Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Αυτές τις ημέρες συνεχίζει τις εργασίες της η υφιστάμενη ειδική Διορθόδοξος Επιτροπή που επεξεργάζεται τα τελικά κείμενα που επροτάθησαν πριν 29 έτη και Θεού Θέλοντος, θα εξετάσει το επόμενο έτος στην εορτή της Πεντηκοστής η Πανορθόδοξος Σύνοδος στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη που βρίσκεται δίπλα από τον ιστορικό Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας.
Γ΄ ΠΡΟΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΙΑΣΚΕΨΙΣ, ΓΕΝΕΥΗ, 1986[1]
“Από της 29ης Οκτωβρίου μέχρι και της 8ης Νοεμβρίου 1986 συνήλθεν εν τω εν Σαμπεζύ της Γενεύης Ορθοδόξω Κέντρω του Οικουμενικού Πατριαρχείου η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις προς μελέτην αξιολόγησιν και τελικήν διαμόρφωσιν των υπό της συγκληθείσης κατά τον Φεβρουάριον του 1986 Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής καταρτισθέντων κειμένων. Εις την Διάσκεψιν συμμετέσχον αντιπρόσωποι εξ όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ήτοι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ελλάδος, Πολωνίας, Γεωργίας, Τσεχοσλοβακίας και Φιλανδίας”[2].
Η ειρήνη ως αποτροπή του πολέμου.
1. Η Ορθοδοξία καταδικάζει γενικώς τον πόλεμον, τον οποίον θεωρεί ως απόρροιαν του εν τω κόσμω κακού και της αμαρτίας, επιτρέψασα κατά συγκατάβασιν πολέμους προς αποκατάστασιν της καταπατηθείσης δικαιοσύνης και ελευθερίας.
2. Δεν έχει διά τούτο κανένα δισταγμόν να διακηρύξη, ότι είναι εναντίον πάσης μορφής εξοπλισμών, συμβατικών, πυρηνικών και διαστημικών, οθενδήποτε προερχομένων, διότι ο πυρηνικός ιδία πόλεμος έχει ως επακόλουθον την καταστροφήν της δημιουργίας, την εξαφάνισιν της ζωής από προσώπου της γης. Αυτό δε οφείλει να το πράξη πολύ περισσότερον σήμερον, ότε γνωρίζομεν καλλίτερον την καταστρεπτικήν δύναμιν των πυρηνικών όπλων.
Αι συνέπειαι ενδεχομένου πυρηνικού πολέμου θα είναι τρομακτικαί, όχι μόνον διότι θα επέλθη ο θάνατος εις απρόβλεπτον αριθμόν ανθρώπων, αλλά και διότι δι’ όσους θα επιζήσουν ο βίος θα καταστή αβίωτος. Θα εμφανισθούν ανίατοι ασθένειαι και θα προκληθούν γενετικαί αλλαγαί, αι οποίαι θα επηρεάζουν καταστρεπτικώς και τας επομένας γενεάς, εάν βεβαίως εναπομείνη κάτι επί της γης.
Συμφώνως προς τας γνώμας ειδικών επιστημόνων άλλη φοβερά συνέπεια ενός πυρηνικού πολέμου θα είναι ο ονομαζόμενος «πυρηνικός χειμών». Θα προκληθή αλλαγή του κλίματος εις τον πλανήτην μας και θα εκλείψη η ζωή.
Εξ αυτών συνάγεται, ότι ο πυρηνικός πόλεμος είναι ανεπίτρεπτος από πάσης επόψεως, φυσικής και ηθικής. Είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητος και θανάσιμον αμάρτημα έναντι του Θεού, το έργον του οποίου καταστρέφει. Καθήκον, λοιπόν, των Ορθοδόξων Εκκλησιών, των άλλων Χριστιανών και όλης της ανθρωπότητος είναι να προλάβουν αυτόν τον κίνδυνον. Εκ παραλλήλου είμεθα βέβαιοι, ότι η έρευνα και η εκμετάλλευσις του κοσμικού χώρου διά ειρηνικούς και εποικοδομητικούς σκοπούς δεν έρχονται εις αντίθεσιν προς την θέλησιν του Θεού.
3. Παρατηρούμεν, ότι ο αναφυόμενος εις τας ημέρας μας κίνδυνος της πυρηνικής καταστροφής και το αίσθημα αδυναμίας ενώπιον αυτού οδηγεί χριστιανούς τινας εις την σκέψιν, ότι αυτή η παγκόσμιος απειλή είναι σημείον της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου ημών.
