Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπροσώπου του Αλεξανδρινού Προκαθημένου σε Διεθνείς Οργανισμούς)
Ένα από τα θέματα που ενέκρινε η τελευταία Σύναξη των Προκαθημένων στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του προηγούμενου έτους για να εξετάσει η Μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος το επόμενο έτος την Κυριακή της Πεντηκοστής στον ιστορικό Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης, δίπλα από τον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας, είναι και το θέμα για τις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς το λοιπό Χριστιανικό κόσμο και ιδιαίτερα ο διάλογος μετά των Αγγλικανών, των Παλαιοκαθολικών, των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, των Ρωμαιοκαθολικών, των Λουθηρανών και των λεγόμενων Μεταρρυθμισμένων.
Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό με την έννοια ότι οι Ορθόδοξοι παγκόσμια είμαστε περίπου τρακόσια εκατομμύρια και για να γίνει η φωνή μας πιο δυνατή για να προσταυθεί η Παγκόσμια ασφάλεια, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η ειρηνική συνύπαρξη των Λαών πρέπει να συνεργασθούμε και με τους υπόλοιπους Χριστιανούς που σήμερα υπερβαίνουν τα δύο δισεκατομμύρια. Αν σκεφθούμε ότι τέσσερις από τις πέντε χώρες που αποτελούν τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είναι στη πλειοψηφία τους Χριστιανικές Χώρες (Η.Π.Α., Ρωσία,Μεγάλη Βρεττανία και Γαλλία), καταλαμβαίνουμε και τις ηθικές ευθύνες των Χριστιανών για τα παγκόσμια προβλήματα που απειλούν την Παγκόσμια Ασφάλεια και για την επικράτηση της Ειρήνης και τον τερματισμό των εχθροπραξιών και της αντιμετωπίσεως της φτώχειας και της μετανάσταυσης.
Το σχετικό κείμενο που θα παραθέσουμε στη συνέχεια το ετοίμασε το 1986 στην Γενεύη η ειδική Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και το ενέκρινε το ίδιο έτος στον ίδιο χώρο η Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψη. Επειδή από τότε πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια το ξαναείδε το όλο κείμενο η ειδική Προπαρασκευαστική Διορθόδοξη Επιτροπή στις τελευταίες συνεδρίες της και το ετοίμασε ως τελική πρόταση για τις εργασίες της Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης (πρέπει να συγκληθεί πριν την Πανορθόδοξον, μάλλον τον Ιούνιο) , που θα έχει και την κανονική ευθύνη για τα κείμενα που θα δούμε στην Πανορθόδοξη Σύνοδο το επόμενο έτος στην Κωνσταντινούπολη.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ[1]
Η Ορθόδοξος Εκκλησία ανέκαθεν ήτο εύνους και θετικώς διατεθειμένη προς πάντα Διάλογον. Κατά τα τελευταία δε ταύτα έτη εχώρησεν εις Θεολογικόν Διάλογον μετά πλείστων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, εν τη πεποιθήσει ότι διά του Διαλόγου δίδει αύτη δυναμικήν μαρτυρίαν των πνευματικών αυτής θησαυρών προς τους εκτός αυτής, με αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού, της οδηγούσης εις την ενότητα (εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι για να ξεκινήσουν οι διάλογοι αυτοί προηγήθησαν στην αρχή της δεκαετίας του 1960 οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις με κοινή απόφαση όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών).
Βεβαίως, η Εκκλησία ημών, διαλεγομένη μετά των λοιπών Χριστιανών, δεν παραγνωρίζει τας δυσκολίας του τοιούτου εγχειρήματος. Όμως δεν στηρίζεται μόνον εις τας ανθρωπίνας δυνάμεις των διεξαγόντων τους Διαλόγους, αλλ’ απεκδέχεται και την επιστασίαν του Αγίου Πνεύματος εν τη χάριτι του Κυρίου, ευχηθέντος «ίνα πάντες εν ώσι»[2].
