιά- τους οποίους χειροτόνησε και τους ανέθεσε θέσεις ευθύνης μέσα στον τοπικό εκκλησιαστικό οργανισμό. Ενδιαφέρθηκε άμεσα, πατρικά και ολόψυχα για τις ιερατικές οικογένειες, τις πρεσβυτέρες και τα παιδιά, συστήνοντας το Ταμείο Ενίσχυσης Κληρικών και οργανώνοντας έως σήμερα συχνές συνάξεις, ώστε να νοιώθουν τον Επίσκοπο σαν ένα άνθρωπο του σπιτιού τους. Ανανέωσε τα στελέχη των ενοριών και του συνόλου διοικητικού μηχανισμού της Μητροπόλεως, προκρίνοντας ευσεβείς, εργατικούς και έντιμους συνεργάτες, ιδιαίτερα για τους νέους φορείς κι επιτροπές που συνέστησε. Δημιούργησε εκ του μη όντος κτιριακές υποδομές, επισκοπεία, ιερούς ναούς, μονές, πνευματικά κέντρα, γραφεία, βιβλιοθήκες. Πλάι σε αυτόν τον ανοικοδομικό οίστρο, προέβη σε πλήθος ανακαινίσεων ξεκινώντας από τις ιερές μονές που για δεκαετίες εκείτοντο ερειπωμένες και άψυχες.
Ο Ευσέβιος με πνευματική του αποσκευή τις κολλυβαδικές καταβολές και τον ιεραποστολικό μοναχισμό της «Χρυσοπηγής» ονειρεύτηκε τα μοναστήρια του να είναι φάροι πνευματικότητας και σημεία προσφοράς. Ανέστησε, αγάπησε και ανέδειξε το μοναχισμό στη Σάμο, και ως τούτη τη στιγμή εκδαπανάται στη στήριξη και την καρποφορία των ιερών μονών της νήσου, που είναι η διαμαντόπετρα της εικοσαετούς ποιμαντορίας του. Οι νέες αδελφότητες που εγκαταστάθηκαν σε αυτές, διευκολύνθηκαν τα μέγιστα στην εγκαταβίωση και την προώθηση των δραστηριοτήτων τους από τον ανακαινιστή επίσκοπο.
Οι νέοι μοναχοί πρόσφεραν τον ενθουσιασμό και ο επίσκοπος αντιπροσφέρει την πατρική του μέριμνα, για το καθετί, από το λεπτομερειακό έως το κεφαλαιώδες. Γι’ αυτό τα μοναστήρια του πληθαίνουν και η φιλοκαλική παράδοση της Σάμου επεκτείνεται στο «νυν και αεί».
Συνέχισε και βελτίωσε τις εκδόσεις της τοπικής Εκκλησίας και των μονών, συγκρότησε συνέδρια με ευρεία απήχηση, για να διασώσει την ιστορική μνήμη και να διαδώσει την πνευματική αίγλη του ακριτικού νησιού. Ανέλαβε πρωτοβουλίες για να συγκεντρώσει υπό την ποιμαντορική του στοργή τους αποδήμους εντός κι εκτός Ελλάδος με συχνές επισκέψεις, λατρευτικές ευκαιρίες και καλλιέργεια θερμών διαπροσωπικών σχέσεων, αφιερώνοντας σ’ αυτούς την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου. Ανακαίνισε το Επισκοπείο Σάμου και ανέγειρε σπουδαίο Εκκλησιαστικό Μουσείο εμπλουτίζοντάς το με πλήθος διεσκορπισμένων έως τότε κειμηλίων. Συνέβαλε στην άνάδειξη της τοπικής αγιολογίας με επιστημονικά συνέδρια και εκδόσεις, καθιερώνοντας λαμπρές εκκλησιαστικές πανηγύρεις των Σαμίων Αγίων.
Οργάνωσε εκ του μηδενός τον φιλανθρωπικό οργανισμό της Μητροπόλεως, δημιουργώντας την «Τράπεζα Αγάπης», την «Ιματιοθήκη», το «Κοινωνικό Παντοπωλείο», «Κοινωνικό Φαρμακείο», «Κοινωνικό Ιατρείο», «Κοινωνικό Φροντιστήριο». Επέκτεινε και βελτίωσε την λειτουργία των δύο Εκκλησιαστικών Γηροκομείων στη Σάμο και την Ικαρία, μερίμνησε για άπορους φοιτητές, ανέργους, φυλακισμένους, οργάνωσε ανθρωπιστικές αποστολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με προσωπικά του έξοδα παρείχε στους πυροπαθείς του 2000 δενδρύλλια, που σήμερα καρποφορούν και τα ονομάζουν «οι ελιές του Δεσπότη». Αλλά το κατεξοχήν πεδίο της ποιμαντικής του είναι η κατήχηση και η πνευματική καλλιέργεια του ποιμνίου του. Άφθονη προσφορά του θείου λόγου μέσα από κηρύγματα και κύκλους μελέτης, αντιαιρετικές εκστρατείες, επιμόρφωση ιεραποστολικών στελεχών, οργάνωση ενοριακών βιβλιοθηκών, εκκλησιαστικών βιβλιοπωλείων και ενοριακών σχολών γονέων.