Ο ίδιος, όμως, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καίτοι προλέγει τα πρόδρομα σημεία της εσχάτης ημέρας, εν τούτοις μας προφυλάσσει από το σκάνδαλον διαφόρων λογισμών περί του τέλους του κόσμου, λέγων, ότι «περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς οίδε»[3].
Αι προσπάθειαι ημών διά την αποτροπήν του πολέμου και την επικράτησιν της ειρήνης ουδόλως αναιρούν την πίστιν των χριστιανών, ότι το σύμπαν όλον και ο άνθρωπος ευρίσκονται εις τας χείρας του Θεού, όστις εν σοφία εδημιούργησε τον κόσμον, προνοεί περί αυτού και κυβερνά αυτόν. Ο Θεός κατευθύνει την ιστορίαν εν κραταιά χειρί προς το μέλλον, οι δε χριστιανοί βιούν από τούδε εν τη Εκκλησία την εσχατολογικήν πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού, προσδωκόντες καινήν γην και καινούς ουρανούς. Διά τούτο, μολονότι ανησυχούν διά την έκτασιν του εν τω κόσμω κακού και αγωνίζονται να το περιορίσουν, δεν περιπίπτουν εις απόγνωσιν, διότι βλέπουν τα πάντα υπό το πρίσμα της αιωνιότητος, προσδοκώντες ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.
Η΄. Φυλετικαί και λοιπαί διακρίσεις.
1. Ο Κύριος, ως βασιλεύς της δικαιοσύνης[4] αποδοκιμάζει την βίαν και την αδικίαν [5], καταδικάζει την απάνθρωπον στάσιν προς τον συνάνθρωπον[6]. Εις την βασιλείαν Αυτού, η οποία αρχίζει ήδη εδώ εις την γην, και έχει κατ’ εξοχήν πνευματικόν χαρακτήρα, δεν υπάρχει τόπος ούτε διά τα εθνικά μίση, ούτε δι’ οιανδήποτε έχθραν και μισαλλοδοξίαν[7].
2. Ιδιαιτέρα μνεία θα πρέπει να γίνη εις το σημείον αυτό διά την θέσιν της Ορθοδοξίας έναντι των φυλετικών διακρίσεων. Η θέσις αύτη είναι εν προκειμένω σαφής: Η Ορθοδοξία πιστεύει, ότι ο Θεός «εποίησέν τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της Γης»[8] και ότι εν Χριστώ «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ εις εστε εν Χριστώ Ιησού»[9]. Συνεπής προς την πίστιν αυτήν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν δέχεται τας φυλετικάς διακρίσεις, οιασδήποτε μορφής, εφ’ όσον αύται προϋποθέτουν αξιολογικήν διαφοράν μεταξύ των ανθρωπίνων φυλών και συνεπάγονται διαβάθμισιν δικαιωμάτων.
Διακηρύσσουσα δε την επείγουσαν ανάγκην της πλήρους άρσεως των διακρίσεων και της παροχής δυνατότητος ολοπλεύρου αναπτύξεως όλων των κατοίκων της Γης, δεν περιορίζει την υποστήριξιν αυτής εις μόνην την άρσιν των διακρίσεων, αι οποίαι έχουν ως κριτήριον το χρώμα της φυλής και εντοπίζονται μόνον εις ωρισμένας περιοχάς του πλανήτου μας, αλλά επεκτείνει αυτήν και εις την καταπολέμησιν όλων των διακρίσεων εις βάρος διαφόρων μειονοτήτων.
3. Η μειονότης, είτε είναι θρησκευτική είτε γλωσσική είτε εθνική, πρέπει να τυγχάνη σεβασμού της ιδιομορφίας της. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι συνδεδεμένη προς την ελευθερίαν της κοινότητος, εις την οποίαν ούτος ανήκει. Εκάστη κοινότης πρέπει να εξελίσσεται και να αναπτύσσεται συμφώνως προς τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της. Εν προκειμένω ο πλουραλισμός θα έπρεπε να ρυθμίζη την ζωήν όλων των χωρών.
Η ενότης ενός έθνους, μιας χώρας ή ενός κράτους θα έπρεπε να κατανοήται ως το δικαίωμα ενός έθνους, μιας χώρας ή ενός κράτους θα έπρεπε να κατανοήται ως το δικαίωμα διαφορότητος των ανθρωπίνων κοινοτήτων.