Διά πάντα ταύτα η Ορθόδοξος Εκκλησία μένει πιστή εις την αρχήθεν χαραχθείσαν υπ’ αυτής γραμμήν, όπως προωθή τους Διαλόγους προς όλας τας Εκκλησίας και Ομολογίας, παρά το γεγονός ότι κατά την διεξαγωγήν τούτων αναφύονται πολλαπλαί δυσκολίαι, αι οποίαι και χρήζουν εκάστοτε ιδιαιτέρας αντιμετωπίσεως.
Προς τούτοις, επιβάλλεται, όπως αναληφθή προσπάθεια συντονισμού του έργου των διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικών Επιτροπών, τοσούτω μάλλον όσω η υπάρχουσα άρρηκτος οντολογική ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να αποκαλύπτηται και εκδηλώνηται και εν τω χώρω τούτω των Διαλόγων.
α΄. Ο διάλογος μετά των Αγγλικανών
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή διερμηνεύει την ικανοποίησιν αυτής διά το μέχρι σήμερον επιτελεσθέν έργον υπό της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής επί του Διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Αγγλικανικής.
Συνετάχθησαν υπ’ αυτής κοινά κείμενα επί θεμάτων τριαδολογικών και εκκλησιολογικών, ως και ζωής, λατρείας και παραδόσεως της Εκκλησίας.
Η ημετέρα Διορθόδοξος Επιτροπή επιθυμεί να παρατηρήση συνάμα, ότι η κατά το 1976 υπογραφείσα εν Μόσχα συμφωνία προς πρότασιν απαλείψεως του Filioque εκ του Συμβόλου της Πίστεως δεν έτυχεν εισέτι επικυρώσεως. Ομοίως, παρά την κατά την αυτήν εν Μόσχα συνέλευσιν της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής γενομένην Δήλωσιν των Ορθοδόξων εναντίον της χειροτονίας των γυναικών, Εκκλησίαι τινές της Αγγλικανικής κοινωνίας προέβησαν εις τοιαύτας χειροτονίας.
Σοβαράν δυσχέρειαν εις την ομαλήν διεξαγωγήν του Διαλόγου τούτου αποτελούν και αι ελαστικαί και ασαφείς εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις των Αγγλικανών, αι οποίαι θα ηδύναντο να σχετικοποιήσουν και το περιεχόμενον των συνυπογραφομέ-νων κοινών θεολογικων κειμένων. Ανάλογος είναι και η δυσκολία, η προερχομένη εκ διαφόρων ακραίων διακηρύξεων ηγετικών στελεχών των Αγγλικανών εις θέματα πίστεως.
Περί του θεματολογίου δε του Διαλόγου ειδικώτερον προκειμένου, η Επιτροπή συνιστά όπως μη δίδηται μεγάλη σημασία εις την παράλληλον έκθεσιν και περιγραφήν των εκατέρωθεν θέσεων, ήτις προδίδει άλλον ασυμφωνίαν, αλλά τονίζηται η δυναμένη να υπάρχη συμφωνία επί δογματικών θεμάτων.
β΄. Ο Διάλογος μετά των Παλαιοκαθολικών
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή εκφράζει την πλήρη ικανοποίησιν αυτής διά την μέχρι τούδε πορείαν του μεταξύ των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Παλαιοκαθολικής Θεολογικού Διαλόγου, ο οποίος βαίνει οσονούπω προς την ολοκλήρωσιν αυτού.