Ειδικά για τους νέους εκδαπανήθηκε συγκροτώντας φοιτητικές και νεανικές συνάξεις, γιορτές και συνέδρια νεολαίας. Προσβλέποντας στο νεανικό ενθουσιασμό, σύστησε χορωδίες, μαντολινάτα, σχολή παραδοσιακών χορών. Παρείχε στήριξη στα νεανικά προβλήματα μέσα από τις δραστηριότητες του «Συμβουλευτικού Σταθμού προβλημάτων εφηβείας» και καθιέρωσε την τακτική του επαφή με τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης αλλά και τα στρατευμένα παιδιά της πατρίδας μας. Προήγαγε την τοπική επιχειρηματικότητα με την προώθηση του εκκλησιαστικού σαμιακού οίνου, δημιούργησε τον τοπικό εκκλησιαστικό ραδιοφωνικό σταθμό «Ακριτική Φωνή». Καί όλα αυτά σε συνδυασμό με τις υπέυθυνες υποχρεώσεις ή δραστηριότητές του σε διορθόδοξο και διομολογιακό επίπεδο, εντός κι εκτός χώρας.
Γιά μένα, ιδιαίτερα μετά την εκλογή και την εγκατάστασή μου στους κόλπους της ιεραρχίας μας, υπήρξε υπόδειγμα και αφορμή διδαχής η σύνεση, η ευθυκρισία και ο σεβασμός του στο συνοδικό πολίτευμα της εκκλησίας μας. Πάντοτε ήταν και είναι μια ισορροπημένη φωνή, τόσο που δεν ξέχασε ποτέ το γεφυροποιητικό του ρόλο με τον ησύχιο πλην αποτελεσματικό χαρακτήρα του. Στο σώμα των Αρχιερέων μας πάντοτε ξεχωρίζει για την ενθουσιώδη φιλεργία του, για την άκαταπόνητη συστηματικότητά του και προπάντων για την αδιάβλητη ακεραιότητά του.
Συνεπώς, επάξια επιλέχθηκε να διακονήσει ως στενός συνεργάτης των δύο τελευταίων Αρχιεπισκόπων Χριστοδούλου και Ιερωνύμου, στον ευαίσθητο και νευραλγικό τομέα της Οικονομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Αντιπρόεδρος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και πρόεδρος ή μέλος πλείστων συνοδικών επιτροπών. Πάντοτε ο ίδιος, ο Ευσέβιος των νεανικών μας χρόνων, με ενθουσιασμό, φιλοπονία και μεθοδικότητα θέτει στόχους και τους φέρει εις αίσιον πέρας, νηφάλια και αποδοτικά εύχρηστος, χριστοτερπής, καρποβριθής, χαριτοφόρος.
Εκλεκτή ομήγυρη!
Ο Ευσέβιος ξαναγύρισε πριν από είκοσι χρόνια, στην πατρίδα του όχι για να κάνει τον απολογισμό της ζωής του αλλά για να προσφέρει εν ακμή και την τελευταία ικμάδα του στην υπηρεσία του αγιωτάτου θελήματος του Θεού. Είναι η ενσάρκωση μιάς βασικής αλήθειας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, που αναδεικνύει τους πλείστους των ποιμεναρχών Της όχι μέσα από μια κληρονομική αριστοκρατία, αλλά από τα σπλάχνα των πτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο Μητροπολίτης Σάμου είναι ένα γέννημα της καθημερινής βιοπάλης και του τίμιου μόχθου των γονέων του, που όμως η χάρις του Θεού ανέδειξε σε πρίγκηπα, σε καλό ποιμένα και φύλακα άγγελο του αποστολικού λύχνου της Σάμου. Χάρις στο τρίπτυχο, που ως άνθρωπο τον χαρακτηρίζει και που τονίζω για πολλοστή φορά, δηλ. την εργατικότητα, τη μεθοδικότητα και την εντιμότητά του, κατέστησε τη Μητρόπολη Σάμου ένα πανελλαδικό και πανορθόδοξο πρότυπο τοπικής εκκλησίας. Κι όλα τούτα αθόρυβα, προσευχητικά, ταπεινά, αλλά πλούσια ευλογημένα από το Θεό. Έτσι «…ο λύχνος ουκ εκρύβη υπό τον μόδιον αλλά ετέθη επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία…»[9]
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Σάμου Ικαρίας και Κορσεών, Υπέρτιμε και Έξαρχε Κυκλάδων, αδελφέ ηγαπημένε Ευσέβιε χαίρε και αγάλλου για όσα σού επεδαψίλευσε η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η Αγάπη του Θεού και Πατρός και η Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Στάσου ευλαβικά απέναντι στο θρόνο της μεγαλωσύνης Του εν υψηλοίς και ψέλλισε προσευχητικά μα εκφαντορικά το: «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν… ως τω Κυρίω έδοξεν ούτω και εγένετο, είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…»
[1] Πρβλ. Ἰω. 10.9
[2] Α΄Τιμ. 6.3
[3] Στ΄εὐχή ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου Ἐλαίου, Μ. Εὐχολόγιον
[4] Ἠσ. 66.2
[5] Πρβλ.Α Κορ.3.9
[6] Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Μοναχικοῦ Σχήματος , κατήχησις Β΄
[7] Ματ.11.29-30
[8] Ἰω. 15.13
[9] Πρβλ. Ματ.5.15