4. Η Ορθοδοξία χωρίς συμβιβασμούς καταδικάζει το απάνθρωπον σύστημα των φυλετικών διακρίσεων και την ιερόσυλον διακήρυξιν περί δήθεν συμφωνίας αυτού προς τα χριστιανικά ιδεώδη. Εις το ερώτημα «και τίς εστί μου ο πλησίον;» ο Χριστός απήντησε με την παραβολήν του καλού Σαμαρείτου. Και ούτως μας εδίδαξε την κατάλυσιν κάθε μεσοτοίχου έχθρας και προκαταλήψεως. Η Ορθοδοξία ομολογεί, ότι κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλής, εθνικότητος, γλώσσης, είναι φορεύς της εικόνος Θεού, αδελφός ή αδελφή μας, ισότιμον μέλος της ανθρωπίνης οικογενείας.
Θ΄. Αδελφοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ των λαών.
1. Η τελευταία αύτη διαπίστωσις μας οδηγεί αβιάστως εις την βαθυτέραν σύλληψιν της ιδιοτύπου συμβολής της Ορθοδοξίας εις την μεταξύ των λαών αλληλεγγύην και καλλιέργειαν της προς αλλήλους αδελφοσύνης. Πράγματι, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι έχουν την δυνατότητα να συμβάλλουν διά της καλλιεργείας του εκκλησιαστικού πληρώματος και γενικώτερον του λαού καθώς και διά της όλης πνευματικής των δραστηριότητος εις μίαν μεταβολή προς το ηπιώτερον του γενικού κλίματος και φρονήματος.
Ενταύθα πρόκειται περί ποικίλων πνευματικών δυνατοτήτων διαφερουσών εκείνων των διεθνών οργανισμών και των κρατών. Αι δυνατότητες αύται εκπηγάζουν εκ της φύσεως της Εκκλησίας, αποβλέπουν εις ουσιαστικώ-τερα και μονιμώτερα αποτελέσματα εις τα ζητήματα ειρήνης και αδελφοσύνης, και πρέπει να αναπτυχθούν εις το μέγιστον δυνατόν. Εδώ διανοίγεται ευρύ στάδιον διά τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, δεδομένου ότι αύται ως ουσιαστικόν στοιχείον της εκκλησιολογικής και κοινωνικής διδασκαλίας των προβάλλουν εις τον διεσπασμένον κόσμον το ιδεώδες της λατρευτικής, της ευχαριστιακής κοινωνίας.
2. Ούτω κατανοείται και η τεραστία ευθύνη της Εκκλησίας εις την καταπολέμησιν της πείνης και της απολύτου ενδείας, η οποία μαστίζει σήμερον κατά απαράδεκτον τρόπον μεγάλας μάζας ανθρώπων ή και ολοκλήρων λαών, κυρίως εις τον Τρίτον Κόσμον. Εν τοιούτον φοβερόν φαινόμενον εις την εποχήν μας, κατά την οποίαν αι οικονομικώς προηγμέναι χώραι ζουν υπό καθεστώς αφθονίας και σπατάλης ή και αναλίσκονται εις εξοπλισμούς, υποδηλοί σοβαράν κρίσιν ταυτότητος του συγχρόνου κόσμου, τούτο δε διά δύο κυρίως λόγους:
α) διότι η πείνα όχι μόνον απειλεί το θείον δώρον της ζωής ολοκλήρων λαών του αναπτυσσομένου κόσμου, αλλά και συντρίβει ολοκληρωτικά το μεγαλείον και την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, και
β) διότι αι οικονομικώς ανεπτυγμέναι χώραι, με την άδικον ή και, συχνά, εγκληματικήν κατανομήν και διαχείρισιν των υλικών αγαθών, προσβάλλουν όχι μόνον την εικόνα του Θεού εις το κάθε ανθρώπινον πρόσωπον, αλλά και τον ίδιον τον Θεόν, ο οποίος σαφώς ταυτίζεται εαυτόν προς τον πεινώντα και ενδεή άνθρωπον, λέγων «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»[10].