Έχουν ήδη συνταχθή και γίνει από κοινού δεκτά είκοσιν εν όλω κείμενα επί ισαρίθμων θεολογικών, χριστολογικών, εκκλησιολογικών, σωτηριολογικών και μαριολογικών θεμάτων, πρόκειται δε κατά την επομένην, τελευταίαν, ως υπολογίζεται, συνεδρίαν της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής να εξετασθούν θέματα σχετικά με την μυστηριολογίαν εσχατολογίαν, ως και αι προϋποθέσεις και αι συνέπειαι της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Η ημετέρα Διορθόδοξος Επιτροπή φρονεί, ότι δεν θα έδει να αγνοηθούν εν προκειμένω, διά την πληρεστέραν αξιολόγησιν και αξιοποίησιν των αποτελεσμάτων του Διαλόγου τούτου, τα εξής: (α) η παλαιά πράξις της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας να διατηρή την μυστηριακήν κοινωνίαν μετά της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ως επίσης και αι εν Γερμανία αναφανείσαι νεώτεραι τάσεις μυστηριακής κοινωνίας μετά της Ευαγγελικής Εκκλησίας, διότι αι τάσεις αύται, καίτοι περιωρισμέναι και τοπικαί, συρρικνώνουν τη σπουδαιότητα των συνυπογραφομένων εν τω Διαλόγω κοινών εκκλησιολογικών κειμένων, και (β) αι δυσχέρειαι ενσωματώσεως και αναπτύξεως εις τον καθ’ όλου βίον της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας της θεολογίας των συνυπογρα-φομένων κοινών θεολογικών κειμένων.
Τα θέματα ταύτα δέον αν αξιολογηθούν ως προς τας εκκλησιολογικάς και εκκλησιαστικάς συνεπείας αυτών υπό των αρμοδίων εκκλησιαστικών οργάνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ούτως ώστε να καθορισθούν, ως οίόν τε τάχιον, αι εκκλησιαστικαί προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της μετά των Παλαιοκαθολικών πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Η τυχόν επιτυχής περάτωσις του Θεολογικού τούτου Διαλόγου θα έχη ευεργετικά αποτελέσματα διά την πορείαν και των άλλων Διαλόγων, διότι θα ενισχύση την αξιοπιστίαν αυτών.
γ΄. Ο Διάλογος μετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή χαιρετίζει την προ τινων μηνών έναρξιν του Διαλόγου τούτου και εξαίρει την επιλογήν του θέματος της Χριστο-λογίας ως πρώτου προς εξέτασιν θέματος.
Η ημετέρα Επιτροπή κρίνει, ότι αι προοπτικαί του εν λόγω Διαλόγου είναι άρισται, ελπίζει δ’ ότι θα ευρεθούν λύσεις διά τα υφιστάμενα προβλήματα της αποδοχής του όρου της Δ΄ Οικ. Συνόδου εν αρρήκτω ενότητι προς τας χριστολογικάς αποφάσεις των άλλων Οικουμενικών Συνόδων, της αποδοχής των Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, και Ζ΄ Οικ. Συνόδων, της άρσεως των εκατέρωθεν επιβληθέντων αναθεμάτων, κλπ.
Η Επιτροπή πιστεύει ωσαύτως, ότι ο Διάλογος ούτος θα ενισχύετο διά της παραλλήλου μελέτης και αντιμετωπίσεως των υπαρχόντων κοινών ποιμαντικών προβλημάτων, καθότι αμφότεραι αι οικογένειαι Εκκλησιών αφ’ ενός μεν ζουν εις κοινόν δι’ αυτάς περιβάλλον, αφ’ ετέρου δε έχουν κοινάς εκκλησιαστικάς προϋποθέσεις, αι οποίαι δύνανται να συμβάλουν εις την επίλυσιν τούτων.
δ΄. Ο Διάλογος μετά των Ρωμαιοκαθολικών
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή αναγνωρίζει την θετικήν μέχρι σήμερον πορείαν του Διαλόγου τούτου, όστις ωδήγησεν εις την σύνταξιν κοινού κειμένου επί του θέματος «Το Μυστήριον της Εκκλησίας και της Θείας Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος» και εις την από κοινού μελέτην του θέματος «Πίστις, Μυστήρια και Ενότης της Εκκλησίας». Η Επιτροπή χαιρετίζει μεθ’ ικανοποιήσεως τα γενόμενα εποικοδομητικά βήματα και διαδηλοί την θέλησιν και απόφασιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της συνεχίσεως του σπουδαίου τούτου Διαλόγου.