3. Η οιαδήποτε, επομένως, αδράνεια και αδιαφορία του κάθε χριστιανού και της Εκκλησίας γενικώτερον εμπρός εις το τρομακτικόν σύγχρονον φαινόμενον της πείνης ολοκλήρων λαών, θα εταυτίζετο με προδοσίαν του Χριστού και με απουσίαν ενεργού πίστεως. Διότι, αν η μέριμνα διά την ιδικήν μας τρο-φήν είναι συχνά θέμα υλικόν, ή μέριμνα διά την τροφήν του συνανθρώπου μας είναι και θέμα πνευματικόν[11].
Αποτελεί, επομένως, ύψιστον καθήκον όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών να κηρυχθούν αλληλέγγυοι προς τους ενδεείς αδελφούς των και να οργανώσουν αμέσως και αποτελεσματικώς την βοήθειάν των. Επ’ αυτού αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι έχουν ήδη αποκτήσει πείραν εκ των αναληφθεισών μέχρι τούδε σχετικών ενεργειών και πρωτοβουλιών των. Δι’ αυτών διανοίγεται, πράγματι, η οδός της συνεργασίας αυτών ως προς το αντικείμενον τούτο όχι μόνον μεταξύ των αλλά και με τας άλλας Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας, με το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών ως και με τους Διεθνείς Οργανισμούς, οι οποίοι ετάχθησαν εις την υπηρεσίαν της καταπολεμήσεως της φοβεράς αυτής μάστιγος.
Με τον αφοπλισμόν δεν θα εξουδετερούτο μόνον ο κίνδυνος του πυρηνικού αφανισμού, αλλά και θα εξοικονομούντο άφθονα χρήματα διά την βελτίωσιν της τύχης των πεινώντων και των ενδεών.
3. Ας μη απατώμεθα: η πείνα και η χαίνουσα ανισότης, η οποία μαστίζει σήμερον την ανθρωπίνην κοινότητα, καταδικάζει την εποχήν μας τόσον εις τα ίδια εαυτής όμματα όσον και εις τα όμματα του δικαιοκρίτου Θεού. Και τούτο, διότι το θέλημα αυτού σήμερον, ταυτιζόμενον προς την λύτρωσιν του συγκεκριμένου ανθρώπου, του εδώ και του τώρα, μας υποχρεώνει να υπηρετήσωμεν τον άνθρωπον εις την αντιμετώπισιν των συγκεκριμένων προβλημάτων του. Η πίστις εις τον Χριστόν χωρίς διακονικήν αποστολήν χάνει την σημασίαν της. Το να είμεθα Χριστιανοί σημαίνει να μιμώμεθα τον Χριστόν και να είμεθα έτοιμοι να τον υπηρετήσωμεν εις το πρόσωπον του αδυνάτου, του πεινώντος, του καταδυναστευομένου και γενικώς του έχοντος ανάγκην βοηθείας. Πάσα άλλη προσπάθεια να ίδωμεν τον Χριστόν ως πραγματικήν παρουσίαν, χωρίς υπαρξιακήν σχέσιν προς αυτόν, ο οποίος χρειάζεται βοήθειαν, δεν είναι τίποτε άλλο από απλή θεωρία.
Ι΄. Η προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας: μαρτυρία αγάπης εν διακονία.
1. Εις τα πλαίσια του συγχρόνου κόσμου συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την ειρήνην, την ελευθερίαν, την δικαιοσύνην και την αδελφοσύνην μεταξύ των λαών θα πρέπει να είναι πρωτίστως μία μαρτυρία αγάπης. Η μαρτυρία δε αυτή θα πρέπει να δίδεται πάντοτε, δι’ εκλογής των πλέον αποτελεσματικών μέσων, τα οποία αι συνθήκαι παρέχουν εις τας Εκκλησίας. Μαρτυρία αγάπης σημαίνει, ότι αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι δύνανται να επεμβαίνουν εις εκείνας τας καταστάσεις, αι οποίαι κρίνονται αντίθετοι προς το Ευαγγέλιον και την παράδοσίν των.
Εδώ ανακύπτει επιτακτική η προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας, το καθήκον της να μαρτυρή «περί της εν ημίν ελπίδος» εις κάθε θέμα απτόμενον της προαγωγής της ειρήνης, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης ως και του σεβασμού του ανθρωπίνου προσώπου και της εν αυτώ υποτυπουμένης εικόνος Θεού.