Αλλ’ η ημετέρα Επιτροπή επισημαίνει εκ παραλλήλου και την ύπαρξιν ωρισμένων θεματολογικών και άλλων προβλημάτων, τα οποία δυσχεραίνουν την ταχείαν και αποτελεσματικήν διεξαγωγήν και προώθησιν του Διαλόγου. Προς υπερπήδησιν κατά το δυνατόν των προβλημάτων τούτων και βελτίωσιν γενικώς των συνθηκών διεξαγωγής του Διαλόγου, η Επιτροπή ημών επιθυμεί να προβή εις ωρισμένας εισηγήσεις. Αυτονόητον είναι, ότι τα προτεινόμενα θα τύχουν της αποδοχής και της ετέρας πλευράς κατά την καθιερωμένην και από κοινού δεκτήν γενομένην διαδικασίαν διεξαγωγής του Διαλόγου.
Ως προς την θεματολογίαν, η Επιτροπή εισηγείται την επιλογήν των εφεξής θεμάτων διά τον Διάλογον ουχί απλώς και μόνον εκ των «ενούντων» τας δύο Εκκλησίας, αλλά και εκ των «χωριζόντων» αυτάς, και ιδίως εκ του χώρου της Εκκλησιολογίας.
Ως προς μεθοδολογίαν, η Επιτροπή εισηγείται: (α) την ύπαρξιν κεχωρισμένων σχεδίων κειμένων, ενός ορθοδόξου και ενός ρωμαιοκαθολικού, εις την αρχήν και την βάσιν της όλης διεργασίας της υπό των Υποεπιτροπών συντάξεως της πρώτης μορφής των κοινών κειμένων, (β) την διεξαγωγήν της ενδορθοδόξου κριτικής επί των υπό της Συντονιστικής Επιτροπής συντασσομένων κοινών κειμένων εντός της Διορθοδόξου Επιτροπής, (γ) την καθιέρωσιν δύο, και ουχί ενός, πρωτοτύπων κειμένων, ενός εις την ελληνικήν και ενός εις την γαλλικήν, και την μείζονα χρήσιν εν αυτοίς βιβλικής και πατερικής γλώσσης και ορολογίας, και (δ) την αποδοχήν των κοινών κειμένων εν εκάστη συνελεύσει της Μικτής Επιτροπής ουχί κατ’ άτομα, αλλ’ υπό των δύο Εκκλησιών, ως επί ίσοις όροις συμβαλλομένων εις τον Διάλογον μερών.
Ειδικώτερον, προκειμένου να προαχθή απροσκόπτως ο Διάλογος ούτος, τυγχάνει απαραίτητον να γίνη συντόμως συζήτησις επί των δυσμενών επιπτώσεων, τας οποίας έχουν εις αυτόν ωρισμένα ακανθώδη θέματα, ως είναι η Ουνία και ο Προσηλυτισμός.
Η ύπαρξις και η συνέχισις του αρνητικού εν τη ζωή των Εκκλησιών ημών γεγονότος της Ουνίας, τόσον υπό τας ιστορικάς αυτής μορφάς, όσον και υπό τας συγχρόνους αυτής ενεργείας, καθώς και ο υπό οιανδήποτε μορφήν ασκούμενος Προσηλυτισμός, είναι πραγματικότητες απαράδεκτοι διά την Ορθοδοξίαν και καθίστανται παράγοντες αρνητικοί διά τον ημέτερον διμερή Διάλογον.
Εν τη προοπτική ταύτη προτείνομεν, όπως το γεγονός τούτο της Ουνίας και ο δι’ αυτής ή και άλλως διενεργούμενος Προσηλυτισμός εξετασθούν ως μία εκκλησιολογική προτεραιότης του Διαλόγου ημών κατά τινα εκ των αμέσως προσεχών φάσεων αυτού.
Ωσαύτως, εν όψει των αρνητικών διά την Ορθοδοξίαν και διά τον Διάλογον αυτής μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ποιμαντικών και άλλων συνεπειών της Ουνίας και του Προσηλυτισμού, προτείνομεν, όπως αναζητηθούν το ταχύτερον δυνατόν οι κατάλληλοι τρόποι εξευρέσεως των απαραιτήτων πρακτικών λύσεων του προβλήματος της Ουνίας, ως και του παραλλήλου προβλήματος του Προσηλυτισμού.
ε΄. Ο Διάλογος μετά των Λουθηρανών.
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή διαπιστοί μεθ’ ικανοποιήσεως το γεγονός, ότι ο Διάλογος ήρξατο υπό καλούς οιωνούς και ότι οι διεξάγοντες τούτον επέλεξαν ως πρώτον θέμα προς εξέτασιν την Εκκλησιολογίαν, ήτις άπτεται κατά βάσιν των σημαντικωτέρων προβλημάτων και των εκ τούτων διαφορών μεταξύ των Εκκλησιών.
Η ημετέρα Επιτροπή ελπίζει, ότι τόσον κατά τας διμερείς συζητήσεις, όσον και κατά την επεξεργασίαν των κοινών κειμένων, θα δίδηται ίση έμφασις τόσον εις το ακαδημαϊκόν στοιχείον, όσον και εις το εκκλησιαστικόν τοιούτον, και ότι αι αντίθετοι θεολογικαί θέσεις και αι διάφοροι εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις των δύο μερών δεν θα είναι εμπόδιο εις την αληθή έκφρασιν της εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παράδοση αποτεθησαυρισμένης Θείας Αποκαλύψεως και εις τον ανάλογον τονισμόν της αναγκαιότητος της πνευματικής και μυστηριακής ζωής των πιστών, της οποίας την πληρότητα εγγυάται το περί τον Επίσκοπον ιερατείον εν τη τελέσει της Θείας Ευχαριστίας.
στ΄. Ο Διάλογος μετά των Μετερρυθμισμένων
Η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή εύχεται, όπως ο υπό έναρξιν Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των Μετερρυθμισμένων άρξηται και εξελιχθή εν πνεύματι θετικώ και δημιουργικώ. Εκφράζεται ωσαύτως η ελπίς, ότι ο Διάλογος ούτος θα επωφεληθή της κτηθείσης πείρας εκ της διεξαγωγής των άλλων αντιστοίχων Θεολογικών Διαλόγων, υιοθετών τας θετικάς εξ αυτών εμπειρίας και αποφεύγων την επανάληψιν των αρνητικών τοιούτων.
Συναφώς προς τους δύο τούτους Διαλόγους, ήτοι τους μετά των Λουθηρανών και των Μετερρυθμισμένων, η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή επισημαίνει τα δύο γενικώτερα εις τον χώρον τούτο προβλήματα, το του προσηλυτισμού εν γένει και το της μυστηριακής κοινωνίας μετ’ άλλων Ομολογιών. Τόσον ο εις βάρος της Ορθοδοξίας ασκούμενος προσηλυτισμός, όσον και αι ως άνω μορφαί μυστηριακής κοινωνίας, παρακωλύουν ουσιαστικώς τους αναληφθέντας υπ’ αυτών Διαλόγους μετά της Ορθοδοξίας.[3]
[1] Το θέμα τούτο εμελετήθη υπό της Β΄ Υποεπιτροπής Εργασίας, ήτις απετελείτο εκ των Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Βαρθολομαίου (νυν Οικουμενικός μας Πατριάρχης), Μητροπολίτου Όρους Λιβάνου Γεωργίου, κ. Γρηγορίου Σκομπέϊ και Μητροπολίτου Περιστερίου Χρυσοστόμου Επισκόπου Σουμαδίας Σάββα, Καθηγητού Στόγιαν Γκόσεβιτς, Δρος Ανδρέου Μιτσίδου. Πρόεδρος αυτής ήταν ο Μητροπολίτης του Όρους Λιβάνου Γεώργιος Γραμματεύς ο Δρ. Ανδρέας Μιτσίδης.
[2]Ιω. 17, 21.
[3] Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 4, σελ. 145 – 149, Λευκωσία, 1986.