Κατά την ενάσκησιν της προφητικής αυτής αποστολής των, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι έχουν την υποχρέωσιν να φροντίζουν διά την γαλήνην του ποιμνίου των, το οποίον ετάχθησαν να κατευ-θύνουν εις την οδόν του Ευαγγελίου.
Πιστεύομεν, ότι προς πραγμάτωσιν του-του η αγάπη είναι εκείνη, η οποία θα γαλβανίση την θέλησιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως, εν συνεργασία μετά των αδελφών των, των άλλων Χριστια-νικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά και μετά των άλλων ανθρώπων, δώ-σουν σήμερον την μαρτυρίαν των-μαρτυρίαν πίστεως και ελπίδος-εις ένα κό-σμον, ο οποίος, περισσότερον ίσως από ποτέ άλλοτε, έχει την ανάγκην αυτής.
2. Ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή κατανοούμεν το νόημα της σωτηρίας, αισθανόμεθα το χρέος να αγωνιζώμεθα διά την ανακούφισιν της ασθενείας, της δυστυχίας και της αγωνίας. Επειδή βιούμεν την εμπειρίαν της ειρήνης, δεν δυνάμεθα να είμεθα αδιάφοροι διά την απουσίαν της από την σύγχρονον κοινωνίαν. Επειδή ευηργετήθημεν από την θείαν δικαιοσύνην, αγωνιζόμεθα διά μίαν πληρεστέραν δικαιοσύνην εις τον κόσμον και διά την εξουδετέρωσιν πάσης καταπιέσεως.
Επειδή ζώμεν κάθε ημέραν την θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα εναντίον κάθε φανατισμού και μισαλλοδοξίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Επειδή διακηρύσσομεν συνεχώς την ενανθρώπησιν του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου, υπερασπιζόμεθα τα ανθρώπινα δικαιώματα δι’ όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Επειδή βιούμεν την θείαν δωρεάν της ελευθερίας με το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερα την καθολικήν αξίαν της διά κάθε άνθρωπον και κάθε λαόν.
Επειδή, τρεφόμενοι με το σώμα και το αίμα του Κυρίου εν τη Θεία Ευχαριστία, βιούμεν την ανάγκην του μερισμού των δωρεών του Θεού μετά των αδελφών μας, κατανοούμεν πληρέστερον την πείναν και την στέρησιν και αγωνιζόμεθα διά την υπερνίκησιν αυτών. Επειδή προσδοκώμεν καινήν γην και καινούς ουρανούς, όπου θα επικρατή η απόλυτος δικαιοσύνη, αγωνιζόμεθα εδώ και τώρα διά την αναγέννησιν και την ανακαίνισιν του ανθρώπου και της κοινωνίας.
3. Η μαρτυρία μας δε αύτη και η δι’ αυτής άρδευσις του αυχμηρού εδάφους της εποχής μας, η οποία, περισσότερον από κάθε άλλην, έχει ανάγκην του Θεού, θα αποτελέση ίσως τον καλλίτερον τρόπον συμβολής των Εκκλησιών μας εις την ειρήνην και τα ιδεώδη, τα οποία την συνοδεύουν και την πραγματοποιούν. Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι απευθύνονται εν αγάπη προς πάσαν κατεύθυνσιν, ώστε όλοι να συνεργήσουν εις την επικράτησιν της αγάπης και της ειρήνης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών”[12].
[1] Σημ.: Καίτοι η Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις ώρισεν, ότι αι μέχρι της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου λαμβανόμεναι υπό των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων αποφάσεις «δεν έχουσι κανονικήν ισχύν προ της επ’ αυτών αποφάνσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», όμως, λόγω της φύσεως του θέματος, κρίνεται υπό της παρούσης Διασκέψεως, ότι αι αύτω λαμβανόμεναι εισηγητικαί αποφάσεις δύνανται να έχουν άμεσον εφαρμογήν.
[2] Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 2, σελ. 60, Λευκωσία, 1987.
[3] Μάρκ. 13, 32.
[4] Εβρ. 7, 2-3.
[5] Ψαλμ. 10, 5.
[6] Μάρκ. 25, 41-46. Ιακ. 2, 15-16.
[7] Ησ. 11, 6. Ρωμ. 12, 10.
[8] Πράξ. 17, 26.
[9] Γαλ. 3, 28.
[10] Ματθ. 25, 40.
[11] Ιακ. 2, 14-18.
[12] Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 7, σελ. 258 – 268, Λευκωσία, 1987.